Κυριακή 2 Μαρτίου 2014

Τόσο κοντά,μα τόσο μακριά...


Ανοίγει τα μάτια της. Κάνει διάλειμμα από όνειρο θολό. Είδε ότι ήταν καλεσμένη σε γάμο. Μόνο που αυτός ο γάμος είχε κάτι διαφορετικό. Ένα ιδιαίτερο τελετουργικό. Στην άκρη της κρύας αίθουσας του δημαρχείου στήθηκε ένα μεγάλο ορθογώνιο κομμάτι ύφασμα. Έμοιαζε με εταμίν. Αμέσως, άρχισε να κινείται πάνω του μια κλωστή πολύχρωμη, χοντρή. Στην επιφάνειά του καρφωμένες δυο βελόνες. Η κλωστή έπαιζε, ανέβαινε, κατέβαινε, τυλιγόταν γύρω από τις βελόνες. Εκείνη τις χάζευε με έκσταση. Κάθε τους κίνηση αρμονική, συντονισμένη. Το εταμίν άρχισε να παίρνει μορφή, πλούτιζε, ομόρφαινε. Κι ύστερα, η κλωστή έγινε πένα, που άφηνε καλλιγραφικά σχέδια πάνω στο υφαντό. Μια ευχή για το νέο ζευγάρι, «Βίον ανθόσπαρτον»…

Άλλο ένα βράδυ άνοιξαν οι πύλες των ματιών της κι έριξαν δυνατή βροχή στο λευκό δέρμα του προσώπου της. Το νυχτικό με τα πολύχρωμα λουλούδια κολλημένο πάνω της. Κοιτά το ταβάνι. Τι είναι αυτό; Μοιάζει με ρωγμή. Κοιτά πιο προσεκτικά. Περιεργάζεται την εγκοπή του παλιού τοίχου, τους σοβάδες που κρέμονται, σαν τραβηγμένο κρέας από ψητό κοτόπουλο, ψαχνό.

Παρατηρεί ξανά. Κάτι διακρίνει στο βάθος. Μέσα από το παχύ χαλί μια σκιά. Ένας άντρας μεγαλόσωμος, με καμπούρα, περπατά με βήματα βαριά. Το φως χαμηλό. Τριγύρω υψώνονται ξύλινες βιβλιοθήκες. Σαν τα ψηλά βουνά. Αυτά που πατάς μια τουλάχιστον φορά, μα όσο κι αν ελπίζεις, ποτέ δεν κατακτάς. Στα ρουθούνια της φτάνει η μυρωδιά των παλιών σκονισμένων βιβλίων. Αυτή η αγαπημένη μυρωδιά του χαρτιού που γαργαλά τη μύτη και το πνεύμα.

Μα, τι κάνει ο άντρας; Μαζεύει αποκόμματα, απλώνει σελίδες από περιοδικά, τσαλακώνει άλλες, τις πετά. Πλησιάζει στον τοίχο πάνω από το παλιό γραφείο. Σταματά μπροστά σε μια φωτογραφία. Ένα αγόρι ποζάρει στο φακό. Είναι όμορφο, χαρούμενο. Θα μπορούσε να είναι γιος του ή εγγονός του. Είναι εγγονός του. Τα δάχτυλα του άντρα περνούν αργά πάνω από τα μαλλιά του αγοριού. Κι άλλο απαλό χάδι και οι ώμοι του άντρα ανεβοκατεβαίνουν γρήγορα. Ακούγεται πνιχτό κλάμα. Βαρύς αναστεναγμός σέρνεται στα σκαλοπάτια της καρδιάς της…
Πόσο θέλει να πάει κοντά του, να τον πάρει μια αγκαλιά… Να του πει «πατέρα, χαθήκαμε!»… Τι να του πει… Εκείνος την έδιωξε. Πέντε χρόνια πέρασαν από τότε που ο γιος της σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Πέντε ολόκληρα χρόνια από τότε που ο εγγονός του άφησε την τελευταία πνοή στο πεζοδρόμιο μπροστά από την πολυκατοικία. Εκείνη στο μπαλκόνι του δεύτερου, πότιζε. Περίμενε το καμάρι της να γυρίσει από το σχολείο. Εκείνος στο σαλόνι του δεύτερου, έψαχνε. Ήθελε ένα καλό βιβλίο για να διαβάσει στον αγαπημένο του εγγονό.

Μια στιγμή ήταν αρκετή για να αλλάξουν όλα. Έφυγε μια ψυχή για ταξίδι δίχως γυρισμό κι έμειναν πίσω δυο. Βαρκάκια μεσοπέλαγα, δίχως προορισμό. Με κουπί τον πόνο. Τόσο κοντά, μα τόσο μακριά…
 
 
Ευγενία Δουβαρά
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.