Όταν η Βγέρω ήταν στα τελευταία της κι ο καρκίνος τής είχε αφήσει μοναχά την αγάπη της γι’ αυτόν, ο Νασιογκιώκας έκανε ένα τάμα: «Θ’ ανέβω ξυπόλητος ως τον Αϊ-Λια».
Ο Αϊ-Λιας ήταν τρεις ώρες απ’ το χωριό με ταχύ βήμα. Πήρε ένα πρωί το μονοπάτι απ’ το χωριό, χάραμα, να μην τον δει κανείς και τον ρωτήσει πού πήγαινε έτσι ανυπόδητος. Το ’χε κρυφό• πίστευε πως το τάμα που το κρατάς μέσα σου, αφανέρωτο, αυτό μόνον έχει δύναμη – όταν το ξέρεις μοναχά εσύ κι ο άγιος. Το μονοπάτι ξεκινούσε από τη στάνη του Πυλιογκέρτσου κι ανηφόριζε μέσ’ από κριπούνια κι άλλα δέντρα. Συνηθισμένες να τις αγκαλιάζουν κάλτσες και να τις προφυλάσσουν σόλες, οι πατούσες του είχαν κιόλας πληγιάσει και ματώσει όταν περνούσε ο Νάσιος μπρος από τη στάνη• κι ο Μπάλιος, ο σκύλος του Πυλιογκέρτσου, μύρισε το αίμα και λύσσιαξε.
«Σώπα», του ’πε ο Νάσιος, «έχω κάνει τάμα, που για να πιάσει, πρέπει να το ξέρουμε μοναχά εγώ κι ο άγιος».
Ο σκύλος σαν να κατάλαβε και σώπασε, και ψηλότερα ο Νάσιος πήρε το ανηφορικό μονοπάτι. Κάθε λίγο σταματούσε• οι πέτρες του έσχιζαν τις πατούσες κι αγκάθια μπήγονταν στο κρέας. Είχε δακρύσει από τον πόνο, μα δε θα το έβαζε κάτω. Κάθε πέτρα κι αγκάθι ήταν, για τη Βγέρω, άλλη μια ώρα και μια μέρα ζωή. Δεν της είχε πει για το τάμα του. Έπρεπε να ’ναι κι απ’ αυτήν κρυφό για να πιάσει, μόνοι αυτός κι ο άγιος να το ξέρουν• κάθε που ’νιωθε στο κρέας στις πατούσες του μια πέτρα, ένα αγκάθι, ένα σκληρό και μυτερό κλωνάρι, τη συλλογιόταν να ’ναι κιόλας καλύτερα κι αντλούσε κουράγιο να συνεχίσει.
Ψηλότερα, άνοιξε ο τόπος κι ο άνθρωπος, μικρός και πονεμένος, ανηφόριζε αργά ανάμεσα στα βουνά, κάτω από τον ουρανό. Αλλ’ είχε αποκάνει – το ζερβό του πόδι ήταν μια πληγή όλο, από τα δάχτυλα ως τη φτέρνα. Ίδια και το δεξί. Κάθισε, χωρίς δύναμη πια. Δε θα σηκωνόταν ξανά, έλεγε. Τα βουνά τον περικύκλωναν μακρινά κι αδιάφορα, σαν να τον περιγελούσαν για την αδυναμία του, κι έλεγε πως η Βγέρω ήδη θα πέθαινε.
Είχ’ απελπιστεί, και δε σάλεψε όταν είδε να ’ρχεται ένας λύκος, καχύποπτος απέναντι στον άνθρωπο, με επιφυλακτικό βήμα και στάση. Το θηρίο ήταν λιμαγμένο, το πετσί του τσίτωνε όπου τα κόκαλα πετιόνταν.
«Ας με φάει», σκέφτηκε. «Αφού δε δύνομαι να σώσω τη Βγέρω μου, ας χαθώ κι εγώ».
Ο λύκος στάθηκε δυο μέτρα παρέκει. Το φως τότες άλλαξε, βάθυνε, και τα βουνά κι ο ουρανός σαν να ήλθαν κοντύτερα. Σαν να ’σκυψαν λιγάκι τα βουνά πάνω από το θηρίο και τον άνθρωπο, κι ο λύκος είπε μ’ ανθρώπινη λαλιά:
«Θρέψε με και θα σε βοηθήσω».
«Πράγματι, λύκε, θα μου ’ναι βοήθεια, η μεγαλύτερη, αν με φας», είπε με πίκρα ο Νάσιος.
«Να σε φάω; Και το τάμα σου;»
«Πού ξέρεις εσύ για το τάμα μου;»
«Ξέρω πολλά. Μου φτάνει το αίμα σου, να ρουπώσω γλείφοντας τις πληγιασμένες σου πατούσες, και φεύγα μετά».
Ο λύκος ήλθε κοντύτερα ώσπου το μουσούδι του ήταν στα πόδια του Νάσιου, κι αρχίνησε να γλείφει λιχούδικα, με τη γλώσσα να πίνει απ’ τις πληγές το αίμα. Ρούπωσε, χαιρέτησε κι έφυγε. Ο Νάσιος είδε τις πατούσες του έπειτα και σταυροκοπήθηκε. Ούτε πληγή ούτ’ αίμα – τίποτε. Απλήγιαστες, και καθαρές κι απαλές σαν να τις είχε βουτηγμένες πρωτύτερα σε χλιό νερό.
Ανηφόρισε ξανά, αναθαρρεμένος, αλλ’ ως τον Αϊ-Λια είχ’ ακόμα τη μισή ανηφοριά μπρος του, και τα πόδια του πάλι κομματιάστηκαν στις άσπλαχνες πέτρες. Πόσες φορές είπε, θα τα παρατούσε, θα ’πεφτε και πια δε θα σηκωνόταν. Αλλ’ από την αγάπη του για τη Βγέρω άντλησε υπεράνθρωπη δύναμη, ώσπου τέλος αντίκρισε ψηλά το ξωκλήσι του Αϊ-Λια – το μόνο πράμα μ’ ανθρώπινες διαστάσεις στην άτελη αγριάδα του βουνού, με διαστάσεις έτσι φτιαγμένες ώστε να χωρούν μέσα την ανθρώπινη ελπίδα.
Μπήκε. Μέσα, το καντήλι έκαιγε. Δεν είχε δύναμη ούτε να προσευχηθεί. Ούτ’ υπήρχε όμως χρεία να προσευχηθεί. Η προσευχή του ήταν τα κομματιασμένα του πόδια.
Θα ’μενε εκεί, δεν είχε πια δύναμη να κατηφορίσει, κι αν όμως πέθαινε, η Βγέρω θα ’χε σωθεί. Με τούτη τη σκέψη έκλεισε τα μάτια, και δεν κατάλαβε πότε μπήκε ο γέρος στο ξωκλήσι• άνοιξε τα μάτια και τον αντίκρισε μπρος του.
«Ποιος είσαι;» τον ρώτησε.
«Βάδισες ξυπόλητος ως εδώ. Γιατί;»
«Δεν μπορώ να πω».
«Δε χρειάζεται. Να δούμε πώς θα γιατρέψομε τις πληγές». Από την τσέπη του έβγαλε δυο κομμάτια ξαντό. Φορούσε μια παλιά ζακέτα, τριμμένη, κι είχε έναν μπόγο, αφημένο τώρα σε μια καρέκλα. Κατέβασε το καντήλι, βούτηξε πρώτα το ένα ξαντό στο λάδι, έπειτα και τ’ άλλο, και τύλιξε το ένα στο ζερβό πόδι του Νάσιου και τ’ άλλο στο δεξί.
«Τυχαίνει να ’χω και δεύτερο ζευγάρι παπούτσια μαζί μου», είπε ο γέρος και ξετύλιξε τον μπόγο. Ήταν δυο αφόρετα παπούτσια. «Πάρ’ τα», είπε.
«Δεν μπορώ», του ’πε ο Νάσιος• «πρέπει να κατέβω όπως ανέβηκα, ξυπόλητος», και, λέγοντάς το, η καρδιά του σφίχτηκε.
Άφησε τότε ο γέρος τ’ αφόρετα παπούτσια στην καρέκλα, έσκυψε και ξετύλιξε το ξαντό από το ένα πόδι κι απ’ τ’ άλλο. Όπως όταν ο λύκος του ’χε γλείψει το αίμα, έτσι και τώρα, οι πατούσες του ήσαν καθαρές κι απαλές σαν μόλις βγαλμένες μέσ’ από λεκάνη με χλιό νερό. Και κατάλαβε• πήρε τα παπούτσια, ευχαρίστησε και τα φόρεσε.
Ώσπου να σκύψει να δέσει τα κορδόνια και να ορθώσει ξανά το κορμί, ο γέρος είχε χαθεί σαν αγέρας. Ο Νασιογκιώκας άναψε κερί και σταυροκοπήθηκε.
Στο γυρισμό απ’ τον Αϊ-Λια, οι γερές του σόλες τριζοβολούσαν πάνω στις πέτρες αψηφώντας τες, και τα βουνά κι ο ουρανός δεν ήσαν αδιάφοροι θεατές μα σύντροφοι. Δεν περιγελούσαν τον άνθρωπο με την απεραντοσύνη τους, αλλά του ’διναν αξία.
Μπήκε στο χωριό, και η Βγέρω τον περίμενε στη θύρα του σπιτιού τους. Είχε τόσους μήνες να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι. Τα μάγουλά της είχανε ξαναβρεί το χρώμα τους.
«Νάσιο, πού ήσουν;» τον ρώτησε, με την έγνοια να χαράζει ζαρωματιές στο όμορφο, ολόλευκο κούτελό της. «Λείπεις απ’ το χάραμα. Και γιατί δε φοράς παπούτσια;»
Κοίταξε τότε ο Νασιογκιώκας τα πόδια του. Ποδεμένα ακόμα όταν έβλεπε τη Βγέρω από μακριά, τώρα ήσαν ανυπόδητα.
Τα παπούτσια, τα ολοκαίνουρια παπούτσια που του ’χε δώσει ο γέρος στο ξωκλήσι, σαν τον γέρο είχανε χαθεί κι αυτά.
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.