Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2016

5. Η Καταιγίδα - ΧΑΛΙΛ ΓΚΙΜΠΡΑΝ

1. Θλίψη Σιωπηλή - ΧΑΛΙΛ ΓΚΙΜΠΡΑΝ

2. Το Χέρι της Μοίρας - ΧΑΛΙΛ ΓΚΙΜΠΡΑΝ

Κάποια μέρα, ο Φαρίς Εφάντη με κάλεσε σε γεύμα στο σπίτι του. Δέχτηκα, γιατί η ψυχή μου πεινούσε για το θείο ψωμί που ο Θεός ειχε βάλει στα χέρια της Σέλμας, το πνευματικό ψωμί που κάνει τις καρδιές μας να πεινούν πιο πολύ οσο περισσότερο τρώνε. Ήταν το ψωμί εκείνο που ο Καής, ο Άραβας ποιητής, ο Δάντης και η Σαπφώ ειχαν δοκιμάσει και που ειχε φλογίσει τις καρδιές τους. το ψωμί. που ζυμώνει η Θεά - μητέρα με τη γλύκα των φιλιών και την πίκρα των δακρύων. 

Όταν έφτασα στο σπίτι του Φαρίς Εφάντη, ειδα τη Σέλμα να κάθεται σ' έναν πάγκο στον κήπο, έχοντας ακουμπισμένο το κεφάλι της στον κορμό του δέντρου, και να φαίνεται σα νύφη με το λευκό μεταξένιο φόρεμά της, η σα φρουρός που φύλαγε κείνο το περιβόλι. Σιωπηλά και με σεβασμό πλησίασα και κάθισα δίπλα της. Δεν μπορούσα να μιλήσω. Γι' αυτό, κατέφυγα στη σιωπή, τη μόνη γλώσσα της καρδιάς, ένιωθα ομως πως η Σέλμα άκουγε το άφωνο κάλεσμά μου κι έβλεπε το πνεύμα της ψυχής μου στα μάτια μου. 

Σε λίγη ώρα, ο γερο - πατέρας της βγήκε απο το σπίτι και με χαιρέτησε, οπως έκανε πάντα. Όταν άπλωσε το χέρι του προς εμένα, ένιωσα σα να ευλογούσε τα μυστήρια που ένωναν εμένα και την κόρη του. Μετά ειπε, «Το φαγητό είναι έτοιμο, παιδιά μου. ας πάμε να φάμε.» 

Σηκωθήκαμε και τον ακολουθήσαμε, και τα μάτια της Σέλμας έλαμπαν. γιατί ενα καινούργιο αίσθημα ειχε προστεθεί στην αγάπη της τη στιγμή που ο πατέρας της μας αποκάλεσε παιδιά του. 

Καθίσαμε στο τραπέζι και γευόμαστε με ευχαρίστηση το φαγητό και το παλιό κρασί, αλλα οι ψυχές μας ζούσαν σ' εναν κόσμο πολυ μακρινό. Σκεφτόμαστε το μέλλον και τις δυσκολίες του. Τρία πρόσωπα ηταν χωρισμένα στις σκέψεις τους, αλλα ενωμένα με την αγάπη. τρεις αθώοι άνθρωποι με πολυ αίσθημα αλλα λίγη γνώση. ενα δράμα παιζόταν εκείνη τη στιγμή απο ενα γέρο που αγαπούσε την κόρη του και φρόντιζε για την ευτυχία της, μια κόρη είκοσι χρονών που ατένιζε το μέλλον με ανησυχία, κι ένα νέο που ονειροπολούσε κι αγωνιούσε, που δεν ειχε γευτεί ούτε το κρασί ούτε το ξύδι της ζωής, και που προσπαθούσε να φτάσει στα ύψη της αγάπης και της γνώσης, αλλα που δεν μπορούσε ν' ανυψωθεί. 

Εμεις οι τρεις καθόμασταν στο απαλό φως και τρώγαμε και πίναμε σε κείνο το μοναχικό σπίτι, οπου μας θωρούσαν τα μάτια του ουρανού, αλλα στον πάτο των ποτηριών μας κρυβόταν η πίκρα και η αγωνία. Την ώρα που τελειώναμε το φαγητό μας, μια υπηρέτρια ανάγγειλε κάποιον ξένο που ήθελε να δει τον Φαρίς Εφάντη. 

«Ποιος είναι;» ρώτησε ο γέρος. «Ο άνθρωπος του επισκόπου», ειπε η κοπέλα. Έγινε λίγες στιγμές σιωπή, και στις στιγμές αυτές ο Φαρίς Εφάντη κοίταξε κατάματα την κόρη του, σαν τον προφήτη που ατενίζει τον ουρανό για ν' αποκαλύψει το μυστικό του. Ύστερα ειπε στην κοπέλα, «Ας περάσει.» 


Η υπηρέτρια έφυγε και σε λίγο μπήκε ενας άνθρωπος ντυμένος με ανατολίτικη φορεσιά, με μεγάλα μουστάκια στριφτά στην άκρη. Χαιρέτησε το γέρο, και ειπε, «η αγιότης του, ο επίσκοπος, μ' έστειλε να σας πάρω με το ιδιωτικό του αμάξι. θέλει να συζητήσει κάποιο σοβαρό ζήτημα μαζί σας.» Η οψη του γέρου συννέφιασε και το χαμόγελό του εξαφανίστηκε. Ύστερα απο λίγες στιγμές βαθιάς σκέψης, ήρθε κοντά μου και μου ειπε με φιλική φωνή, «Ελπίζω να σε ξαναβρώ εδω όταν γυρίσω, η Σέλμα θα χαρεί με τη συντροφιά σου σ' αυτο το μοναχικό σπίτι.» 

Λέγοντας αυτα, ο γέρος στράφηκε προς τη Σέλμα και, χαμογελώντας, τη ρώτησε αν συμφωνούσε. Εκείνη κούνησε το κεφάλι καταφατικά, ενω τα μάγουλά της κοκκίνισαν, και με φωνή πιο γλυκειά κι απο τη μουσική της λύρας είπε, «Θα κάνω ο,τι μπορώ, πατέρα, για να ευχαριστήσω τον ξένο μας.» 

Η Σέλμα παρακολούθησε το αμάξι που ειχε πάρει τον πατέρα της και τον άνθρωπο του επισκόπου μεχρι που εξαφανίστηκε. Μετά, ήρθε και κάθισε απέναντι μου σ' ενα ντιβάνι στρωμένο με πράσινο ύφασμα μεταξένιο. Έμοιαζε με κρίνο που ειχε γείρει στο χαλί της πράσινης χλόης απο την αύρα της αυγής. Ήταν θέλημα του ουρανού να μείνω μόνος με τη Σέλμα, εκείνη τη νύχτα, στο όμορφο σπίτι της, το τριγυρισμένο απο δέντρα, οπου η σιωπή, η αγάπη, η ομορφιά, και η αρετή κατοικούσαν μαζί. 

Μέναμε και οι δυο σιωπηλοί, ο καθένας περιμένοντας τον άλλο να μιλήσει, αλλα η ομιλία δεν ειναι το μόνο μέσο επικοινωνίας ανάμεσα σε δυο ψυχές. Δεν είναι μόνο οι συλλαβές και οι λέξεις που βγαίνουν απο τα χείλη και τη γλώσσα που ενώνουν τις καρδιές. Υπάρχει κάτι πολύ πιο μεγάλο και αγνό, απο οσα μπορεί να πει το στόμα. Η σιωπή φωτίζει τις ψυχές μας, ψιθυρίζει στις καρδιές μας, και τις ενώνει. Η σιωπή μας ξεχωρίζει απο τους εαυτούς μας, μας κάνει να ταξιδεύουμε στο άπειρο στερέωμα του πνεύματος, και μας φέρνει πιο κοντά στον ούρανό. μας κάνει να νιώθουμε οτι τα σώματα δεν είναι τίποτα περισσότερο απο φυλακές και οτι αυτός ο κόσμος είναι μονάχα ένας τόπος εξορίας. Η Σέλμα με κοίταζε και τα μάτια της φανέρωναν το μυστικό της καρδιάς της. Ύστερα ειπε απαλά, «Ας πάμε στον κήπο να καθίσουμε κάτω απο τα δέντρα και να κοιτάξουμε το φεγγάρι που ανατέλλει πάνω απο τα βουνά.» Υπάκουα σηκώθηκα απο τη θέση μου, μόλο που ένιωθα δισταγμό. 

«Δε θα ήταν καλύτερα να μείνουμε εδω ώσπου ν' ανεβεί το φεγγάρι και να φωτίσει τον κήπο;» Και μετα συνέχισα, «Το σκοτάδι κρύβει τα δέντρα και τα λουλούδια, δε θα δούμε τίποτα.» Τοτε εκείνη ειπε, «Εαν το σκοτάδι κρύβει τα δέντρα και τα λουλούδια απο τα μάτια μας, δε θα κρύψει την αγάπη απο τις καρδιές μας.» 

Προφέροντας τα λόγια αυτά με μια παράξενη φωνή, έστρεψε τα μάτια της και κοίταξε έξω απο το παράθυρο. Εγω έμεινα σιωπηλός, και στοχαζόμουν τα λόγια της, ζυγίζοντας την αληθινή σημασία κάθε συλλαβής. Τότε εκείνη με κοίταξε σα να ειχε μετανιώσει για οσα ειπε και να προσπαθούσε να πάρει πίσω τα λόγια εκείνα απο τ' αφτιά μου με τη μαγεία των ματιών της. αλλα τα μάτια εκείνα, αντι να με κάνουν να ξεχνώ οσα ειχε πει, ξανάλεγαν μέσα στα βάθη της καρδιάς μου πιο καθαρά και πιο δυνατά τις γλυκειές λέξεις που είχαν κιόλας χαραχτεί στη μνήμη μου για πάντα. 

Κάθε ομορφιά και μεγαλείο σ' αυτό τον κόσμο δημιουργείται απο μια μόνο σκέψη η συναίσθημα μέσα στον άνθρωπο. Κάθετι που βλέπουμε σήμερα, κάθετι που έφτιαξαν οι προηγούμενες γενιές, ήταν, πριν φανερωθεί, μια σκέψη στο νου ενός ανθρώπου ή μια παρόρμηση στην καρδιά μιας γυναίκας. Οι επαναστάσεις που έχυσαν τόσο αίμα και έστρεψαν το νου των ανθρώπων προς την ελευθερία ήταν η ιδέα ενος ανθρώπου που ζούσε ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους ανθρώπους. Οι καταστρεφτικοί πόλεμοι που γκρέμισαν αυτοκρατορίες ήταν μια σκέψη που υπήρχε στο μυαλό ενος ανθρώπου. Τα πιο υψηλά διδάγματα που άλλαξαν την πορεία της ανθρωπότητας ήταν ιδέες ενός ανθρώπου που η μεγαλοφυΐα του τον ξεχώρισε απο το περιβάλλον του. Μια μοναδική σκέψη έχτισε τις πυραμίδες, θεμελίωσε τη δόξα του Ισλάμ, και προκάλεσε την πυρκαγιά της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας. 

Μια σκέψη μπορεί να 'ρθει σε σας κάποια νύχτα που θα σας ανεβάσει στη δόξα ή θα σας οδηγήσει στο άσυλο. Ένα βλέμμα απο τα μάτια μιας γυναίκας σας κάνει τον πιο ευτυχισμένο άνθρωπο του κόσμου. Μια λέξη απο τα χείλη ενος ανθρώπου μπορεί να σας κάνει πλούσιο ή φτωχό. Η λέξη εκείνη που πρόφερε η Σέλμα αυτή τη νύχτα με σταμάτησε ανάμεσα στο παρελθόν και στο μέλλον μου, σαν ενα καράβι που αγκυροβολεί στη μέση του ωκεανού. Η λέξη εκείνη με ξύπνησε απο τον ύπνο της νιότης και της μοναξιάς μου και μ' οδήγησε πάνω στη σκηνή όπου η ζωή και ο θάνατος παίζουν τους ρόλους τους. 

Το άρωμα των λουλουδιών ανακατευόταν με την αύρα που μας δρόσισε καθώς μπαίναμε στον κήπο. Καθίσαμε σιωπηλοί σ' έναν πάγκο κοντά σ' ένα δέντρο γιασεμιού, κι ακούγαμε την ανάσα της κοιμισμένης φύσης, ενω μέσα στο βαθυγάλανα ουρανό βλέπαμε τ' αστέρια σα μάτια που παρακολουθούσαν το δράμα μας. 

Το φεγγάρι ανέβηκε πίσω απο το όρος Σανίν και φώτισε την ακρογιαλιά, τους λόφους, και τα βουνά. και βλέπαμε τα χωριά που περιστοίχιζαν την κοιλάδα σαν παραστάσεις που βγήκαν ξαφνικά μέσα απο το τίποτα. Βλέπαμε την ομορφιά όλου του Λιβάνου κάτω απο τις ασημένιες ακτίνες του φεγγαριού. 

Οι ποιητές της Δύσης βλέπουν το Λίβανο σαν εναν τόπο θρυλικό, ξεχασμένον απο τον καιρό που πέρασε ο Δαβίδ και ο Σολομών και οι Προφήτες, σαν τον κήπο της Εδέμ που χάθηκε ύστερα απο την πτώση του Αδάμ και της Εύας. Γι' αυτούς τους δυτικούς ποιητές, η λέξη Λίβανος είναι μια ποιητική έκφραση συνυφασμένη με κάποιο βουνό που οι πλαγιές του διαποτίζονται. απο το άρωμα των ιερών κέδρων. Τους θυμίζει τους ναούς απο χαλκό και μάρμαρο, αμετάβλητους στους αιώνες και ενα κοπάδι ελαφιών, που βόσκουν στις κοιλάδες. 

Τη νύχτα εκείνη ειδα το Λίβανο σα σε όνειρο με τα μάτια του ποιητή. Έτσι, η εμφάνιση των πραγμάτων αλλαζει ανάλογα με τα συναισθήματα μας, και ετσι, βλέπουμε μαγεία και ομορφιά σ' αυτά, ενω η μαγεία και η ομορφιά είναι πραγματικά μέσα μας. 

Καθώς οι ακτίνες του φεγγαριού έλαμπαν πάνω στο πρόσωπο, το λαιμό και τα μπράτσα της Σέλμας, έμοιαζε σαν άγαλμα φιλντισένιο, σμιλεμένο απο τα δάχτυλα κάποιου λάτρη της Ιστάρ, της θεάς της ομορφιάς και της αγάπης. 

Καθώς με κοίταζε, ειπε, «Γιατί είσαι σιωπηλός; Γιατί δε μου λες κάτι απο το παρελθόν σου;» Καθώς την κοίταζα στα μάτια, η αλαλιά μου εξαφανίστηκε, άνοιξα τα χείλη μου και ειπα, «Δεν άκουσες τι ειπα όταν μπήκα σ' αυτό τον κήπο; Το πνεύμα που ακούει τον ψίθυρο των λουλουδιών και το τραγούδι της σιωπής μπορεί επίσης να ακούσει την κραυγή της ψυχής μου και το ξεφωνητό της καρδιάς μου.» 

Η Σέλμα σκέπασε το πρόσωπό της με τα χέρια της και είπε, μ' όλότρεμη φωνή, «Ναι, σ' άκουσα - άκουσα μια φωνή που ερχόταν απο τα βάθη της νύχτας και μια κραυγή που έσκιζε την καρδιά της μέρας.» Ξεχνώντας το παρελθόν μου, την ιδια μου την ύπαρξη - τα πάντα, εκτος απο τη Σέλμα, απάντησα, λέγοντάς της, «Κι εγω σ' άκουσα, Σέλμα. άκουσα μουσική γεμάτη έξαρση να πάλει μέσα στον αέρα και να δονεί ολάκερο το σύμπαν.» 

Ακούγοντας τα λόγια αυτά, η Σέλμα έκλεισε τα μάτια της, και, πάνω στα χείλη της, ειδα ενα χαμόγελο χαράς ανάμεικτης με θλίψη. Ψιθύρισε απαλά, «Τώρα ξέρω οτι υπάρχει κάτι πιο υψηλό απο τον ουρανό και πιο βαθύ απο τον ωκεανό και πιο παράξενο απο τη ζωή και το θάνατο και το χρόνο, τώρα ξέρω κάτι που δεν ήξερα πριν.» Τη στιγμή εκείνη η Σέλμα μου έγινε πιο αγαπητή και απο ενα φίλο, πιο κοντινή απο μια αδερφή, και πιο αγαπητή απο μια ερωμένη. Έγινε μια υπέρτατη σκέψη, ενα υπέροχο όνειρο, ενα παντοδύναμο συναίσθημα που ζούσε μέσα στην ψυχή μου. 

Είναι λάθος να νομίζουμε οτι η αγάπη έρχεται απο τη συντροφιά που κρατά πολύ καιρό και απο την επίμονη έρωτοτροπία. Η αγάπη είναι το παιδί της πνευματικής συγγένειας, κι αν η πνευματική αυτή συγγένεια δε δημιουργηθεί μέσα σε μια στιγμή, δεν μπορεί να δημιουργηθεί μέσα σε χρόνια ή και σε γενιές. 

Ύστερα, η Σέλμα ύψωσε το κεφάλι της και ατένισε προς τον ορίζοντα, οπου το όρος Σανίν συναντά τον ουρανό, και ειπε, «Χθες ήσουν σαν αδερφός για μένα, που ζούσα μαζί του και που μαζί του καθόμουν ήσυχα κάτω απο τη φροντίδα του πατέρα μου. Τώρα, αισθάνομαι την παρουσία ενος συναισθήματος πιο παράξενου και πιο γλυκού απο την άδερφική αγάπη, ενα παράξενο ανακάτεμα αγάπης και φόβου που γεμίζει την καρδιά μου με θλίψη κι ευτυχία.» 

Απάντησα, «Το συναίσθημα αυτό που φοβόμαστε και που μας ταράζει όταν περνά μέσα απο την καρδιά μας, είναι ο νόμος της φύσης που οδηγεί το φεγγάρι γύρω απο τη γη και τον ήλιο γύρω απο το Θεό.» Η Σέλμα έβαλε τα χέρια της πάνω στο κεφάλι μου και πέρασε τα δάχτυλά της μέσα στα μαλλιά μου. Το πρόσωπό της φωτίστηκε και τα δάκρυά της άρχισαν να τρέχουν απο τα μάτια της σα σταγόνες δροσιάς πάνω στα φύλλα του κρίνου, και ειπε, «Ποιος θα πίστευε την Ιστορία μας ποιος θα πίστευε πως αυτή τη στιγμή ξεπεράσαμε το εμπόδιο της αμφιβολίας; Ποιος θα πίστευε πως ο μήνας του Νιζάν, που μας έφερε κοντά για πρώτη φορά, θα ήταν ο μήνας που μας έφερε μπροστά στα Άγια των Αγίων της ζωής;» 

Το χέρι της ήταν ακόμα επάνω στο κεφάλι μου καθώς μιλούσε, κι εγώ δε θα προτιμούσα ούτε βασιλική κορώνα ούτε στεφάνι δόξας αντί γι' αυτό το όμορφο, απαλό χέρι που τα δάχτυλά του τυλίγονταν στα μαλλιά μου. 

Κατόπιν της απάντησα: «Οι άνθρωποι δε θα πιστέψουν την ιστορία μας επειδή δεν ξέρουν οτι η αγάπη είναι το μόνο λουλούδι που μεγαλώνει και ανθίζει χωρίς τη βοήθεια των εποχών είναι όμως ο Νιζάν που μας έφερε κοντά για πρώτη φορά, και είναι η ώρα αυτή που μας βρήκε μπροστά στα Άγια των Αγίων της ζωής; 

Δεν είναι, τάχα, το χέρι του Θεού που έφερε τις καρδιές μας τη μια κοντά στην άλλη πριν απο τη γέννηση και μας έκανε αιχμάλωτους τον ενα του άλλου για όλες τις μέρες και τις νύχτες της ζωής μας; Η ζωή του ανθρώπου δεν αρχίζει στη μήτρα και δεν τελειώνει ποτέ στον τάφο. κι αυτό το στερέωμα, το γεμάτο απο το φως του φεγγαριού και τα αστέρια, είναι γεμάτο απο ψυχές που αγαπούν και απο πνεύματα που διαισθάνονται.» 

Τη στιγμή που τράβηξε το χέρι της απο το κεφάλι μου, ένιωσα ενα είδος ηλεκτρικής δόνησης στις ρίζες των μαλλιών μου μαζί με την αύρα της νύχτας. Σαν αφοσιωμένος λάτρης που δέχεται την ευλογία τη στιγμή που φιλεί το βωμό του ιερού, πήρα το χέρι της Σέλμας, ακούμπησα τα καφτά μου χείλη πάνω σ' αυτό, και του έδωσα ενα μακρόσυρτο φιλί, που η θύμησή του λιώνει την καρδιά και με τη γλύκα του ξυπνά ολη την αρετή του πνεύματός μου. Πέρασε μια ώρα, που κάθε λεπτό της ήταν ένας χρόνος αγάπης. 

Η σιωπή της νύχτας, το φεγγαρόφωτο, τα λουλούδια και τα δέντρα μας έκαναν να ξεχνούμε κάθε πραγματικότητα εκτός απο την αγάπη, όταν ξαφνικά ακούσαμε την ποδοβολή των αλόγων και το θόρυβο των τροχών του αμαξιού. 

Ξυπνήσαμε απο το γλυκό μας όνειρο και πηδήσαμε ξανά μέσα στον κόσμο των περιπλοκών και της αθλιότητας, και βρήκαμε το γέρο που γύριζε απο την αποστολή του. 

Σηκωθήκαμε και προχωρήσαμε προς την άκρη του κήπου για να τον συναντήσουμε. Όταν το αμάξι έφτασε στην είσοδο του κήπου, ο Φαρίς Εφάντη κατέβηκε και περπάτησε αργά προς εμάς σκύβοντας ανάλαφρα μπροστά, σα να κουβαλούσε κάποιο βαρύ φορτίο. Πλησίασε τη Σέλμα και ακούμπησε τα δυο του χέρια στους ώμους της και την κοίταξε στα μάτια. Δάκρυα έτρεξαν στα ρυτιδωμένα μάγουλά του και τα χείλη του έτρεμαν με θλιβερό χαμόγελο. 

Με φωνή πνιγμένη ειπε, «Αγαπημένη μου, Σέλμα, πολύ σύντομα θα σε πάρουν απο την αγκαλιά του πατέρα σου, και θα σε πάνε στα χέρια ενός άλλου άντρα. Πολύ σύντομα η μοίρα θα σε πάρει μακριά απο αυτό το μοναχικό σπίτι, και θα σε φέρει στη μεγάλη αυλή του κόσμου και ο κήπος αυτός θα νοσταλγεί το πάτημα των ποδιών σου, και ο πατέρας σου θα είναι για σένα ενας ξένος. Όλα τελείωσαν. ειθε ο Θεός να σε ευλογεί.» 

Ακούγοντας τα λόγια αυτά το πρόσωπο της Σέλμας συννέφιασε και τα μάτια της πάγωσαν σα να ένιωσε ενα χροάγγελμα θανάτου. Ύστερα έβγαλε μια κραυγή, σαν το πουλί που πέφτει χτυπημένο, πονεμένη, τρεμάμενη, και με φωνή πνιγμένη ειπε, «Τι ειπες; Τι εννοείς; Που με στέλνεις ;» 

Ύστερα τον κοίταξε ερευνητικά, προσπαθώντας να άνακαλύψει το μυστικό του. την άλλη στιγμή ειπε, «Κατάλαβα, τα κατάλαβα όλα. Ο επίσκοπος με ζήτησε απο σένα και έχει φτιάξει ενα κλουβί για το πουλί αυτό με τα σπασμένα φτερά. Είναι αυτή η θέλησή σου, πατέρα;» Η απάντησή του ήταν ενας βαθύς αναστεναγμός. 

Τρυφερά, οδήγησε τη Σέλμα στο σπίτι, ενω εγω έμεινα στον κήπο και ένιωθα τα κύματα της αγωνίας να με χτυπούν όπως η καταιγίδα χτυπά τα φθινοπωρινά φύλλα. Ύστερα, τους ακολούθησα στο σαλόνι και για ν' αποφύγω τη στενοχώρια, έσφιξα το χέρι του γέρου, κοίταξα τη Σέλμα, το υπέροχο άστρο μου, και έφυγα απο το σπίτι. Όταν έφτασα στην άκρη του κήπου άκουσα το γέρο να με φωνάζει κι έτρεξα να τον συναντήσω. 

Έπιασε το χέρι μου απολογητικά και ειπε, «Συγχώρεσέ με, γιε μου, χάλασα τη βραδιά σας με τα δάκρυά μου, αλλα σε παρακαλώ να έρχεσαι να με βλέπεις όταν το σπίτι μου θα ερημώσει και θα είμαι μόνος μου και απελπισμένος. Η νιότη, αγαπημένο μου παιδί, δεν ταιριάζει με τα γηρατειά, όπως και το πρωινό δεν ταιριάζει με το βράδυ. εσυ όμως θα έρχεσαι σε μένα και θα ξαναζωντανεύεις στη μνήμη μου τις μέρες της νιότης που πέρασα με τον πατέρα σου, και θα μου λες τα νεα της ζωής, που τώρα πια δε με λογαριάζει ανάμεσα στα παιδιά της. Θα μ' επισκέφτεσαι λοιπόν όταν η Σέλμα φύγει και θα μείνω εδω στη μοναξιά;» 

Ενώ έλεγε αυτά τα θλιβερά λόγια κι εγω έσφιγγα το χέρι του σιωπηλά, ένιωσα τα ζεστά δάκρυα απο τα μάτια του να πέφτουν πάνω στα χέρια μου. Έτρεμα απο τη θλίψη και απο μια στοργή του παιδιού για τον πατέρα, και ένιωσα την καρδιά μου να λιώνει απο τον πόνο. Όταν ύψωσα το κεφάλι μου, και εκείνος ειδε τα δάκρυα στα μάτια μου, έσκυψε κι ακούμπησε τα χείλη του στο μέτωπό μου. 

«Στο καλό, παιδί μου, στο καλό.» Τα δάκρυα ενός γέρου είναι πιο δυνατά απο τα δάκρυα ενος νέου, γιατί είναι το υπόλοιπο της ζωής στο αδύναμο σώμα του. Το δάκρυ του νέου είναι σα μια σταγόνα δροσιάς πάνω στο ψύλλο του τριαντάφυλλου, ενώ το δάκρυ του γέρου είναι σαν ενα κίτρινο φύλλο που πέφτει με τον άνεμο καθώς πλησιάζει ο χειμώνας. 

Καθώς ξεμάκραινα απο το σπίτι του Φαρίς Εφάντη Καράμη, η φωνή της Σέλμας αντηχούσε ακόμα στ' αφτιά μου, η ομορφιά της με ακολουθούσε, σα φάντασμα, και τα δάκρυα του πατέρα της στέγνωναν αργά πάνω στο χέρι μου. Η φυγή μου έμοιαζε με την έξοδο του Αδάμ απο τον παράδεισο, αλλα η Εύα της καρδιάς μου δεν ήταν μαζί μου για να κάνει ολάκερο τον κόσμο μια Εδέμ. Τη νύχτα εκείνη, όπου ειχα ξαναγεννηθεί ένιωσα οτι ειδα το πρόσωπο του θανάτου για πρώτη φορά. Έτσι, ο ήλιος δίνει τη ζωή αλλα και σκοτώνει τους αγρούς με τη ζέστη του.

ΤΑ ΣΠΑΣΜΕΝΑ ΦΤΕΡΑ - ΧΑΛΙΛ ΓΚΙΜΠΡΑΝ

Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.