Τρίτη 15 Ιουλίου 2014

Φιλοσοφούμεν μετ’ ευτελείας… περί αφαλού, Εύας, και ΙΕΡΟΥ ΤΡΟΜΟΥ μπροστά σ’ αυτό και σ’ άλλα μεταφυσικά ερωτήματα

She's Got Legs by SexyEyes69
Ο Μίλαν Κούντερα φιλοσοφεί για τη ρομαντική μαγεία των γυναικείων μηρών, για την ευθυμία των οπισθίων τους, για τα στήθη τους όπου το αρσενικό γένος, καθώς ένα πούπουλο αιωρείται στο ταβάνι, στέκει γονυπετές!!!Και σκέφτεται, (άρα υπάρχει…) το Αιδοίο μιας γυναίκας χωρίς αφαλό απ’ όπου βγήκε ο πρώτος Ομφάλιος Λώρος! Πρώτο και καλύτερο έναυσμα για στοχασμούς περί ερωτισμού και προσανατολισμός για ιστορίες με ηρωίδα την πρώτη εκείνη Εύα και το τεράστιο δένδρο της, το σχηματισμένο από το άπειρο των σωμάτων που τα κλαδιά του αγγίζουν τον Ουρανό!!!  Και φαντάσου πως αυτό το γιγάντιο δένδρο έχει τις ρίζες του μέσα στο αιδοίο μιας μικροσκοπικής γυναίκας, της καημένης, της χωρίς αφαλό Εύας! Ο Ομφάλιος Λώρος της Ζωής στη ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ ΑΣΗΜΑΝΤΟΤΗΤΑΣ του Μίλαν Κούντερα βέβαια! Τώρα τι σχέση μπορούν να έχουν όλα αυτά με το Ζορμπά του Καζαντζάκη και τον Ιερό Τρόμο του ανθρώπου μπροστά στα εκάστοτε αναπάντητα ερωτήματά του, αξίζει να το θέσουμε ως ερώτημα και να προτείνουμε την παράλληλη μελέτη των δύο διαφορετικών κειμένων! Τα συμπεράσματα και οι όποιες φιλοσοφικές προεκτάσεις, δικές σας!!!

Ήταν Ιούνιος, ο πρωινός ήλιος έβγαινε μέσα από τα σύννεφα, και ο Άλαιν περπατούσε αργά σ’ ένα παρισινό δρόμο. Παρατηρούσε τα νεαρά κορίτσια που έδειχναν όλα το γυμνό αφαλό τους ανάμεσα στο χαμηλοκάβαλο παντελόνι και το πολύ κοντό μπλουζάκι. Είχε μαγνητιστεί! Είχε μαγνητιστεί και μαζί μπερδευτεί: θαρρείς και η δύναμη της γοητείας τους δεν ήταν πια συγκεντρωμένη στους μηρούς τους, ούτε στα οπίσθιά τους, ούτε στο στήθος τους, αλλά σ’ αυτή τη στρογγυλή τρυπούλα στη μέση του σώματος.
Αυτό τον παρακίνησε να σκεφτεί: αν ένας άνδρας (ή μια εποχή) θεωρεί κέντρο της γυναικείας γοητείας τους μηρούς, πώς να περιγράψει κανείς και να ορίσει την ιδιαιτερότητα αυτού του ερωτικού προσανατολισμού; Σκέφτηκε μια πρόχειρη απάντηση: το μήκος των μηρών είναι η μεταφορική εικόνα του μεγάλου και μαγευτικού δρόμου (γι’ αυτοί πρέπει να είναι μακριοί οι μηροί) που οδηγεί στην ερωτική πραγμάτωση!!! Όντως, σκέφτεται ο Άλαιν, το μήκος των μηρών, ακόμα και στα μισά της ερωτικής πράξης, χαρίζει στη γυναίκα τη ρομαντική μαγεία του απροσπέλαστου.
Αν ένας άνδρας (ή μια εποχή) θεωρεί κέντρο της γυναικείας γοητείας τα οπίσθια, πώς να περιγράψει κανείς και να ορίσει την ιδιαιτερότητα αυτού του ερωτικού προσανατολισμού; Σκέφτηκε μια πρόχειρη απάντηση: βιαιότητα! ευθυμία! ο συντομότερος δρόμος για τον στόχο, ένα στόχο ιδιαίτερα ερεθιστικό, καθώς είναι διττός!!!
Αν ένας άνδρας (ή μια εποχή) θεωρεί κέντρο της γυναικείας γοητείας το στήθος, πώς να περιγράψει κανείς και να ορίσει την ιδιαιτερότητα αυτού του ερωτικού προσανατολισμού; Σκέφτηκε μια πρόχειρη απάντηση: αγιοποίηση της γυναίκας. Η Παρθένος Μαρία που θηλάζει τον Ιησού! Το αρσενικό γένος γονυπετές μπροστά στην υψηλή αποστολή του θηλυκού φύλου.
Αλλά πώς να ορίσει κανείς τον ερωτισμό ενός άνδρα (ή μιας εποχής) που θεωρεί ότι η γυναικεία γοητεία είναι συγκεντρωμένη στη μέση του σώματος, στον αφαλό;

Εύα, η πρώτη Γυναίκα και το γιγάντιο δένδρο της που τα κλαδιά του αγγίζουν τον ουρανό


«Μου αρέσουν όλα όσα μου έχεις διηγηθεί ως τώρα, μου αρέσουν όλα όσα επινοείς, κι ούτε έχω τίποτα να προσθέσω. Ίσως μόνο στα περί αφαλού. Για σένα το πρότυπο της χωρίς αφαλό, της ανάφαλης γυναίκας είναι ένας άγγελος. Για μένα είναι η Εύα, η πρώτη γυναίκα. Που δεν γεννήθηκε από κάποια κοιλιά, αλλά από ένα καπρίτσιο, ένα καπρίτσιο του δημιουργού. Και από το αιδοίο της, το αιδοίο μιας γυναίκας χωρίς αφαλό, βγήκε ο πρώτος ομφάλιος λώρος. Κι αν πιστέψω τη Βίβλο, από κει βγήκαν κι άλλοι λώροι, μ’ έναν τόσο δα άνδρα ή μια τόση δα γυναίκα να κρέμεται στην άκρη του καθενός. Τα σώματα των ανδρών έμεναν χωρίς συνέχεια, εντελώς άχρηστα, ενώ από το αιδοίο κάθε γυναίκας έβγαινε ένας άλλος λώρος, με μιαν άλλη γυναίκα ή έναν άλλο άνδρα στην άκρη του, κι όλο αυτό καθώς επαναλαμβανόταν εκατομμύρια επί εκατομμυρίων φορές, μεταμορφώθηκε σ’ ένα τεράστιο δένδρο, ένα δένδρο σχηματισμένο από το άπειρο των σωμάτων, ένα δένδρο που τα κλαδιά του αγγίζουν τον ουρανό. Και φαντάσου πως αυτό το γιγάντιο δένδρο έχει τις ρίζες του μέσα στο αιδοίο μιας μικροσκοπικής γυναίκας, της πρώτης γυναίκας, της καημένης, ανάφαλης Εύας.

Όταν έμεινα έγκυος εγώ, έβλεπα τον εαυτό μου σαν μέρος αυτού του δένδρου, να κρέμεται σ’ έναν από τους λώρους του, κι εσένα, αγέννητο ακόμα, σε φανταζόμουν να αιωρείσαι στο κενό, δεμένος από το λώρο που έβγαινε από το σώμα μου, κι από κείνη τη στιγμή άρχισα να ονειρεύομαι έναν δολοφόνο που, κάτω χαμηλά, σφάζει την ανάφαλη γυναίκα, φαντάζομαι το σώμα της που ψυχορραγεί, πεθαίνει, αποσυντίθεται, ώσπου όλο αυτό το τεράστιο δένδρο που φύτρωσε από αυτήν μένει ξαφνικά χωρίς ρίζες, χωρίς στήριγμα κι αρχίζει να γέρνει. Είδα τα κλαδιά του που εκτείνονταν στο άπειρο να πέφτουν σαν γιγάντια βροχή και, προσπάθησε να με καταλάβεις, δεν ονειρευόμουν την ολοκλήρωση της ανθρώπινης ιστορίας, την κατάργηση του μέλλοντος, όχι, όχι ήθελα μόνο την πλήρη εξαφάνιση των ανθρώπων μαζί με το μέλλον τους και το παρελθόν τους, με την αρχή τους και το τέλος τους, με όλη τη διάρκεια της ύπαρξής τους, με όλη τους τη μνήμη, με το Νέρωνα και το Ναπολέοντα, με το Βούδα και τον Ιησού, ήθελα το απόλυτο ξεθεμέλιωμα του δένδρου που ρίζωσε στη μικρούτσικη, ανάφαλη κοιλιά μιας πρώτης ανόητης γυναίκας, που δεν ήξερε τι έκανε και τι φρικαλεότητες θα μας στοίχιζε η άθλια συνουσία της, που σίγουρα δεν της είχε δώσει την παραμικρή ηδονή…» [δυο χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τη ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ ΑΣΗΜΑΝΤΟΤΗΤΑΣ του Μίλαν Κούντερα]

 (αλλά από τη στιγμή εκείνη αρχίζει η Ποίηση)


Το παρακάτω απόσπασμα είναι ένα από τα καλύτερα σημεία του <Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά>. Δηλώνει με απίστευτο τρόπο τον Ιερό Τρόμο: τον φόβο δηλαδή του ανθρώπου απέναντι στον άγνωστο δημιουργό του και στο μυστήριο του θανάτου. Την ανάγκη του να πιστεύει κάπου μόνο και μόνο για να κοιμάτε ήσυχος τα βράδια σκεφτομενος πως κάποιος είναι εκεί πάνω και τον βοηθά. Οι αντιδράσεις του κάθε ανθρώπου απέναντι στον θάνατο ποικίλουν όπως προσπαθεί να εξηγήσει ο συγγραφέας στον Ζορμπά. Άλλοι τα χάνουν και δεν μπορούν να σκεφτούν, άλλοι ζητούν στήριγμα και καταφεύγουν στον Θεό και άλλοι δεν ταράζονται μα τους αρέσει. Ο Ζορμπάς ωστόσο διαφέρει. Δεν τα χάνει, ούτε φοβάται μα ούτε του αρέσει. Είναι ένας άνθρωπος που του αρέσει η ζωή...  Απολάυστε το!!!

   Ο Ζορμπάς κοίταξε τ' αστέρια, με το στόμα ανοχτό, σα να τα 'βλεπε για πρώτη φορά.
- Τι να γίνεται εκεί απάνω! μουρμούρισε.
Και σε λίγο πήρε την απόφαση, μίλησε:
- Ξέρεις να μου πεις, αφεντικό, είπε κι η φωνή του ασκώθηκε επίσημη, συγκινημένη μέσα στη ζεστή νύχτα, ξέρεις να μου πεις τι πάει να πουν όλα αυτά; Ποιός τα 'καμε; Γιατί τα 'καμε; Και πάνω απ' όλα ετούτο (η φωνή του Ζορμπά ήταν γεμάτη θυμό και τρόμο): Γιατί να πεθαίνουμε;
- Δεν ξέρω, Ζορμπά! αποκρίθηκα, και ντράπηκα σα να με ρωτούσαν το πιο απλό πράμα, το ποιό απαραίτητο, και δεν μπορούσα να το ξηγήσω.
-Δεν ξέρεις! έκαμε ο Ζορμπάς και τα μάτια του γούρλωσαν.
Όμοια γούρλωσαν και μια άλλη νύχτα, όταν με ρώτησε αν χορεύω και του αποκρίθηκα πως δεν ξέρω χορό.
Σώπασε λίγο. Άξαφνα ξέσπασε:
- Τώτε τι 'ναι αυτά τα παλιόχαρτα που διαβάζεις; Γιατί τα διαβάζεις; Άμα δε λένε αυτό τι λένε;
- Λένε τη στεναχώρια του ανθρώπου που δεν μπορεί να απαντήσει σε αυτά που ρωτάς, Ζορμπά, αποκρίθηκα.
- Να τη βράσω τη στεναχώρια τους! έκαμε ο Ζορμπάς χτυπώντας με αγανάχτηση το πόδι του στις πέτρες.
Ο παπαγάλος στις ξαφνικές φωνές τινάχτηκε απάνω:
- Καναβάρο! Καναβάρο! έσκουζε σα να ζητούσε βοήθεια.
- Σκασμός και συ! έκαμε ο Ζορμπάς κι έδωκε μια γροθιά στο κλουβί.
Στράφηκε πάλι σε μένα.
- Εγώ θέλω να μου πεις από που ερχόμαστε και που πάμε. Του λόγου σου τόσα χρόνια μαράζωσες απάνω στις Σολομωνικές` θα 'χεις στύψει δύο τρεις χιλιάδες οκάδες χαρτί` τι ζουμί έβγαλες;
Τόση αγωνία είχε η φωνή του Ζορμπά, που η πνοή μου κόπηκε` αχ, να μπορούσα να του 'δινα μιάν απόκριση!

Ένιωθα βαθιά πως το ανώτατο που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος δεν είναι η Γνώση, μήτε η Αρετή, μήτε η Καλοσύνη, μήτε η Νίκη` μα κάτι άλλο πιο αψηλό, πιο ηρωικό κι απελπισμένο: Το Δέος, ο ιερός τρόμος. Τι 'ναι πέρα από τον ιερό τρόμο; ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί να προχωρέσει.

- Δεν απαντάς; έκανε ο Ζορμπάς με αγωνία.
Δοκίμασα να δώσω στο σύντροφό μου να καταλάβει τι είναι ο ιερός τρόμος:

- Είμαστε σκουληκάκια μικρά-μικρά, Ζορμπά, αποκρίθηκα, απάνω σ' ένα φυλλαράκι γιγάντιου δέντρου. Το φυλλαράκι αυτό είναι η Γη μας` τ' άλλα φύλλα είναι τ' αστέρια που βλέπεις να κουνιούνται μέσα στη νύχτα. Σουρνόμαστε απάνω στο φυλλαράκι μας, και το ψαχουλεύουμε με λαχτάρα` τ' οσμιζόμαστε, μυρίζει, βρωμάει` το γευόμαστε, τρώγεται` το χτυπούμε, αντηχάει και φωνάζει σαν πράμα ζωντανό.
>>Μερικοί άνθρωποι, οι πιο ατρώμητοι, φτάνουν ως την άκρα του φύλλου` από την άκρα αυτή σκύβουμε, με τα μάτια ανοιχτά, τα αυτιά ανοιχτά, κάτω στο χάος. Άνατριχιάζουμε. Μαντεύουμε κάτω μας το φοβερό γκρεμό, ακούμε ανάρια-ανάρια το θρο που κάνουν τα άλλα φύλλα του γιγάντιου δέντρου, νιώθουμε το χυμό ν' ανεβαίνει από τις ρίζες του δέντρου και να φουσκώνει την καρδιά μας. Κι έτσι σκυμμένοι στην άβυσσο, νογούμε σύγκορμα, σύψυχα, να μας κυριεύει τρόμος. Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει...
Σταμάτησα. Ήθελα να πω: «Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει η Ποίηση», μα ο Ζορμπάς δε θα καταλάβαινε και σώπασα.

- Τι αρχίζει; ρώτησε ο Ζορμπάς με λαχτάρα. Γιατί σταμάτησες;
- ...αρχίζει ο μεγάλος κίνδυνος, Ζορμπά, είπα. Άλλοι ζαλίζουνται και παραμιλούν, άλλοι φοβούνται και μοχτούν να βρουν μιαν απάντηση, που να τους στυλώνει την καρδιά και λένε «Θεός» άλλοι κοιτάζουν από την άκρα του φύλλου το γκρεμό ήσυχα, παλικαρίσια και λένε: «Μου αρέσει».

Ο Ζορμπάς συλλογίστικε κάμποση ώρα` βασανιζόταν να καταλάβει.
- Εγώ, είπε τέλος, κοιτάζω κάθε στιγμή το θάνατο` τον κοιτάζω και δε φοβούμαι` όμως και ποτέ, ποτέ δε λέω: Μου αρέσει. Όχι, δε μου αρέσει καθόλου! Δεν είμαι λεύτερος; Δεν υπογράφω!
Σώπασε, μα γρήγορα φώναξε πάλι:
- Όχι, δε θ' απλώσω εγώ στο Χάρο το λαιμό μου σαν αρνί και να του πω: «Σφάξε με αγά μου, ν' αγιάσω!»
Δε μιλούσα` στράφηκε, με κοίταξε ο Ζορμπάς θυμωμένος.
- Δεν είμαι λεύτερος; ξαναφόναξε.
Δε μιλούσα. Να λες «Ναι!» στην ανάγκη, να μετουσιώνεις το αναποφευκτό σε δικιά σου λεύτερη βούληση, αυτός, ίσως, είναι ο μόνος ανθρώπινος δρόμος της λύτρωσης. Το’ ξερα, και γι' αυτό δε μιλούσα.

Ο Ζορμπάς είδε πως δεν είχα πια τίποτα να του πω, πήρε το κλουβί σιγά-σιγά, να μην ξυπνήσει ο παπαγάλος, το τοποθέτησε δίπλα από το κεφάλι του και ξάπλωσε.

- Καληνύχτα, αφεντικό, είπε φτάνει. 


ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ

1 σχόλιο:

  1. Όταν παίρνετε ένα κείμενο αυτουσιο όπως ακριβώς το εχει κάποιος αναρτήσει στο ιστολόγιο του -χωρις καν να το ρώτησετε... Ας εχετε τουλαχιτουλ τη στοιχειώδη ευαισθησια να παραπέμψετε στην αρχικη πηγή του

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.