Σε όλες τις περιπτώσεις ανεξαιρέτως, η ψυχαναγκαστική αναζήτηση της «τελειότητας» αποδεικνύεται ένας δυσπροσαρμοστικός τρόπος να ζει κανείς.
Όσοι αγωνιζόμαστε να κατασκευάσουμε μια «τέλεια» εικόνα για τον εαυτό μας, κατά βάθος το ξέρουμε ότι η ανάγκη να είμαστε και να φαινόμαστε τέλειοι περιορίζει τη ζωή μας και δυσχεραίνει τις σχέσεις μας.
Αν θέλουμε να «θεραπευτούμε» από την τελειοθηρία θα πρέπει να μετακινηθούμε από μια θέση όπου προσπαθούμε να τελειοποιήσουμε τον εαυτό μας σε μία θέση αποδοχής της ανθρώπινης «φύσης» μας.
Είναι μια μετακίνηση πολύπλοκη και χρονοβόρα, αλλά είναι η μόνη ελπίδα να απαλλαγούμε από τη βασανιστική τελειοθηρική αίσθηση ότι όσο και να προσπαθούμε ποτέ δεν είμαστε αρκετά καλοί.
6 ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΝΑ ΝΙΩΣΕΤΕ ΤΕΛΕΙΑ ΜΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΗΔΗ ΕΙΣΤΕ
Επειδή η τελειοθηρία είναι αποτέλεσμα πολλαπλών παραγόντων που αλληλεπιδρούν, μια ολοκληρωμένη «θεραπευτική» προσέγγιση θα πρέπει να προσιδιάζει σε ολομέτωπη επίθεση.
1. Αναγνώριση των τελειοθηρικών τάσεων
Το βασικό πρώτο πλήγμα στην τελειοθηρία είναι η αναγνώρισή της.
Και αυτό γιατί, πολύ συχνά, ενώ είμαστε «τελειομανείς» δυσκολευόμαστε να αναγνωρίσουμε τον εαυτό μας ως τέτοιο.
Συνήθως εκλογικεύουμε την τελειοθηρία μας υποστηρίζοντας ότι μας αρέσει να κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε ή να είμαστε προετοιμασμένοι και αποτελεσματικοί, συσκοτίζοντας έτσι την εξάντληση που μας προκαλεί η αγωνία της «τελειότητας».
Άλλες φορές πάλι, αντιλαμβανόμαστε την τελειοθηρία ως προτέρημα και απαντάμε με καμάρι ότι είμαστε «τελειομανείς» όταν, για παράδειγμα, μας ρωτούν ποιο είναι το ελάττωμά μας σε μια συνέντευξη εργασίας.
Ακόμα και όταν αναγνωρίζουμε τις καταστρεπτικές επιπτώσεις της, συνήθως υποθέτουμε ότι αυτό είναι το τίμημα της επιτυχίας – ότι «τα αγαθά κόποις κτώνται».
Η παγίδα είναι ότι τα υποτιθέμενα «καλά» της τελειοθηρίας πάντοτε αποβαίνουν αρνητικά γιατί υποχρεωτικώς συνοδεύονται από υπερβολική ανησυχία για ενδεχόμενα λάθη και αρνητικές αξιολογήσεις[1].
Έτσι προκύπτει το παράδοξο: Ενώ φαίνεται ότι η τελειοθηρία υποκινείται από την ανάγκη για επιτυχία, η αγωνία για την «τελειότητα» παρεμβαίνει στην απόδοσή μας και γίνεται τελικά ο ίδιος παράγοντας που εμποδίζει την επιτυχία[2].
Ένας πρόσθετος λόγος που η αναγνώριση των τελειοθηρικών τάσεων αποδεικνύεται δύσκολο έργο, είναι η μεγάλη μας ικανότητα να κρύβουμε τη δυσφορία μας.Απομακρύνουμε τις σκέψεις ανησυχίας, απελπισίας ή κατάθλιψης επειδή δεν ταιριάζουν με την «τέλεια» εικόνα που προσπαθούμε να προβάλουμε.
Η «ομολογία» ότι αντιμετωπίζουμε προβλήματα ή ότι χρειαζόμαστε βοήθεια εγγράφεται στο μυαλό μας ως κάποιου είδους «ατέλεια», «ανικανότητα» ή «αποτυχία».
Επομένως, το πρώτο και ίσως δυσκολότερο βήμα της διαδικασίας είναι να κάμψουμε τις αντιστάσεις και να παραδεχτούμε ότι ο κύριος λόγος που δεν είμαστε ικανοποιημένοι με τον εαυτό μας και τη ζωή μας, είναι η τελειοθηρία μας.
2. Τροποποίηση της αίσθησης που έχουμε για τον εαυτό μας
Η άμεση επίθεση στην τελειοθηρία με στόχο την απαλλαγή από τα «συμπτώματα» χωρίς ταυτόχρονη καταπολέμηση των αισθήσεων που την υποκινούν, είναι συνήθως μάταιη.
Οι διάφορες συμβουλές, όπως η παραίνεση να θέσουμε ρεαλιστικότερα στάνταρ, αποδεικνύονται αναποτελεσματικές γιατί αφήνουν ανέγγιχτη την αίσθηση που έχουμε για τον εαυτό μας.
Το ζητούμενο είναι να φτάσουμε σε ένα σημείο όπου δεν θα έχουμε πλέον ανάγκη την τελειοθηρία και αυτό μπορεί να συμβεί μόνο αν τροποποιήσουμε ή διευρύνουμε την αυτοεικόνα μας.
Το στοιχείο – κλειδί είναι να συμφιλιωθούμε με αυτό που είμαστε και να αποδεχτούμε ότι ούτε είμαστε ούτε μπορούμε να γίνουμε «τέλειοι» και ότι αυτό είναι εντάξει.
Πρέπει να «χωρέσουμε» μέσα μας την ιδέα ότι είμαστε πολλά πράγματα μαζί και ότι δεν περιοριζόμαστε σε μία από δύο αλληλοαποκλειόμενες κατηγορίες. Ότι όπως όλοι οι άνθρωποι είμαστε συγχρόνως καλοί και κακοί, όμορφοι και άσχημοι, έξυπνοι και ανόητοι.
Ναι, μιλάμε για περισσότερη αυθεντικότητα – για μία κατάσταση της ύπαρξης όπου τολμούμε να είμαστε όλα όσα είμαστε χωρίς ανάγκη να βασιζόμαστε σε κάποιο προσωπείο. Όπου δίνουμε την άδεια στον εαυτό μας να εγκαταλείψει τη μάταιη προσπάθεια για το ανέφικτο και να επιλέξει να υπάρχει με έναν διαφορετικό τρόπο στον κόσμο.
Έναν τρόπο που περιλαμβάνει αποδοχή για το τρωτό και αδύναμο κομμάτι μας, το δικαίωμα να μην επιτύχουμε τους υψηλούς στόχους μας[3] και το θάρρος να παραδεχτούμε ότι κάνουμε λάθη ή ότι έχουμε άγνοια[4].
Περιλαμβάνει ακόμα την ικανότητα να γελάμε με τον εαυτό μας και να διακρίνουμε την αστεία πλευρά των πραγμάτων, αλλάζοντας γρήγορα προοπτική όταν κάτι δεν εξελίσσεται όπως το περιμένουμε[5].
Θα χρειαστεί προφανώς να γίνουμε περισσότερο επιεικείς κι ευγενικοί με τον εαυτό μας. Να σιωπήσουμε την επικριτική φωνή στο κεφάλι μας που βλέπει παντού ελαττώματα, να «συγχωρήσουμε» τον εαυτό μας που δεν είναι «τέλειος» και να τον αγκαλιάσουμε για τις «αποτυχίες» του.
Όταν καταφέρουμε να βασίσουμε την αυτοεκτίμησή μας στην αυθεντικότητα των σκέψεων και συναισθημάτων μας παρά στην κατοχή συγκεκριμένων ιδιοτήτων ή ποιοτήτων, η αγωνία θα υποχωρήσει και θα αρχίσουμε να νιώθουμε καλύτερα.
Το στοίχημα είναι να εγκαταλείψουμε τη διαστρεβλωμένη ιδέα ότι για να εκτιμήσει κάποιος τον εαυτό του θα πρέπει να τον τελειοποιήσει αντί να τον αποδεχτεί όπως είναι και να αρχίσουμε να φλερτάρουμε με την ιδέα ότι παρά τις όποιες «ατέλειές» μας είμαστε άξιοι να αγαπηθούμε.
Είναι κλισέ, αλλά τα «ελαττώματα» που έχουμε δεν μας κάνουν «ελαττωματικούς», είναι απλώς μέρος του τι σημαίνει να είναι κανείς άνθρωπος.
Και το ότι κανένας άνθρωπος στον κόσμο δεν κατέχει τον δικό μας ιδιαίτερο συνδυασμό χαρακτηριστικών, παρόλο που δεν μας κάνει «τέλειους», μας κάνει μοναδικούς.
3. Τροποποίηση της αίσθησης που έχουμε για τους άλλους
Μεγάλο μέρος των τελειοθηρικών συμπεριφορών μας υποκινείται από τις διαπροσωπικές μας ανάγκες.
Πιστεύουμε ότι η «τελειότητα» είναι το μέσο για να εξασφαλίσουμε την αποδοχή και το νοιάξιμο των άλλων. Αγωνιζόμαστε να καλύψουμε τις «ατέλειές» μας και προσαρμοζόμαστε σε όσα φανταζόμαστε ότι αποζητούν εκείνοι προκειμένου να τους «κερδίσουμε» και να αποφύγουμε την αποδοκιμασία.
Μάλλον πρέπει να αναρωτηθούμε πόσο σημαντική για την αίσθηση της αξίας μας είναι η επιδοκιμασία των άλλων και μέχρι ποια άκρα είμαστε διατεθειμένοι να πάμε πριν αποφασίσουμε να βάλουμε κάποιο όριο.
Σύμφωνοι, με την οριοθέτηση είναι πιθανόν να μην αρέσουμε σε όλους, αλλά η άρνηση να γίνουμε όπως μας θέλουν οι άλλοι και η άνεση να παρουσιάσουμε τον εαυτό μας όπως ακριβώς είναι, μας κάνει να φοβόμαστε λιγότερο το πλησίασμα και ανοίγει τον δρόμο γιαπερισσότερο γνήσιες και αυθεντικές σχέσεις.
Όσο πιο αληθινοί είμαστε, τόσο περισσότερο μειώνεται το άγχος που μας προκαλούν οι συναναστροφές και τόσο περισσότερο αυξάνεται το θάρρος μας να εμπιστευτούμε[6].
Έτσι κι αλλιώς, η αποδοκιμασία, η απόρριψη και η εγκατάλειψη είναι αναπόσπαστα μέρη της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης.
Πάντοτε υπάρχει η πιθανότητα να «αποτύχουμε» ως φίλοι ή σύντροφοι και να πληγώσουμε ή απογοητεύσουμε κάποιον, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να εξαφανιζόμαστε από τη ζωή των ανθρώπων ούτε σημαίνει ότι είμαστε ανίκανοι να αγαπήσουμε ή ότι δεν αξίζουμε την αγάπη.
Οι σχέσεις μας με τους άλλους δεν είναι εξετάσεις – είναι μια ευκαιρία για μοίρασμα ή διεύρυνση και όχι κάτι στο οποίο πρέπει να έχουμε «τέλεια» επίδοση.
Εξάλλου, όσο και να ελέγχουμε την εικόνα μας, οι άλλοι πάντοτε σχηματίζουν κάποια γνώμη για εμάς, αλλά είναι στο χέρι μας να αποφασίσουμε σε ποιο βαθμό αυτή η γνώμη αποτελεί κρίση για την αξία μας.
Από την άλλη, το να προσπαθούμε να επιβάλλουμε την τελειοθηρία μας στους άλλους και να τους πιέζουμε να ταιριάξουν με το δικό μας μοντέλο λειτουργίας του κόσμου, είναι ευθεία άσκηση ελέγχου.
Τη στιγμή που θα συνειδητοποιήσουμε ότι η ανάγκη για έλεγχο σχετίζεται περισσότερο με τους δικούς μας φόβους και λιγότερο με τους ανθρώπους που προσπαθούμε να ελέγξουμε, θα καταφέρουμε ίσως να τους αποδεχτούμε και εκτιμήσουμε γι’ αυτό που είναι, χωρίς να προσπαθούμε να τους αλλάξουμε ή να τους «φτιάξουμε».
Εξάλλου, οι άνθρωποι είναι αυτοί που είναι ανεξάρτητα από το πώς αισθανόμαστε εμείς ότι θα έπρεπε να είναι και, μάλιστα, είναι μοναδικοί σε αυτό που είναι.
Όταν το καταλάβουμε αυτό συνήθως μετριάζεται η ανάγκη μας να είμαστε καλύτεροι ή ανώτεροι από εκείνους και μπορούμε να σχετιστούμε μαζί τους από μια θέση ισοτιμίας.
Τότε είναι που βρίσκουμε αληθινούς συντρόφους, αντί για μια στρατιά από οπαδούς ή θαυμαστές – ανθρώπους δηλαδή με τους οποίους δεν έχουμε τη διάθεση να συγκριθούμε, αλλά να συνδεθούμε σε συνθήκες αμοιβαίας αποδοχής.
Τέτοιου τύπου σχέσεις μπορούν να αποβούν «θεραπευτικές», υπό την έννοια ότι μπορούν να λειτουργήσουν ως αντίδοτο στις σχέσεις αποδοχής υπό όρους που βιώσαμε στο παρελθόν και μας οδήγησαν αρχικά στην τελειοθηρία[7].
Προϋπόθεση για να συμβούν όλα αυτά, είναι να αντισταθούμε στην τάση μας να σχετιζόμαστε με ανθρώπους που έχουν τελειοθηρικές προσδοκίες από εμάς. Προφανώς αισθανόμαστε οικεία σε τέτοιες σχέσεις, αλλά αν δεν σπάσουμε το φαύλο κύκλο, θα πέφτουμε μονίμως στην παγίδα να νιώθουμε ανεπαρκείς και να προσπαθούμε να αποδείξουμε την αξία μας.
Τα καλά νέα είναι ότι όσο περισσότερο ενισχύουμε την αυτοεκτίμησή μας, τόσο περισσότερο μας ελκύουν και ελκύουμε ανθρώπους που, χωρίς να είναι «τέλειοι» ή να έχουν την απαίτηση να είμαστε εμείς «τέλειοι», μοιράζονται μαζί μας την επιθυμία να είμαστε «τέλειοι» ο ένας για τον άλλον.
4. Ανανέωση επιστημολογικού και πολιτικού μοντέλου
Πρέπει να καταλάβουμε ότι η κοσμοθεωρία μας είναι ανορθολογική – προσπαθούμε να κατακτήσουμε το τέλειο μέσα σε ένα περιβάλλον όπου τίποτα δεν είναι τέλειο.
Επιστημολογικά είμαστε παρωχημένοι.
Η ανάλυση, μέτρηση και αξιολόγηση που χρησιμοποιούμε και υμνούμε ως «τελειομανείς», είναι τα κεντρικά χαρακτηριστικά μιας μάλλον ξεπερασμένης μηχανιστικής οπτικής για το πώς λειτουργεί ο κόσμος.
Η έννοια της τελειότητας, ως επινόηση της νεωτερικότητας, υποθέτει μια γραμμική αντίληψη για την ιστορία όπου τα πράγματα συνδέονται με συγκεκριμένες αιτιώδεις σχέσεις και όπου όλα βαίνουν νομοτελειακά προς μεγαλύτερη πρόοδο.
Το θέμα είναι ότι τα φυσικά ή κοινωνικά φαινόμενα και πόσο μάλλον ο άνθρωπος, λειτουργούν με περισσότερο απρόβλεπτους και πολύπλοκους τρόπους από ό,τι ίσως θα μας βόλευε, ενώ πουθενά στον κόσμο δεν υπάρχει ασφαλής πρόβλεψη, απόλυτος έλεγχος και απόλυτες σταθερές.
Εκτός από αυτό, πολιτικά είμαστε συντηρητικοί.
Η ιδέα ότι οι ικανότητες και η σκληρή δουλειά είναι τα αποκλειστικά διαβατήρια της επιτυχίας, είναι μια πολιτικά αναχρονιστική και ελιτίστικη θέση.
Προκειμένου να νιώσουμε ασφαλείς, φαίνεται να επιλέγουμε να πιστέψουμε ότι ο κόσμος είναι δίκαιος – ότι οι «καλοί» και «άξιοι» ανταμείβονται σε αυτή τη ζωή, ενώ οι «κακοί» ή «ανάξιοι» δικαίως περιθωριοποιούνται.
Έστω άθελά μας, προσυπογράφουμε τον κοινωνικό δαρβινισμό νομιμοποιώντας την επικράτηση του «ισχυρότερου» ή «ικανότερου» και με αυτό τον τρόπο, όντας «τελειομανείς», παρέχουμε απλόχερα στήριξη στο υφιστάμενο στάτους κβο.
Θύματα οι ίδιοι της φιλοσοφίας μας, αγωνιζόμαστε να γίνουμε «τέλειοι» με βάση κοινωνικά προσδιορισμένα στάνταρ, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι όλα περνούν από το χέρι μας – ότι αν προσπαθήσουμε αρκετά θα καταφέρουμε να φτάσουμε στην «κορυφή». Είναι τέτοια η αγωνία μας, που ούτε υπολογίζουμε τους περιορισμούς των εκάστοτε κοινωνικών συνθηκών ούτε αμφισβητούμε την ίδια την έννοια της «κορυφής» που επίσης είναι κοινωνικά προσδιορισμένη.
Η «τέλεια» δουλειά, η «τέλεια» σχέση, το «τέλειο» σπίτι, ο «τέλειος» γάμος, η «τέλεια» ζωή εν τέλει, καθώς και τα αντίθετά τους, είναι όλα κοινωνικές κατασκευές.
Αντί να εξετάσουμε κριτικά τα είδωλα που προσκυνούμε και να σκεφτούμε ότι για την έλλειψη ικανοποίησης που νιώθουμε πιθανόν φταίνε τα «ιδανικά» που μας έχουν επιβληθεί, υιοθετούμε και εμπιστευόμαστε τυφλά ένα δοσμένο μοντέλο περί «σωστού» και επιβεβλημένου τρόπου να ζει κανείς.
Αλήθεια όμως, πώς ορίζονται η «τελειότητα» και η «μη τελειότητα»; Και, κυρίως, ποια αυθεντία ή ποια εξουσία τις ορίζει; Ποιος αποφασίζει, ας πούμε, για τον «τέλειο» σωματότυπο που προσπαθούμε να κατακτήσουμε; Τελικά, ζούμε με βάση τις δικές μας επιθυμίες ή με βάση τους όρους και τις αξίες των άλλων;
Ξοδεύουμε τη ζωή μας κυνηγώντας φαντάσματα κι επειδή αυτή η προσπάθεια είναι αδύνατον να έχει τέλος, ποτέ δεν ησυχάζουμε και ποτέ δεν είμαστε ευχαριστημένοι.
Μιλάμε για την «τέλεια» αυτοϋπονομευτική συμπεριφορά – η τελειοθηρία μας καθιστά άκαμπτους και δυσλειτουργικούς, τη στιγμή που η προσαρμοστικότητα και η ευελιξία είναι τα κύρια χαρακτηριστικά που εξασφαλίζουν την επιβίωση[8].
Δηλαδή, η εμμονή με την «τελειότητα» όχι απλώς στερείται εγκυρότητας ή νοήματος, αλλά είναι σχεδόν έγκλημα ενάντια στη ζωή.
5. Μετακίνηση από την τάξη στο χάος
Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια αλλαγή παραδείγματος – έναν διαφορετικό τρόπο να υπάρχουμε και να βλέπουμε τον κόσμο.
Είναι αφέλεια να πιστεύουμε ότι μπορούμε να φτάσουμε σε μία τελική κατάσταση επιτυχίας, ευτυχίας ή τελειότητας κι εκεί να μείνουμε για πάντα – η ζωή δεν λειτουργεί έτσι.
Η ζωή είναι μια αέναη διαδικασία με σκαμπανεβάσματα και εμείς συνεχώς μαθαίνουμε και αλλάζουμε μέσα από τις εμπειρίες μας.
Η πρόκληση είναι να επιτρέψουμε στους ανθρώπους και τα πράγματα να είναι όπως είναι και απλώς να υπάρχουμε χωρίς να προσπαθούμε συνεχώς να κάνουμε κάτι.
Θα χρειαστεί να εγκαταλείψουμε την τελειοθηρική λογική του «όλα ή τίποτα» και να μάθουμε να σκεφτόμαστε με διαβαθμίσεις και αποχρώσεις.
Με εξαίρεση συγκεκριμένες καταστάσεις (για παράδειγμα, το αν θα πηδήξουμε από ένα κινούμενο τρένο), τα περισσότερα πράγματα στη ζωή είναι σχετικά[9].
Το αντίθετο του αδύναμου δεν είναι το δυνατός, ούτε του αποτυχημένου το επιτυχημένος. Ακόμα και οι πιο έξυπνοι άνθρωποι μπορούν να κάνουν τις μεγαλύτερες χαζομάρες κάποιες φορές, αλλά προφανώς παραμένουν έξυπνοι[10].
Το ζητούμενο είναι να βάλουμε την τελειοθηρία μας σε προοπτική[11]. Να αμφισβητήσουμε την πεποίθησή μας πως οτιδήποτε κάτω από το 100% είναι μηδέν καινα αναρωτηθούμε πόσο σημαντικό είναι το καθετί κι αν όλα τα πράγματα έχουν την ίδια σημασία ή μεγάλη σημασία.
Η σαλάτα μας θα είναι το ίδιο νόστιμη ακόμα και αν δεν κόψουμε ισομερώς τα λαχανικά και τα βιβλία μας θα είναι το ίδιο ενδιαφέροντα ή χρήσιμα ακόμα και αν δεν είναι αρχειοθετημένα ανά κατηγορία ή θέμα.
Πρέπει να κατασκευάσουμε μια περισσότερο ολιστική εικόνα για τον εαυτό μας και το ρόλο μας στη ζωή και κυρίως να αποσυνδέσουμε την αίσθηση της αξίας μας από την όποια απόδοσή μας.
Όσο προσπαθούμε να αποδείξουμε την αξία μας διαμέσου μιας ατέλειωτης ακολουθίας εξωτερικών επιτευγμάτων, ποτέ δεν πρόκειται να νιώσουμε πραγματική ικανοποίηση. Όσο βασίζουμε την αυτοεκτίμησή μας σε πράγματα που βρίσκονται έξω από εμάς, απλώς θα ενισχύουμε το αυτοτροφοδοτούμενο μοντέλο αρνητικότητας που μας διακρίνει.
Κάποια στιγμή, θα πρέπει να εμπιστευτούμε αρκετά τον εαυτό μας και τον κόσμο ώστε να πούμε: «Θα κάνω απλώς το καλύτερο που μπορώ κι ό,τι είναι να γίνει ας γίνει».
Διαφορετικά, η ζωή θα συνεχίσει να μας προσπερνάει ενώ εμείς, φυλακισμένοι σε ένα ναρκισσιστικό κέλυφος, θα πασχίζουμε να τελειοποιήσουμε τον εαυτό μας – μέχρι τουλάχιστον να εξαντληθούμε ή να αρρωστήσουμε.
Ακούγεται παράδοξο, αλλά τελικά είναι αυτοκαταστροφικό να αφιερώνει κανείς όλες τις ψυχικές του δυνάμεις στον εαυτό του[12].
6. Μετακίνηση από τη στασιμότητα στην κίνηση
Η τελευταία πράξη της διαδικασίας απεξάρτησης από την τελειοθηρία, είναι η μετακίνηση από το μέσα στο έξω – η απόφαση επιτέλους να ζήσουμε και να νιώσουμε καλά για τον εαυτό μας.
Είναι το σημείο όπου σταματάμε να αναβάλουμε τη ζωή μας για όταν όλα θα είναι «τέλεια» ή για όταν εμείς θα είμαστε «τέλειοι» και κάνουμε κάτι αυτή τη στιγμή – οτιδήποτε και αν είναι αυτό.
Αφήνουμε το σπίτι βρώμικο και το γραφείο άνω κάτω και βγαίνουμε έξω απεριποίητοι. Λέμε στον άνθρωπο που μας ενδιαφέρει ότι τον αγαπάμε, κάνουμε εκείνο το τηλεφώνημα που φοβόμαστε να κάνουμε και γράψουμε το βιβλίο που χρόνια προσπαθούμε να γράψουμε.
Το κυριότερο είναι ότι παίρνουμε αποφάσεις ανεξάρτητα από το αν θα τις εγκρίνουν οι άλλοι.
Βρίσκουμε το κουράγιο και την αυτοπεποίθηση να πούμε «αυτό είναι που θέλω να κάνω»χωρίς να προσπαθούμε να ευχαριστήσουμε τους πάντες και χωρίς να ξοδεύουμε πολύτιμη ενέργεια προσπαθώντας να μαντέψουμε τι θέλουν εκείνοι.
Συνειδητοποιούμε ότι κάποια πράγματα πρέπει απλώς να γίνουν, δεν είναι απαραίτητο να γίνουν «τέλεια» ούτε είναι απαραίτητο να γίνουν μόνο αν μπορούν να γίνουν «τέλεια».
Καταλαβαίνουμε πλέον ότι ο μόνος τρόπος για να μην κάνουμε λάθη είναι να μένουμε στάσιμοι και να κάνουμε τα ίδια γνώριμα πράγματα ξανά και ξανά.
Από τη στιγμή που δεν είμαστε χειριστές βομβών ή εκπαιδευτές αλεξιπτωτιστών, αποδεχόμαστε ότι τα λάθη δεν είναι καταστροφή κι ότι όχι μόνο συμβαίνουν, αλλά ότι ίσως πρέπει να συμβαίνουν[13].
Γινόμαστε περισσότερο ανοιχτοί στις νέες εμπειρίες και δοκιμάζουμε καινούργια πράγματα, ζώντας πλήρως στο εδώ και τώρα, χωρίς να μεμψιμοιρούμε για το παρελθόν ή να ανησυχούμε για το μέλλον.
Γιατί μέχρι να απεγκλωβιστούμε από την τελειοθηρία, δεν είμαστε πραγματικά ελεύθεροι να ζήσουμε στο παρόν. Όσο ασχολούμαστε συγχρόνως με την αξιολόγηση και επίκριση του εαυτού μας, είναι αδύνατον να συμμετάσχουμε πλήρως έστω και σε μία απλή συζήτηση με φίλους.
Κάθε στιγμή που ξοδεύουμε απορροφημένοι στις τελειοθηρικές σκέψεις μας, είναι μια στιγμή που επιλέγουμε να μην είμαστε παρόντες στη ζωή μας – είναι μία ακόμα χαμένη πολύτιμη εμπειρία[14].
Τελικά, ο χειρότερος εχθρός της τελειοθηρίας είναι η πραγματικότητα.
Η επιτυχία στη ζωή δεν βασίζεται στο να κάνουμε τα πάντα σωστά όπως μας έχει παραμυθιάσει η τελειοθηρία, αλλά εξαρτάται κυρίως από το πώς διαχειριζόμαστε τα πράγματα όταν κάνουμε λάθος[15].
Κάποια στιγμή, θα πρέπει να εγκαταλείψουμε τις ψευδαισθήσεις, να αποδεχτούμε άβολες αλήθειες και να επιστρέψουμε στην πραγματικότητα. Η ζωή έχει αμφιθυμία, αβεβαιότητα και ανατροπές και αυτό που αξιώνει από εμάς στα δύσκολα, δεν είναι να είμαστε «τέλειοι», αλλά η πιο ευέλικτη, δημιουργική και παθιασμένη εκδοχή του εαυτού μας.
ΝΑ ΘΥΜΑΣΤΕ
Είστε ήδη τέλειοι έτσι ακριβώς όπως είστε.
Και αν προκύψει λόγος σοβαρός ή έχετε τη διάθεση, πάντοτε υπάρχει περιθώριο για βελτίωση.
Για τα «συμπτώματα» της τελειοθηρίας, δείτε το άρθρο: Πασχίζεις να τα Κάνεις όλα Τέλεια ενώ στο βάθος Νιώθεις ένα Τίποτα
Για τις επιπτώσεις της τελειοθηρίας στις σχέσεις μας με τους άλλους, δείτε το άρθρο:Έμοιαζαν Όλα Τέλεια Μεταξύ μας μέχρι που Φάνηκαν οι Ατέλειές σου
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.