Κυριακή 12 Ιουνίου 2016

Ο αυταρχικός βασιλιάς



Βασίλευε κάποτε σε μια μακρινή χώρα ένας πολύ αυταρχικός βασιλιάς.
Ό,τι έλεγε ήθελε να εκτελείται χωρίς αναβολή και χωρίς αντίρρηση. Όλοι και
όλα έπρεπε να υπακούουν τυφλά στις εντολές και τις επιθυμίες του. Κι όταν
λέμε όλα, εννοούμε ακριβώς αυτό: όχι μόνο οι άνθρωποι, αλλά το καθετί, τα
ζώα, η φύση, τα πάντα.


Οι αυλικοί με τον τρόπο τους καλλιεργούσαν αυτό τον αυταρχισμό του
βασιλιά τους. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, κάποια μέρα που περπατούσε
στον κήπο να δει ένα δέντρο που δεν του άρεσε και να πει: «Άντε χάσου,
παλιόδεντρο!». Την επόμενη φορά που θα περνούσε από εκεί το δέντρο θα
είχε εξαφανιστεί, γιατί οι αυλικοί θα το είχαν κόψει, φροντίζοντας να
υλοποιήσουν την επιθυμία του βασιλιά, κάνοντάς τον έτσι να πιστεύει ότι
μπορούσε να δώσει οποιαδήποτε διαταγή.


Το παλάτι είχε έναν τεράστιο κήπο τον οποίο διέσχιζε και πότιζε ένα
γραφικό ποταμάκι. Το ποταμάκι αυτό ξεκινούσε ψηλά από το βουνό, περνούσε
μέσα από την πόλη και τα ανάκτορα, κατέβαινε στον κάμπο και χυνόταν
τελικά στη θάλασσα. Ήταν το καμάρι της πόλης και του παλατιού και η
λατρεία της μονάκριβης κόρης του βασιλιά.


Μια μέρα όμως που ο βασιλιάς έκανε βόλτα κοντά στο ποτάμι,
παραπάτησε, γλίστρησε, έπεσε στο νερό και λέρωσε την καινούργια στολή του.
Οργισμένος άρχισε να χτυπά με το σκήπτρο του το ποτάμι, αλλά αυτό τον
πλατσούριζε και τον κατάβρεχε πιο πολύ.


— Εξαφανίσου παλιοπόταμο! Να μη σε ξαναδώ στα μάτια μου! είπε όλο
θυμό εκείνος, όταν οι αυλικοί τον βοήθησαν να βγει από το νερό.
Οι σύμβουλοί του συνεδρίασαν για να δουν πώς θα υλοποιήσουν τη
νέα εντολή του βασιλιά, αλλά δεν εύρισκαν εύκολα λύση όπως με τις άλλες
διαταγές. Το ποτάμι ήταν η ζωή της πόλης: πότιζε τους κήπους, κινούσε τους
νερόμυλους, ήταν γενικά η ομορφιά της πρωτεύουσας. Σκέφτηκαν λοιπόν να
μην κάνουν τίποτα, ελπίζοντας ότι ο βασιλιάς θα το ξεχνούσε. Μάταιες
ελπίδες! Το πρώτο πράγμα που ρώτησε ο βασιλιάς όταν ξύπνησε το επόμενο
πρωί ήταν αν είχε εξαφανιστεί «το παλιοπόταμο». Με τρόμο οι αυλικοί του
είπαν ότι το ποτάμι ήταν ακόμα εκεί.


— Πώς τολμάει και παρακούει τη διαταγή μου; ούρλιαξε ο βασιλιάς.
Αδειάστε το από το νερό.


Όλοι ρίχτηκαν να αδειάσουν το ποτάμι, αλλά σε λίγο κατάλαβαν ότι
ήταν μάταιος κόπος.


— Κάψτε το! ούρλιαξε ο βασιλιάς που είχε αρχίσει να χάνει την
υπομονή του με την υπόθεση.


Δυστυχώς η φωτιά δεν είχε καμιά επίδραση στο νερό και το ποτάμι
συνέχισε να κυλά σαν να μην έτρεχε τίποτα.


— Παραχώστε το! ξανάβαλε τις φωνές ο βασιλιάς.



Άρχισαν όλοι να ρίχνουν χώμα στο ποτάμι και, πραγματικά, μετά από
πολλές ώρες και ενώ κόντευε να νυχτώσει, το ποτάμι είχε εξαφανιστεί.


Ο βασιλιάς πήγε ήσυχος για ύπνο τη βραδιά εκείνη, αφού είχε
τιμωρήσει σκληρά την ανυπακοή. Η κόρη του όμως, που είχε ιδιαίτερη
αδυναμία στο μικρό ποτάμι, δεν μπορούσε να κοιμηθεί από τη στενοχώρια
της. Τελικά αποφάσισε να πάει να βρει την Καλή Μάγισσα, που έμενε σε μια
καλύβα κοντά στο παλάτι, για να μπορούν οι αυλικοί να ζητούν τη γνώμη της
στις σοβαρές κρατικές υποθέσεις.


— Πρέπει να πείσεις τον βασιλιά ότι ήταν λάθος να σκεπάσει το ποτάμι,
είπε η πριγκίπισσα.


— Ο βασιλιάς δεν πείθεται ούτε από μένα ούτε από σένα ούτε από
κανένα ανθρώπινο ον, γιατί είναι πολύ εγωιστής. Πρέπει να θέσουμε σε
εφαρμογή τα μεγάλα μέσα. Αν θες να δεις τη συνέχεια, να είσαι στην αίθουσα
του θρόνου αύριο στις εννιά το πρωί.


Στις εννιά η ώρα ο βασιλιάς κάθισε στον θρόνο του για να ακούσει τα
καθημερινά παράπονα των υπηκόων του, ενώ η πριγκίπισσα παρακολουθούσε
μερικές θέσεις πιο κάτω.


Αντί για ανθρώπους αυτή τη φορά παρουσιάστηκαν δυο παράξενα
φτερωτά πλάσματα, το ένα γαλάζιο, το άλλο γκρίζο, τα οποία μπήκαν στην
αίθουσα από το παράθυρο και στάθηκαν στον αέρα μπροστά στον βασιλιά.


Αυτός βρήκε ενδιαφέρον το θέαμα και τα ρώτησε τι μπορεί να κάνει γι’
αυτά.


— Εγώ είμαι το Πνεύμα της Βροχής, είπε το γαλάζιο πλάσμα. Μαζευόμαστε
χιλιάδες σταγόνες και έπειτα πέφτουμε στη γη για να ταΐσουμε το ποταμάκι,
αλλά σήμερα δεν το είδαμε πουθενά.


— Το ποταμάκι, ε; γκρίνιαξε ο βασιλιάς. Εσύ τι παράπονο έχεις; ρώτησε
το γκρίζο πλάσμα.


— Εγώ είμαι το Πνεύμα των Υδρατμών του Ωκεανού, είπε εκείνο. Το νερό που
φέρνει το ποτάμι στον ωκεανό, εξατμίζεται και γίνεται βροχή, όπως είπε ο
αδελφός μου. Αλλά όλη τη νύχτα δεν υπήρχε καθόλου νερό από το ποταμάκι
για να δημιουργηθούν υδρατμοί.


— Α, το ποταμάκι, πάλι, έκανε ο βασιλιάς. Καλά, θα σκεφτώ την
υπόθεσή σας και θα σας ενημερώσω. Και το ξέχασε αμέσως.
Την άλλη μέρα, στις εννιά το πρωί, η βασιλοπούλα βρισκόταν πάλι
στην αίθουσα του θρόνου και πάλι περίμεναν δυο παράξενα πλάσματα να
ζητήσουν ακρόαση από τον βασιλιά.


— Τι θέλεις εσύ; ρώτησε αυτός ένα πλάσμα που έμοιαζε σαν
καλοδουλεμένη πέτρα.


— Εγώ αντιπροσωπεύω τα βότσαλα που το ποταμάκι τα έχει γυαλίσει
και ομορφύνει. Από χθες είμαστε σκεπασμένα με χώμα και δεν μπορούμε να
κελαηδούμε αφού δεν περνά νερό από πάνω μας.


— Μάλιστα, το ποτάμι πάλι! ξαναγκρίνιαξε ο βασιλιάς. Κι εσύ για το
ποτάμι θα μιλήσεις; ρώτησε το επόμενο πλάσμα που έμοιαζε με σκούρα
σταχτιά κάμπια.


— Εγώ είμαι το Πνεύμα του Χώματος. Το ποτάμι με πότιζε και
μπορούσα να δίνω τροφή στις ρίζες των φυτών. Εδώ και δυο μέρες είμαι
κατάξερο και όλα τα φυτά κινδυνεύουν να ξεραθούν.


— Θα μελετήσω την υπόθεσή σας και θα σας ενημερώσω, είπε ο
βασιλιάς και το ξέχασε αμέσως.


Το άλλο πρωί επαναλήφθηκε μια παρόμοια ιστορία με άλλα δυο
τεράστια παράξενα πλάσματα, από τα οποία το ένα έμοιαζε με γιγάντια
βιολέτα και δήλωσε ότι είναι το Πνεύμα των Φυτών, και το άλλο με
καταπράσινο χαλί και είπε ότι είναι το Πνεύμα του Γρασιδιού.


— Αν πρόκειται κι εσείς να μου μιλήσετε για το ποτάμι, θα είναι
μάταιος ο κόπος σας, τους είπε ο βασιλιάς.


Αλλά δεν μπορούσε να αρνηθεί ακρόαση σε κανέναν. Κι έτσι το Πνεύμα
των Φυτών του είπε ότι τα λουλούδια και τα δέντρα είναι έτοιμα να πεθάνουν
από την ξηρασία, ενώ το Πνεύμα του Γρασιδιού επισήμανε ότι σε μια-δυο
μέρες δεν θα υπήρχε τίποτα πράσινο όχι μόνο στο παλάτι αλλά και σε όλη την
πόλη.


— Θα μελετήσω την υπόθεσή σας και θα σας ενημερώσω, είπε ο
βασιλιάς και αυτήν τη φορά δεν ξέχασε την υπόθεση. Είδε ότι τα πράγματα
είχαν αρχίσει να γίνονται ζόρικα και αν τώρα ζητούσαν ακρόαση τα
πνεύματα, σε λίγες μέρες θα απαιτούσαν λύση χιλιάδες υπήκοοί του.


— Τι στην ευχή ήθελα να δώσω εντολή να εξαφανιστεί το ποτάμι; είπε
κάτω από τα μουστάκια του.


Αυτό περίμενε η βασιλοπούλα να ακούσει:


— Πατέρα, μπορούμε λοιπόν να ξαναφέρουμε το ποταμάκι πίσω;


— Δεν ξέρω πώς να διατάξω ένα ποτάμι να έρθει πίσω, ομολόγησε ο
βασιλιάς.


— Άσε, θα το κανονίσω εγώ, είπε η βασιλοπούλα.


Ζήτησε τη βοήθεια της Καλής Μάγισσας και σε λίγο ανακάλυψαν ότι το
ποτάμι δεν είχε καθόλου σκεπαστεί από χώματα. Απλά, πριν να μπει στην
πόλη, τα χώματα το γύρισαν προς τα έξω, ακολουθούσε την εξωτερική πλευρά
των τειχών και κατέληγε στον κάμπο και, από εκεί, στη θάλασσα.


Ήδη το ποταμάκι είχε φτιάξει νέους φίλους: παιδάκια που έπαιζαν έξω
από την πόλη, κήπους και περβόλια που μόλις είχαν αρχίσει να φυτρώνουν.


Δεν ήθελε να εγκαταλείψει τους νέους φίλους του, αλλά άφησε κάμποσο από
το νερό του για να περάσει μέσα από την πόλη και από τα ανάκτορα για να
βλέπει και τους παλιούς φίλους του. Ήταν πολύ εύκολο ακόμα και για τις δύο
γυναίκες να σπρώξουν το χώμα και να στρέψουν το μισό ποτάμι προς την
πόλη.


Όσο για τον βασιλιά από τότε και πέρα σταμάτησε να είναι τόσο
απόλυτος και, μερικές φορές, ζητούσε και τις γνώμες των άλλων, και κυρίως
της κόρης του, πριν να δώσει διαταγές.


(Άγνωστη Προέλευση)

Η Σοφία των Λαών, 111 θαυμάσιες ιστορίες από όλο τον κόσμο 33


 Χρήστος Μαγγούτας

Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.