Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2016

Έρως! Ο γιορτινά ντυμένος θάνατος...

Σε λίγες ώρες ξημερώνει Κυριακή. Μια ακόμη νύχτα με το δικό σου ονοματεπώνυμο προβάλει τα φώτα της στον ορίζοντα. Μόλις τέλειωσα τη βάρδια μου με τη φράση:«Θέλω να περπατήσω, καληνύχτα παιδιά!»

Άραγε που πηγαίνουν όλοι οι άνθρωποι μόλις νυχτώνει; Κάποιοι τυχεροί έχουν να πάνε κάπου, στ’ αλήθεια. Κάποιοι τυχεροί... Πόσο όμορφο είναι να σε περιμένει κάποιος στο τέλος της ημέρας; Να περιμένει την άφιξή σου, να σε νοιάζεται. Πόσο όμορφο! Αλλά είπαμε, αυτά είναι για τους τυχερούς... Η μορφή σου γυροφέρνει ώρες ατελείωτες μες το κεφάλι μου. Σα να σε βλέπω μπροστά μου, σ’ εκείνη τη χνωτισμένη, νυχτερινή, λάμψη της πόλης. Σα να σε διακρίνω κάθε φορά που κοιτάζω τα νυσταγμένα φώτα των δρόμων. Σε βλέπω ναί... Ή μάλλον φαντάζομαι ότι σε βλέπω. Πόσο ωραία με κοιτάζεις κι εσύ. Μου χαμογελάς! Καθισμένη στον παλιομοδίτικο καναπέ σου. Σπάνια χαμογελάς... Με μια χορευτική κίνηση φέρνεις στα χείλη σου, το μόνο πράγμα που σου προσφέρει ευχαρίστηση. Έτσι υποστηρίζεις τουλάχιστον. Ώ Θεέ μου, πόσο καύλα είσαι κάθε φορά που ανάβεις τσιγάρο. Για ‘κείνη τη στιγμή πουλάω τη ψυχή μου στο διάβολο.


Φτάνω έξω από το σπίτι μου, αλλά η αρρωστημένη σκέψη να έρθω στο δικό σου με κατατρώει μέσα μου. Νίκησες πάλι. Ξεκλειδώνω. Με βιαστικές κινήσεις βάζω μια αλλαξιά ρούχα σ’ ένα χακί σάκο, παίρνω τους καλύτερους μου «δαίμονες» απ’ το χέρι και κατεβαίνω με σάλτο τα δυο – τρία σκαλοπάτια που χωρίζουν το σπίτι από το δρόμο. Προορισμός μου; Να με βρεί το πρωινό της Κυριακής να σε χαζεύω την ώρα που κοιμάσαι. Άλλωστε... μου το χρωστάς ένα Κυριακάτικο πρωινό!

Έχει μια ηδονική αποκλειστικότητα ο έρωτας. Αυτή τον θρέφει!  Έχει εξάρτηση, ανάγκες κι αδυναμίες πολλές. Έχει και μια... σχεδόν θανατηφόρα δόση κτητικότητας. Έχει τα «θέλω» σου σε πρώτο πλάνο. Έχει εκείνο το χαμόγελο της «καύλας» (σα να σε βλέπω!) που συνοδεύεται από βιαστικά δαγκώματα. Εκείνο που...  «βρωμοκοπάς» έρωτα και τριγυρίζεις στο ψιλόβροχο λυτρωμένος. Πόσο το αγαπάω αυτό το συναίσθημα! Γι' αυτό έρχομαι! Μπαίνω στο αυτοκίνητο. Βάζω μπροστά και μένω να παρατηρώ τον δείκτη ένδειξης της βενζίνης. Ανοίγω το ραδιόφωνο. Μέσα από τα παράσιτα ξεχωρίζει η φωνάρα της Σίντι Λόπερ. «I drove all night» λοιπόν. Μάλλον... μια ώρα και κάτι. Τόσο κοντά και τόσο μακριά συνάμα. Κάπως έτσι είναι κι ο έρωτας. Έρχεται κοντά όταν δεν πρέπει. Όταν είναι ανέφικτο το οτιδήποτε και φεύγει μακριά τότε που τον έχουμε ανάγκη. Τότε που πεινάμε για δαύτον. Κι αυτή η μαγεία της νύχτας. Πόσο με εξιτάρει! Ανέκαθεν, σχολιαρόπαιδο ακόμη, περίμενα να πέσει το φως της ημέρας κι έβγαινα απλώς... για να περπατήσω. Άδειοι δρόμοι, ελάχιστοι άνθρωποι, συμπαθή τετράποδα και πολλοί ανεπιθύμητοι, δίποδοι μπάτσοι. Με οδηγούν σ’ ένα ξέφωτο. Κατεβαίνω για έλεγχο.
- «Καλημέρα σας, ένα τυπικό έλεγχο θα κάνουμε!»
- «Καλημέρα.»
- «Έχετε πιεί;»
- «Είμαι μεθυσμένος από έρωτα μάγκες...»
- «(Γέλια!) Για φυσήξτε παρακαλώ.»
Εκείνο το μαραφέτι πάντα μου την έδινε στα νεύρα αλλά...
- «Μπορείτε να φύγετε, ευχαριστώ!»
- «Καλή συνέχεια.»

Αφήνω πίσω μου το διαολόπραμα με τους αναθεματισμένους μπάτσους, ανοίγω την ένταση του ραδιοφώνου και αρχίζω να ψάχνω για τα «φωτάκια» που οδηγούν σε ‘σένα. Μια λωρίδα θάλασσας, μετά στεριά. Λίγα χιλιόμετρα έμειναν... ‘Εχει αρχίσει να με καταβάλει η κούραση της δουλειάς. Σταματάω απότομα στη μέση του δρόμου. Ανάβω τα αλάρμ. Κολλάω το κεφάλι μου στο τιμόνι, ξεφυσώντας... Τι κάνω; Δεν σου είπα καν ότι έρχομαι. Και μισείς τις εκπλήξεις... Περνούν λίγα δευτερόλεπτα και πιάνω τον εαυτό μου να θυμάται το πρώτο μας βράδυ... Τα λόγια σου: «Την ώρα της ηδονής δεν υπάρχει κανένα ίχνος ενοχής, μωρό μου!» Ασυναίσθητα παίρνω μια βαθιά ανάσα και καταλαβαίνω τη μυρωδιά σου να διαπερνά τα 'σώψυχά μου. Άλλη μία τζούρα, άλλη μία... Πόσο ερωτευμένος είμαι, πόσο τρελός για ‘σένα. Η μυρωδιά σου με παραλύει. Η μυρωδιά του ανθρώπου είναι το μόνο πράγμα που δεν μπορεί να μιμηθεί κάποιος άλλος. Είναι το μόνο πράγμα που δεν μπορεί να αναπαράγει. Κι όμως εγώ σε μυρίζω. Είσαι εδώ! Δίπλα μου, στο κάθισμα. Νιώθω τη λεπτεπίλεπτη μορφή σου. Με κατακλύζει. Βλέπω στα μάτια σου, το σκοτάδι που λατρεύω! Μου πήρε καιρό για να καταλάβω πώς, η σαρκική έλξη δεν ξεπερνιέται εύκολα. Δεν ξεθωριάζει. Μένουν κομμάτια στη μνήμη. Κομμάτια που σέρνεις μαζί σου, όπως σέρνει το σαλιγκάρι το σπίτι του. Δεν ζείς δίχως δαύτα.

Αριθμός 12. Εδώ είμαστε! Βλέπω το αυτοκίνητό σου. Άν μπορούσε να μιλήσει θα ήμασταν φυλακή. Παρκάρω. Παίρνω το σάκο στο ένα μου χέρι και βαδίζω προς την είσοδο της πολυκατοικίας. Ανησυχητικά ήρεμη η νύχτα που φεύγει. Κοντοστέκομαι. Σηκώνω το κεφάλι μου και κοιτάζω το μπαλκόνι σου. Η σκιά του απέναντι δέντρου το έχει αγκαλιάσει σα μάνα που νουτεύει το νεογέννητο κι ετοιμάζεται να το θηλάσει. Τόσο στοργικά. Το ελαφρύ αεράκι σε κάνει να νομίζεις πώς η σκιά της φυλλωσιάς χαϊδεύει το μπαλκόνι. Όπως θα χάιδευε και η μάνα το παιδί της, αγγίζοντας το με ζέση. Χτυπάω το θυροτηλέφωνο. Σιωπή... Το χτυπάω ξανά. Πάλι. Αφήνω τον αντίχειρά μου, να το πιέζει για αρκετά δευτερόλεπτα. Σιωπή... Βγάζω από την τσέπη το κινητό. Αρχίζουν να τρέμουν τα δάχτυλά μου... «Ο συνδρομητής που καλέσατε δεν είναι διαθέσιμος. Παρακαλώ καλέστε αργότερα.» Καλώ ξανά. Τίποτα... Ψάχνω στις επαφές τον αριθμό του σταθερού σου τηλεφώνου. Κοιτάζω προς το μπαλκόνι και το αφουγκράζομαι να χτυπάει... Εκεί στο πρώτο. Στο πρώτο όροφο. Το ακούω να χτυπάει! Σήκωσέ το. Σήκωσέ το, γαμώτο... Τίποτα.

Κάθομαι στο πεζοδρόμιο και προσπαθώ να συνειδητοποιήσω πώς έκανα μιάμιση ώρα δρόμο, κατάκοπος από τη δουλειά και δεν μπορώ να βρεθώ στην αγκαλιά σου. Με χωρίζει ένας όροφος από το «ποθούμενο», τι θα κάνω; Περνώ απέναντι στην πλατεία και κρύβομαι στην ασφάλεια του σκοταδιού. Βρίσκω ένα παγκάκι και κάθομαι μακριά από τα λιγοστά μεθυσμένα, αδιάκριτα βλέμματα. Παίρνω στα χέρια μου το κινητό και συνεχίζω τις προσπάθειες. Μάταιες όλες τους. Η ώρα περνάει, θα ξημερώσει. Είμαι σχεδόν πεπεισμένος πώς κοιμάσαι με την αγαπημένη σου «συνήθεια» αγκαλιά. Έχεις βάλει τα ακουστικά, διότι σ’ενοχλούν οι εξωτερικοί θόρυβοι. Μονάχα έτσι μπορείς να κοιμηθείς. Ώ Θεέ μου, θα ηττηθώ από ένα ζευγάρι ακουστικά. Πόσο άδικο...

Ξαφνικά ανοίγει η κεντρική πόρτα της πολυκατοικίας. Διακρίνω έναν νεαρό, να σέρνει ένα ποδήλατο. Σηκώνομαι βιαστικά και οδεύω προς τα εκεί με γρήγορα βήματα. «Στάσου, μην κλείσεις την πόρτα.» Περνάω την είσοδο και καταλαβαίνω το βλέμμα του νεαρού να με σκανάρει από την κορυφή ως τα νύχια. Μέσα στο αυτοκίνητο δεν μπορούσα να καταλάβω πώς τα ρούχα μου θα τραβούσαν την προσοχή. Έφυγα βιαστικά, φορώντας τα ρούχα της δουλειάς. Στο φως της εισόδου μπορώ να διακρίνω πλέον δυο – τρεις μεγάλες στάλες από κόκκινο κρασί πάνω στο ανοιχτόχρωμο παντελόνι μου. Δεν σκέφτηκα πώς η στολή εργασίας θα τραβούσε τα βλέμματα. Ερχόμενος κι από άλλη πόλη... Έπρεπε να αλλάξω ρούχα στο αυτοκίνητο. Γαμώτο. Τώρα είναι αργά.

Ανεβαίνω με λαχτάρα τις σκάλες. Βρίσκομαι έξω από την πόρτα σου. Μονάχα η καρδιά μου ακούγεται. Σκεπάζει ακόμη και την ανάσα μου. Μας χωρίζουν λίγα μέτρα. Ίσως κάτι λιγότερο. Αγγίζω τ’ όνομά σου στο κουδούνι, δεξιά της πόρτας. Το χαϊδεύω. Το πιέζω και περιμένω... Ο ήχος του κουδουνιού αντηχεί στο εσωτερικό του σπιτιού αλλά ουδεμία ανταπόκριση. Χτυπάω ξανά και ξανά. Επαναλαμβανόμενες προσπάθειες δίχως αποτέλεσμα. Ηττημένος για ακόμη μια φορά, γέρνω τη πλάτη μου στο τοίχο. Πιάνω το πρόσωπό μου και νιώθω τα μάγουλά μου πλημμυρισμένα από δάκρυα. Πλησιάζω την καφετιά πόρτα...«Είναι ψεύτες όσοι λένε ότι ο έρωτας θέλει δύο, ακούς; Στον έρωτα είσαι ολότελα μονάχος σου. Μονάχος σου φοβάσαι. Μονάχος σου κλαίς. Μονάχος σου χάνεις τον ύπνο σου. Μονάχος σου παραδίνεσαι. Παραδίνομαι, ακούς;»Εκείνη τη νύχτα λοιπόν... εκείνο το γαμημένο Σαββατόβραδο, που πίστεψες πώς δεν θα έβρισκα χρόνο να διανύσω τόσα χιλιόμετρα... εγώ ήρθα κάτω από το σπίτι σου. Έφτασα έξω από την πόρτα σου. Εσύ ακόμη να καταλάβεις ότι για ‘σένα θα έκανα τα πάντα;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.