Της Σώτης Τριανταφύλλου
Είμαι αρκετά μεγάλη για να θυμάμαι τη Νέα Υόρκη των σύγχρονων βανδάλων: μολονότι ο δήμαρχος Τζον Λίντσυ κήρυξε πόλεμο, ήδη από τη δεκαετία του 1960, σε κάθε μορφή βανδαλισμού, τα γκραφίτι είχαν αρχίσει να καλύπτουν την πόλη: τα βαγόνια, τα τζάμια, τα καθίσματα του υπόγειου σιδηροδρόμου· τους τοίχους· την «επίπλωση» των δρόμων (παγκάκια, φανοστάτες, τηλεφωνικούς θαλάμους), τα έργα τέχνης, τις πινακίδες της τροχαίας. Η χρωματική δυσαρμονία του υπόγειου κόσμου –ένα αποκρουστικό θέαμα– διαχεόταν σε ολόκληρη την πόλη και συνοδευόταν από καταστροφές δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας: σε πολλές συνοικίες γίνονταν εμπρησμοί κτηρίων και αυτοκινήτων· επικρατούσε πνεύμα καταστροφικής γιορτής. Ο Τζον Λίντσυ πάντως χαρακτήρισε τη spray can art βανδαλισμό και, μέχρι το τέλος του 1989, επί δημαρχίας Eντ Κοτς, ο δημόσιος χώρος στη Νέα Υόρκη είχε αρχίσει να προστατεύεται.
Αναφέρω τη Νέα Υόρκη επειδή έπεσε πολύ χαμηλά και ύστερα αναστήθηκε με τον λαμπρότερο τρόπο: δεν άλλαξε μόνον η μέθοδος επιβολής των νόμων, άλλαξαν οι ίδιοι οι Νεοϋορκέζοι· η συμπεριφορά τους στον δημόσιο χώρο· το επίπεδο ανοχής τους στην ασχήμια και στην παρανομία – εν τέλει, η σχέση τους με την πόλη και με τον εαυτό τους. Αυτή η σχέση μού φαίνεται σήμερα το στοίχημα της Αθήνας, της πιο βανδαλισμένης πόλης στην Ευρώπη όπου οτιδήποτε ωραίο ρημάζει, φθείρεται και διαλύεται.
Αναρχοφασίστες και άλλα είδη κακών πολιτών δεν μπορούν να ανεχθούν την καθαριότητα και την ομορφιά· ο όχλος επιτίθεται τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό χώρο κινούμενος από αρχέγονα ένστικτα σαν εκείνα των γερμανικών φύλων που λεηλάτησαν τη Ρώμη το 455. Και των ορδών, που μετά τη Γαλλική Επανάσταση, κατέστρεψαν έργα τέχνης με δήθεν επαναστατική διάθεση.
Οι βάρβαροι εκδήλωναν, ανέκαθεν, καταστροφική μανία· η μη κατανόηση του πολιτισμού και η αποστροφή για οτιδήποτε ωραίο είναι χαρακτηριστικό της βαρβαρότητας.
Στην πορεία της ιστορίας, η καταστροφικότητα των βαρβάρων επεκτάθηκε σε μηδενιστικές ομάδες και άτομα που πρέσβευαν μια «εγκληματική κουλτούρα» – μια ιδέα και πράξη που εμφανίστηκε ξανά και σε επαναστατικές περιόδους (π.χ. στην Κομμούνα του Παρισιού, στη διάρκεια των αναρχο-τρομοκρατικών κινημάτων πριν από τον μπολσεβικισμό κτλ.) καθώς και σε περιόδους κοινωνικής παρακμής (π.χ. στη διάρκεια της ανόδου του ναζισμού).