Σάββατο 5 Απριλίου 2014

Του Χάρου το Πηγάδι

[Αφιερωμένο στον παππού μου, που έφερε τούτο το μυητικό σούφικο παραμύθι μαζί του στην προσφυγιά, από τη Μικρά Ασία. Ακόμα περισσότερο στον πατέρα μου, που το μετέφερε στα δικά μου αυτιά, όταν ήμουνα παιδί, αλλά συνέβαλε και με γόνιμες ιδέες στη συγγραφή τούτου του διηγήματος. Αφιερωμένο επίσης στην Δήμητρα Isiliel Παπαγεωργίου, για την υπομονή και τις ιδιαίτερα εύστοχες διορθώσεις της. Ευχαριστώ θερμά τον κύριο Νίκο Σαραντάκο, του οποίου η έρευνα με βοήθησε με τη γλώσσα που νιώθω πως αρμόζει σε μια τέτοια ιστορία. 

Ηρωικοί αναγνώστες του Μεγάλου Χάους, μη μασάτε με τις άγνωστες λέξεις. Στο τέλος του κειμένου ακολουθεί γλωσσάρι, όπου δίνεται η σημασία των λέξεων που στο κείμενο εμφανίζονται με πλάγια γράμματα. Καλή ανάγνωση...]





Του Χάρου το Πηγάδι





Ο Κωνσταντής έκαμε κουμπάρο του τον Χάρο. Τούτο δε λέει και πολλά, καθώς όλοι οι άνθρωποι έχουν με τον Χάρο κουμπαριά.  Σύντροφος αφοσιωμένος, σκυλί, παίρνει στο κατόπι το μιλέτι των ανθρώπων απ’ τη γέννα, ίσως ακόμα και πιο πριν. Κάθε ανθρώπινο πλάσμα πορεύεται, παλεύει, γονατίζει και λυγάει, ανορθώνεται κι επιμένει, ηττάται, νικάει και τελικά πεθαίνει, έχοντας τον Χάρο στο πλευρό του το ζερβό, φίλο γκαρδιακό, κουμπάρο. Αθόρυβος, ατήραγος, αδέκαστος παρατηρεί και τα πάντα βλέπει. Όταν θα ‘ρθει η ώρα, κανείς δε σε γνωρίζει καλύτερα, παρά ο Θάνατός σου.  Κι είναι το πρέπον την ύστατη στιγμή, απ’ το πεδίο του αέναου πόλεμου της ζωής, ο ακράνης  ο πιστός να τρέξει, ν’ αγκαλιάσει την ψυχή στον σπαραγμό της, να τη σηκώσει  αψηλά, να την απιθώσει κάτω από ένα δέντρο, ν’ αναπαυτεί στο χλοερό σκότος.

Τούτο το θάμα, να ‘ναι πίσω απ’ τον καθένα χωριστά κι όλους μαζί συνάμα, ο Χάρος το μπορεί γιατί δεν είναι από τούτονε τον Κόσμο. Κατέβηκε από άλλους ουρανούς, από σφαίρες ανώτερες, εκεί όπου ίσαμε τώρα είν’ ένας ο άντρας και μια η γυναίκα κι ένα το φίδι. Οι νόμοι που μας ορίζουν, απάνω του δεν δεσπόζουν, δεν του φοράει ο χρόνος κελεψέ, δεν τον μποδίζει η απόσταση. Έχει δικό του πρόσωπο, μορφή χερουβική,  όμως σχεδόν κανείς θνητός δεν το ‘χει δει. Γιατί τον Χάρο τόνε βλέπεις μοναχά, λίγο πριν βγάλεις τη στερνή πνοή, κι εκείνος τότε φροντίζει στοργικά, να μοιάσει με κάποιον που αγαπούσες, το γονιό, τον αδελφό, τον φίλο,  τον χαμένο έρωτα, για να τον μπιστευτείς  να του δώσεις το χέρι, να κάμει η ψυχή πιο ανάλαφρα το βήμα το μεγάλο.

Όμως ο Κωνσταντής τον είδε, με την αληθινή του τη μορφή! Είχε συμβεί αυτό κι άλλες φορές, μα ήταν η πρώτη κι η μοναδική, που κάποιος τον θωρούσε δίχως να ‘χει έρθει ακόμα η ώρα του.  Νόμισε πως ήταν κάποιος κλέφτης κι όρμησε πάνω του φωνάζοντας, μ’ ένα ξύλο στο χέρι. Ο Χάρος σάστισε για λίγο κι αναγκάστηκε να φανερώσει τη δύναμή του. Μ’ ένα νεύμα του χεριού, καθήλωσε τον Κωνσταντή, ανήμπορο να κουνηθεί και να μιλήσει. Του συστήθηκε, τον σιργούλισε καθώς όντες ήτανε μωρό, κάποιες νύχτες σκοτεινές με πυρετό, τον ηρέμησε κι όταν ένιωσε πως ήταν έτοιμος, τον λευτέρωσε. 
«Σύχασε Κωνσταντή, δεν ήρθα να σε πάρω, είναι ακόμα για τα σε πολύ νωρίς», τον καθησύχασε.
«Και τι θες από μένα Χάροντα; Δεν έχει εδώ μαρμαρένια αλώνια», αποκρίθηκε ο νέος.
«Δεν το ‘κανα επί τούτου, δεν ήξερα πως το μπορούσες να με ιδείς. Όμως τώρα έχουμε ένα κασαβέτι», έκανε ο Χάρος σκεπτικός. Ο Κωνσταντής δεν τόλμαε να ρωτήσει. «Αφού το λοιπόν με βλέπεις, ο Λόγος ορίζει ότι δεν μπορώ πια να στέκομαι πίσω απ’ τον ώμο σου, γιατί συνέχεια θ’ ανακατεύομαι στη ζωή σου και θ’ αλλάζω την πορεία σου. Όμως και πάλι πρέπει να περνάω κάπου κάπου να σε βλέπω, γιατί τούτο είν’ το καθήκον μου. Γι’ αυτό θα γίνουμε κουμπάροι, καθώς προστάζει ο Νόμος», είπε ο Μαυροφορεμένος με τρόπο τελετουργικό.

Περπάτησε, μπήκε στο υπνοδωμάτιο, με τον Κωνσταντή να τον ακολουθεί πελαγωμένος, έπιασε τον νεογέννητο γιο του απ’ την κούνια και τον ευλόγησε μ’ εμορφιά, πλούτο και μακροζωία, δίχως το βρέφος να ξυπνήσει ή τίποτα να καταλάβει. «Τώρα είμαστε πια κουμπάροι Κωνσταντή», είπε χαμογελώντας, «βάλε κρασί να πιούμε πριν λαλήσει ο πετεινός και ξυπνήσει η κυρά σου». Κάθισαν, τσούγκρισαν τα ποτήρια κι ύστερα από δυο τρεις γιόμες, ο Κωνσταντής χαλάρωσε κι έπιασαν να κουβεντιάζουν σαν παλιοί φίλοι απ’ το στρατό, ιστορίες που τις έζησαν αντάμα. Κάποια στιγμή, λίγο πριν φέξει, ήρθε η ώρα να σχολάσει το ζιαφέτι κι ο Χάρος έκαμε να σκωθεί.
«Περίμενε λίγο κουμπάρε. Σ’ ευχαριστώ μ’ όλη μου την ψυχή για την ευλογία σου στο παιδί, όμως θέλω κάτι να σου ζητήσω για μένα προσωπικά, γιατί στ’ αλήθεια στη ζωή μου ποτέ δεν αναφρίκιασα τόσο μέσα μου βαθιά, όσο μαζί σου απόψε», τον πρόκαμε ο Κωνσταντής.
«Μόνο μη μου ζητήσεις να μην έρθω ποτέ να σε πάρω, τούτο δεν το στέργω», γέλασε ο Χάρος.
«Όχι κουμπάρε, άλλο ζητάω. Όταν θα ‘ναι η ώρα μου να με πάρεις, να εμφανιστείς μια μέρα πριν, να μου δώκεις τράτο, να φιλήσω τη γυναίκα, το παιδί, να παρηγορήσω τους γέρους, να κανονίσω τα χρέη μου και να φύγω ναμλής από τούτο το ντουνιά».
 Ο Χάρος το καλοσκέφτηκε. «Ναι, αυτό είναι κάτι που μπορώ να το κάμω, θα μου υποσχεθείς όμως πως δεν θα προσπαθήσεις να ξεγλιστρήσεις».
«Δεν θα δοκιμάσω να σε κογιονάρω κουμπάρε, έχεις το λόγο της τιμής μου».
«Τότε έχεις κι εσύ τον δικό μου», είπε ο Χάρος και του ‘δωκε το χέρι…


~~~~{}~~~~


Ο Κωνσταντής ρουφούσε μονάχος τη ρακή του, κείνο το χειμωνιάτικο απομεσήμερο, όταν ένιωσε το γνώριμα δυσάρεστο προαίσθημα, όπως κάθε φορά που ερχόταν να τον δει ο αΐσκιωτος κουμπάρος του. Είχαν περάσει είκοσι χρόνια από κείνη τη βραδιά που ‘χε πιάσει φιλίες με τον Χάρο κι ακόμα αναριγούσε σύγκορμος σαν αισθανόταν τον ερχομό του. Κείνος τον βιζιτάριζε αραιά και που, μια δυο φορές το χρόνο, κι έπιναν κόκκινο κρασί παρέα και λέγαν τα δικά τους. Όμως τούτη τη φορά, κάτι έμοιαζε να ‘χει αλλάξει. Ένα κύμα ανησυχίας ανασάλεψε τα σωθικά του.
«Βρε καλώς τον κουμπάρο», είπε με προσποιητά χαρούμενο ύφος.
Ο Χάρος τον κοίταξε σοβαρός κι αγέλαστος και του ‘πε: «Γεια σου και σένα Κωνσταντή, όμως νέα καλά δε φέρνω. Σου υποσχέθηκα κάτι πριν από καιρό κι ήρθε τώρα η στιγμή να κάμω το χρέος μου. Αύριο τέτοια ώρα, θα περάσω να σε πάρω, κοίταξε να ετοιμαστείς». Ο Κωνσταντής ένιωσε το φόβο φίδι να κουλουριάζεται σφιχτά τριγύρω απ’ την καρδιά του, όμως έκαμε κουράγιο κι απάντησε τάχατες ανέμελα.
«Έννοια σου κουμπάρε. Άσε με μένα να τα ορδινιάσω όλα με το κομπάσο κι έλα αύριο να με πάρεις, θα σε προσμένω».
«Αύριο λοιπόν», χαιρέτησε ο Χάρος και γύρισε να φύγει.

Ο Κωνσταντής δεν έχασε καιρό. Περίμενε τούτη την ώρα κι είχε ήδη κάμει όλες τις προετοιμασίες. Μια βαλίτσα, λίγα λεφτά, ένα εισιτήριο πλοίου μ’ ανοιχτή ημερομηνία, όλα κρυμμένα σε μέρος ασφαλές, κανείς να μη τα ιδεί. Φοβότανε τον Θάνατο πάνω από κάθε άλλο· είχε προσπαθήσει όμως δεν το μπορούσε να σοφιλιάσει με την ιδέα, όσο κρασί κι αν είχε πιει με τον κουμπάρο του, όσο κι αν το ‘χε φιλοσοφήσει. Δε σκέφτηκε ούτε στιγμή να κρατήσει τον λόγο της τιμής που ‘χε δώσει, «κάλλιο να σου βγει το νάμι, παρά να σου βγει το μάτι» έλεγε στον εαυτό του. Θα ‘φευγε σε τόπο μακρινό, θ’ άλλαζε όνομα, ρούχα και μορφή, ο Χάρος θα τον έχανε. Αφού δεν μπορούσε να στέκει πίσω του διαρκώς, πού θε να τον εύρισκε; Την άλλη μέρα, την ίδια ώρα, όλο το χωριό ήτανε στο πόδι, να ψάχνουνε τον Κωνσταντή στα χιονισμέναμπαΐρια, στο σκιερό και παγωμένο δάσος, στα κρουσταλλιασμένα ρέματα, όμως του κάκου, είχε ανοίξει η γης και τον είχε καταπιεί. Ο Χάρος πήγε στο ραντεβού, όμως δεν βρήκε φυσικά τον κουμπάρο του. Χαμογέλασε, κούνησε το κεφάλι με νόημα κι έφυγε να μαζέψει τον επόμενο, που η ώρα του είχε φτάσει. 


~~~~{}~~~~


Άλλα δέκα χρόνια πέρασαν, μέχρι που ο Χάρος ξαναπάντησε στο διάβα του τον Κωνσταντή. Τον γνώρισε με την πρώτη ματιά, όσο κι αν κείνος είχε πασχίσει ν’ αλλάξει το διώμα του. Το ίδιο βράδυ φανερώθηκε μπροστά του μεσάνυχτα ακριβώς. Ο Κωνσταντής άρχισε να τρέμει σαν το ψάρι, μα ο Χάρος και πάλι τον καθησύχασε. «Αν και δεν τήρησες το λόγο σου, ο δικός μου έχει ακόμη αξία. Αύριο την ίδια ώρα, θα περάσω να σε πάρω», του ‘πε και χάθηκε μέσα στη μαύρη νύχτα. Ο Κωνσταντής τούτο δεν το περίμενε, παρά τόσα χρόνια ζούσε με τον φόβο της εκδίκησης του Χάρου, τον φανταζόταν οργισμένο που ‘χε ξεγελαστεί. Όμως ακριβώς γι’ αυτό, είχε μάθει να ζει κάθε του μέρα σαν να ‘ταν η στερνή και νόμισε πως τούτα ήταν τα καλύτερα χρόνια της ζωής του. Έτσι ήθελε να λέγει στον εαυτό του. Δεν σκέφτηκε τόσα χρόνια ούτε μια στιγμή την οικογένεια που άφησε πίσω του, κείνους που δήθεν ήθελε το τράτο για να τους αποχαιρετήσει και να τους σφουγγίξει τα δάκρυα του αποχωρισμού. Όμως για κείνους θα ‘ταν έτσι κι αλλιώς νεκρός, είτε είχε ακολουθήσει το Χάρο, είτε το ‘χε σκάσει.  Ήτανε πάντα έτοιμος να φύγει, τυχοδιώχτης, αδέσμευτος, έρημος, περιπλανώμενος Ιουδαίος και δεν κοίταξε ποτέ του πίσω. Τούτη είν’ η μοίρα εκείνων που τρέχουν να ξεφύγουν απ’ το Χάρο και το ‘χε πια καταλάβει.  Άδραξε τη βαλίτσα του κι εξαφανίστηκε μες στη χασοφεγγαριά. Ήταν λάθος του που ζούσε μαζί με άλλους ανθρώπους· καθώς ο Χάρος στέκονταν ξωπίσω τους, έπρεπε να το ‘ξερε πως αργά ή γρήγορα θ’ ανακάλυπτε κι εκείνον.

Είπε, μες στην απελπισιά του, να πάει στην Έρημο να μονάσει, να τρώει σαύρες κι ακρίδες και βρύα ξερά, να πίνει δρόσο μονάχα την αυγή, να βρει ένα βράχο να τόνε δεχτεί στη μαύρη αγκαλιά του, μια σπηλιά για να κρυφτεί, μια μήτρα να τόνε χωρέσει, να συρθεί πίσω προς τη Γέννα, να μην παραδοθεί στο Θάνατο. Όμως δεν ήξερε ο δόλιος, πως η Έρημος είν’ Δεσποτάτο του Θανάτου κι όποιος βαδίζει μέσα εκεί, έχει τον Χάροντα οδηγό, δυο βήματα μπροστά. Σαν είδε η άμμο η κουσελιάρα, που πάει και χώνεται παντού, τον Κωνσταντή να την πατεί, μονάχος μ’ ένα γάιδαρο ξωπίσω του και μηδένα εμπρός του, αναθρόισε ολάκερη, ξεσήκωσε τους Δαίμονες της Σκόνης, κι εκείνοι πήγαν και το ψιθύρισαν του Λίβα κι αυτός μάνιασε από αγανάκτηση κι άρχισε φουρκισμένος να φυσά κι ύψωνε βουνά την άμμο να κρύβει τον ήλιο, για να εκφράσει την ιερή οργή του, κι έκανε τόσο νταβαντούρι, που τα κοράκια πέταξαν και πήγαν και τα πρόλαβαν όλα στο Χάροντα, τον τρανό τους ευεργέτη.

Σαν είδε και πάλι εμπρός του ο Κωνσταντής τον Μαυροφόρο του κουμπάρο να ξεπροβάλει μέσα απ’ την αμμοθύελλα με την κάπα του ν’ ανεμίζει, ενώ το στοιχειό καλμάριζε και μέριαζε στο διάβα του, έπεσε στα γόνατα κι έβαλε τα κλάματα. Αρχίνισε να θρηνεί τον εαυτόν του, που θ’ άφηνε πια τούτο τον κόσμο και κανείς δεν θα θυμόταν τ’ όνομά του στους αιώνες. Με το λαιμό ξερό και το στόμα πνιγμένο στην άμμο, με τα μάτια του να τσούζουν απ’ το μικροσκοπικό λιθοβόλημα του όχλου των κόκκων, ακόμα και τότε δεν ήταν έτοιμος να παραδοθεί. Άρχισε πάλι να παρακαλάει γοερά τον Χάροντα, αν κι ήξερε πως κείνος είχε φήμη άσπλαχνου θεριστή, με καρδιά στυγερού φοροεισπράκτορα.

Όμως ο Χάροντας σαν είδε τον κουμπάρο του σε τούτη την κατάσταση, πιότερο ένιωσε θλίψη κι έπειτα λύπηση. Έσκυψε και σήκωσε τον Κωνσταντή από τα χώματα που κυλιότανε, του τίναξε τα ρούχα και τον έστησε στα πόδια του. «Ξέρεις Κωνσταντή σε βαρέθηκα του λόγου σου. Έτσι που σε βλέπω, μου φαίνεται πως δεν αξίζει να σε πάρω. Αφού το λοιπόν ποθείς τόσο πολύ να ζήσεις, θα σε βγάλω έξω απ’ την Έρημο και θα σ’ αφήσω στην ησυχία σου. Έλα, πιες δυο γουλιές κρασί να ψυχοπιάσεις», του ‘πε φιλικά και του πρότεινε το παγούρι του. Ο Κωνσταντής κατέβασε λαίμαργα το άλικο νέκταρ. Όμως ο Χάροντας είχε ρεντζελίσει στο παγούρι από τα πριν μια σταλαξιά Λήθη, που ‘χε πάντοτε φυλαγμένη σ’ ένα φιαλίδιο στον κόρφο του. Πριν προλάβει ν’ αντιληφθεί τι ‘χε συμβεί, ο φυγάς έπεσε στην αγκάλη του κι αποκοιμήθηκε βαθιά…






Γλωσσάρι
(κατά σειρά εμφάνισης στο κείμενο)

Μιλέτι: Γένος. Ατήραγος: Αφανής. Ακράνης: Σύντροφος, συμπολεμιστής. Κελεψές: Χειροπέδη. Σιργουλίζω: Καλοπιάνω, νταντεύω. Κασαβέτι: Σκοτούρα, ανησυχία.Ζιαφέτι: Γλέντι, συμπόσιο. Τράτο: Προθεσμία (κι όχι Τράτος, όπως λανθασμένα το είπε η κυρία Αρβελέρ). Ναμλής: Που έχει καλό όνομα, ο ονομαστός, ο περίφημος.Κογιονάρω: Κοροϊδεύω, εξαπατώ. Αΐσκιωτος: Που δεν αφήνει σκιά, αλλά κι άγαρμπος (Εδώ χρησιμοποιείται με την πρώτη σημασία). Βιζιτάρω: Επισκέπτομαι. Ορδινιάζω: Κανονίζω, βάζω σε τάξη. Κομπάσο: Διαβήτης και Διαστημόμετρο, πάω με το Κομπάσο: Προβλέπω με απόλυτη ακρίβεια. Σοφιλιάζω: Συμφιλιώνομαι, Συνταιριάζω.Νάμι: Όνομα. Μπαΐρι: Πλαγιά βουνού ή λόφου, άγονος τόπος. Διώμα: Μορφή, Όψη.Κουσελιάρα: Κουτσομπόλα. Νταβαντούρι: Θόρυβος, φασαρία. Ρεντζελίζω: Στάζω.

otto-great-chaos

ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ  ΚΥΜΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.