Τετάρτη 11 Μαΐου 2016

Λεμόνια μυρωδάτα και χωριό



Άρπαξα τη βαλίτσα και τη γέμισα λεμόνια... Σεις, αν έπεφτε η βαλίτσα μου στα χέρια σας, θα βλέπατε δυο αλλαξιές μοναχά και αραδιασμένα στο πάτο της άπειρα λεμόνια. Μα εγώ έβλεπα αρώματα και γεύσεις, δυνατές. Λεμόνια, αληθινά. Μυρωδάτα. Τεράστια. Με παχιά φλούδα, λευκή. Κείνη που την πασπαλίζεις ζάχαρη και την τρως τα απογεύματα για γλυκό. Που τα στύβεις στο ποτήρι, τα ανακατεύεις με μέντα και νερό και φτιάχνεις το αναψυκτικό σου. Πήρα μαζί μου το Χωριό μου όλο!

Μαζεύτηκα σπίτι λοιπόν... Πάει και φέτος, αυτό ήταν. Από την αυλή και τα χωράφια, στο σαλόνι και το μπαλκόνι. Καλά είναι όλα, ξέρεις. Δεν έχω να συγκρίνω, ούτε να πω κακό λόγο θέλω. Μα να.... Πρέπει να έχεις χωριό. Πρέπει Απαραιτήτως αδερφέ! Χωριό με παπά για την Ανάσταση! Άντε, στην ανάγκη, παπά βρίσκεις και από το δίπλα χωριό.

Να μου πεις η μοίρα δεν όρισε σε όλους από ένα πώς να το κάνουμε. Μα ο Μεγαλοδύναμος όρισε σε όλους μας από ένα μυαλό! Βρες λοιπόν γυναίκα με χωριό! Πιάσε από κοντά την πεθερά και φίλευε την κανά καλό λόγο. Πού και πού. Δεν θέλουν και πολλά. Καταλαβαίνουν ότι έτσι κι αλλιώς ψεύτικα είναι. Κάθε Μάη Λαμπρή αρκεί! Πιάσε ένα ζευγάρι παντόφλες από το καλάθι για δώρο, δυο κιλά λουκούμια... Μπουκίτσες λουκούμια μη την πνίξεις την πεθερά. Να 'χουν και μύγδαλο για το δόντι και κατέβα.

Όταν λες τη λέξη Πατρίδα όταν έχεις χωριό είναι αλλιώς. Πατρίδα και Παράδοση πρέπει να είναι ένα πιάτο χόρτα, άγρια, με λεμόνι και ένα βραστό αυγό. Πέντε ελιές ξιδάτες και φρυγανιστό ζυμωτό ψωμί. Κατέβα στο χωρίο σου όλη τη Μεγάλη Βδομάδα. Γύρνα στις εκκλησίες, κι ας μην πιστεύεις, και τα μνήματα των παππούδων. Τούτο είναι παράδοση. Όχι μόνο η Κυριακή του Πάσχα.



Να γυρίσεις όλο το χωριό. Να μυρίσεις τον ασβέστη στις αυλές και τις πασχαλιές. Να πέσεις στις αγκαλιές των χωριανών. Να τους πεις ξανά και ξανά τίνος είσαι. Τι κάνεις στα ξένα. Πότε θα παντρευτείς. Πότε θα κάνεις παιδιά.... Αυτά έχουν σημασία μόνο. Όχι, ότι έγινες προϊστάμενος, ούτε ότι είσαι σπουδαίος στη δουλειά σου. Ακόμη και αν είσαι γιατρός. Για το χωριό σου θα 'σαι πάντα ο γιος της κυρά Βασίλως και του μπάρμπα Γιώργη. Ο τρίτος. Τίποτε περισσότερο. Και έτσι πρέπει τελικά. Ίσως γιατί από το τίποτε ξεκινούν τα πάντα. Τους γέρους και τις γριές να φιλήσεις το χέρι. Ναι, ζουν οι γέροι και οι γριές στα χωριά σαν τα αιωνόβια δέντρα. Δεν ξεκινούν για την παράδεισο. Το χωρίο τους είναι παράδεισος. Γεμάτο Λεμονιές!

Καθόμασταν το βράδυ στην κουζίνα... Στα χωριά η κουζίνα είναι το σαλόνι του σπιτιού. Εκεί υποδέχεσαι το κόσμο. Κατευθείαν να τον σερβίρεις. Καφέ, νερό, γλυκό του κουταλιού, την αγάπη σου γιατί τα “εγγόνια” άδειασαν το βάζο κι ας το έχει αδειάσει ο γέρος. Τι; Ζάχαρο; Τι είναι αυτό; Οι γέροι που μείναν στα χωρία τρέχαν όλη μέρα στις πλαγιές και στα χωράφια. Τους κυνηγούσε ζάχαρο μα δεν τους πρόφταινε ποτέ...
Ξέφυγα... Κάτι έλεγα για τα βράδια στην κουζίνα... Α ναι! Καθόμασταν εκεί μέχρι να ρθει η πρώτη νύστα... Δεν ήθελε και πολύ. Φώναζα στη μάνα να αφήνει ανοιχτό το παράθυρο να μπαίνει αέρας. Φρέσκος. Καθαρός. Κάτω από το λόγκο. Να ανεβαίνει Παχύς. Γεμάτος πουρνάρι και κυπαρίσσι. Κρύωνε η μάνα. Τυλίγονταν. “Θα πουντιάσουμε” μου φώναζε. Μου κάνε την χάρη μέχρι που νύχτωνε.

Είχε και δίκιο. Ήταν ο καιρός βροχάρης. Τις πιο πολλές νύχτες έκανε χαλασμό Θεού. Αστραπές να δουν τα μάτια σου. Έμπαινε το φως και έλαμπε η κάμαρη σαν κοιμόμασταν. Φέγγανε τα εικονίσματα και τα κεντήματα. Και το ευχαριστιόσουν και κοιμόσουν πιο γαλήνια. Λες και το φως της αστραπής φώτιζε την ψυχή σου. “Βρέξε!” φώναζε ο πατέρας. “Βρέξε, να ποτιστούν τα χωράφια μου!” ...Ευλογία είναι η βροχή στα χωριά. Το 'χα ξεχάσει. Ο χορός της στα κεραμίδια αναλάμβανε το νανούρισμα.

Ας μη σας τα λέω όλα καλά και ρόδινα. Η ζωή στο χωρίο είναι ωραία όταν είσαι τουρίστας. Κατά τον ίδιο τρόπο και η ζωή στην πόλη μάλλον. Είναι δύσκολο να μένεις εκεί για πάντα. Είναι δύσκολο να μην έχεις φύγει ποτέ από το χωρίο σου και να έχεις δοκιμάσει και αλλού την τύχη σου. Δεν είμαι φιλόσοφος, μα τα βάζω κάτω συχνά, ή μία ή η άλλη. Σε τούτο καταλήγω. Πρέπει στη ζωή να ταξιδέψεις. Να πλανευτείς. Να γνωρίσεις άλλα λιμάνια. Τόπους μακρινούς. Και ιστορίες να μάθεις.
Να φτιάκεις τσι δικιές σου.

Ο Οδυσσέας, φιλόσοφος δεν ήταν, μα ήταν πολυμήχανος και είχε μυαλό ξουράφι. Ήξερε πρέπει εξ αρχής το δρόμο για την πατρίδα του, μα το καθυστερούσε. Σε τούτο το συμπέρασμα έχω καταλήξει και δεν μου το βγάζεις από το μυαλό.

Να ταξιδεύουμε πρέπει συχνά. Να αναπνέουμε καλύτερα. Να γνωρίζουμε ανθρώπους. Να τους κάνουμε δικούς μας. Και έπειτα να τους παίρνουμε αγκαζέ και να κατεβαίνουμε στα χωριά μας. Να τους γνωρίζουμε τον τόπο μας. Να τους δείχνουμε τις λεμονιές μας.

Βρες ένα χωριό. Να πηγαινοέρχεσαι συχνά. Να καθαρίζει το μυαλό. Να γεμίζει η καρδιά αγάπη. Το τελευταίο φτωχικό χωριό. Το ξεχασμένο μέσα στα βουνά. Ή το χτισμένο πάνω στα κακοτράχαλα βράχια. Όσο πιο μικρό και ασήμαντο τόσο πιο πολλά έχει να σου δώσει. Άρπαζε την βαλίτσα και τρέχα στην μάνα.

Βρες ένα χωριό. Μια γυναίκα, έναν φίλο, κάτι, κάποιον που να χει χωριό. Κάμε έναν κουμπάρο! Αγάπα τον σαν πολύτιμο θησαυρό. Και ξόρκισε τον συ να τον βολτάρεις στην Ερμού... Δε θα ρθει ποτέ... Κείνος να σε φιλεύει λεμόνια μυρωδάτα! Και Χωριό.


Κωνσταντίνα Γεωργάτου

enfo

Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.