Του Φίλιπ Γκούρεβιτς *
Στις 20 Οκτωβρίου 2011, την ημέρα που Λίβυοι αντάρτες εντόπισαν τον συνταγματάρχη Καντάφι σε έναν οχετό, τον έβγαλαν έξω και τον σκότωσαν, ο πρόεδρος Ομπάμα συγκαλούσε συνέντευξη Τύπου στο Rose Garden και ανακοίνωνε ότι «οι στόχοι μας επετεύχθησαν». (Η Χίλαρι Κλίντον το είπε πιο ωμά σε έναν δημοσιογράφο: «Ήλθαμε, είδαμε, πέθανε»).
Την προηγούμενη άνοιξη, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες αποφάσιζαν να λάβουν μέρος στους νατοϊκούς βομβαρδισμούς εναντίον της Λιβύης, ο Λευκός Οίκος είχε δηλώσει κατηγορηματικά ότι ο στόχος δεν ήταν η αλλαγή καθεστώτος, γεγονός που έπεισε τη Ρωσία να μην προβάλει βέτο σε σχετικό ψήφισμα των Ηνωμένων Εθνών.
Η Μόσχα εξοργίστηκε με την κατάληξη που είχε η αποστολή του ΝΑΤΟ, αλλά ο Ομπάμα είπε ότι «μπροστά στην προοπτική μαζικών ακροτήτων, και της έκκλησης του λιβυκού λαού, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους σταμάτησαν τις δυνάμεις του Καντάφι».
Τώρα, πρόσθεσε, οι Λίβυοι ήταν ελεύθεροι να απολαύσουν μια πλήρη δημοκρατία. Η αμερικανική ηγεσία ήταν πλέον εμφανής. «Εξουδετερώσαμε τους αρχηγούς της αλ Κάιντα, τερματίζουμε τον πόλεμο στο Ιράκ και έχουμε ξεκινήσει μια μεταβατική περίοδο στο Αφγανιστάν».
Τέσσερα χρόνια αργότερα, η Λιβύη είναι μια ρημαγμένη χώρα. Μιλώντας στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, ο πρόεδρος Ομπάμα παραδέχθηκε πως το παράδειγμα της Λιβύης δείχνει, ακριβώς όπως και το παράδειγμα του Ιράκ, τα μειονεκτήματα της χρήσης βίας για την επιβολή της τάξης σε μια χώρα. Ο Αμερικανός πρόεδρος εξακολουθεί να πιστεύει ότι η ανατροπή του Καντάφι ήταν η σωστή απόφαση, όπως είπε στον Τόμας Φρίντμαν των «New York Times».
H λιβυκή εμπειρία, όμως, τον δίδαξε να μην εμπλέκεται σε τέτοιες πράξεις χωρίς ένα σχέδιο «κάλυψης του κενού» μετά τη νίκη.