Τρίτη 8 Μαρτίου 2016

Βαλάντερ, το χωράφι των κρίκων !


Όπως οι υγρές στάλες της παιχνιδιάρικης ζωής άρχισαν να επιστρέφουν στον τόπο που ξεκίνησαν από το κάλεσμα του ευγενικού σούρουπου , και οι αγρότες μάζευαν τα εργαλεία τους , και καθώς απομακρύνονταν ,και το τραγούδι τους έφτανε απαλά πάνω στην χλόη ,και τα βήματα τους χάνανε από την απόσταση την ένταση τους και αφήνανε στον χώρο την αίσθηση της απαλότητας , η σιγαλιά απλώθηκε ευγενικά αγκαλιάζοντας το χωράφι, τότε, το δέντρο που έστεκε μέσα του , στη θέα του δειλινού είπε…

Ξεκίνησα πριν πολλά χρόνια από τα δάση της Ανδαλουσίας.

Έστεκα περήφανος καρπός στα κλαδιά του πρόγονου μου και μεγάλωνα μέσα στα τιτιβίσματα , και τα σοφίσματα των πουλιών που ταξιδεύουν όλη την γη, και μάθαινα από τις ιστορίες και τα τραγούδια τους, τι γίνετε σε όλη την πλάση…
Μας έλεγαν για την ομορφιά των εύπορων περιοχών της Αφρικής , και για τα ψηλά βουνά της Ευρώπης.

Που διασχίζουν ποταμιά και τραγουδάνε στις ξέγνοιαστες πλευρές των βράχων γαργαλώντας και πειράζοντας τους καθώς κυλάνε στα πλάγια τους.

Και έτσι κρατώντας τους ζωντανούς και ξέγνοιαστους , αυτοί λάμπουνε ευτυχισμένοι μέσα στην ζεστασιά του ήλιου σηκώνοντας ψηλά την ξεγνοιασιά τους .

Και κάνουν τα πουλιά, που το ταξίδι τους τα φέρνει εκεί για να ξεδιψάσουν, να κελαηδάνε την μελωδία της ευτυχίας .

Και μας έλεγαν αυτά . Και άλλα ,πιότερα ,και μεγάλωνα και έτρεχε μέσα μου η δύναμη της θέλησης αγνή και διάφανη .

Και ωρίμαζα ακούγοντας τα , ώσπου μια μέρα κοκκίνισα από την επιθυμία μου και είπα!
Θέλω να πάω και γω ένα ταξίδι !
Τότε είναι που ήρθανε και με κόψανε ανθρώπινα χέρια , με έβαλαν σε ένα καφάσι ώριμο και ολοκληρωμένο και τα πουλιά , κάτω από τις αχτίδες του ηλίου
μου είπανε …
Το ταξίδι σου ξεκίνησε !
Αφού με ζύγιασαν μαζί με τα αδέλφια μου στον κόσμο των ανθρώπων με φορτώσανε σε ένα καράβι , και γνώρισα την θάλασσα και μου τραγούδησε και απάλυνε την αγωνία μου , και μόνο όταν με ηρέμισε , και μου θύμισε όλα τα τραγούδια των πουλιών που είχα ζήσει, μου είπε..
Είμαι η θάλασσα ,και ταξιδεύω τους καρπούς αυτού του κόσμου οδηγώντας τους στον προορισμό τους.

Να θυμάσαι καρπέ , αν τώρα πονάς για την αποκοπή σου ότι για το τραγούδι μου είχες ακούσει , και τώρα το γνώρισες έχεις σκοπό να εκπληρώσεις και είναι η ώρα να συνεχίσεις! Γιατί με εμένα , εκεί που έπρεπε να φτάσεις . έφτασες !
Και πια ήξερα ότι η θάλασσα είναι καλή μαζί μου και κοκκίνισα λίγο περσότερο, ωριμάζοντας λίγο ακόμα!
Τότε ήταν που χέρια ανθρώπων έπιασαν το καφάσι που ήμουν , και το μετέφεραν σε μια αγορά και γνώρισα καλύτερα τους ανθρώπους γιατί τόσους πολλούς μαζί δεν είχα ξαναδεί. Και τότε ήταν τα χέρια μιας περήφανης κυράς που με έπιασαν , με σήκωσαν ψηλά και ένιωσα την ίδια στοργικότητα που ένιωθα στο δέντρο μου .

Με κοίταξε, και την αποκάλεσα μάνα!
Και ενώ με βάζε στην τσάντα της κοκκίνισα , λίγο ακόμα , αυτή την φορά από ευτυχία και θυμήθηκα τα πιο όμορφα κελαϊδίσματα των πουλιών και ένιωσα τις διάφανες στάλες μου να κυλάνε ακόμα μέσα μου .

Με φέρε σε τούτο εδώ το χωράφι ,και με έδωσε στον γιο της ο οποίος με κατασπάραξε και μόνο όταν έφτασε στο πιο σκληρό σημείο μου ,θέλοντας να του δείξω την σκληρότητα αυτού που κάνει, με πέταξε εδώ σε ένα λάκκο και έφυγε.
Λερωμένος, μέσα στο χώμα και κατασπαραγμένος ένιωθα τον μεγαλύτερο
πόνο μου !
Τότε, ήρθε η μάνα και μου έριξε λίγο νερό , θυμίζοντας μου την θάλασσα με έπλυνε , και νιώθοντας ότι καθαγιάστηκα από τον κόσμο γαλήνεψα .
Τότε με σκέπασε. Και μετά χρονιά , έγινα αυτό εδώ το δέντρο .

Και έμαθα ότι αυτός είναι ο νόμος αυτού του σύμπαντος να περνάς από τον ενθουσιασμό στην σοφία σου και όταν αλλάξεις όλο αυτό αλλάζεις και την ύλη σου και τότε ξεχνάς .
Για αυτό οι άνθρωποι δεν θυμούνται!
Ούτε και τα δέντρα , μα εμένα την ιστορία μου την ξέρουν τα πουλιά και αιώνες τώρα την τραγουδούνε .
Και καθώς το σούρουπο πλησίαζε ευχαριστημένο από την κουβέντα του δέντρου οι πρώτες σταγόνες άπλωναν αφημένες πάνω στα φύλλα των λουλουδιών λέγοντας τους ότι είναι η ώρα να απολαύσουν, και αυτά δεχόμενα το πείραγμα τους νικώντας την ντροπή τους άρχισαν ελεύθερα να ευωδιάζουν ,τα σπαρτά στο χωράφι μίλησαν…

Εμείς ερχόμαστε από πολλά διαφορετικά μέρη , μας παίρνει ο άνεμος και μας στροβιλίζει και άλλοτε μας τρώνε τα πουλιά που τόσο αγαπάς , και άλλοτε μας πνίγει η θάλασσα !
Μα… είμαστε τόσα πολλά και από τόσους διαφορετικούς χρόνους και ερχόμαστε από τόσα διαφορετικά μέρη που μπορείς να πεις ότι έχουμε γνωρίσει τους αιώνες και τον κόσμο !
Έχουμε ζήσει τα μεγάλα ξεχασμένα βασίλεια που πια ανήκουν στους μύθους των ανθρώπων και έχουμε γνωρίσει ανατολές και ηλιοβασιλέματα μετρηθεί στη ζυγαριά της ζωής που ισορροπεί την γαλήνη με την οδύνη και ζήσει πολλές ιστορίες …
Τα περισσότερα από μας ερχόμαστε από τις πεδιάδες της ανατολής, το μαρτυρά και το χρώμα μας , μα μια ιστορία που μας αρέσει πολύ είναι του Μπαλέντερ ! του ταξιδευτή του κόσμου !
Στα παλιά χρόνια , ήμασταν ριζωμένα στην γη των βουνών της ανατολής , τα περισσότερα από μας , και ο άνεμος κάθε τόσο μας τραγουδούσε για τα περάσματα του από βράχια και σπηλιές , για τις νύχτες που ανακάτευε τις μυρωδιές για να βοηθήσει το κυνήγι των λύκων και έπειτα που ούρλιαζε μαζί τους.
Για τα νάζια που έκανε πάνω σε βράχους βλέποντας το κόκκινο της ανατολής και για τα απογεύματα που τα δέντρα τον καλούσαν να τους πει αν έχει νιώσει πιο όμορφη θαλπωρή από αυτή που οι δροσοστάλες προτάγγιζαν τα φύλλα ολοκληρώνοντας την προσμονή και το κάλεσμα της δίψας της μέρας και αυτός, αλάφρωνε και έστεκε απαλά πάνω τους δείχνοντας την ομορφιά που εισέπραττε και αυτά απαλά ικανοποιημένα του θροΐζανε …
Έπειτα μας έλεγε πως θέλει να μας δείξει αυτά τα μέρη και μας καλούσε…
Ελάτε! Ελάτε! Πάμε ! Έλεγε …
Και όταν μας έπειθε κάτω από την ευγένεια μα και την μανία του για ταξίδι αποκοβόμασταν και φεύγαμε μαζί του …Ταξίδια στον άνεμο!
Μα… όπως είπαμε στην αρχή εμάς η θάλασσα μας πνίγει , και αφού μας πέρασε από τα βουνά και μας έδειξε αυτά που ήθελε μας πέρασε στην θάλασσα και πολλά από μας αποκαμωμένα από την ευχαρίστηση του ταξιδιού και μπροστά στην άγνοια του τι αντιμετωπίζαμε πέσαμε κουρασμένα μέσα της και πολλά χαθήκαμε και όσα μείναμε στην επιφάνια γίναμε τροφή για τα ψάρια της και τα πουλιά . και τότε φάνηκε ο Μπαλέντερ!
Ο Μπαλέντερ ήταν ένα θαλασσοπούλι όμορφο και περήφανο που ταξίδευε την θάλασσα και καταμεσής του πελάγους όπου βρισκόμασταν είδαμε από μακριά να απλώνει τα φτερά του και πηγαίνοντας κατά το μέρος μας και πότε δεξιά ποτέ αριστερά μας πλησίαζε και ένας από μας βλέποντας το όμορφο πέταγμα του είπε …
Ο σωτήρας μας!
Τότε το πουλί άνοιξε το ράμφος του κοιτώντας μας με τα διαπεραστικά μάτια του που δεν λαθεύουν και τον έφαγε!
Και έφαγε πολλούς από εμάς και αφού χόρτασε χτυπώντας τις φτερούγες του έπιασε μερικά από εμάς και ενώ θρηνούσαμε για τον σίγουρο χαμό μας, μας μετέφερε στην ξηρά.
και με τα χρόνια στεριώσαμε, μας ξανά ταξιδέψε ο άνεμος ,και φτάσαμε σε αυτό εδώ το χωράφι !
Χάρις στον Μπαλέντερ ! τον ταξιδευτή των θαλασσών !
Που με το χτύπημα του μας κορύφωσε την απόγνωση, και με το φτερούγισμα του μας έδωσε την σωτηρία.
Γιατί τι άλλο είναι η σωτηρία εκτός από ένα πέταγμα μακριά από της θάλασσες της απόγνωσης!
Και το φεγγάρι φάνηκε στον ουρανό , και με το φως του ζήτησε από τους γρύλους να τραγουδήσουν .
Τότε το χώμα είπε …
Χα! Ούτε και γω είμαι από δω και όλο αυτό που εσείς βλέπετε πάνω μου καθαγιασμένο κάποτε θεωρούταν καταραμένο ! Γιατί μέσα μου έχει θαφτεί ο Ζουκ ζουμα ουμα ντιλ!
Ο μεγαλύτερος προφήτης του κόσμου ο οποίος καταδικάστηκε με την κατάρα των ανθρώπων ! Και τότε, για μια στιγμή μόνο, οι γρύλοι σώπασαν το τραγούδι τους , και έπειτα το δέντρο θρόϊσε , καλώντας το χώμα να πει την ιστορία του ένα πουλί που κούρνιασε στα φύλλα του απέραντου δάσους έκρωξε, και το χώμα είπε…
Τις εποχές που οι άνθρωποι τα μυστικά της φωτιάς πάλευαν ακόμα να μάθουν και το σίδερο είχε πρωτομπεί στην ζωή τους , γεννήθηκε στο αρχαίο δάσος που μετά κατοίκισαν οι Σουμέριοι γεννήθηκε ο Ζουκ ζουμα ουμα ντιλ!
Σοφός και έναστρος από τα πρώτα του χρόνια έμαθε την ιστορία του κόσμου από τα πουλιά τον ήλιο, το φεγγάρι και τα ποτάμια και έπειτα πιάστηκε να μελετά τα αστέρια την βαρύτητα και τις επιρροές της πάνω στην πλάση .
Και όσο πιο πολλά μυστήρια έλυνε , τόσο πιο δυνατός γινότανε ,και συνάμα πιο χρήσιμος στην πολιτεία του.
Και έφτασε να προβλέπει τον χρόνο και να εξαϋλώνεται και το βραδύ της απόλυτης φώτισης του όλοι στην πόλη του γλεντούσανε και πίνανε ευτυχισμένοι.
και αν εκείνη την νυχτα γίνανε κανά δυο εγκλήματα δεν κατηγόρησε το επόμενο πρωινό κανείς κανένα !
Μόνο η μάνα του μικρού κοριτσιού που είχαν βιάσει και λιώσει το κεφάλι της με πέτρα δεν άντεξε τον στεναγμό της και πήδηξε από το βουνό στο απόλυτο τίποτα !
Τέσσερα χρονιά πέρασαν και οι κάτοικοι ζούσαν κάτω από την ευλογιά του Ζουκ ζουμα ουμα ντιλ.
που όποτε ήθελε εξαϋλωνόταν και ταξίδευε στον αέρα και μιλούσε με τις μορφές και τις δυνάμεις αυτού του κόσμου...
και μια μέρα συνάντησε το πνεύμα της μάνας…
Εσύ φταις του είπε !
Εσύ !
Που μέσα στην απόλυτη φώτιση σου δεν προέβλεψες πως κάποιοι από αυτούς που θα σε ακολουθήσουν ξεπερνώντας τα όρια τους θα μπορούσαν να διαπράξουν εγκλήματα !
Και πολύ στεναχωρήθηκε ο Ζουκ ζουμα ουμα ντιλ .
και ένιωσε συννεφιά γύρω του , και κατέβηκε από τον αέρα και πάτησε τα πόδια του στην γη , και τότε γύρισε στον λαό του και είπε ...
Τα χρόνια της χαράς πέρασαν !
Και σιγά, σιγά ένα σύννεφο άρχισε να τους σκεπάζει.
και τα ζώα αρρώστησαν.
και έπειτα τα σπαρτά ,και οι άνθρωποι!
και αποφάσισαν τότε να απαρνηθούν τον Ζουκ ζουμα ουμα ντιλ και να γυρίσουν στους παλιούς θεούς τους.
και για να δεχτούν την προσφορά τους να γυρίσουν ,να θυσίασαν όλους τους πιστούς του, και στο τέλος και τον ίδιο τον προφήτη.
Tον θάψαν σε χώματα τα οποία καταραστήκαν.
Έτσι τον φέρανε στα χώματα μου, και τον αγκάλιασα σφιχτά σαν μάνα, και για αιώνες ούτε άνθρωπος ούτε ζώο πάτησε πάνω μου.
Μα η πολιτεία τους παράκμασε, και καταστράφηκε ολοσχερώς, και μετά από άλλους τόσους χρόνους, κι αφού οι Ευρωπαίοι βρήκανε τα απομεινάρια αυτού του ζοφερού πολισμού ,αποφάσισαν να τον καταστρέψουν και να πάρουν ακόμα και το χώμα από κει να το σκορπίσουν στην Ευρώπη, ώστε τίποτα να μην θυμίζει το τι υπήρχε εκεί.
Μα εδώ όταν με φέρανε εσείς ήρθατε και με αγκαλιάσατε γεμίζοντας με εφορεία και απαλύνοντας τον πόνο μου.

Οι σπόροι της καλοσύνης σας φύτρωσαν, νικώντας την κατάρα του μακρινού πολιτισμού, δίνοντας τροφή και χαρά στους ανθρώπους! Και όλα ξεχάστηκαν γιατί οι άνθρωποι ξεχνάνε !Μα για αυτό , πια μαζί με τον Ζουκ ζουμα ουμα ντιλ σας ευχαριστούμε !
Και το φεγγάρι που είχε σηκωθεί ψηλότερα χάδεψε με το φως του το χωράφι και φώτισε τον βράχο που έστεκε στην άκρη, τότε αυτός είπε!
Όλες η ιστορίες που είπατε είναι από μακρινούς τόπους θα σας πω μια ιστορία για αυτόν τον τόπο…
Και τότε η σιγαλιά σώπασε περισσότερο απλώνοντας στα φύλλα και οι γρύλοι ξανάρχισαν το τραγούδι τους μερικές στάλες κύλησαν και έκατσαν στην χλόη …
Εδώ ήμασταν πάντα μια εύπορη γη...
Και κανένας λιμός η βία δεν είχε γνωρίσει την περιοχή μας εκτός από ένα πόλεμο, ήταν οι βροχές που μας προετοίμασαν για αυτόν .
Άρχισαν και έπεφταν πιο λυπημένες στο χώμα μας, και άλλοτε πιο επαναστατικές, ώσπου οι άνθρωποι δεν άντεξαν πήραν τα σπαθιά τους και ξεχυθήκαν στους αγρούς !
Αλάλαζαν και έβγαζαν την γλώσσα τους επιδεικτικά στον άνεμο και τότε ήταν που ξεχύθηκε η μαύρη θύελλα !
Κεραυνοί και αστραπές! Μανιασμένοι άνεμοι, χαλάζι,και παγερό ψύχος απλώθηκαν παντού! Και οι άνθρωποι πολεμούσαν παγωμένοι, και αφού εξασθένησαν, τα ζώα του δάσους βγήκανε από τα λημέρια τους, τους επιτεθήκαν, και τους έφαγαν όλους!
Μονό όταν το κακό χόρτασε η κατάσταση ηρέμισε και με τα χρόνια ξεχάστηκε .
Τώρα πια τα ζώα έχουν φύγει και ζουν σε πιο απομακρυσμένες περιοχές μαζί με αυτό που οι άνθρωποι ονομάζουν κακό!
Πια στην μέση του ολόφωτου χωραφιού που βρισκόταν ο τρελός του χωριού είπε!
Αλίμονο! Η φύση μέσα στη σοφία της ,αποφάσισε να κάνει σώμα των πλασμάτων όλα τα στοιχεία της ισοδύναμα!
Και οι άνθρωποι μέσα στην εφυεία τους, θέλουν να τα γνωρίσουν .
Και όσο προχωρούν και γνωρίζουν, τόσο απομακρύνονται κάτω από την δύναμη τους από τον εαυτό τους!
Και κάποια στιγμή χάνονται και έχουν άπειρη γνώση και ένα χαμένο εαυτό!
Η σιγαλιά απλώθηκε παντού και ως την ανατολή της μέρας μόνο οι γρύλοι συνεχίσανε το τραγούδι τους .
Με το πρώτο φως του ήλιου οι καρποί του δέντρου κοκκινίζοντας είπανε !
Θέλουμε και εμείς να πάμε ένα ταξίδι!
Τότε ήταν, που τα χέρια των ανθρώπων τα κόψανε , τα βάλανε σε καφάσια και τα μετέφεραν μακριά!


Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.