Πέμπτη 20 Αυγούστου 2015

«Θλίψη…»



29_Folded Dreams_unknown
Γράφει ο Γαβριήλ Πιπέρας // *

Θλίψη…
Θλίψη φίλε μου
Σ” αυτήν την πόλη δεν ζουν πια άνθρωποι.
Μόνο θλίψη τριγυρνάει στην πόλη αυτή.
Πάμε μια βόλτα σε αυτήν την πόλη και έλα να τα πούμε φίλε…
Βλέπεις αυτόν τον κύριο εκεί; Τον κύριο Γιώργο.
Ναι αυτόν με τον χαρτοφύλακα και το σκυφτό κεφάλι που βαδίζει μπροστά μας σε τούτο εδώ το στενό σοκάκι.
Μπες για λίγο στην θέση του φίλε μου και άσε ελεύθερο τον εαυτό σου να σου δείξει την ζωή του.
Πάμε λοιπόν.
Φεύγοντας από το σπίτι ώρα 08:15
Μαύρα σοκάκια, γεμάτα σκυφτούς διαβάτες. Βλέμμα κενό και απόμακρο.
Παράξενη θλίψη ξεπηδά από τα μάτια τους, αγγίζοντας την ψυχή τους, μαυρίζοντας την καρδιά τους.
Περπάτημα σκυφτό.
Γρήγορο και πάντα μοναχικό.
Παραμιλητό χωρίς τελειωμό. Δίχως νόημα, δίχως λογική.
Περπατώντας στο άγνωστο με μυαλό θολό και άκρως γκρίζο.
Μετρό ώρα 08:35
Μπες στο μέτρο φίλε.
Τι βλέπεις; Βλέπεις ανθρώπους να πηγαίνουν δουλειά τους, και αντί να είναι χαρούμενοι, η θλίψη κρύφτηκε και αποκοιμήθηκε στα μάτια τους.

Το πρόσωπό τους, μαρτυράει την απόγνωση και το μαρτύριο της ψυχή τους.
Η λέξη καλημέρα γι” αυτούς, έχει γίνει συνώνυμη με το άλλη μια μέρα, άχαρη και μαύρη σαν όλες τις προηγούμενες, γεμάτη υποχρεώσεις και στεναχώρια.
Κι έτσι σταμάτησαν να την λένε ακόμα και στους πιο δικούς τους ανθρώπους.
Βλέπεις την γιαγιά και τον παππού όρθιους, με όσες δυνάμεις τους έχουν απομείνει, να προσπαθούν αγκαλιασμένοι να κρατηθούν από ένα χερούλι.
Γιατί όλοι εμείς, ξεχάσαμε δυο λέξεις. Ανθρωπιά και σεβασμός.
Κι έτσι γυρίζουμε το κεφάλι μας από την άλλη, αγνοώντας επιδεικτικά τα χρόνια αλλά και τα μάτια του παππού, που παρακαλάνε για μια στιγμή ξεκούρασης.
Μια στιγμή ξεκούρασης σε ένα βαγόνι απρόσωπο και αμίλητο, που μεταφέρει μόνο θλίψη, απογοήτευση και στεναχώριες.
Το μόνο που σώζει αυτό το βαγόνι, είναι μερικά χαμογέλα και φωνές μιας παρέας νέων παιδιών, που το έσκασαν από το σχολείο, για μια βόλτα στην θάλασσα.
Φωνές όμορφες και χαμογελαστές.
Αναζητώντας λίγες ώρες ξεγνοιασιάς, μακρυά από ένα σχολείο που τους πνίγει, γιατί το μόνο που τους μαθαίνει είναι ο ανταγωνισμός και όχι η γνώση.
Ένα σχολείο που τους ωθεί στην ανεργία και όχι στην δημιουργία.
Γονείς που νομίζουν ότι το σχολείο είναι μόνο βαθμοί και τίποτα άλλο.

«Διάβασε! Πρέπει να πάρεις καλούς βαθμούς. Παπαγαλία. Δεν πειράζει, αρκεί να το θυμάσαι αύριο για να γράψεις καλά. Κοίτα μην πάρεις χειρότερο βαθμό από τον Γιωργάκη της απέναντι. Διάβασε!»
Χάσαμε το σχολείο φίλε μου και μαζί και την γνώση.
Προς την Εργασία ώρα 08:55
Το βαγόνι σταματά.
Κοίτα την έξοδο.
Βιάσου.
Τρέχα να προλάβεις.
Η ώρα πέρασε και δεν έφτασες ακόμα ούτε στο καφενεδάκι τι γωνίας.
Κανε γρήγορα.
3′ λεπτά στην ουρά περιμένοντας την σειρά σου για τον καφέ. Κρυφακούς την παρέα που πίνει τον καφέ της με τόση λαχτάρα, λες είναι ο παράδεισός τους.
Ξαφνικά ένα ερώτημα καρφώνεται στο κεφάλι σου.
Μήπως τελικά και ο δικός σου καφές, είναι το μόνο πράγμα στην ζωή σου που απολαμβάνεις; Αλήθεια είναι;
Παίρνεις γρήγορα τον καφέ σου και φτάνεις στην δουλειά.
Εργασία ώρα 09:03, 8,12,16 ώρες. Ανάλογα.
Είσαι στην θέση σου πλέον.
Έτοιμος για άλλη μια μέρα εργασίας.
Πρόσωπο, αναγκαστικά χαμογελαστό.
Οι ώρες περνάνε με δεκάδες σκέψεις και σκοτούρες στο κεφάλι σου, ώσπου ξαφνικά ακούς μια φωνή.
Γνώριμη φωνή.
«Λυπούμαστε πολύ αλλά η εταιρία μας, δυστυχώς, ούτε και αυτόν τον μήνα θα μπορέσει να σας πληρώσει. Αλλά μην φοβάστε. Δεν θα χάσετε τα χρήματα σας. Θα τα πάρετε κάποια στιγμή, όλα μαζί. Παρακαλώ πολύ επιστρέψτε στην εργασία σας. Και μην ξεχνάτε να χαμογελάτε. Καλημέρα σε όλους.»
Το χαμόγελό σου χάθηκε.
Το αίμα σου παγώνει και το μυαλό σου πλέον σταμάτησε να λειτουργεί.
Σκέψεις λίγες, θολές και θλιβερές.
Κοιτάς γύρω σου και βλέπεις πρόσωπα θλιβερά και παγωμένα.
Καμία αντίδραση από κανέναν.
Παίρνεις το θάρρος και αντιδράς.
Μιλάς.
Η απάντηση η ίδια πάντα.
«Κύριε Γιώργο, αν δεν θέλετε μπορείτε να δηλώσετε την παραίτησή σας. Ξέρετε πόσοι περιμένουν απ” έξω για δουλειά;»
Πνίγεσαι αλλά ο φόβος υπερτερεί.
Σκύβεις το κεφάλι και χάνεσαι στις σκέψεις σου.
Ενοίκιο, φαγητό, παιδιά, ΔΕΗ, ΟΤΕ, Φροντιστήρια, Τράπεζες, φόρος, Ένφια, σούπερ μάρκετ και ένα σωρό αλλά…
Τα πόδια σου τρέμουν, έτοιμα να καταρρεύσουν.
Κάθεσαι στην καρέκλα σου, σκύβεις το κεφάλι.
Μονολογείς.
Η ώρες περνάνε βασανιστικά γρήγορα πλέον. Δεν θέλεις. Και αν το ρολόι σου και τα λεπτά τρέχουν με καταιγιστικό ρυθμούς, η σκέψη σου έχει μείνει εκεί κολλημένη. Στο ερώτημα που τώρα βασανίζει το μυαλό και δίνει μπουνιά στο άδειο σου στομάχι.
Πώς θα πάω τώρα σπίτι; Πώς θα τους το πω; Γιατί; Γιατί; Γιατί; Σπίτι…
Ώρα: λίγο πριν ο ήλιος να δύσει
Περνώντας από τα δρομάκια της πόλης, βλέπεις τους άστεγους μέσα στα χαρτόκουτά τους και νιώθεις τυχερός που έχεις έστω ένα σπίτι να μείνεις και μια οικογένεια που σε λατρεύει. Αναρωτιέσαι όμως και σκέφτεσαι αν εσύ μπορούσες να μείνεις όπως αυτοί.
Σκέφτεσαι με τρόμο το ενδεχόμενο να βρεθείς κι εσύ στην ίδια θέση
Σιωπή και θλίψη…
Απομακρύνεσαι αργά προς το σπίτι. Φτάνεις στην πόρτα και το τρεμάμενο χέρι σου βγάζει βασανιστικά τα κλειδιά από την άδεια σου τσέπη.
Ανοίγεις την πόρτα και ακούς χαρούμενες παιδικές φωνές.
Χαμογελάς για λίγο και κάνεις ένα τεράστιο βήμα προς το σαλόνι.
Ο μικρός σου γιος τρέχει στην αγκαλιά σου με μια ζεστή μεγάλη αγκαλιά και σε πνίγει στα φιλιά κι εσύ τα ξεχνάς όλα και το μυαλό σου πετάει μακρυά έστω για μια στιγμή χαράς και ευτυχίας, μέχρι που ακούς την φωνή του με λαχτάρα να σου λέει:
«Μπαμπά; Που είναι το δώρο που σου ζήτησα;»
Μαχαίρι στην καρδιά!
Προχωράς στην κουζίνα. Η γυναίκα σου είναι εκεί και σε περιμένει.
Τσιγάρο στο χέρι, μια κούπα καφέ και βλέμμα στο απόλυτο κενό με μάτια δακρυσμένα. Την κοιτάς και αναρωτιέσαι.
Και τότε ακούς την λέξη του τρόμου να βγαίνει από τα χείλη της:
«με απέλυσαν»
Ο κόσμος γύρω σου καταρρέει.
Ότι χτίσατε με κόπο γύρω σου, γκρεμίζονται.
Ο αναστεναγμός βγαίνει από τα χείλη σου. Παίρνεις μια βαθιά ανάσα, αγκαλιάζεις με τρυφερότητα την γυναίκα σου και με λόγια ψιθυριστά της δίνεις δύναμη:
«Μην φοβάσαι αγάπη μου, όλα καλά θα πάνε»
Δεν τολμάς να της πεις ότι δεν σας πλήρωσαν πάλι.
Ξημέρωμα ώρα 02:00
Η ώρα περνάει και τα παιδιά είναι στα κρεβάτια τους.
Η γυναίκα σου στο κρεβάτι σας προσπαθεί να πνίξει τον πόνο της με τα δάκρυα.
Εσύ καθιστός στην πολυθρόνα του σαλονιού.
Φώτα σβηστά.
Το οινόπνευμα από το ουίσκι σου κυλάει πλέων σε όλο σου το κορμί.
Οι σκέψεις πάνε και έρχονται. Τα μάτια σου μαρτυρούν την απόγνωση σου.
Προσπαθείς να βρεις λύσεις αλλά δεν τα καταφέρνεις.
Η ώρα κυλά βασανιστικά και το ξημέρωμα κάνει την εμφάνισή του.
Κάθε λεπτό που περνάει, σου γεννιούνται και νέα ερωτήματα. Βασανιστικά.
Και ξαφνικά σου έρχονται στο μυαλό σου οι γονείς σου. Ναι αυτό θα κάνεις.
Όσο και αν ντρέπεσαι, θα ζητήσεις την βοήθεια τους.
Τώρα ένα ελαφρύ χαμόγελο, έχει πάρει την θέση του στο κουρασμένο πρόσωπό σου και σιγά σιγά τα μάτια σου κλείνουν και ο ύπνος σε αγκαλιάζει…
Ώρα: 7 πρωινή
Οι ακτίνες του ήλιου, πέφτουν πάνω στα μάτια σου και έτσι μια νέα μέρα αρχίζει.
Είσαι τώρα λίγο χαρούμενος γιατί μια νέα μέρα αρχίζει με χαρά και αισιοδοξία. Ετοιμάζεσαι για την δουλειά και τώρα το μόνο που σκέφτεσαι είναι ο τρόπος που θα ζητήσεις βοήθεια από τους δικούς σου ανθρώπους.
Και πάνω που το σκέφτεσαι, ξαφνικά το τηλέφωνο χτυπάει.
Το τηλέφωνο χτυπάει και από την άλλη πλευρά ακούς μια πολύ γνώριμη φωνή σου.
Η φωνή είναι σιγανή και τρεμάμενη. Διστακτική και βγαίνει με δυσκολία.
Ακούς μια καλημέρα χαμηλόφωνα και αναρωτιέσαι γιατί δεν είναι όπως τις προηγούμενες φορές.
«Γιε μου;»
Και δάκρυα κυλάνε μαζί με την φωνή.
Για δευτερόλεπτα μένεις στο κενό και αναρωτιέσαι ποιος έπαθε κακό.
Για λίγη ώρα, λίγες κουβέντες στο τηλέφωνο και ύστερα το κλείνεις.
Η θλίψη βρήκε καταφύγιο για άλλη μια μέρα στα μάτια σου αλλά και στην ψυχή σου.
Ντύνεσαι παίρνεις τον χαρτοφύλακα και φεύγεις για την δουλειά.
Άλλο ένα πρωινό, με πόδια βαριά και σκέψεις γκρίζες. Μυαλό θολό και βλέμμα στο κενό. Ξανά και ξανά οι τελευταίες κουβέντες του πατέρα σου, σου τρώνε την ψυχή και το μυαλό.
«θα χρειαστώ την βοήθεια σου γιε μου γιατί η σύνταξη δεν μου φτάνει.»
Ένα μαχαίρι τώρα είναι συνέχεια καρφωμένο στην πλάτη, στην καρδιά και στο μυαλό.
Και η μέρα περνάει αργά και βασανιστικά.
Δίχως τώρα και δίχως αύριο.
Δίχως όνειρα και θέληση για ζωή πια.
Μέχρι το πρωί θα πρέπει να έχεις βρει μια λύση.
Θετική ή αρνητική.
Ποιος ξέρει…
Φύγε τώρα από τον κύριο Γιώργο φίλε μου και γύρνα εδώ. Σε μένα.
Πες μου πως νιώθεις τώρα;
Στεναχωρήθηκες;
Δάκρυσες;
Δεν σε νοιάζει;
Μα τι λέω, εσύ κλαις.
Αλήθεια γιατί φίλε μου;
Είδες κάποιον που του μοιάζει;
Κάποιον γνωστό σου ίσως;
Τον γείτονά σου;
Ίσως εσένα;
»Δεν κλαίω αδελφέ μου μόνο για τον κύριο Γιώργο, κλαίω γιατί φταίω κι εγώ για την κατάσταση του, κλαίω γιατί βλέπω και εμένα στην θέση του αν δεν αντιδράσω…»
Λοιπόν φίλε μου;
Τι θα κάνεις;
Θα αντιδράσεις ή θα μείνεις εδώ αποστασιοποιημένος και σκυφτός;
Ακόμα μπορούμε φίλε μου!
Βγες έξω.
Μίλα.
Αντέδρασε.
Πάλεψε.
Η ζωή είναι στα χέρια σου.
Μπορούμε μαζί να αλλάξουμε τον κόσμο.
Θέλουμε και μπορούμε.
Αρκεί να το πιστέψουμε.
Η ζωή είναι μπροστά μας και μας ανήκει.
Καν” το τώρα.
Μπορείς!


* Ο Γαβριήλ Πιπεράς ξεκίνησε την περιπέτεια του σε αυτόν τον κόσμο το 1977. Από τότε στην ζωή του παίζει το ρόλο του πρωταγωνιστή με όπλο πάντα το ένστικτο και την καρδιά του… Πιστεύει ότι το ταξίδι αυτό, δεν έχει γυρισμό… Ακροβατεί ανάμεσα στο αληθινό και το φανταστικό. Του αρέσουν πολύ τα ταξίδια γιατί όπως λέει εκεί βρίσκεις τον χρόνο να σκεφτείς ποιος είσαι, που θέλεις να πας, τι έχεις κάνει, και τι θέλεις να κάνεις μέσα σε αυτήν την περιπέτεια της ζωής… Θα τον βρείτε εδώ  facebook.com
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.