Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

Dónde estás Coronel Aureliano Buendía?

«El tres de mayo de 1808» Francisco José de Goya y Lucientes
«El tres de mayo de 1808» Francisco José de Goya y Lucientes

Ο Συνταγματάρχης Aureliano Buendía πέθανε κουρνιάζοντας κάτω από το οικογενειακό δέντρο, μια συνηθισμένη ημέρα της διαλυμένης του ζωής.

Μετά από 32 πολέμους, όλους χαμένους, αυτό που ξεκίνησε ως προσωπικός πόλεμος -από περηφάνια μάλλον και όχι από ιδεολογία όπως πίστευε αργότερα η μάνα του- έγινε θρύλος και ταυτόχρονα, ο προσωπικός του εφιάλτης. Πολύ μετά το τέλος του, κατάλαβαν το γιατί.

Στο τέλος, οι φιλελεύθεροι για τους οποίους πάλεψε όσο κανείς όλα αυτά τα χρόνια έγιναν συντηρητικότεροι των -πρώην- αντιπάλων τους Συντηρητικών.

«Αντάρτες» φτιαγμένοι στα γραφεία και επιδέξια στελέχη των κομμάτων θάβονταν με τιμές και πέρναγαν στα βιβλία της ιστορίας ως οι ήρωες του λαού και της Συμφωνίας της Neerlandia, όταν οι πραγματικοί έντιμοι αγωνιστές είχαν πεθάνει μόνοι στα βουνά ή στα χωριά τους.

Ξεχασμένοι από τον Θεό που τους καταδίκασε να δουν το τέλος των ιδεών τους και την ματαιότητα των προσπαθειών τους, αλλά και από το Διάβολο που δεν ερχόταν να τους πάρει μαζί του.


Έτσι πέθανε και ο Συνταγματάρχης, στο πατρικό του, έξω στην οδό που το καθεστώς είχε αποφασίσει ότι θα έφερε το όνομά του για τη συνεισφορά του στο ζήτημα της εθνικής συμφιλίωσης. Για τον Συνταγματάρχη αυτό ήταν ο απόλυτος εμπαιγμός σε μια ζωή εμπαιγμών, στο χωριό των εμπαιγμών, το Macondo, που είχε ιδρύσει ο πατέρας του José Arcadio Buendía πολύ πριν τρελαθεί.

Όταν οι 32 ήττες του έφεραν στην φιλελεύθερη παράταξη λίγο από το μέλι της εξουσίας, πολλοί πρώην σύντροφοί του κυλίστηκαν στα σκατά της.

Αφού όλη η χώρα προσπαθούσε να τον σκοτώσει και δεν τα κατάφερνε, αποφάσισε αυτός να το κάνει, διαλυμένος από την ματαιότητα των πραγμάτων: δεν τα κατάφερε ξεφτιλίζοντας -όπως πίστευε- τον εαυτό του, περνώντας την σφαίρα από το μοναδικό σημείο στο στέρνο του που θα πέρναγε από πίσω βγαίνοντας από την πλάτη!

Βλέποντας την παρακμή και τα χαμένα ιδανικά του πολέμου, θεωρώντας τα χαμένα στοιχήματα μεγαλύτερα και από τις ίδιες του τις ήττες, αποσύρθηκε στο εγκαταλελειμμένο αλχημιστικό εργαστήρι του πατέρα του για να αρχίσει να φτιάχνει χρυσά ψαράκια, όπως παλιά, ως ντροπαλός και συνεσταλμένος νέος, πριν γίνει η φωτιά του φιλελεύθερου ξεσηκωμού. Στην αρχή τα πουλούσε, στην συνέχεια δεν τα έκανε τίποτα, έφτιαχνε ψαράκια μέχρι να φτάσουν τα 25 και στη συνέχεια τα κατέστρεφε για να ξαναφτιάξει άλλα 25..

Ο Aureliano Buendía ήταν ο ήρωας του πολέμου, ο στυγνός και αδυσώπητος Συνταγματάρχης που στην εμφάνισή του ξεσήκωνε τα πλήθη και σχηματοποιούσε τα όνειρα. Είχε γύρω του τόσο αφοσιωμένους συντρόφους που στήριζαν τον αγώνα τους ολόκληρο σε αυτόν και σχημάτιζαν όπου αυτός στεκόταν ένα κύκλο με τρία μέτρα διάμετρο γύρω του με κιμωλία, για να μην τον πλησιάζει κανείς. Αυτός για τον οποίο όλοι οι μαχητές ορκίζονταν τη ζωή τους, που κάποια στιγμή όταν τα πράγματα, επί εθνικής συμφιλίωσης, παράγιναν, βάσισαν όλες τις ελπίδες τους για νέο ξεσηκωμό σε αυτόν, για να σταματήσουν στην άρνησή του.

Η αρνητικότητά του αυτή φαινόταν στους συντρόφους του παραφυσική, πιο παραφυσική από την μαγική ικανότητα που είχε μικρός να μετακινεί πράγματα με τα μάτια του, ή να προαισθάνεται γεγονότα.

Για αυτόν γίνονταν γιορτές, για τις ήττες του που έφεραν την συμφιλίωση και γιορτάζονταν επέτειοι για την συμφωνία της Neerlandia. Δεν παραβρέθηκε σε καμία. Πρόεδροι της Δημοκρατίας τού έστελναν γράμματα προσωπικώς, τα οποία συνήθως δεν έκανε καν τον κόπο να διαβάσει. Ένα που σίγουρα διάβασε προς το τέλος της ζωής του, το έστειλε πίσω με βαρύτατους χαρακτηρισμούς και απειλές.

Ο Aureliano Buendía δεν μπορούσε να αγαπήσει και δεν γινόταν να αγαπηθεί, αν και γοήτευε τους πάντες και γοητευόταν -αν και οι άλλοι δεν το καταλάβαιναν εύκολα- από πολλά.

Τον φοβόντουσαν πολλοί και όταν κάποια στιγμή, γηραιός πια, απειλεί το τελείως σάπιο και διεφθαρμένο καθεστώς με ολοκληρωτικό πόλεμο (την εποχή που στέλνει το γράμμα-απάντηση στον Πρόεδρο), τού σκοτώνουν μάλλον και τους 17 γιους που είχε σκορπισμένους σε όλη τη χώρα από τον καιρό του Εμφυλίου. Τους εντόπιζαν εύκολα από έναν σταυρό που τους έκανε κάποτε ο παπάς του χωριού στο μέτωπο και για κάποιον περίεργο λόγο δεν έφευγε με τίποτα, αν και κανονικά έφευγε με απλό νερό.

Κανένας από αυτούς τους 17 δεν έγινε με την γυναίκα που πιθανόν κάποτε να αισθάνθηκε κάτι για αυτή, η οποία του υποσχέθηκε αγάπη μέχρι το θάνατο, για να την βρει την επόμενη ώρα σκοτωμένη.

Ήταν πια ζωσμένος με μια κουβέρτα, απογοητευμένος και περικυκλωμένος από εχθρούς πολύ χειρότερους των σκληρότερων στρατών που είχε αντιμετωπίσει στους 32 πολέμους του:
-ανασφαλείς γυναίκες που έκαναν το ένα λάθος μετά το άλλο καταστρέφοντας τη ζωή τους αλλά και τη ζωή άλλων
-βολεμένων συμπολίτων του που προτίμησαν την ασφάλεια της απόλυτης δουλείας της γιάνκικης μπανανοφυτείας από την «ανασφάλεια» της παλιάς αλληλεγγύης, συντροφικότητας και ανεξαρτησίας που έχαιρε το χωριό του
-κατεστραμμένους από τον πόλεμο άντρες που περίμεναν τις Γαλλίδες πουτάνες για να ηρεμήσουν τα πάθη τους και το θάνατο για να ηρεμήσουν την ψυχή τους
-νέους και νέες που καιγόντουσαν στην πρώτη τους φωτιά για πάντα, συνήθως μάλιστα χωρίς δική τους ευθύνη.

Δεν είναι σίγουρος αν πέθανε πριν ή μετά τη σφαγή, που έκανε ή δεν έκανε ο στρατός στην μεγάλη απεργία στις μπανανοφυτείες, της οποίας ηγήθηκε ο ένας εκ των δύο επιζώντων της σφαγής, ο ανιψιός του, José Arcadio Segundo, παιδί του Arcadio, που ήταν γιος της ίδιας γυναίκας που έκανε παιδί και ο Συνταγματάρχης και ο αδερφός του Jose Arcadio, για τη δολοφονία του οποίου λέγονταν πολλά, εμπλέκοντας ακόμα και τον ίδιο τον Συνταγματάρχη σε αυτή για τα μάτια της ινδιάνας Rebecca.

Σίγουρος ήταν ο άμοιρος ο José Arcadio Segundo, ο οποίος μέχρι το τέλος της ζωής του υποστήριζε -αυτός και ένα παιδί ως οι μόνοι επιζώντες της σφαγής- ότι ο στρατός που αγρυπνούσε για την πολυπόθητη συμφιλίωση και δούλευε και για τις γιάνκικες μπανανοφυτείες, σκότωσε όλους τους παρευρισκόμενους εκείνο το μεσημέρι στην πλατεία, 3.408 ή κάτι τέτοιο, σίγουρα πάνω από 3.000, μόνο που στο Macondo κανένας δεν ήξερε για την σφαγή, αφού το καθεστώς είχε φροντίσει να την κρύψει πολύ καλά, και οι άνθρωποι στην ψυχή τους ακόμα καλύτερα.

Ο Συνταγματάρχης Aureliano Buendía πέθανε αφότου έφτασε το τρένο στην περιοχή και μέσω αυτού ήρθαν οι «ξένοι» στο μέρος του και εγκατέστησαν τις φυτείες αιφνιδιάζοντας τους αμαθείς σε αυτές τις πρακτικές κατοίκους του Macondo.

Πέθανε όμως πριν την μεγάλη βροχή των τεσσάρων χρόνων, έντεκα μηνών και δύο ημερών που διέλυσε το μέρος και τις φυτείες, και την οποία αν ζούσε ίσως να μην έπαιρνε χαμπάρι από την απογοήτευσή του, όντας ο πιο μοναχικός των μοναχικών σε εκείνα τα ατελείωτα «Εκατό Χρόνια Μοναξιάς».

Μετά από εκείνη την βροχή πολλοί τον κατάλαβαν και ακόμα περισσότεροι άρχισαν να τον ξαναθυμούνται.

*Αλληγορικό κείμενο, βασισμένο στην ιστορία που πραγματεύεται το μυθιστόρημα του Gabriel Garcia Marquez. Δημοσιεύτηκε στο blog του Camino Del Fuego.

 invisiblelighthouse

ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.