ΠΡΟΣΦΕΡΕ ΤΗΝ ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΣΤΟΝ ΕΜΠΕΙΡΟ ΕΡΑΣΤΗ
Είναι μόνοι τους. Για πρώτη φορά, στο καναπέ του σαλονιού του. Η 25χρονη πάντα με το κεφάλι σκυφτό, ένα μικρό χαμόγελο μόνιμα ζωγραφισμένο στο στόμα. “Ναι” απαντάει όπως και “Όχι”, δυσκολεύεται να φτιάξει μια πρόταση, όπως και να αντιληφθεί αμέσως τι λέει ο άλλος. Είναι όμορφη, μια καθαρή, αγνή, αμεταχείριστη ομορφιά στο πρόσωπο, μια λευκότητα στην επιδερμίδα και μια μυρουδιά λουλουδιού και φρούτου. Της πιάνει το χέρι ο Γκίκας, η κοπέλλα κοκκινίζει, η χειρονομία του άνδρα την κάνει τρισευτυχισμένη.
-Μαρίνα, ξέρεις γιατί σου έπιασα το χέρι;
“Όχι...”.
-Γιατί θέλω να σου πιάσω το χέρι..., κι αυτό μ' αρέσει. Εσένα;
“Ναι...”.
“Όχι...”.
-Γιατί θέλω να σου πιάσω το χέρι..., κι αυτό μ' αρέσει. Εσένα;
“Ναι...”.
Της χαϊδεύει τα μαλλιά, κατάμαυρα, πυκνά, γεμάτα υγεία και γυαλάδα.
-Σ' αρέσει;
“Η μαμά μου είπε να κάνω ό, τι θέλεις, ό, τι σ' αρέσει...”.
-Σ' αρέσει;
“Η μαμά μου είπε να κάνω ό, τι θέλεις, ό, τι σ' αρέσει...”.
Της χάιδεψε το μάγουλο.
-Μαρίνα, δεν ήταν ωραίο αυτό που είπες... Θέλω να κάνεις ό, τι αρέσει σ' εσένα..., κατάλαβες;..., όχι επειδή στο ζήτησε η Υβόνη..., όπως εγώ, φιλώ το χέρι σου, γιατί το θέλω εγώ...
-Μαρίνα, δεν ήταν ωραίο αυτό που είπες... Θέλω να κάνεις ό, τι αρέσει σ' εσένα..., κατάλαβες;..., όχι επειδή στο ζήτησε η Υβόνη..., όπως εγώ, φιλώ το χέρι σου, γιατί το θέλω εγώ...