Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2013

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ ( Από τον Όμηρο έως σήμερα)



Δεν γνωρίζω, φίλοι μου, αν άλλοι λαοί είχαν θεσμοποιήσει τον Όρκο, την Ικεσία, τη Φιλοξενία, υπάγοντάς τους μάλιστα στην εποπτεία κάποιου Θεού και δη του σημαντικοτέρου! 
Εμείς πάντως, ως Έλληνες, είχαμε ορίσει τον “Πατέρα θεών τε και ανθρώπων”, το Δία, να προστατεύει, να εποπτεύει αυτών των θεσμών και να τιμωρεί όσους δεν τους τηρούν, όλους τους επίορκους, τους ανελέητους, τους άξενους.
Έτσι ο Έλληνας έμαθε να μην ορκίζεται επί ματαίω, να λυγίζει στις παρακλήσεις του πάσχοντα, να θεωρεί “ιερό” τον ξένο, που θα χτυπήσει την πόρτα του σπιτού του, σεβόμενος τον Όρκιο, τον Ικέσιο και τον Ξένιο Δία, ως συνεχιστής αυτών των εθιμικών νόμων.


Ανοίγουμε, λοιπόν, το βήμα, πάνω στην ομηρική οδό του Ξένιου Δία, και βρισκόμαστε στο παλάτι του Οδυσσέα, στην Ιθάκη. Ο ίδιος λείπει, μαχόμενος στη θάλασσα της επιστροφής του, είναι παρών όμως ο γιος του, ο Τηλέμαχος, που υποδέχεται έναν ξένο, πατρικό φίλο, στην ουσία την ίδια τη θεά Αθηνά, μεταμφιεσμένη σε Μέντη, βασιλία των Ταφίων:



“...............Στην πόρτα ολόισα τρέχει
γιατί του φάνηκε βαρύ να στέκει απ' ώρα ο ξένος.
Κοντά του πάει και στάθηκε και του'πιασε το χέρι,
του πήρε και το χάλκινο κοντάρι που κρατούσε,
κι έτσι με λόγια πεταχτά του μίλησε και του' πε:
“ Ω ξένε, καλώς όρισες. Το σπίτι μας δικό σου, 
κι όταν δειπνήσεις έπειτα λες την ανάγκη πόχεις”
...................................................................................
Μια παρακόρη με χρυσό πεντάμορφο λαγήνι
νερό τους ρίχνει να νιφτούν σε μια αργυρή λεκάνη,
κι εμπρός, του μάκρου, σκαλιστό τους έστρωσε τραπέζι.
Ψωμιά τους έφερε έπειτα και η σεβαστή οικονόμα
κι άλλα προσφάγια πληθερά, μετά χαράς ό,τι είχε.
Κι ο σιτιστής λογής ψητά, σηκώνοντας σε δίσκους, 
τους έφερε κι ολόχρυσα τους έβαλε ποτήρια, 
κι ο κεραστής νοιαζότανε συχνά και τους κερνούσε.
.............Και τη γλυκιά κιθάρα 
ο κράχτης πήγε κι έβαλε στα χέρια του Φημίου”.
(Οδύσσεια: ραψ α)

Και μετά από αυτή την ολόθερμη φιλοξενία, ο Τηλέμαχος ρωτά για την ταυτότητα του ξένου.
Αυτή είναι μια τυπική σκηνή φιλοξενίας, που τη συναντάμε στην ομηρική ποίηση, να επαναλαμβάνεται και σε άλλες ραψωδίες του και να επισημαίνει πως σε κάθε περίπτωση η συνεστίαση είναι το βασικό συστατικό του θεσμού. 

Αλλά και ο πατέρας του Τηλέμαχου, ο θαλασσοδαρμένος Οδυσσέας, φιλοξενούμενος στους Φαίακες, ένα σταθμό πριν την Ιθάκη του, προτού ακόμα φανερώσει το όνομά του, πριν ιστορήσει όσα τράβηξε στα άξενα πελάγη, επαινεί τη φιλοξενία που του προσφέρεται ως το ωραιότερο πράγμα στον κόσμο:

Οδ. “Γιατί δεν ξέρω άλλο σκοπό πιο χαρωπό στον κόσμο,
παρ' όταν μ' ήσυχη καρδιά ζουν όλοι μες στη χώρα,
κι οι καλεσμένοι κάθονται μες στο παλάτιν αράδα
κι ακούνε τον τραγουδιστή κι έχουν τραπέζι εμπρός τους
ψωμιά γεμάτο και ψητά κι από κροντήρι παίρνει 
ο κεραστής γλυκό κρασί και ρίχνει στα ποτήρια”.
(Οδύσσεια: ραψ.ι)

Να θεωρήσουμε, λοιπόν, τον Οδυσσέα, όπως γράφει ο καθηγητής Ι.Θ. Κακριδής, πρόδρομο της ηδονιστικής διδσκαλίας του Επίκουρου, απαρνητή του ηρωικού ιδεώδους; 
Όχι, βέβαια! 
Μπορούμε να τον δούμε ομως ως υμνητή της φιλοξενίας που του παρέχουν οι Φαίακες, αυτόν τον ταλαιπωρημένο από το θυμό του Ποσειδώνα, ήρωα της ζωής και του πολέμου! 
Αυτοί τον περιποιούνται, τον τιμούν, χωρίς να γνωρίζουν τίποτε απ' αυτά! 

Στον “Αγώνα του Ομήρου και του Ησιόδου”, ένα παλιό λαϊκό αναγνωσμα, με τα ίδια ακριβώς λόγια, λέξη προς λέξη, απαντά και ο Όμηρος, όταν τον ρωτούν ποιο είναι το ομορφότερο πράγμα πάνω στη γη. Και οι ακροατές του, στο άκουσμά τους, ενθουσιάζονται τόσο, που ονομάζουν τους στίχους χρυσούς και ορίζουν να τους ψάλλουν όλοι στο εξής πριν από τα συμπόσια και τις σπονδές τους.
Πέραν της συνεστίασης, ένα άλλο στοιχείο της φιλοξενίας είναι και το τραγούδι, που στην αυλή της Ιθάκης το τραγουδά ο Φήμιος, στων δε Φαιάκων ο Δημόδοκος, όπως ακριβώς και στις συνεστιάσεις, τις μαζώξεις των Νεοελλήνων, όπου το φαγητό συμπληρώνεται ευχάριστα από τα τραγούδια της τάβλας:

“ Ας πάψει, αδέρφια μου, ο χορός, των ποτηριών οι χτύποι,
γιατί εδά με τη χαρά θ' ανεκατώσω λύπη.
Πείτε να χώσει το κρασί του σπιτονοικοκύρη,
μη πέφτουν απ' τα μάτια μας δάκρυα στο ποτήρι”.
(Κρητικό τάβλας)

Τα ίδια συναισθήματα χαράς και λύπης ταξιδεύουν μέσα από την ψυχή των συνδαιτυμόνων σ' όλους τους αιώνες, από τον Όμηρο ως τη σημερινή εποχή, και βρίσκουν τον άνθρωπο σε μια πολιτιστική συνέχεια, χωρίς κενά, με υλικά που μεταφέρονται από γενιά σε γενιά, αφού η φιλία εκ φιλοξενίας είναι ιερή και την κληρονομεί ο επίγονος. 
Η σκυτάλη αυτή παραδίνεται χρόνια τώρα και στηρίζει και θεμελιώνει ένα υψηλό ιδανικό, αυτό της φιλίας, της χτισμένης πάνω στο ευλογημένο “ψωμί και το αλάτι”, στην ομοτράπεζη σύναξη!

Η παντοδυναμία αυτού του θεσμού, της φιλοξενίας, στον προγονικό μας πολιτισμό φανερώνεται, όταν ο Αχιλλέας, ως οικοδεσπότης, δέχεται τον Πρίαμο στη σκηνή του, του δείχνει μεγάλο σεβασμό και τον τιμά παραθέτοντας δείπνο, ενώ παραμένει δίπλα άταφος η σορός του Έκτορα.



Ο Αχιλλέας, όπως είδαμε φίλοι μου στην πρώτη ενότητα, είναι ο οικοδεσπότης που τιμά το χαροκαμένο γέροντα, τον Πρίαμο, παρόλο που είναι αντίπαλοι. Το τυπικό του θεσμού τηρείται, ακόμα κι όταν η σκηνή γεμίζει από τη θλίψη του πατέρα, που έχασε το γιο του. Και στο πένθος η φιλοξενία τηρείται με την ίδια τυπική διαδικασία.
Μια παρόμοιας μορφής φιλοξενία έχουμε και στην τραγωδία “ Άλκηστη” του Ευριπίδη, όταν ο Άδμητος, βασιλιάς των Φερρών της Θεσσαλίας, φιλοξενεί τον Ηρακλή, φίλο του και περαστικό από τα μέρη του, παρόλο που η γυναίκα του είναι νεκρή μες στο παλάτι και πρόκειται άμεσα να γίνει η κηδεία της. O Άδμητος, για να μην τον αφήσει να φύγει, αν μάθαινε για το βαρύ του πένθος, τον παραπλανά, μιλώντας για το θάνατο άλλης γυναίκας.



Ηρα. Θα πάω να βρω άλλο φίλο εδώ στην πόλη.
Αδμ. Αυτό ποτέ' πολύ θα με πειράξει.
Ηρα. Όταν πενθείς, ενόχληση είν' ο ξένος.
Αδμ.Νεκροί οι νεκροί' εσύ πέρασε στο σπίτι.
Ηρα. Ο άλλος να κλαίει κι εγώ να τρωγοπίνω;
Αδμ. Έχω δωμάτιο ξέχωρα για ξένους.
Ηρα. Χάρη πολλή θα σου χρωστώ, αν μ' αφήσεις
Αδμ. Δεν γίνεται να πας αλλού να μείνεις.

Κορυφαία: Βασιλιά μου,
τέτοιο κακό να σ' έχει βρει και ξένους
να δέχεσαι στο σπίτι! Αυτό είναι τρέλα.
Αδμ. Θα' τανε, λες καλύτερο να διώξω
ένα φίλο απ' το σπίτι κι απ' την πόλη;
Θα' μουν πολύ αφιλόξενος, νομίζω,
κι η συμφορά δεν θα λιγόστευε έτσι.
Στ' άλλα δεινά θα πρόσθετα και τούτο,
να πουν το σπίτι αυτό εχθρικό στους ξένους.
Την πιο θερμήν υποδοχή μου κάνει
εκείνος, σαν πηγαίνω στο άνυδρο Άργος.
Κορ. Γιατί ομως, αφού λες πως είναι φίλος,
του κράτησες κρυφή τη συμφορά σου;
Αδμ. Αν μάθαινε το τι έπαθα, ποτέ
στο σπίτι μου να μπει δεν θα δεχόταν.
Το φέρσιμό μου κάποιοι ίσως το κρίνουν
για ανόητο' μα το σπίτι μου δεν ξέρει
τους ξένους να προσβάλλει και να διώχνει.

Ο διάλογος αποκαλυπτικός για την αξία της φιλοξενίας που ξεπερνά ακόμα και το βαρύ πένθος του θανάτου! Ο λόγος του Άδμητου αναδεικνύει τη λειτουγία του Θεσμού, που ελέγχεται από την κοινή γνώμη, αυτή που είναι ο τοποτηρητής του εθιμικού δικαίου. Η φιλοξενία, η τιμή που αποδίδουμε στον “ξένο”, είναι καταχωρημένη στα εθνικά μας συστατικά.

Γυρίζοντας στη σύγχρονη Ελλάδα, μια εμπειρία του Ν. Καζαντζάκη, που αναδιηγείται ο σοφός μας δάσκαλος Ι.Θ. Κακριδής, δείχνει πόσο βαθιά έχει διαπεράσει στο κύτταρο της κοινωνίας η αντίληψη για την “ιερότητα” του ξένου:

“ Όταν σε χρόνους παλιούς περιδιάβαζε την Κρήτη πεζός, έφτασε μια βραδιά σ' ένα χωριό. Αναζητώντας κατάλυμα τράβηξε για το σπίτι ενός γνωστού από άλλοτε. Του άνοιξε ο ίδιος ο νοικοκύρης και τον κάλεσε να μπει.
Ο Καζαντζάκης πρόσεξε πως ο χωρικός έδειχνε στεναχωρημένος, αλλά στην ερώτησή του πήρε την απάντηση πως δεν συμβαίνει απολύτως τίποτε. Έπειτα ο νοικοκύρης έδωκε εντολή σε μια γυναίκα να φέρει ό,τι πρόχειρο είχε για να φάνε. Και όταν από την πλαϊνή κάμαρη ακούστηκε κάποιο μουρμουρητό, πρόσταξε: Πες στις γυναίκες μέσα να σωπάσουν, γιατί έχω ξένο στο σπίτι μου.
Οι δυο άντρες έφαγαν, ήπιαν και κουβέντιασαν με όλη την ησυχία τους. Έπειτα ο Καζαντζάκης πλάγιασε και κομήθηκε σ' ένα πρόχειρο κρεβάτι που του έστρωσαν στην ίδια κάμαρα.
Το άλλο πρωί, αφού κολάτσισε κι ευχαρίστησε για τη φιλοξενία, συνέχισε την περιοδεία του. Φτάνοντας στην αγορά του χωριού, από ένα άλλο γνωστό, πάνω στην κουβέντα, έμαθε πως ο γιος του χωρικού που τον φιλοξένησε είχε πεθάνει την προηγούμενη μέρα, το λείψανο ήταν ακόμα στο σπίτι και η κηδεία θα γινόταν το πρωί. Αναστατωμένος ο Νίκος, γύρισε αμέσως και βρίσκοντας το φιλοξενητή του τον συλλυπήθηκε και έπειτα τον ρώτησε: “Πώς το βάσταξε η καρδιά σου να με κρατήσεις στο σπίτι σου την ώρα που ο γιος σου κείτονταν νεκρός στο άλλο δωμάτιο;”
Και εκείνος του αποκρίθηκε: “Αν σου μιλούσα για το θάνατο του παιδιού μου, δεν θα δεχόσουν να περάσεις τη νύχτα σπίτι μου, μόνο θα πήγαινες να βρεις αλλού κατάλυμα. Όμως εμένα θα μ' έπνιγε η ντροπή μπροστά στους συχωριανούς μου, μόλις μαθευόταν πως σε μένα πρωτοήρθες, γυρεύοντας να σε φιλοκονέψω”.
Πέστε τώρα, φίλοι μου, ο Θεσσαλός Αδμητος και ο Κρητικός χαροκαμένος πατέρας δεν χρησιμοποίησαν τα ίδια λόγια να δείξουν την ιερότητα του ξένου; Ο πρώτος έρχεται από την αρχαϊκή εποχή, έστω κλασική, ο δεύτερος από το σήμερα.
Και ομως οι κανόνες της φιλοξενίας παραμένουν στο χρόνο αμετάβλητοι!


Και ο δάσκαλός μας συνεχίζει με ένα άλλο παράδειγμα, από τηλεγράφημα που στάλθηκε στην εφημερίδα “Βήμα” του1973, που πιστοποιεί τα φιλόξενα αισθήματα του Έλληνα:


“Στο χωριό Νεριανά, ενας Κρητικός, στους αρραβώνες της κόρης του και την ώρα που το γλέντι είχε ανάψει, πληροφορήθηκε πως η μάνα του, ηλικίας 110 χρόνων, ξεψύχησε στο διπλανό δωμάτιο.
“Μην πείτε σε κανέναν τίποτα, συνεχίστε το γλέντι”, ήταν η αντίδρασή του.
Δεν ήθελε να χαλάσει τη διασκέδαση των συμπεθέρων και των καλεσμένων, φιλοξενούμενων στο σπιτικό του.
Φαινομενικά ατάραχος, άκουγε τους καλεσμένους να τραγουδούν το περίφημο ριζίτικο τραγούδι, που, κατά ένα θαυμαστό τρόπο, ταίριαζε στη δική του απόφαση:
“Μάνα, κι αν έρθου οι φίλοι μας, κι αν έρθου οι-γι- ειδικοί μας,
μη τωνε πεις κι απόθανα να τσι βαροκαρδίσεις'
στρώσε των τάβλα να γευτούν και κλίνη να πλαγιάσουν,
στρώσε των παραπέζουλα να θέσουν τ΄αρματά -.ντων.
Και το πρωί σα σηκωθούν και σ' αποχαιρετούνε,
πέ-τωνε πως απόθανα”.


Το γλέντι συνεχίζεται χωρίς διακοπή. Όταν οι καλεσμένοι αποχωρούν ο 

Νεριανός πέφτει πάνω στο νεκρό σώμα της μάνας του και μοιρολογεί. 

Η φιλοξενία του μέσα στο πένθος μοιάζει στη φιλοξενία του Άδμητου, σε κείνη 

του φιλοξενητή του Καζαντζάκη, μα και στη φιλοξενία του Τηλέμαχου και των 

Φαίακων. 

Ο "Ξένιος Δίας", ο προγονικός μας θεός σκέπει ως τα σήμερα τη φιλοξενία, με 

μικρό παραμερισμό της θλίψης, τόσο όσο να νοιώσει οικεία ο "ξένος". 

Hara NastouThe Mythologists

ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.