Δεν ξέρεις αν είσαι εσύ που ζεις την ζωή σου, ή κάποια άλλη.
Περνάει η ζωή μπροστά απ’ τα μάτια σου και χάνεται.
Κι εσύ πιάνεις τον εαυτό σου ν’ αναρωτιέται: «Άραγε ζω…; Έζησα ποτέ;…».
Μοιάζεις πάντα καλόβολη και συγκαταβαίνεις παθητικά και πρόθυμα στα αιτήματα των άλλων: του άντρα, των παιδιών σου, των συναδέλφων, του διευθυντή, των φιλενάδων σου.
Έχεις μόνιμα την αίσθηση πως όλοι έχουν πάντα περισσότερο δίκιο από σένα.
Κι αν δεν έχουν, δεν πειράζει…
Αυτοί, ούτως η άλλως, δικαιούνται να παίρνουν, κι εσύ υποχρεούσαι να δίνεις.
Ο κόσμος, λες, πιστεύει για σένα πως είσαι ψυχοπονιάρα, ήπιος κι ανέξοδος άνθρωπος με περίσσεια υπομονή και καλοσύνη.
Πάμπολλες φορές, ακόμα κι εσύ η ίδια έχεις ξεγελαστεί από την εικόνα της «μητέρας Τερέζας» που δίνεις προς τα έξω.
Να ναι καλά αυτή η γενικευμένη κι απροσδιόριστη θλίψη που σε καταλαμβάνει στα «καλά καθούμενα», όταν είσαι μόνη.
Η αδικαιολόγητη εσωστρέφεια, ο ανεπαίσθητος και βουβός πόνος, ο φόβος για την ζωή, η διαρκής αίσθηση του ανικανοποίητου που σε στοιχειώνει, το βάρος της δυστυχίας που κάποτε, απ’ το «πουθενά», σε κατακλύζει.