Δευτέρα 9 Μαΐου 2016

Η ιστορία δύο φίλων



Σε ένα μεγάλο ινδιάνικο χωριό ζούσαν δυο φίλοι, ο Σάσκε και ο Χάκε. Ο
πρώτος, που ήταν γιος του αρχηγού της φυλής, ήταν πάντα ντυμένος με
ωραία ρούχα και ακριβά μοκασίνια. Ο άλλος ήταν ορφανός, ζούσε με η γιαγιά
του και τα ρούχα του ήταν τόσο φτωχικά που τα άλλα αγόρια της ηλικίας τον
απόφευγαν.


Όχι όμως και ο Σάσκε, που πίστευε ότι όσο πιο πλούσιος είναι κάποιος,
τόσο πιο πολύ άδειος μπορεί να είναι σε αισθήματα. Τελικά ο Χάκε κέρδισε
την τιμή να είναι ο καλύτερος φίλος του και, σύμφωνα με το έθιμο της φυλής,
μπορούσε να μένει στη σκηνή του φίλου του.


Οι δυο νέοι ήταν αχώριστοι, σπάνια μπορούσες να δεις τον έναν χωρίς
σε λίγο να αντικρίσεις και τον άλλο. Έπαιζαν μαζί, κυνηγούσαν μαζί,
κοιμόντουσαν στην ίδια σκηνή.


Όταν μεγάλωσαν αρκετά, ήρθε η εποχή να διαλέξει καθένας την
κοπέλα που θα παντρευόταν –και στο σημείο αυτό ο ένας βοηθούσε όσο
μπορούσε τον άλλο να κατακτήσει την καρδιά της αγαπημένης του.


Ο Σάσκε ερωτεύτηκε το «ΌμορφοΦτερό», την κόρη του γιατρού της
φυλής. Ήταν πολύ ωραία κοπέλα και όλοι οι νέοι έκαναν τον παν να
κερδίσουν την καρδιά της. Άλογα φορτωμένα με ακριβά δέρματα έφταναν
στην σκηνή της. Και πάντα έφευγαν απείραχτα -μια ένδειξη ότι η κοπέλα δεν
δεχόταν τα δώρα και, συνεπώς, απόρριπτε την πρόταση του νέου. Το ίδιο
συνέβαινε και με τα δώρα του Σάσκε –η κοπέλα του τα επέστρεφε, γιατί ήταν
πολύ ερωτευμένη με κάποιον άλλον, τον καλύτερο φίλο του, τον Χάκε.


Ο Σάσκε, που συνήθως ήταν χαρούμενος και όλο γέλιο, είχε αρχίσει να
μελαγχολεί, καθώς έβλεπε ότι η αγαπημένη του δεν ανταποκρινόταν στα
αισθήματά του.


Κάποιο βράδυ είχαν δει μαζί την κοπέλα και όταν έφυγαν για να
γυρίσουν στη σκηνή τους, η καρδιά του Σάσκε ήταν βαριά.


— Τι σου συμβαίνει, κόντα (φίλε); τον ρώτησε ο άλλος. Είσαι τόσο
μελαγχολικός που μου ματώνεις την καρδιά.


— Θα σου πω αύριο, του είπε εκείνος. Απόψε η καρδιά μου παλεύει με
το μυαλό μου.


Την άλλη μέρα βγήκαν για κυνήγι και σκότωσαν ένα ελάφι. Καθώς
κάθισαν να ξεκουραστούν ο Σάσκε είπε στον Χάκε:


— Φίλε μου, για είκοσι χρόνια είσαι ο πιο αγαπημένος άνθρωπος στη
ζωή μου. Δεν έχω αδελφό και είσαι ο αδελφός μου. Δεν έχω αδελφή και είσαι
η αδελφή μου. Ο μεγάλος έρωτάς μου, το «ΌμορφοΦτερό», χθες μου είπε ότι
δεν αγαπάει εμένα, αλλά εσένα και θέλει να σε παντρευτεί. Μου είπε ακόμα
ότι, κάθε φορά που τη συναντούσες, δεν της μιλούσες για σένα, αλλά
προσπαθούσες να την πείσεις πόσο ευτυχισμένη θα ήταν αν παντρευόταν
εμένα. Τώρα που το «ΟμορφοΦτερό» θα γίνει αδελφή μου, γυναίκα του
αδελφού μου, έχω αποφασίσει να μείνω ανύπαντρος για πάντα, γιατί δεν
πρόκειται ποτέ να αγαπήσω γυναίκα όσο αγάπησα αυτή. Απόψε θα στείλω το
ελάφι που σκοτώσαμε στη σκηνή της, όχι για μένα, αλλά για τον αδελφό μου.



Ο Χάκε είδε ότι ο φίλος του είχε πάρει τις αποφάσεις του, το ίδιο και η
κοπέλα, και δεν είχε έννοια να επιμείνει. 


Αποφάσισε λοιπόν να παντρευτεί το
«ΌμορφοΦτερό» και είπε στον φίλο του:


— Σ’ ευχαριστώ, Σάσκε. Σε δέκα μέρες πρέπει να φύγω και να κάνω κάτι
ηρωικό για να μπορεί να με δεχτεί ο πατέρας της κοπέλας. Θέλεις να έρθεις
μαζί μου;


— Υπήρχε ποτέ περίπτωση να μην ερχόμουν; ρώτησε ο φίλος του.
Συνήθως η ηρωική πράξη που έπρεπε να κάνει κάποιος ήταν να κλέψει
κάποια άλογα ή άλλα ζώα από κάποια γειτονική φυλή και να τα δώσει στην
κοπέλα. Η κλοπή των ζώων ήταν τόσο συνηθισμένη υπόθεση ανάμεσα στις
φυλές που αποτελούσε τμήμα της κουλτούρας τους. Και, όχι λίγες φορές, αυτό
ήταν αφορμή να πληρώσει κάποιος με τη ζωή του. Μ’ όλο που οι Ινδιάνοι δεν
είχαν μαζικούς πολέμους, όπως οι Ευρωπαίοι, οι αψιμαχίες μεταξύ τους ήταν
συνηθισμένο φαινόμενο, μια πράξη που διέκρινε τον ήρωα από τον δειλό.


Ο Σάσκε πήγε το ελάφι στη σκηνή του «ΌμορφουΦτερού» και αυτή
δέχτηκε το δώρο με μεγάλη ευχαρίστηση όταν της είπε ότι αυτή τη φορά είναι
για λογαριασμό του Χάκε.


Σε λίγο όλο το χωριό γιόρταζε την υπόσχεση που έδωσαν οι δυο νέοι
και ο Χάκε είχε πολλές ευκαιρίες στις επόμενες μέρες να δει τη μελλοντική
γυναίκα του.


Δέκα μέρες μετά τη συζήτησή τους οι δυο φίλοι ξεκίνησαν για την
ηρωική τους πράξη. Χρειάστηκε να βαδίσουν δυο-τρεις μέρες μέχρι να
φτάσουν σε κάποια ξένη φυλή. Ταξίδευαν πεζοί κι αυτό σήμαινε ότι
προχωρούσαν αργά, αλλά δεν ήθελαν να δίνουν στόχο στους εχθρούς. Αφού
κατασκόπευσαν επί ώρα την περιοχή, επισήμαναν ένα κοπάδι από πολλά
άλογα. 


Οι δυο φίλοι κατάστρωσαν το σχέδιό τους και την άλλη μέρα το έθεσαν
σε εφαρμογή. Περίμεναν τη στιγμή που ο αλογοβοσκός κάθισε για να φάει το
μεσημεριανό του και τότε ο Χάκε όρμησε για να ξεκόψει τα άλογα, ενώ ο
Σάσκε επιτέθηκε στον βοσκό. 


Ήταν ντροπή να επιτεθούν δυο άτομα σε ένα,
όπως ήταν ντροπή να του ρίξει πισώπλατα ο Σάσκε. Του έδωσε πρώτα την
ευκαιρία να αρπάξει το όπλο του και να σηκωθεί πριν να στείλει το πρώτο
βόλι που τον χτύπησε στον αριστερό βραχίονα. 


Αλλά ο εχθρός του δεν ήταν
εύκολος αντίπαλος. Με την πρώτη σφαίρα του ο Σάσκε ένιωσε τον πόνο στο
δεξί του πόδι, ευτυχώς χωρίς να του έχει σπάσει το κόκαλο. Η μονομαχία
συνεχίστηκε για πολλή ώρα. Πηδώντας συνεχώς για να μη δίνουν στόχο, οι
δυο αντίπαλοι ήταν ήδη καταματωμένοι, χωρίς κανένας να μπορεί να
προβλέψει την τελική έκβαση της μονομαχίας τους.


Κάποια στιγμή το άλλο παλικάρι πέταξε το όπλο του οργισμένο, γιατί
είχε μείνει πια χωρίς πυρομαχικά και περίμενε ηρωικά και στωικά την
τελευταία σφαίρα από το όπλο του Σάσκε. Αυτός όμως δεν πυροβόλησε. Το να
πυροβολήσει κάποιος άοπλο αντίπαλο ήταν χειρότερο από το να τον χτυπήσει
πισώπλατα. Χαμήλωσε το όπλο του και την ίδια στιγμή ο άλλος έβγαλε ένα
κοντό μαχαίρι από τη μέση του και του το πρόσφερε, με τη λαβή προς το μέρος
του Σάσκε. Ήταν ένδειξη υποταγής. Ο Σάσκε πήρε το μαχαίρι και του έκανε
νόημα να ακολουθήσει. Δεν χρειαζόταν εξηγήσεις.


 Ο άλλος ήταν πια
αιχμάλωτος: του είχε χαριστεί η ζωή, τη στιγμή που ο αντίπαλός του θα
μπορούσε κάλλιστα να τον έχει σκοτώσει. Από τώρα και πέρα, και για όσο
ζούσε, θα έπρεπε να τον υπηρετεί, γιατί η ζωή του ανήκε όχι στον ίδιον, αλλά
στον νικητή.


Αλλά δεν μπορούσαν πια να βαδίσουν. Και οι δυο ήταν τραυματισμένοι
στα πόδια, ο Σάσκε είχε μια πληγή στον ώμο και ο αιχμάλωτος ήταν
τραυματισμένος στο χέρι. Σωριάστηκαν και οι δυο στο χώμα.
Ευτυχώς σε λίγο ήρθε κοντά τους ο Χάκε, που ανησύχησε για την
αργοπορία του φίλου του. Όταν είδε σε τι κατάσταση ήταν, τους έδεσε
πρόχειρα τα τραύματα, έβαλε τον καθένα σε ένα άλογο και καβαλικεύοντας κι
αυτός ένα άλλο, ξεκίνησαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν για το χωριό τους,
αφήνοντας πίσω όλα το υπόλοιπο κοπάδι.


Έφτασαν στο χωριό και σταμάτησαν έξω από το σπίτι του πρακτικού
γιατρού όταν ήταν σχεδόν μεσάνυχτα. Οι δυο άρρωστοι καίγονταν ήδη από
τον πυρετό.


Χρειάστηκε να περάσουν πολλές μέρες και να διαθέσουν πολλές ώρες
και όλη τη τέχνη τους ο γιατρός και η όμορφη κόρη του για να σώσουν τους
δυο πληγωμένους.


Όταν πια ξέφυγαν τον κίνδυνο, ο Σάσκε κάλεσε τον φίλο του και,
μπροστά στην κοπέλα και στον αιχμάλωτο, του είπε:


— Για τον γάμο σας το δώρο μου θα είναι αυτός ο αιχμάλωτος. Πάλεψα
δυο ώρες μαζί του και ξέρω πόσο γενναίος είναι. Αν δεν είχε ξεμείνει από
πυρομαχικά, πιθανώς θα ήμουν εγώ αιχμάλωτος ή νεκρός και αυτός νικητής.
Θέλω να του φέρεστε σαν να’ ναι μέλος της οικογένειάς σας. Μαζί του είχα τη
δεύτερη σκληρή πάλη της ζωής μου. Η πρώτη, και πιο σκληρή, ήταν όταν
έπρεπε να ξεχάσω την αγάπη μου για το «ΌμορφοΦτερό». Σας εύχομαι να
ζήσετε ευτυχισμένοι.


Ο ίδιος δεν παντρεύτηκε ποτέ.


(Σίου Βόρειας Αμερικής)


Εικόνα: Μαρία-Έφη Καριώτογλου

Η Σοφία των Λαών, 111 θαυμάσιες ιστορίες από όλο τον κόσμο

Χρήστος Μαγγούτας

Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.