Πέμπτη 28 Απριλίου 2016

ΠΕΣ ΜΟΥ ΠΟΥ ΠΟΥΛΑΝ ΚΑΡΔΙΕΣ

ΤΙΝΑ ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ



Όταν ήμουν παιδί και ζούσε ακόμα η γιαγιά, είχαμε καθιερώσει μεταξύ μας μια μικρή ιεροτελεστία. Έπρεπε πάντα να την ψάχνω στην αυλή της, να κλαδεύει τα φυλλώματα των δέντρων στον κήπο και να ξεχορταριάζει τα ζιζάνια που απειλούσαν τις ταπεινές καλλιέργειές της: τη ντοματιά, τα κολοκύθια, τα λουλούδια που είχαν ανθίσει, τον δυόσμο και τον βασιλικό της. Ύστερα, θυμάμαι, θα τύλιγε μια ποδιά στη μέση της και θα άρχιζε να ασβεστώνει τους κορμούς των δέντρων μέχρι τη μέση. Δυο μουσμουλιές, δυο λεμονιές και δυο ροδιές, όλες φρεσκοβαμμένες.
«Για να μην σκαρφαλώνουν τα μυρμήγκια», μου έλεγε, όσο την ακολουθούσα σαν μικρό γατί ανελλιπώς, μπλέκοντας στα πόδια της, παρατηρώντας πιστά πώς έκανε το κάθε τι.
Ύστερα, θα καθόμασταν στο τραπέζι να φάμε λίγη σαλάτα, βουτώντας το ψωμί στο λάδι, πάντα με το χέρι και ποτέ με πιρούνι.
«Το ψωμί είναι το σώμα του Χριστού. Δεν το πιρουνίζουμε και δεν το πετάμε.»
Για τη γιαγιά όλα είχαν δύο ερμηνείες, εκείνην που ήταν κι εκείνη που δεν ήταν. Υπήρχαν, δηλαδή, τα πρακτικά ζητήματα που μπορούσε να τα εξηγήσει κι εμένα μου αρκούσε και με κάλυπτε πλήρως η εξήγησή της. Υπήρχαν και τα άλλα, εκείνα που τα εξηγούσε μόνο η θρησκεία, καλύπτοντάς τα με ένα πέπλο θολό και ιερό για να το αγγίξεις, πολύ εύφλεκτο για τη σχέση μας για να τα αμφισβητήσω.
Κι ομολογουμένως, είχαμε μια απίστευτη σχέση.
Ήμουν η αγαπημένη της, γιατί σαν γιαγιά του παλιού καιρού ακολουθούσε το πρωτόκολλο κατά γράμμα: ήμουν η εγγονή που είχε πάρει το όνομά της, ήμουν κόρη του αγαπημένου της γιου κι όπως έλεγαν όλοι, ήμουν είρωνας και παράξενη σαν την ίδια. Μου άρεσε πολύ να ακούω ότι ήμουν τόσο παράξενη σαν την γιαγιά, γιατί είχε αυτό το συνονθύλευμα ικανοτήτων που την έκανε στα μάτια μου να φαντάζει περισσότερο με μάγισσα παρά με άνθρωπο. Ήταν η μόνη στην οικογένεια που είχε σκούρα γαλάζια μάτια, έπλεκε και κένταγε με ταχύτητα φωτός, ήξερε απ’έξω κι ανακατωτά όλα τα τροπάρια και τις ψαλμωδίες, έφτιαχνε τα πιο ωραία φαγητά, η κουζίνα της είχε χίλια δυο περίεργα εργαλεία και σου σκάρωνε στη στιγμή ένα σωρό γιατροσόφια με πρώτη ύλη τη γνώση της, τα βότανα του κήπου της κι εκείνο το απωθημένο να γίνει γιατρός που, εξαιτίας της απαρχαιωμένης νοοτροπίας των γονιών της, δεν ευοδώθηκε ποτέ.
Τρυπώναμε, καμιά φορά, σε εκείνη την μικρή αποθήκη, δίπλα στη λεμονιά, για να μου διαβάσει τα στιχάκια που σκάρωνε συχνά, με έμπνευση τα βάσανα, τα παράπονα και τις χαρές της και ήξερε να μου τα απαγγέλλει σαν ξόρκια. Όλη η οικογένεια ήξερε ότι η γιαγιά έγραφε ποιήματα και ήταν γνωστό σε όλους ότι κάποτε ένα από αυτά ταξίδεψε μέχρι την Αθήνα, για να γίνει μεγάλη επιτυχία από έναν διάσημο τραγουδιστή, μα φυσικά το όνομα της γιαγιάς δεν γράφτηκε ποτέ στα πρακτικά.
«Ήταν το αγαπημένο τραγούδι του παππού Αντώνη, γιατί το είχα γράψει εγώ.»
Το τραγούδι εκείνο είχε ακουστεί τόσο πολύ, που μου ήταν δύσκολο να πιστέψω ότι μπορεί όντως να το είχε γράψει η γιαγιά, αλλά όσο διάβαζα εκείνα τα κιτρινισμένα χαρτιά που φύλαγε τους στίχους της, τόσο πιο πολύ με έπειθαν.
Η γιαγιά μπορούσε να τα εξηγήσει όλα. Κι όμως, τελικά, υπήρχαν και πράγματα που δεν μπορούσε να εξηγήσει. Ήταν, λοιπόν, εκείνα που είχαν εξήγηση και λύση, όπως τα γιατροσόφια της με βάση το δυόσμο που τα θεράπευε όλα. Ήταν εκείνα που ήταν «θέλημα Θεού» και θα ήταν βλασφημία να τα αγγίξουμε.
Κι υπήρχαν κι εκείνα που τη βασάνιζαν, γιατί δεν μπορούσαν να απαντηθούν. Δεν μπορούσε να εξηγήσει την αχαριστία των ίδιων των ανθρώπων της. Δεν μπορούσε να χωρέσει στο μυαλό της τόσο την ίδια την αχαριστία από εκείνους που αγαπούσε, όσο και το γεγονός ότι εκείνη, η πολύξερη και πολυμήχανη μάγισσά μου, δεν μπορούσε να βρει μια ικανοποιητική ερμηνεία. Κι αφού δεν το χωρούσε το μυαλό της, προσπαθούσε να το χωρέσει σε εκείνα τα κιτρινισμένα τετράδια, σε εκείνους τους ιερογλυφικούς χαρακτήρες με τις δασείες και τις περισπωμένες, τα πνεύματα εκείνα που άχνιζαν ακόμα από τον πόνο της.
Και όταν έγραφε, δεν έψαχνε πια ερμηνεία, δεν την απασχολούσε πια το «γιατί», αλλά το «πώς» θα ελάφρωνε την καρδιά της ή ποια λύση θα έδινε, ακόμα και μέσα από φανταστικά σενάρια, όπως το να πλάθει ανθρώπους με δυο καρδιές γεμάτες δυόσμο, μήπως και κατάφερναν να νιώσουν κάτι, μήπως και πάψουν να είναι άρρωστες, αφού ο δυόσμος τα θεραπεύει όλα. Γιατί όχι και τις καρδιές;
Αν ζούσε σήμερα, θα της έλεγα, λοιπόν, ότι με όσο δυόσμο κι αν γεμίσεις τις καρδιές των ανθρώπων που δεν σε αγαπούν, ακόμα κι αν βρεις μαγαζιά που πουλάν καρδιές, ψυχές κι αϊτοφτερά, οι άνθρωποι πάλι θα σε πονέσουν. Κι επειδή αυτό δεν μπορεί να εξηγηθεί, πρέπει να συνεχίσω κι εγώ στον δικό της φαύλο κύκλο.
Να γράφω, για να ξορκίζω τον πόνο και τα ανερμήνευτα.
Υ.Γ.: Γιαγιά, για σένα. Μια σκάλα εκεί ψηλά, να ανέβω λίγο να σου πω ότι μεγάλωσα και κατάλαβα όσα λέγανε οι στίχοι σου.

Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.