Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2016

Η χαρά της προσφοράς



Στη φύση δεν υπάρχει κτητικότητα. Όχι, η κτητικότητα δεν είναι νόμος της φύσης. Στη φύση κυριαρχεί ο νόμος του μερισμού. Η βροχή δεν κάνει διακρίσεις. Ποτίζει το ίδιο την ταπεινή μαργαρίτα όσο και την όμορφη τριανταφυλλιά στον κήπο. Το ίδιο την βραχύβια παπαρούνα όσο και την αιωνόβια βελανιδιά στο λιβάδι. Ο ήλιος βγαίνει το πρωί και φωτίζει και ζωογονεί το ίδιο την μικρή ανεμώνα όσο και το ψηλό κυπαρίσσι. Ζεσταίνει στην ύπαιθρο το ίδιο τον φτωχό ξωμάχο όσο και τον κοιλαρά εργοστασιάρχη. Δεν κάνει ταξικές διακρίσεις! Το έδαφος θα δεχτεί πρόθυμα στην αγκαλιά του τόσο τον καρπό από το χαμομήλι όσο και τον καρπό από την αμυγδαλιά. Και στους δύο θα δώσει την προστασία, την υγρασία και τα συστατικά και θα τα βοηθήσει να φυτρώσουν και να αναπτυχθούν ανάλογα με τη δύναμη που κρύβουν μέσα τους. Η θάλασσα θα δώσει την αρμύρα της το ίδιο στον βράχο, όσο και στην άμμο της παραλίας. Όταν το αρσενικό λιοντάρι μετά από κυνήγι αρπάξει τον νεροβούβαλο θα τον προσφέρει σαν τροφή σε όλα τα λιοντάρια της αγέλης του. Ειρηνικά θα καθίζουν το ένα δίπλα στο άλλο και θα χορτάσουν την πείνα τους.

Η κτητικότητα και η απληστία που μετατρέπεται σε επιθετικότητα είναι χαρακτηριστικά του ανθρώπου. Στους πρώτους ανθρώπους των σπηλαίων η έννοια «δικό μου» ήταν άγνωστη. Ό,τι θήρευε η ομάδα των αρσενικών θηρευτών την ημέρα κι ότι καρπούς και ρίζες μάζευαν οι θηλυκές συλλέκτριες, τα μοιράζονταν όλοι τους μόλις ο ήλιος κρυβόταν κι έπεφτε το σκοτάδι. Τα δέρματα των ζώων δεν τα κρατούσαν όσοι τα σκότωναν. Τα έδιναν και στους άλλους για να μην κρυώνουν. Ο νόμος της κτητικότητας, λοιπόν, είναι προϊόν του πολιτισμένου ανθρώπου. Η απληστία του ανθρώπου εμφανίστηκε από τη στιγμή που ανέπτυξε πολιτισμό. Και μαζί με αυτήν η επιθετικότητα απέναντι στους ομοίους του για να πετύχει περισσότερα αποκτήματα.


Ξεχνάμε πολύ εύκολα πως γυμνοί ερχόμαστε στη ζωή σαν γεννηθούμε και φεύγουμε χωρίς να πάρουμε κανένα από τα αποκτήματα όταν το χώμα μας σκεπάζει. «καθὼς ἐξῆλθεν ἀπὸ γαστρὸς μητρὸς αὐτοῦ γυμνός, ἐπιστρέψει τοῦ πορευθῆναι ὡς ἥκει, καὶ οὐδὲν οὐ λήψεται ἐν μόχθῳ αὐτοῦ, ἵνα πορευθῇ ἐν χειρὶ αὐτοῦ.» (Εκκλησιαστής, ε΄, 14) [ Μετ.: Κάθε άνθρωπος βγήκε γυμνός από την κοιλιά της μητέρας του. Έτσι και γυμνός, όπως ήλθε, θα επιστρέψει εις την γην. Τίποτε από τους κόπους του δεν θα πάρει εις τα χέρια του, όταν πορευθεί στον τάφο του. ] Ο Γουέην Ντύερ στο βιβλίο του “Πραγματική μαγεία” γράφει: «Το μήνυμα της ζωής σου έγκειται σε αυτά που θα δώσεις. Ερχόμαστε στη ζωή χωρίς να έχουμε τίποτα και φεύγουμε επίσης χωρίς να έχουμε τίποτα. Το μόνο που μπορείς να κάνεις σ' αυτή τη ζωή είναι το να δίνεις. Ο σκοπός αφορά πάντα την προσφορά. Όταν δίνεις, υπηρετείς, αγαπάς και προωθείς την αρμονία, θα νοιώσεις τη διαφορά μέσα σου.»

Θα χρησιμοποιήσουμε μια ιστορία που διηγούνται οι Ινδιάνοι Νούτκα που ζουν στο Βανκούβερ του Καναδά και έχει τον τίτλο “Ο γλάρος και ο ερχομός του φωτός”:

[[ Όταν το Μεγάλο Πνεύμα έφτιαξε όλα τα πράγματα, έδωσε στα Πρώτα Όντα δώρα, κλεισμένα σε σκαλισμένα κουτιά από κέδρο. Τα Πρώτα Όντα ήταν τα ζώα, τα πλάσματα που υπήρχαν πριν από εμάς.

Σε ένα κουτί υπήρχε το νερό. Και όταν το κουτί ανοίχτηκε, όλο το νερό βγήκε έξω και ανέβηκε στον ουρανό. Έτσι έγιναν τα σύννεφα. Μετά, έπεσε σαν βροχή από τον ουρανό και σχημάτισε τα ποτάμια που χύθηκαν στα μεγάλα κοιλώματα και έγινε η θάλασσα.

Σε ένα άλλο κουτί, ήταν όλα τα βουνά. Τοποθετήθηκαν εκεί που στέκονται ακόμα, μέχρι σήμερα. Σε άλλα δύο κουτιά, ήταν όλοι οι σπόροι των φυτών και ο άνεμος, που φύσηξε και τους σκόρπισε στις τέσσερις γωνιές του κόσμου...

Όλα τα Πρώτα Όντα άνοιξαν τα κουτιά τους, εκτός από το Γλάρο. Στο κουτί του Γλάρου ήταν όλο το φως του κόσμου. Όμως, ο Γλάρος, κράταγε σφιχτά επάνω του το κουτί, χωρίς να το ανοίγει. Έτσι, τον πρώτο καιρό, στον κόσμο υπήρχε μόνο σκοτάδι...

Τα ζώα άνθρωποι ζητούσαν από τον Γλάρο να ανοίξει το κουτί, αλλά αυτός δεν δεχόταν και κράταγε το κουτί κάτω από τη φτερούγα του, σφιχτά. Έτσι, τα Πράτα Όντα ζήτησαν τη βοήθεια του Κόρακα, που ήταν ξάδερφος του Γλάρου.

Και τι δεν δοκίμασε ο Κόρακας για να πείσει τον Γλάρο να ανοίξει το κουτί με το φως του κόσμου. Τον παρακάλεσε, τον κολάκεψε, τον απείλησε,.. τίποτα! Σκέφτηκε τότε ο Κόρακας, νευριασμένος: "Ο Γλάρος κάνει κακό σε όλα τα Όντα. Του αξίζει να του μπει ένα αγκάθι στο πόδι...

Ό,τι σκεφτότανε ο Κόρακας, γινόταν πραγματικότητα. Έτσι, ο Γλάρος ξαφνικά άρχισε να σκούζει από πόνο: "Το πόδι μου, το πόδι μου, κάτι τρύπησε το πόδι μου!.."

Ο Κόρακας προσφέρθηκε να βοηθήσει, σαν να μην ήξερε τι είχε συμβεί. Έσκυψε, λοιπόν, είδε το αγκάθι, αλλά αντί να το τραβήξει έξω το έσπρωξε ακόμα πιο μέσα!

"Ωχ, Γλάρε μου, με συγχωρείς. Δεν βλέπω τι κάνω. Μακάρι να υπήρχε φως, έστω και λίγο,.. Θα έβλεπα τι είναι αυτό που σε πονάει και οπωσδήποτε κάτι θα έκανα..."

Τότε, ο Γλάρος άνοιξε λίγο το καπάκι και άφησε να βγει λίγο φως από το κουτί. Ξέφυγαν λίγες αχτίδες φωτός, ξεχύθηκαν στον ουρανό και ο Κόρακας ήταν ο πρώτος που είδε τα Αστέρια. Και ήταν πολύ όμορφα...

Έσκυψε ξανά ο Κόρακας κοντά στο πόδι του Γλάρου και έσπρωξε ακόμα πιο μέσα το αγκάθι. Ο Γλάρος έβγαλε δυνατή κραυγή από τον πόνο κλαίγοντας...

"Με συγχωρείς, δεν υπάρχει αρκετό φως. Άνοιξε ακόμα λίγο το κουτί!" είπε ο Κόρακας.

Ο Γλάρος σήκωσε λίγο ακόμα το καπάκι, έτσι ώστε να βγει ένα αμυδρό φως, το οποίο υψώθηκε στον ουρανό. Ο Κόρακας ήταν ο πρώτος που είδε το Φεγγάρι. Και ήταν πολύ όμορφο...

Ο Κόρακας έσκυψε ξανά και έσπρωξε πιο βαθειά το αγκάθι μέσα στο πόδι του Γλάρου. Ο Γλάρος έβγαλε μια δυνατή κραυγή, άνοιξε και τα δύο φτερά του και το κουτί έπεσε κάτω. Το καπάκι άνοιξε και μέσα από το κουτί βγήκε μια τεράστια μπάλα από φωτιά η οποία τινάχτηκε ψηλά στον ουρανό. Ο Κόρακας δεν μπορούσε να κοιτάξει αυτό το τόσο δυνατό φως, δεν μπορούσε να κοιτάξει ...τον Ήλιο! Μπόρεσε όμως να δει καθαρά και να βγάλει το αγκάθι από το πόδι του Γλάρου...

Ο Γλάρος τότε κατάλαβε ότι η απροθυμία του να δώσει αυτό που κατείχε, του έφερνε πόνο. Μόνο όταν δίνεις χωρίς ενδοιασμούς, φεύγει ο πόνος και ανοίγει ο δρόμος για την ελευθερία.

Αν πας ποτέ στα μέρη που ζει ο Γλάρος, θα δεις ότι μερικές φορές το πουλί σηκώνει το ένα του πόδι και στέκεται στο άλλο. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο πόνος από το αγκάθι δεν έχει ξεχαστεί... ]]

Η ινδιάνικη ιστορία μας μιλάει για τα Πρώτα Όντα, που δεν ήσαν οι άνθρωποι. Οι ψυχές μας στο μεγάλο τα ξίδι τους στο υλικό πεδίο περνούν κι απ’ αυτό το στάδιο. Το στάδιο πριν τον άνθρωπο… Αυτό το γνωρίζουν οι μύστες. Κι ο μύστης Κωστής Παλαμάς στο ποίημά του “Ο θάνατος της κόρης” μας μιλάει για το ταξίδι της ψυχής. 

Μας αποκαλύπτει ένα μυστικό που δεν το ξέρουν οι άλλοι. Ίσως σκόπιμα οι θρησκευτικοί ταγοί να μας το κρύβουν. Η προσκόλληση στο εβραϊκό μύθο της “Γένεσης” τους βάζει φραγμούς. Ο αρχαιοελληνικός ορφισμός, οι διδασκαλίες του Πυθαγόρα, τα γραπτά του Πλάτωνα, η φιλοσοφία των Νεοπλατωνικών και τα αρχαία ελληνικά μυστήρια όμως μιλούν γι’ αυτό το μεγάλο ταξίδι της ψυχής. Και ο Ησίοδος μας αναφέρει πως πριν το δικό μας γένος υπήρξαν άλλα τέσσερα γένη. Επομένως πριν να βρεθούμε σαν άνθρωποι σε αυτό το στάδιο, περάσαμε κι από άλλα ανθρώπινα στάδια, που ο Ησίοδος αναφέρει σαν γένη, ενώ η εσωτερική γνώση σαν ανθρώπινες φυλές. 

Γεγονός είναι ότι ο Ησίοδος και η εσωτερική φιλοσοφία συμφωνούν πως βρισκόμαστε στην 5η ρίζα- φυλή. 

Από το ποίημα του μεγάλου μας ποιητή Κωστή Παλαμά παραθέτουμε ένα απόσπασμα, στο οποίο περιγράφεται το ταξίδι της ψυχής μέχρι αυτή να ενοικήσει στο σώμα μιας κόρης, η οποία μπορεί φαινομενικά να πέθανε, αλλά η ψυχή της είναι αθάνατη:

« Γνωρίζω κάποια μυστικά που δεν τα ξέρουν άλλοι
αφού ξεχώρισες απ’ την αγκάλη,
απ’ την αγκάλη του παντός πριν της ζωής το κύμα
σε ρίξει στ’ ακρογιάλια μας με κόρης αγνό σχήμα.

Αφού ξεχώρισες ψυχή λευκή σαν γαλαξίας
απ’ τη γαλήνη της ανυπαρξίας,
ένιωσες πρώτα τη ζωή μέσα στης γης τα βάθη
ακίνητη, άνεργη, θολή και δίχως νου και πάθη.

Πετράδι πρωτοβρέθηκες, βαθιά σ’ ανήλια μέρη
και μιαν ημέρα σκόρπισες λευκή φεγγοβολιά
μα πριν στολίσεις κανενός το χέρι
και στέμμα πριν πλουτίσεις βασιλιά,
η μοίρα ήρθε την λάμψη σου να κόψει
και χάθηκες κι άλλαξες όψη.

Κι ακόμ’ ανέβεις ένα σκαλοπάτι
τη σκάλα την τεράστια, την ζωή
κι έγινες κρίνο ολόλευκον αλλά προτού ένα μάτι
να σ’ αντικρίσει και προτού να σε χαϊδέψει μια πνοή,
η μοίρα σε ξερίζωσε, μαράθηκες και πάλι, μορφήν επήρες άλλη.

Άλλη ακριβότερη μορφή, με πιο σοφά στολίδια
και κύκνος γλυκοτάραξες της λίμνης τα νερά.
Αλλ’ όμως πριν ανοίξεις τα φτερά
γοργά για μακρινά, για μακρινά ταξίδια,
η μοίρα κάρφωσε το πέταμά σου
και πέθανες κι ανοίχτηκαν άλλοι ουρανοί μπροστά σου,
άλλοι ουρανοί κατάβαθοι και ασύγκριτοι κι εφάνης
στα νυχτωμένα μάτια μας, ολόφωτη παρθένα…»

Έτσι ο άνθρωπος έχει μέσα του όλες τις καταγραφές της ψυχής του από τα προηγούμενα στάδια. Κι αφού το προηγούμενο ήταν το ζωικό, έχει μέσα του τα ένστικτα κι αυτού του βασιλείου. Μα ο άνθρωπος «άνω θρώσκει» και γι’ αυτό οφείλει να αναπτύξει τις πνευματικές του ιδιότητες. Να ξεφύγει από τα ζωώδη ένστικτα. Επομένως να μην συμπεριφέρεται σαν τον γλάρο.

Ο γλάρος δεν ήταν πρόθυμος να μοιραστεί με τα υπόλοιπα Πρώτα Όντα το δώρο που του χάρισε το μεγάλο Πνεύμα, το φως. Το φως δεν ήταν δικό του απόκτημα, δικό του δημιούργημα, ώστε να έχει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Δώρο ήταν από τον Δημιουργό των πάντων. Κι όπως οι σύντροφοί του μοίρασαν τα δώρα τους, το νερό, τα βουνά, τον άνεμο, τους σπόρους, έτσι το σωστό ήταν να μοιραστεί κι αυτός το δώρο, που υπήρχε στο κουτί του. Μα ο γλάρος το ήθελε καταδικό του. 

Η έννοια του μοιράζομαι το δικό μου με τους άλλους και έτσι χαίρομαι δεν τον άγγισε. Σ’ αυτόν κυριάρχησε ο εγωισμός και η έντονη κτητικότητα. Το φως ήταν δικό του. Το ήθελε μόνο για τον εαυτό του. Κι ας είχε πάρει το μερίδιό του από τα δώρα των άλλων. Η κακή νοοτροπία να μη μοιραστεί αυτό το ξεχωριστό, που μόνο αυτός κατείχε, τον απομόνωσε από τα άλλα Πρώτα Όντα. Η απροθυμία να μοιραστεί το δώρο που είχε λάβει, του προξένησε μεγάλο πόνο. Μέχρι που πήρε το μεγάλο μάθημα: όταν προσφέρεις χωρίς περιορισμούς, χωρίς να φοβάσαι την απώλεια, χωρίς ενδοιασμούς, φεύγει ο πόνος.

Όταν δεν είσαι εγωκεντρικός και άπληστος γίνεσαι αποδεκτός από τους άλλους και αποκτάς ελευθερία. Σπάνε οι αλυσίδες που σε κρατούν δέσμιο στα υλικά πρόσκαιρα αποκτήματα και αποκτάς πολλούς βαθμούς ελευθερίας. Ξεφεύγεις από τα όρια και τους περιορισμούς του χωρόχρονου. Ξεπερνάς τις τέσσερις διαστάσεις, τους τέσσερις βαθμούς ελευθερίας! Είσαι σαν το υπερηχητικό αεροπλάνο που σπάει το φράγμα του ήχου. Το δικό μας φράγμα είναι το “εγώ”. 

Με βάση το “εγώ” μας φτιάχνουμε σαν το στρείδι το όστρακό μας που δεν ανοίγει με τίποτα. Κλεισμένοι μέσα στο εγωικό όστρακο δεν επικοινωνούμε με τους συνανθρώπους μας. Το “εγώ” μας είναι όλο το σύμπαν για εμάς. Αυτή η αυταπάτη μας περιορίζει και μας στερεί την ομορφιά. Ο Ινδός γκουρού Osho έλεγε: «Αν ξέρεις πώς να απολαμβάνεις ένα τριαντάφυλλο, ένα πράσινο δέντρο στην αυλή σου, τα βουνά, τα ποτάμια, τα αστέρια, το φεγγάρι, αν ξέρεις πώς να απολαμβάνεις τους ανθρώπους, δεν θα σου είναι τόσο πολύ έμμονη ιδέα τα χρήματα. Η έμμονη ιδέα προβάλλει επειδή έχουμε ξεχάσει τη γλώσσα τού γιορτασμού.» Ο εγωκεντρισμός μας και η εμμονή του εύκολου πλουτισμού μας έχουν κάνει να λησμονήσουμε πως η ζωή είναι μια καθημερινή γιορτή. Ότι πρέπει να απολαμβάνουμε κάθε στιγμή, αφού δεχτούμε τόσο τα καλά, όσο και αυτά που νομίζουμε ως κακά.

Όταν όμως ξεφύγεις από το εγώ σου αποκτάς την ελευθερία του γλάρου. Σαν το γλαροπούλι, αφού μοιράστηκες το δικό σου φως, μπορείς με περισσή χαρά να γευτείς τη χαρά του ανέμου, την αρμύρα της θάλασσας, το πέταμα στον γαλάζιο ουρανό, το βούτημα στα νερά και τη γεύση του αφρόψαρου που έπιασες. Αυτές οι μικροχαρές δίνουν νόημα στη ζωή κι όχι το κυνήγι του χρήματος και το απόκτημα μεγάλης περιουσίας. «Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται διαρύσσουσι καὶ κλέπτουσι· θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν·ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν.» (Ματθαίος, στ΄, 19-21) μας συμβουλεύει ο Ιησούς.

Είναι πολύ σημαντικό να προσφέρεις. Να προσφέρεις ανιδιοτελώς σε όσους έχουν ανάγκη, όπως έκανε η παπλωματού στο παραμύθι με τίτλο “Το δώρο της παπλωματούς” του συγγραφέα Τζέφ Μπριμπό, το οποίο παραθέτουμε συνοπτικά:
[[ Μια φορά κι ένα καιρό, σ’ ένα μικρό σπίτι, χαμένο κάπου ψηλά στα βουνά τα σκεπασμένα με γαλάζια ομίχλη, ζούσε μια παπλωματού που έφτιαχνε παπλώματα με τα πιο όμορφα χρώματα που μπορούσε να θαυμάσει ανθρώπινο μάτι. Τα γαλάζια λες και ερχόντουσαν κατευθείαν από τα βάθη των ωκεανών, τα λευκά από τα απάτητα χιόνια του παγωμένου βορρά, τα πράσινα και τα πορφυρά από τα πιο σπάνια αγριολούλουδα, τα κόκκινα, τα πορτοκαλιά και τα ροζ από τα πιο εξαίσια ηλιοβασιλέματα. Όμως δε πουλούσε τα παπλώματά της. Τα χάριζε σε όποιον τα είχε ανάγκη, στους φτωχούς και στους δυστυχισμένους ανθρώπους. Κανένας πλούσιος δεν μπορούσε να τα αγοράσει.

Η παπλωματού έφτιαχνε τα παπλώματά της κατά τη διάρκεια της μέρας και όταν το σκοτάδι γινόταν αδιαπέραστο και το κρύο ανυπόφορο, άφηνε το σπιτικό της και κατέβαινε στη γειτονική πολιτεία μέχρις ότου να συναντήσει κάποιον που κοιμότανε ξυλιασμένος στα σκαλοπάτια κάποιου σπιτικού. Τον σκέπαζε με ένα υπέροχο πάπλωμα και ακροπατώντας χανόταν στη κρύα νύκτα.

Εκείνα τα χρόνια, κάπου κοντά στο βουνό της παπλωματούς ζούσε ένας πλούσιος και άπληστος βασιλιάς που ό,τι περισσότερο λαχταρούσε ήταν να του κάνουνε διάφορα δώρα. Τα μύρια υπέροχα δώρα που είχε πάρει για τα Χριστούγεννα, τα γενέθλια και την ονομαστική του εορτή δεν του φτάνανε. Μάλιστα διέταξε τότε τους πολίτες να γιορτάζουν τα γενέθλιά του δύο φορές το χρόνο. Ο βασιλιάς υποχρέωνε τους πολίτες να του προσφέρουν συνέχεια δώρα και πάλι δε του φτάνανε και έβαλε τους στρατιώτες του να ψάξουν αν υπήρχε κάποιος στο βασίλειο που δεν του είχε προσφέρει δώρο. Παρ’ όλα αυτά, ήταν ένας βασιλιάς πάντα αγέλαστος και κατσούφης. «Κάπου πρέπει να υπάρχει εκείνο το ένα και μοναδικό πράγμα που θα καταφέρει να με κάνει ευτυχισμένο», έλεγε συχνά.

Μια μέρα, ένας στρατιώτης του είπε για μια παπλωματού που φτιάχνει τα πιο όμορφα παπλώματα του κόσμου, τα οποία χαρίζει στους φτωχούς και σ’ αυτούς που τα έχουν ανάγκη. Οργισμένος ο βασιλιάς που ήταν η μόνη από το βασίλειό του που δεν του είχε κάνει δώρο, διέταξε τους στρατιώτες του να βρούνε την παπλωματού για να του χαρίσει ένα πάπλωμα. Πίστευε ότι ίσως θα ήταν εκείνο το πράγμα που θα τον έκανε ευτυχισμένο. Τη βρήκε και της ζήτησε ένα από τα παπλώματά της, όμως εκείνη αρνήθηκε γιατί τα παπλώματά της ήταν μόνο γι' αυτούς που τα είχαν ανάγκη. Η γυναίκα, με πολλή αγάπη και καλοσύνη του είπε: «Χάρισε πρώτα όσα έχεις μαζέψει μέχρι τώρα, και μετά εγώ θα φτιάξω ένα πάπλωμα για χάρη σου. Με κάθε δώρο που εσύ θα δίνεις, εγώ θα προσθέτω και από ένα καινούριο κομμάτι στο πάπλωμά σου. Κι όταν πια θα έχεις χαρίσει όλα όσα έχεις μαζέψει, τότε, και το πάπλωμα που λαχταράς θα είναι έτοιμο».

Ο βασιλιάς θύμωσε και διέταξε τους στρατιώτες του να συλλάβουν τη γυναίκα, να την οδηγήσουν και να την δέσουν πάνω σε ένα βράχο τη σπηλιά μιας φοβερής και τρομερής αρκούδας. 'Όταν ξύπνησε η αρκούδα αντί να τη σκοτώσει έσπασε τις αλυσίδες και την κάλεσε στη σπηλιά της να περάσουν τη νύχτα μαζί γιατί η γυναίκα της έφτιαξε ένα μαξιλάρι με το σάλι της και πευκοβελόνες για να μην κοιμάται κατάχαμα. Κανείς ποτέ άλλοτε δεν είχε φερθεί με τόση συμπόνια στο ζώο και για να ανταποδώσει το καλό που της έκαναν, κάθεται με την παπλωματού και απολαμβάνουν το πρωινό τους.

Ο βασιλιάς που η καρδιά του δεν ήταν και τόσο σκληρή σκεπτόταν την καημένη γυναίκα και δεν μπορούσε να κλείσει μάτι. Έτσι ξύπνησε τους στρατιώτες του και ξεκίνησαν για το βουνό. Όταν είδε την παπλωματού να παίρνει το πρωινό της μαζί με την αρκούδα ξέχασε τη συμπόνια του και διέταξε να την αφήσουν σε ένα νησί τόσο δα μικρό ώστε με δυσκολία θα μπορούσε να σταθεί στο ένα της πόδι, στη μέση μιας λίμνης. Ένα σπουργίτι όμως που προσπαθούσε να περάσει απέναντι ξεκουράστηκε στον ώμο της και του έφτιαξε ένα ζεστό παλτουδάκι από το βυσσινί γιλέκο της για να μην τρέμει από το κρύο. Σε λίγη ώρα ο ουρανός γέμισε από ένα σμήνος σπουργίτια. Χιλιάδες ράμφη σήκωσαν την παπλωματού και την μετέφεραν στην όχθη της λίμνης. Και πάλι ο βασιλιάς μετάνιωσε και πήγε να την σώσει. Όταν έφτασε εκεί με τους στρατιώτες του την είδε να κάθεται σ' ένα κλαδί κάποιου δέντρου και να φτιάχνει μικροσκοπικά παλτουδάκια για τα σπουργίτια.

Δυστυχώς, για τον ίδιο δοκίμασε και άλλους πιο σκληρούς τρόπους για να τιμωρήσει τη γυναίκα. Άδικος κόπος! Η παπλωματού προσφέρει απλόχερα την αγάπη της παντού. Η απόφασή της για το πάπλωμα που τόσο επίμονα ζητά ο βασιλιάς δεν αλλάζει. «Λοιπόν τα παρατάω» φώναξε στο τέλος ο βασιλιάς. «Πες μου τι θες να κάνω για να μου δώσεις το πάπλωμα». Η παπλωματού του απάντησε: «Θα πρέπει, όπως σου έχω πει, να χαρίσεις όλα όσα έχεις μαζέψει και με κάθε δώρο που αποχωρίζεσαι, εγώ θα μεγαλώνω κατά ένα περισσότερο κομμάτι το πάπλωμά σου». Δεν του άρεσε αυτό, που άκουσε, του βασιλιά: «Μα πως μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο, αφού λατρεύω το κάθε τι που έχω μαζέψει!» της είπε. Κι η παπλωματού του έκανε μια αφοπλιστική ερώτηση: «Ναι αλλά αν κανένα από αυτά δε σε κάνει ευτυχισμένο, τότε τι όφελος να τα έχεις;»

Έτσι ο βασιλιάς άρχισε να χαρίζει ξεκινώντας από τα αντικείμενα που θα του έλειπαν λιγότερο. Πρώτα χάρισε ένα γυάλινο βόλο σε ένα αγόρι που συνάντησε στο δρόμο. Μετά, χάρισε κι άλλα πράγματα, αλλά δεν κατάφερε να χαμογελάσει. Στη συνέχεια διέταξε να βγει στο δρόμο ο εξαίσιος τροχός με τα αληθινά άλογα που γύριζαν γύρω - γύρω. Τα παιδιά άρχισαν να φωνάζουν ευχαριστημένα και να ανεβαίνουν πάνω στα άλογα για βόλτα. Και τότε, κάτι σαν χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του βασιλιά. Κοίταξε γύρω του και είδε όλο αυτό το κέφι, τη χαρά και την ευτυχία που τα δώρα του είχαν φέρει στους απλούς ανθρώπους. Όλοι ήσαν ευτυχισμένοι κι άρχισαν να χορεύουν. Κι ένα παιδάκι τον άρπαξε από το χέρι και τον έσυρε κι εκείνον στο χορό. Και τότε ο βασιλιάς δεν χαμογέλασε απλώς, έσκασε στα γέλια... «Μα πως έγινε αυτό; Πως έγινε και νιώθω τόσο όμορφα την ώρα που μοιράζω τους θησαυρούς μου; Για φέρτε τα όλα έξω! Αμέσως!»

Έτσι μοίραζε ότι είχε μαζέψει και όταν δεν υπήρχε άνθρωπος που δεν είχε πάρει ένα βασιλικό δώρο στη χώρα του, ταξίδεψε σε όλο το βασίλειό του μοιράζοντας τους θησαυρούς του και η παπλωματού δε σταματούσε να ράβει ώσπου ένα πρωί, κάποιο σπουργίτι κατακουρασμένο ήρθε και κούρνιασε στην άκρη της βελόνας και εκείνη κατάλαβε πως είχε έρθει η ώρα. Βιάστηκε να βάλει την τελευταία βελονιά στο πάπλωμα κι ύστερα κατηφόρισε το βουνό για να συναντήσει το βασιλιά. Όταν τον συνάντησε είδε πως τα ρούχα του ήταν κουρελιασμένα μα μέσα στα μάτια του λαμπύριζε η χαρά. Έβγαλε το πάπλωμα από το σάκο της και το ξετύλιξε. Ήταν τόσο όμορφο που πεταλούδες και εξωτικά πουλιά φτερούγιζαν γύρω του. «Τι είναι τούτο εδώ!» φώναξε γεμάτος χαρά ο βασιλιάς. «Όπως σου είχα υποσχεθεί θα σου έδινα ένα πάπλωμα όταν πια εσύ θα ήσουν πάμπτωχος», του είπε η παπλωματού. «Μα δεν είμαι φτωχός» είπε απορημένος ο βασιλιάς. «Μπορεί έτσι να με δείχνουν τα ρούχα μου, άλλα η καρδιά μου είναι γεμάτη με πολύτιμες αναμνήσεις από τη χαρά που πρόσφερα στους άλλους. Ευτυχία έδινα και ευτυχία έχω πάρει. Νομίζω πως τώρα είμαι ο πιο πλούσιος άνθρωπος πάνω στη γη!¨»

«Όπως και να 'ναι» είπε η παπλωματού «εγώ αυτό το πάπλωμα το έφτιαξα μόνο για σένα», χαρίζοντας στο βασιλιά το μοναδικό αυτό πάπλωμα…]]

Η φτωχή παπλωματού δεν εκμεταλλεύτηκε την τέχνη της για να πλουτίσει. Πολλοί πλούσιοι της ζήτησαν τα ωραία της παπλώματα κι ήσαν πρόθυμοι να τα καλοπληρώσουν. Η παπλωματού, όμως, χρησιμοποιούσε το ιδιαίτερο χάρισμά της για να ζεσταίνει τους παγωμένους συνανθρώπους της. Και δεν το έκανε φανερά, μπροστά σε όλους τους ανθρώπους. Κρυφά έβγαινε τη νύχτα, χωρίς να τη δει κανένας. Σκέπαζε τους ξεπαγιασμένους άστεγους κι έφευγε ακροπατώντας. Μπορεί και να μην είχε ακούσει τη διδασκαλία του Ιησού, αλλά η ψυχή της την τηρούσε: «Ὅταν οὖν ποιῇς ἐλεημοσύνην, μὴ σαλπίσῃς ἔμπροσθέν σου, ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ ποιοῦσιν ἐν ταῖς συναγωγαῖς καὶ ἐν ταῖς ῥύμαις, ὅπως δοξασθῶσιν ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν. σοῦ δὲ ποιοῦντος ἐλεημοσύνην μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου» Ματθαίος, στ’, 2-3) 

Με αγάπη και καλοσύνη αντιμετώπιζε το πρόβλημα των ενδεών αδελφών της. Γιατί ενδόμυχα γνώριζε πως όλοι οι άνθρωποι, ανεξάρτητα από φυλή και χρώμα, είμαστε αδέλφια. Τίποτα δεν έχουμε που να μας χωρίζει και να μας κάνει αντίπαλους. Αντίπαλους μας κάνουν οι φιλόδοξοι πολιτικοί ηγέτες και οι φανατικοί θρησκευτικοί αρχηγοί. Κανένας πόλεμος δεν κηρύχτηκε από τους απλούς εργάτες, τους αγρότες, τους βοσκούς, τους υπάλληλους. Οι πόλεμοι κηρύχτηκαν από φιλόδοξους πολιτικούς- μαριονέτες της οικονομικής ολιγαρχίας, που αφανίζει έθνη και λαούς στο βωμό της απληστίας της κι από θρησκευτικούς ταγούς που άφησαν το πνευματικό χρέος στην άκρη για την πρόσκαιρη δόξα στα μάτια των θρησκευτικών οπαδών τους.

Μεθυσμένος από την εξουσία ο βασιλιάς απαιτούσε από τους υπηκόους του να του προσφέρουν δώρα. Η μωρία του τον οδήγησε στην απόφαση να καθιερώσει δύο φορές τον εορτασμό των γενεθλίων του- λες και ήταν διπλογεννημένος- για να παίρνει διπλά δώρα. Μα στην περίπτωση της παπλωματούς βρήκε τον μάστορή του. Η δίκαιη γυναίκα αρνήθηκε να δωρίσει ένα πάπλωμά της στον άδικο βασιλιά. Γιατί η δικαιοσύνη δεν μπορεί να συνυπάρξει με την αδικία. Μόνον αν άλλαζε ριζικά ο βασιλιάς, θα του έφτιαχνε ένα υπέροχο πάπλωμα. Και τι του ζητούσε; Να απαλλαγεί απ’ όλα τα περιττά. Να χαρίσει στους υπηκόους του όλα αυτά που δεν είχε ανάγκη. Ν’ αδειάσει απ’ όλα αυτά που είχε συσσωρεύσει και δεν του άφηναν χώρο για να έρθει στη ζωή του η πραγματική χαρά. Η χαρά της απλότητας. 

Η απλότητα έχει δοθεί με την προτροπή: «γίνεσθε οὖν ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστεραί.» Ο βασιλιάς είχε εξοβελίσει τη χαρά της επαφής με τους ανθρώπους και είχε κλειστεί στο παλάτι του με μόνη τη φροντίδα να συγκεντρώνει πλούτο και δώρα. Εξαναγκάζοντας τους πολίτες του να του δίνουν ολοένα και περισσότερα τους έκανε δυστυχείς, χωρίς, όμως να γίνει κι αυτός ευτυχισμένος. Ο Κρισναμούρτι είχε πει: «Η δυστυχία του κόσμου οφείλεται στα κακά αποτελέσματα του εγωισμού, που γεννάει την απληστία, τη σκληρότητα, την αδικία, την εκμετάλλευση των άλλων.» Οι πολίτες του βασιλείου του άπληστου βασιλιά ήσαν θύματα του εγκεντρισμού του. Ο Ινδός ηγέτης Μαχάτμα Γκάντι, είχε πει ότι η Γη παράγει αρκετά για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του κάθε ανθρώπου, όχι όμως και την απληστία του.

Η πείνα, η ύφεση, η οικονομική κρίση που μαστίζει σήμερα πολλές χώρες οφείλεται στην απληστία λίγων χιλιάδων, που πλαισιώνουν τις δεκαπέντε οικογένειες της οικονομικής ελίτ. Οι πολύ λίγοι έχουν συγκεντρώσει όλον τον πλούτο και δισεκατομμύρια συνανθρώπων τους δεινοπαθούν για να ικανοποιούν τα ζωώδη ένστικτά του ένα απειροελάχιστο ποσοστό του πληθυσμού του πλανήτη. Γι’ αυτή την κατηγορία των ανθρώπων ο Χριστός είχε πει: «ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν∙ πάλιν δὲ λέγω ὑμῖν, εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυπήματος ῥαφίδος διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν.» (Ματθαίος, ιθ΄, 25) 

Αν θέλουμε να δώσουμε μια μεταφυσική ερμηνεία αυτού του χωρίου, μπορούμε να φανταστούμε το σώμα των επιθυμιών- δηλαδή το αστρικό σώμα, τόσο διογκωμένο λόγω της απληστίας και της φιλοδοξίας αυτών των πλουσίων, που δεν τους αφήνει να περάσουν από την πόρτα που οδηγεί στον πνευματικό κόσμο, την Βασιλεία των Ουρανών. Αντίθετα η καμήλα έχει μικροσκοπικό αστρικό σώμα γιατί ικανοποιείται από ελάχιστα πράγματα, γι’ αυτό άλλωστε μπορεί να βαδίζει ημέρες ολόκληρες στις ερήμους. Έτσι η καμήλα ευκολότερα περνά από την τρύπα της βελόνας, παρά ο πολύ πλούσιος την πνευματική πόρτα. Αυτή η αστρική διόγκωση τον κρατά δέσμιο του υλικού κόσμου.

Ο άπληστος βασιλιάς, όπως παρουσιάζεται στην αρχή του παραμυθιού, θυμίζει τους περισσότερους σύγχρονους ανθρώπους, που επιδιώκουν ν’ αποκτήσουν όλο και περισσότερα. Κι αν όχι των πέντε τελευταίων χρόνων, σίγουρα θυμίζει τους πριν την κρίση εαυτούς μας. Που πολλές φορές φτάναμε στο σημείο να πατήσουμε τους συνανθρώπους μας- αρκετές φορές κι επί πτωμάτων- για να ικανοποιήσουμε τις επιθυμίες μας. Θεωρούσαμε ανάγκες πράγματα ανούσια, όχι γιατί αισθανόμασταν την αναγκαιότητα, αλλά γιατί η διαφήμιση μας τα περνούσε σαν απαραίτητα. Κλασικό παράδειγμα στις μέρες μας τα ακριβά κινητά τηλέφωνα της νεολαίας. Στο σπίτι μπορεί να μην έχουν να πληρώσουν τη ΔΕΗ, αλλά οι γονείς θα αγοράσουν κινητό αξίας 700 Ε στο παιδί τους. Σημεία της αλλοπρόσαλλης εποχής…

Όμως, τίποτα δεν γίνεται τυχαία! Η επιδεινούμενη κατάσταση στη χώρα μας θα δώσει ένα σκληρό μάθημα σε όσους έχουν λογική και κρίση. Θα τους κάνει να αναθεωρήσουν την ζωή τους και να της δώσουν περισσότερο πνευματικό χαρακτήρα. Τα περιττά αποκτήματα δεν μας έδωσαν χαρά. Ούτε έκαναν πιο εύκολη τη ζωή μας. Αντίθετα την έκαναν πιο δύσκολη γιατί αύξησαν με ιλιγγιώδεις ρυθμούς τις ανάγκες και τις εξαρτήσεις μας. Έτσι κι εμείς σαν το βασιλιά- καθοδηγούμενοι από την παπλωματού που λέγεται ανώτερος εαυτός και βρίσκεται μέσα μας, θα ελαφρώσουμε το παλάτι των σκέψεων και των επιθυμιών από τα περιττά και θα νιώσουμε σαν τα παιδιά. 

Η αθωότητα των παιδιών είναι το εισιτήριο για την βασιλεία των ουρανών, όπως είπε ο Ιησούς: «ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ στραφῆτε καὶ γένησθε ὡς τὰ παιδία, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν.» (Ματθαίος, ιη΄, 3) Το αυθόρμητο γέλιο- όχι το προσποιητό- θα βγει και πάλι από τα βάθη της καρδιάς μας. Και τότε η εντός μας παπλωματού- ο ανώτερος εαυτός- θα μας δωρίσει το υπέροχο πάπλωμα της πνευματικότητας. Αυτό που τώρα δεν αξίζουμε, αλλά πρέπει να το κερδίσουμε με την μετουσίωση της ζωής μας. Όταν μάθουμε να δίνουμε κι όχι μόνο να παίρνουμε. Γιατί η ζωή δεν είναι μόνο παίρνω. Η ζωή είναι δούναι και λαβείν. Μοιράζομαι με αγάπη αυτά που έχω. Η προτροπή είναι: «ὁ ἔχων δύο χιτῶνας μεταδότω τῷ μὴ ἔχοντι, καὶ ὁ ἔχων βρώματα ὁμοίως ποιείτω.» (Λουκάς, γ΄, 11)

Η προσφορά δεν είναι απαραίτητο να είναι υλικά αγαθά. Μπορεί να είναι μια αγκαλιά σε κάποιον που πονάει η ψυχή του, ένας λόγος παρηγοριάς σε κάποιον απελπισμένο, ένα χάδι σε κάποιον που έχει γνωρίσει τη σκληρότητα, ένα φιλί σε δύο δακρυσμένα μάτια. Μια επίσκεψη σε έναν ασθενή για να του κάνουμε παρέα, το μοίρασμα λίγων λεπτών με έναν φυλακισμένο. Ένα χαμόγελο σε κάποιον που βρίσκεται σε αμηχανία. Μια θετική σκέψη σε κάποιον που αντιμετωπίζει ένα σοβαρό πρόβλημα. Μια ευχή να το ξεπεράσει. Ή ακόμη καλύτερα η ευλογία μας να φανεί δυνατός. Προσφέροντας σε κάποιον αδελφό μας, έστω κι αν μας είναι άγνωστος, ουσιαστικά προσφέρουμε στο Θεό, Του οποίου αποτελούμε την εικόνα. Μιλώντας για την κρίση στη Δευτέρα Παρουσία ο Χριστός είπε για τους δίκαιους:

«Τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. Ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα, καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε πρός με. Τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ οἱ δίκαιοι λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν, ἢ διψῶντα καὶ ἐποτίσαμεν; Πότε δέ σε εἴδομεν ξένον καὶ συνηγάγομεν, ἢ γυμνὸν καὶ περιεβάλομεν; Πότε δέ σε εἴδομεν ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ ἤλθομεν πρός σε; Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς ἐρεῖ αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων των ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε.» (Ματθαίος, κε΄, 34- 40)

Από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής μας είναι όταν προσφέρουμε με ανιδιοτέλεια στους άλλους. Ξεκινά από τα αγαπημένα μας πρόσωπα που θεωρούμε την ευτυχία τους και δική μας ευτυχία. Η χαρά που μας κυριεύει γίνεται πιο μεγάλη όταν η προσφορά μας γίνεται προς τους ξένους, προς τον άνθρωπο, χωρίς προβολή, άδολα και ανυστερόβουλα. Η δυνατότητα που έχει ο άνθρωπος να προσφέρει, να δίνει από τον εαυτό του είναι πηγή πλούτου, ευτυχίας και γαλήνης. Η προσφορά έχει αξία και νόημα όταν γίνεται αυτόβουλα και όχι γιατί η θρησκεία το επιβάλλει. Αν οι ενέργειές μας υπαγορεύονται από τους κανόνες της θρησκείας και όχι λόγω ελεύθερης βούλησης και εσωτερικής παρόρμησης, τότε δεν μπορούμε να νιώσουμε τη γαλήνη που χαρίζει η προσφορά.

Η προσφορά δεν πρέπει απλά να γίνεται για τον εφησυχασμό της συνείδησης. Ούτε να περιμένουμε ευγνωμοσύνη και ανταλλάγματα γιατί τότε η πράξη μας υποβαθμίζεται σε επίπεδο συναλλαγής. Και να γίνεται χωρίς να μας το ζητήσουν. Αν δε ο βοηθούμενος δεν γνωρίζει ποιος τον βοηθά, αποφεύγεται και η σχέση εξάρτησης που πιθανόν να δημιουργηθεί και η οποία θα καταστρέψει την ομορφιά της πράξης. Ούτε η προσφορά να είναι ή να φαίνεται σαν ελεημοσύνη. Ο σεβασμός της προσωπικότητας του άλλου πρέπει να είναι δεδομένος. Και δεν μπορεί με κανένα τρόπο να αποτελεί τον μανδύα ικανοποίησης άλλων σκοπιμοτήτων. Κυρίως να μην υπάρχει η σκοπιμότητα της ανταπόδοσης από το Θεό. Δεν ελεούμε κατά την εβραϊκή σκοπιμότητα: «δανείζει Θεῷ ὁ ἐλεῶν πτωχόν, κατὰ δὲ τὸ δόμα αὐτοῦ ἀνταποδώσει αὐτῷ.» (Παροιμίες Σολομώντα, ιθ΄, 17) [ Μετ.: Όποιος ελεεί τον πτωχό δανείζει τον Θεόν. Ανάλογα δέ με την ελεημοσύνη του θα λάβει και εκ μέρους του Θεού την ανταπόδοση.]

Ελεούμε και βοηθούμε αυθόρμητα, γιατί το θεωρούμε χρέος μας από εσωτερική παρόρμηση. Αναγνωρίζουμε στον συνάνθρωπό μας την αδελφή εικόνα Θεού και απλά λέμε μέσα μας «τα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν» έχοντας την επίγνωση πως όσα κατέχουμε δεν είναι δικά μου. Μας έχουν δοθεί για να τα μοιραζόμαστε. Τότε θα έχουμε γαλήνη στη ζωή μας και χαρά.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.