Για να έχει ένα θεατρικό έργο επιτυχία και να αγγίξει το κοινό, θα πρέπει να είναι αληθοφανές, αλλά όχι αληθινό.
Αυτό γράφει ο Αριστοτέλης στην «Ποιητική» του. Η ψεύτικη ιστορία είναι
γοητευτική, διασκεδαστική και λειτουργεί καταπραϋντικά στην ψυχολογική
μας κατάσταση. Η αλήθεια μας αγριεύει.
Υπάρχουν τα ψέματα που λέμε από ευγένεια ή από καλοσύνη. Μπορεί να πούμε
«είσαι στις ομορφιές σου» σε κάποιον που είναι χάλια για να μην τον
κάνουμε χειρότερα ή «θα γίνεις καλά, μη φοβάσαι» σ’ έναν ετοιμοθάνατο
για να τον εμψυχώσουμε.
Υπάρχουν κι εκείνα που λέμε για τον εαυτό μας (συχνά και στον εαυτό
μας). Αυτά δεν τα λέμε τόσο για να δείχνουμε καλύτεροι από ό, τι
είμαστε, αλλά κυρίως για να μην χαλάσουμε την εικόνα που έχουν οι άλλοι
για εμάς.
Υπάρχουν όμως και αυτά που λέμε για να χειραγωγούμε τους άλλους. Ενώ τα
δύο πρώτα τα ξεστομίζουμε σχεδόν αυτόματα, τούτα εδώ χρειάζονται σχέδιο
και ταλέντο. Ο ψεύτης αυτού του είδους φροντίζει να γνωρίσει καλά το ακροατήριό του
και να μάθει να το σερβίρει με τέχνη. Τότε μπορεί να πουλήσει οτιδήποτε
σε σχεδόν σε οποιονδήποτε, είτε είναι πωλητής είτε πολιτικός.
Όσο πιο ανασφαλείς είμαστε, τόσο ευκολότερα πιστεύουμε στα ψέματα και γυρίζουμε την πλάτη στην αλήθεια.
Γιατί πιστεύει κάποιος τόσο εύκολα τα ψέματα;
Τον κολακεύουν και του αρέσει.
Η κολακεία είναι το μεγαλύτερο όπλο στα χέρια του ψεύτη. Λέει η πωλήτρια
«με το σώμα που έχετε, δεν υπάρχει ρούχο που να μην δείχνει υπέροχο
επάνω σας». Η πελάτισσα θα ντραπεί να φύγει χωρίς να αγοράσει κάτι. Λέει
ο υποψήφιος «ο ελληνικός λαός είναι έξυπνος, έντιμος και ξέρει να
αγωνίζεται για το δίκιο του», και ο ψηφοφόρος ψωνίζει με κλειστά τα
μάτια. Ύστερα του σερβίρει ό, τι ψέμα να’ ναι και ο ψηφοφόρος το
πιστεύει. Διότι, εκείνος που κατάλαβε πόσο έξυπνος και σπουδαίος είναι,
δεν μπορεί να λέει ψέματα. Από εκεί και πέρα θα πιστέψει οτιδήποτε τον
κάνει να αισθάνεται καλά.