Δευτέρα 23 Ιουνίου 2014

Από πού (δεν) ξεκίνησαν 11 γνωστές εκφράσεις

Ένα από τα βασικά ενδιαφέροντα του ιστολογίου, θα το ξέρετε όσοι το παρακολουθείτε τακτικά, είναι η ετυμολογία και οι ιστορίες των λέξεων. Ένα άλλο, είναι η ανασκευή μύθων, ιδίως σχετικών με τη γλώσσα. Και στην τομή των δύο ενδιαφερόντων βρίσκεται η ανασκευή ετυμολογικών μύθων. Εδώ εννούμε την ετυμολογία με την ευρύτερη έννοια -όχι μόνο ετυμολογία λέξεων, αλλά και “ετυμολογία” εκφράσεων, δηλαδή ανίχνευση της προέλευσής τους.
Η ανίχνευση της προέλευσης των εκφράσεων είναι σαγηνευτικό θέμα, αλλά πολύ δύσκολο εγχείρημα, πολύ πιο δύσκολο και φευγαλέο από την ετυμολογία των λέξεων. Μια κακή συνήθεια που έχουν αρκετοί μελετητές της φρασεολογίας, ιδίως ερασιτέχνες, είναι να ανάγουν τη γέννηση τέτοιων παγιωμένων εκφράσεων σε ιστορικά γεγονότα, και μάλιστα να προσδιορίζουν με ακρίβεια ημερομηνίες και ονόματα πρωταγωνιστών. Το φαινόμενο αυτό στο ιστολόγιο το ονομάσαμε “νατσουλισμό”, από το όνομα του (μακαρίτη πια) ερευνητή Τάκη Νατσούλη, ο οποίος στο βιβλίο του “Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις” συνηθίζει να αποδίδει σχεδόν κάθε παγιωμένη έκφραση σε κάποιο συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός, σε κάποιο αξιοδιήγητο ιστορικό επεισόδιο, χωρίς όμως να τεκμηριώνει την εξήγησή του, η οποία πολύ συχνά αποδεικνύεται λαθεμένη.

Είπα για “παγιωμένες” εκφράσεις, που δεν είναι ο μοναδικός όρος. Ο Τριανταφυλλίδης έκανε λόγο για “ιδιωτισμούς”, άλλοι για “φρασεολογικά στοιχεία” ή για παροιμιακές/παροιμιώδεις (εκ)φράσεις. Στο πρώτο βιβλιαράκι που είχα βγάλει για το θέμα αυτό, είχα κάνει λόγο για “ιδιωματικές” εκφράσεις, παρόλο που ήξερα ότι στην ελληνική βιβλιογραφία ιδιωματισμός είναι άλλο πράγμα. Στο πρόσφατο βιβλίο μου, τα Λόγια του αέρα, προτίμησα τον όρο “παγιωμένες” εκφράσεις, αλλά όχι με απόλυτη βεβαιότητα, πρέπει να ομολογήσω.
Μια και μίλησα για το βιβλίο Λόγια του αέρα, να κάνω και λίγη διαφήμιση. Την επόμενη Δευτέρα, 30 Ιουνίου, στις 8 μ.μ. παρουσιάζεται το βιβλίο μου στο βιβλιοπωλείο Πλειάδες (Σπ. Μερκούρη 62, μετρό Ευαγγελισμός) στο Παγκράτι.  Θα είμαι εγώ και ο φίλος Νίκος Λίγγρης της Λεξιλογίαςκαι θα χαρώ αν έρθετε, προτιμώντας την παρουσίαση από τη μετάδοση του μουντιαλικού αγώνα που θα έχει εκείνη τη μέρα.
Και μετά την εισαγωγή και τη διαφήμιση, προχωράω στο κυρίως θέμα.
Πρόσφατα, στον ιστότοπο in2life.gr δημοσιεύτηκε ένα άρθρο με τίτλο “Από πού ξεκίνησαν 11 γνωστές εκφράσεις” οπότε σκέφτηκα πως είναι καλή ιδέα να αναδημοσιεύσω το άρθρο τους με δικά μου σχόλια, επικρίνοντας τις εξηγήσεις που θεωρώ λαθεμένες και δείγματα νατσουλισμού. Να αναφέρω εδώ ότι πριν από έναν περίπου χρόνο, ένας δημοσιογράφος του ίδιου ιστότοπου είχε επικοινωνήσει μαζί μου και συζητήσαμε για ένα άρθρο που ετοίμαζε να γράψει σχετικά με την προέλευση κάποιων εκφράσεων, ένα άρθρο που αποσπάσματά του αναδημοσίευσα κι εδώ με τον τίτλο “Γιατί (δεν) το λέμε έτσι“. Το “δεν” μέσα στην παρένθεση υποδηλώνει την αμφιβολία για κάποιες εξηγήσεις και την προσπάθεια ανασκευής, και με το ίδιο πνεύμα το χρησιμοποιώ και στον τίτλο του σημερινού άρθρου.
Παραθέτω λοιπόν το άρθρο με τις εξηγήσεις των 11 εκφράσεων και ύστερα από κάθε έκφραση βάζω τα δικά μου σχόλια με πλάγιους χαρακτήρες για να ξεχωρίζουν.
*Και οι τοίχοι έχουν αυτιά: Κι όμως, κάποιοι τοίχοι είχαν όντως… «αυτιά», γι’ αυτό και ακόμη και σήμερα όταν θέλουμε να πούμε κάτι μυστικό, αναφερόμαστε σε αυτούς. Συγκεκριμένα, όταν ο βυζαντινός άρχοντας του Ναυπλίου Λέων ο Σγουρός πολιορκήθηκε από τους Φράγκους, κατέφυγε στην Ακροκόρινθο, όπου ανέθεσε στον μηχανικό του, τον Ναρσή, να σχεδιάσει ένα απόρθητο φρούριο, το οποίο χαρακτηριζόταν από την εξής πρωτοπορία: Διάθετε μέσα στα τοιχώματα μυστικούς σωλήνες από κεραμόχωμα, οι οποίοι ξεκινούσαν από τις υπόγειες φυλακές και έφταναν μέχρι το πάνω μέρος του πύργου. Έτσι, οι εντός των τειχών λάμβαναν συχνά πολύτιμες πληροφορίες ακούγοντας τις συζητήσεις των κρατουμένων στα υπόγεια, χωρίς οι τελευταίοι να το γνωρίζουν, κάτι που έκρινε την έκβαση της πολιορκίας.
Δικό μου σχόλιο: Αν η παροιμία γεννήθηκε από τον Λέοντα Σγουρό, δεν θα έπρεπε να μνημονεύεται σε κάποια πηγή της εποχής; Πώς έφτασε ως εμάς; Στην πραγματικότητα, όπως πληροφορούμαστε από τις Παροιμίες του Ν. Πολίτη, αντίστοιχες παροιμίες υπάρχουν σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες, άρα πολύ δύσκολα θα γεννήθηκε από ιστορικό γεγονός, ενώ η ιδέα των τοίχων που ακούνε υπάρχει και στον Αμμιανό Μαρκελίνο, συγγραφέα του 4ου αιώνα μΧ. Για να έχει αποκτήσει πανευρωπαϊκή εξάπλωση μια έκφραση ή πρέπει να παραδίδεται σε κάποια πηγή της κλασικής παράδοσης ή απλώς είναι βγαλμένη από μια κοινότατη εικόνα. Όπως εμείς αγανακτώντας για τα μυστικά που μαθαίνονται λέμε ότι “και οι τοίχοι έχουν αυτιά”, έτσι και οι Γάλλοι λένε “Les murs ont des oreilles” -άνθρωποι είναι και οι Γάλλοι.
*Κατά φωνή κι ο γάιδαρος. Μπορεί σήμερα να θεωρείται το… πιο νωθρό των ζώων, αλλά σε αρκετούς αρχαίους πολιτισμούς, ο γάιδαρος αποτελούσε ιερή οντότητα, και το μουγκρητό του αποτελούσε καλό σημάδι σε περιπτώσεις πολέμου. Αυτή την «πίστη» είχαν ασπαστεί και οι αρχαίοι Αθηναίοι, οι οποίοι κλήθηκαν τον 4ο αιώνα π.Χ. να αντιμετωπίσουν τους επιτιθέμενους Μακεδόνες. Ο αρχηγός του αθηναϊκού στόλου Φωκίωνας, όταν είδε πως οι αντίπαλοί του είναι σημαντικά υπεράριθμοι, αποφάσισε να αναβάλει τη μάχη, περιμένοντας ενισχύσεις. Πριν προλάβει όμως να δώσει την διαταγή της υποχώρησης, ακούστηκε το μουγκρητό ενός γαϊδάρου στο στρατόπεδο. Λέγεται πως τότε ο Φωκίων αναφώνησε ενθουσιασμένος «κατά φωνή κι ο γάιδαρος», και αποφάσισε τελικά να επιτεθεί, αναγκάζοντας τους Μακεδόνες σε υποχώρηση.
Δικό μου σχόλιο: Καταρχάς, τη φράση τη χρησιμοποιούμε σε εντελώς διαφορετική περίσταση, και οπωσδήποτε όχι ως ένδειξη ενθουσιασμού. Έπειτα, τι ακριβώς είπε ο Φωκίων; Διότι ασφαλώς δεν θα είπε “κατά φωνή και ο γάιδαρος” αυτολεξεί. Τι είπε λοιπόν; Σε ποια πηγή υπάρχει καταγραμμένη η φράση του; Επειδή ο Νατσούλης στο βιβλίο του δεν απαντά στα ερωτήματα αυτά, νομίζω ότι πρέπει να απορρίψουμε την ευφάνταστη εξήγησή του.
Παρεμπιπτόντως, και άσχετα με τον Νατσούλη ή τον Φωκίωνα, οι αρχαίοι, όταν κάποιος εμφανιζόταν τη στιγμή που γινόταν λόγος γι’ αυτόν, έλεγαν “λύκου εμνήσθης, πάρεστιν ούτος”
*Έφαγα χυλόπιτα. Πώς συνδέεται άραγε μία… πίτα με τον έρωτα και την απόρριψη; Η ρίζα της φράσης εντοπίζεται δύο αιώνες πριν, σε μια κοινωνία μάλλον εύπιστη απέναντι στους κομπογιαννίτες. Τέτοιος ήταν και ο Παρθένης Νένιμος, ένας άνδρας που τότε ισχυρίστηκε ότι βρήκε το «γιατρικό» για τους βαρύτατα ερωτευμένους, των οποίων ο έρωτας έμενε δίχως ανταπόκριση: Ήταν ένα παρασκεύασμα χυλού από σιτάρι, ψημένο στο φούρνο, το οποίο ονομάστηκε χυλόπιτα. Φυσικά, κανένας ερωτευμένος δεν γιατρεύτηκε με την βοήθειά της, αλλά τουλάχιστον… χόρταινε.
Πράγματι, η χυλόπιτα της φράσης μάλλον δεν είναι το σημερινό ζυμαρικό, που άλλωστε χρησιμοποιείται στον πληθυντικό (χυλοπίτες), αλλά μάλλον κάποιο παρασκεύασμα από χυλό, που νοείται ως άγευστο και ελαφρώς αηδιαστικό. Ο άντρας που οι ερωτικές του προτάσεις αποκρούονται (επειδή η φράση γεννήθηκε σε εποχή που μόνο οι άντρες πρότειναν) αισθάνεται την ίδια δυσφορία (που μπορεί να συνοδεύεται και από γκριμάτσα) με εκείνον που αναγκάζεται να καταπιεί ένα πικρό ή ξινό ζουμί -άλλωστε υπάρχουν παραλλαγές της φράσης όπως “έφαγε τα μούσμουλα” ή “ήπιε το λουπινοζούμι”.
Νομίζω πως σε αυτή την κατεύθυνση βρίσκεται η προέλευση της φράσης, χωρίς να έχω ψάξει αν ο Παρθένης Νένιμος είναι υπαρκτό πρόσωπο (ο Νατσούλης αναφέρει περισσότερα στοιχεία, ότι έδρασε το 1815 στα Γιάννενα, αλλά ως συνήθως δεν δίνει καμιά πηγή). Την πλήρη εκδοχή του Νατσούλη μπορείτε να τηδιαβάσετε στο slang.gr, όπου αναφέρεται και μια άλλη εκδοχή, ότι στα προξενιά κερνούσαν κάποιο φαγητό (είτε κόκορα με χυλοπίτες είτε χυλόπιτα) οπότε αν αποτύγχανε το συνοικέσιο τουλάχιστον ο (απορριφθείς) μνηστήρας είχε φάει. Η εξήγηση αυτή είναι λιγότερο απίθανη από τον Γιαννιώτη κομπογιανίτη, αλλά και πάλι δεν με πείθει.
*Χαιρέτα μου τον πλάτανο Η φράση με την… χαιρετούρα στο γνωστό αιωνόβιο δέντρο έχει τις ρίζες της στην Αθήνα των περασμένων αιώνων: Συγκεκριμένα, υπήρχε ένας πλάτανος στην αυλή του Μεντρεσέ, απέναντι από τους Αέρηδες, από τα κλαδιά του οποίου κρεμούσαν τους θανατοποινίτες. Η φράση λοιπόν λεγόταν στις περιπτώσεις που υπήρχε περίπτωση να γίνει κάτι άσχημο – επομένως… η «ποινή» θα περιλάμβανε τον πλάτανο. Το συγκεκριμένο δέντρο κάηκε στις αρχές του 20ου αιώνα από έναν κεραυνό, αλλά η έκφραση έμεινε στην καθημερινότητα όλων των Ελλήνων.
Κατά σύμπτωση, για την έκφραση αυτή έγραψε πρόσφατα η “Μηχανή του χρόνου”, σε ένα άρθρο εντελώς αλλοπρόσαλλο και γεμάτο ανακρίβειες, και μια φίλη με παρακάλεσε να γράψω κάτι. Μπορεί να γραφτεί άρθρο ολόκληρο, αλλά θέλει δουλειά. Οπότε, προς το παρόν απαντώ σύντομα. Καταρχάς, είναι αλήθεια ότι ο Μεντρεσές, δηλαδή το οθωμανικό ιεροδιδασκαλείο, μετά που έφυγαν οι Τούρκοι και αφού η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του νεοελληνικού κράτους (αυτό δεν δηλώνεται ρητά σε πολλές διηγήσεις του μύθου) μετατράπηκε σε φυλακές. Είναι επίσης αλήθεια ότι ο τεράστιος πλάτανος της αυλής του Μεντρεσέ είχε νοηθεί ως σύμβολο τυραννίας -εύγλωττο είναι το ποίημα του Παράσχου, που τον παραβάλλει με τη Βαστίλλη. Ωστόσο, είμαι βέβαιος χωρίς να το ψάξω πως είναι μύθος ότι οι θανατοποινίτες απαγχονίζονταν από… τα κλαδιά του πλατάνου. Και βέβαια, όλα αυτά τα πολύ ενδιαφέροντα, δεν έχουν μεγάλη σχέση με τις συνθήκες στις οποίες λέγεται η φράση.
Πειστική βρίσκω μιαν άλλη εκδοχή που έχει προταθεί επίσης, ότι πρόκειται για φράση που έλεγαν ξενιτεμένοι συγχωριανοί. Χαιρέτα μου τον πλάτανο της πλατείας του χωριού, αφού, έτσι άσχημα που πάνε τα πράγματα με μένα, εγώ θ’ αργήσω να ξαναγυρίσω στο χωριό.
*Μου έφυγε το καφάσι Την λέμε κάθε φορά που ακούμε ή βλέπουμε κάτι φοβερό και τρομερό, αλλά αυτό που δεν ξέρουμε είναι η δημοφιλής λαϊκή έκφραση δεν αναφέρεται στο καφάσι του μανάβη, αλλά στη λέξη «καφάς» που στα τουρκικά σημαίνει κρανίο. Όταν λοιπόν, επί Τουρκοκρατίας, κάποιος δεχόταν δυνατό χτύπημα στο κεφάλι, έλεγαν πως «του έφυγε το καφάσι», δηλαδή το κεφάλι, εξαιτίας της δύναμης του χτυπήματος.
Σε γενικές γραμμές σωστό, αν και πρέπει να ειπωθεί ότι κυρίως είναι έκφραση κατάπληξης: παραλίγο να τρελαθώ με αυτό το απίθανο που συνέβη. Όμως, τα περί δυνατού χτυπήματος είναι μάλλον άσχετα, παρόμοια έκφραση υπάρχει και στα τούρκικα σαν δηλωτικό έκπληξης.
*Αυγά σου καθαρίζουνε; Η 15η Μαΐου ήταν μια πολύ ευχάριστη ημέρα για τους αρχαίους Ρωμαίους. Κι αυτό γιατί εκείνη την ημέρα τιμούσαν τους θεούς Αφροδίτη και Διόνυσο με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο: Με έναν γιγάντιο δημόσιο αυγοπόλεμο. Άνθρωποι από όλες τις κοινωνικές θέσεις έβγαιναν στους δρόμους και πετούσαν ο ένας στον άλλο αυγά, διασκεδάζοντας και γελώντας. Μάλιστα, ο Νέρωνας αγαπούσε τόσο αυτό το έθιμο, που συνήθιζε να πετά αυγά στους συμβούλους του ακόμα και τις υπόλοιπες ημέρες του χρόνου. Το έθιμο αυτό συνεχίστηκε για σύντομο χρονικό διάστημα και στο Βυζάντιο, ενώ στην συνέχεια έμεινε μόνο η φράση «αυγά σου καθαρίζουνε;», για να θυμίζει το διασκεδαστικότατο αυτό πατιρντί.
Και πάλι, καμιά σύνδεση του ρωμαϊκού εθίμου (δεν το έχω ψάξει, δέχομαι ότι υπήρχε) με την έκφραση -αν η έκφραση γεννήθηκε τότε, δεν θα πρέπει να είναι καταγραμμένη σε κάποια πηγή της εποχής; Είναι εντελώς παράλογο να πάμε τόσο μακριά. Η αρχή της έκφρ. είναι ολοφάνερα μια συχνότατη οικογενειακή σκηνή: το μικρό παιδί που γελάει από χαρά, όταν βλέπει τη μητέρα του να καθαρίζει το αυγό για να το φάει -σε μια εποχή που τα παιδιά δεν τα μπούκωναν για να φάνε, διότι δεν είχαν να τους δώσουν.
Για την έκφραση αυτή είχα γράψει και παλιότερα, όταν σε ενα πρωινάδικο αναφέρθηκε η προέλευσή της από τον υποτιθέμενο αυγοπόλεμο. Δυστυχώς όσο πιο ατεκμηρίωτη και απίθανη είναι μια εξήγηση, τόσο συχνότερα επαναλαμβάνεται, και οι περισσότεροι θεωρούμε πως η επανάληψη σημαίνει και διασταύρωση…
*Δεν χαρίζει κάστανα Μια πολύ «ζουμερή» ιστορία από την αγέρωχη μανιάτικη κοινωνία του 19ου αιώνα ευθύνεται για την επικράτηση της συγκεκριμένης έκφρασης, που υποδηλώνει άνθρωπο αποφασισμένο. Στη Μάνη, λοιπόν, την εποχή της Ελληνικής Επανάστασης, ο Ιμπραήμ προσπαθούσε μάταια να εισβάλλει στην περιοχή και σκαρφίστηκε ένα κόλπο: Έστειλε κατασκόπους του μεταμφιεσμένους σε καστανάδες, για να προσεγγίσουν τους ντόπιους και να μάθουν πού κρύβονται οι Μανιάτες πολεμιστές. Μάλιστα, για να τους εμπιστευθούν οι Μανιάτες, άρχισαν να χαρίζουν τα κάστανά τους αντί να τα πωλούν. Έτσι, οι ντόπιοι τους υποψιάστηκαν και τους ξεμπρόστιασαν, και όταν εκείνοι τους ρώτησαν τι θα τους κάνουν, οι Μανιάτες τους απάντησαν: «Εμείς δεν χαρίζουμε κάστανα».
Εντελώς απίθανη ιστορία, και πάλι χωρίς τεκμηρίωση. Είμαι άλλωστε βέβαιος ότι το 1825 δεν υπήρχαν… καστανάδες στην Ελλάδα ώστε να μεταμφιεστούν οι κατάσκοποι του Μπραήμη.
Τα κάστανα ήταν τον παλιό καιρό ένα συχνό και πρόχειρο φιλοδώρημα από μεγάλους προς παιδιά (όπως και τα στραγάλια ή άλλοι ξηροί καρποί). Εκεί πρέπει να αναζητήσουμε την προέλευση της φράσης. Ο άτεγκτος, που δεν κάνει χατίρια, δεν χαρίζει κάστανα.
*Του έριξε μαύρο, δαγκωτό Από τα μέσα του 19ου αιώνα ως και τις αρχές του 20ου , η διαδικασία που ακολουθούταν στις εκλογές δεν έμοιαζε σε τίποτα με τη σημερινή. Δεν υπήρχε μια κάλπη και πολλά ψηφοδέλτια, αλλά πολλές κάλπες, μία για κάθε υποψήφιο. Επιπλέον, κάθε κάλπη χωριζόταν σε δύο μέρη, το λευκό και το μαύρο. Έτσι, κάθε ψηφοφόρος ψήφιζε ως εξής: Έπαιρνε ένα σφαιρίδιο από μόλυβδο, έβαζε το χέρι του στην κάθε κάλπη, και το τοποθετούσε είτε στην άσπρη πλευρά (θετική ψήφος) είτε στην μαύρη (αρνητική ψήφος). Όταν λοιπόν υπήρχε έντονη δυσαρέσκεια προς κάποιον υποψήφιο, οι ψηφοφόροι συνήθιζαν να δαγκώνουν θυμωμένα το σφαιρίδιο πριν το ρίξουν στην μαύρη πλευρά της κάλπης. Έτσι, του έριχναν… μαύρο δαγκωτό.
Σε γενικές γραμμές σωστό, το έχουμε συζητήσει πολλές φορές το θέμα άλλωστε.
*Τον χορεύει στο ταψί Ένα ιδιαίτερα βάναυσο έθιμο ευθύνεται για αυτή τη φράση, αυτό των διαβόητων «αρκουδιάρηδων», συνήθως τσιγγάνων, που γυρνούσαν τα χωριά με μια «χορεύτρια» αρκούδα. Η τελευταία, για να χορεύει καλά, «εκπαιδευόταν» από μικρή. Όταν ήταν ακόμη αρκουδάκι, την τοποθετούσαν σε ένα ταψί, κάτω από το οποίο έκαιγε φωτιά. Ο αρκουδιάρης έπαιζε μουσική και το αρκουδάκι, καθώς τα πόδια του καίγονταν, σήκωνε μία το ένα πόδι και μία το άλλο, κάτι που βαφτιζόταν «χορός». Με τον καιρό, η φωτιά αφαιρούταν, αλλά η αρκούδα έχοντας συνδυάσει τον ήχο της μουσικής με τη φωτιά κάτω από το ταψί, χόρευε μόλις άκουγε το μουσικό όργανο του «κυρίου» της. Κάπως έτσι, την χόρευε στο ταψί, φράση που την χρησιμοποιούμε και σήμερα για όποιον άγεται και φέρεται από κάποιον άλλον.
Θα μπορούσε να είναι αυτή η αρχή, διότι έτσι γινόταν η εκπαίδευση της αρκούδας. Ο Α.Α.Παπαδόπουλος και ο Φ. Κουκουλές αναφέρουν ένα παραπλήσιο βάρβαρο έθιμο -στα χωριά, συνήθιζαν να βάζουν ένα σκατζόχοιρο μέσα σε ταψί και να το χτυπάνε, οπότε το ανυπεράσπιστο ζώο τρόμαζε κι έκανε κινήσεις σαν να χορεύει. Τη δική τους εκδοχή υιοθέτησα κι εγώ, αν μη τι άλλο επειδή οι πατούσες της αρκούδας δύσκολα χωράνε σε ταψί.
*Μου άλλαξες τα φώτα Η ιστορία, πίσω από την οποία λέγεται πως επικράτησε η φράση, περιλαμβάνει ένα άκρως απάνθρωπο βασανιστήριο που λάμβανε χώρα στο Βυζάντιο. Όταν καταδικαζόταν ένας δολοφόνος, μια συνήθης τιμωρία ήταν να τον αλείφουν με πίσσα, να τον κρεμούν πάνω από τη θάλασσα και να του βάζουν φωτιά στα πόδια, αφήνοντάς τον να καίει σαν κερί. Μάλιστα, λέγεται πως συχνά οι τιμωρίες ήταν τόσο μαζικές που οι δολοφόνοι φώτιζαν το μεγαλύτερο μέρος του Κεράτιου κόλπου. Όταν η βάναυση αυτή θανάτωση καταργήθηκε, οι αρχές αντικατέστησαν τους τιμωρημένους με κανονικά κεριά που φώτιζαν τη θάλασσα. Τότε, οι πολίτες αναφώνησαν πως «τους άλλαξαν τα φώτα».
Εντελώς απίθανη εξήγηση, πραγματικά για γέλια. Φυσικά, και πάλι καμιά τεκμηρίωση. Κατά πάσα πιθανότητα, η φραση έχει την προέλευσή της σε ένα πολύ μεταγενέστερο και πολύ πιο ειρηνικό συμβάν. Όταν, στη δεκαετία του 1920 και μετά, άρχισαν να βάζουν ηλεκτρικό στα σπίτια, αυτό απαιτούσε εκτεταμένες οχληρές εργασίες, σκάψιμο τοίχων κτλ. -ήταν δηλαδή μια μεγάλη ταλαιπωρία να σου “αλλάζουν τα φώτα”.
Η εικασία μου είναι εύκολο να διαψευστεί: αρκεί να βρεθεί χρήση της έκφρ. “μου άλλαξες τα φώτα” σε κείμενο πριν από το 1900, ακόμα και πριν από το 1920. Εγώ που έχω αποδελτιώσει πολλά κείμενα, την έχω βρει μόνο σε μεταπολεμικά έργα.
*Το μυαλό σου και μια λίρα (και του Μπογιατζή ο κόπανος) Στην Αθήνα της Τουρκοκρατίας, είχε ανατεθεί σε έναν πελώριο, τρομακτικό, αλλά μάλλον ελαφρόμυαλο Αλβανό, τον Κιουλάκ Βογιατζή, να συγκεντρώνει τον κεφαλικό φόρο, που ήταν μία λίρα το εξάμηνο. Εκείνος το έκανε γυρνώντας από πόρτα σε πόρτα και απαιτώντας τα χρήματα, διαφορετικά απειλούσε πως θα τους χτυπήσει με έναν «κόπανο», ένα κοντόχοντρο ξύλο που κρατούσε στα χέρια του. Όσοι ωστόσο δεν είχαν να πληρώσουν, εκμεταλλεύονταν την χαμηλή ευφυΐα του και του έδιναν καλογυαλισμένες δεκάρες, που φαίνονταν σαν χρυσές. Έτσι, όταν αποχωρούσε, περιπαικτικά αναφέρονταν στο «μυαλό του και μια λίρα» καθώς και στον κόπανο του.
Η έκφραση αυτή είναι πολύ ενδιαφέρουσα και για να απαντηθεί χρειάζεται όντως ξεχωριστό άρθρο. Ευτυχώς, το έχω ήδη γράψει και το θέμα το έχουμε συζητήσει παλιότερα και μάλιστα δυο φορές. Οπότε, παραπέμπω στο παλιό μου άρθρο. Κατά τη γνώμη μου, η αρχική μορφή της φράσης είναι απλώς “τα μυαλά σου και μια λύρα” (όπου λύρα η κολοκύθα) και το δεύτερο μισό (και του μπογιατζή ο κόπανος) είναι μεταγενέστερος πλατειασμός, που συχνά συμβαίνει στις παροιμιώδεις φράσεις. 
Κι έτσι τέλειωσε η περιήγηση στις έντεκα φράσεις και είπα τη γνώμη μου σχετικά με το από πού (δεν) βγήκαν -όχι τόσο συναρπαστική όσο οι νατσουλικές εξηγήσεις, και διατυπωμένη με λιγότερη βεβαιότητα -αλλά, υποπτεύομαι, πιο κοντά στην αλήθεια.
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.