Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2013

ΠΟΛ ΠΟΤ. Ο Υπ' Αριθμόν Ένα Αδερφός


Σέλεϋ Κλάιν 

«Πιστεύετε πως είμαι βίαιο άτομο; Όχι. Δεν έχω κανένα πρόβλημα όσον αφορά στη συνείδηση μου και την αποστολή μου. Πρέπει να σας ξεκαθαρίσω κάτι... Η εμπειρία μου ήταν ελάχιστη, το ίδιο και η εμπειρία του κινήματος μου. Είμασταν νέοι, άπειροι, και τα γεγονότα που έπρεπε να αντιμετωπίσουμε διαδέχονταν το ένα το άλλο... Κάναμε το σωστό, από αγάπη προς το έθνος και τους ανθρώπους του, κατά την πορεία, όμως, διαπράξαμε και κάποια λάθη.»
Πολ Ποτ αρχηγός των Ερυθρών Χμερ 
«Εμείς, τα παιδιά, σε αγαπούμε απεριόριστα, Άνγκα.
Χάρη σε σένα ζούμε καλύτερα και είμαστε χαρούμενοι.
Πριν την επανάσταση, εμείς, τα παιδιά, ήμασταν φτωχά και ζούσαμε σαν ζώα.
Κρυώναμε και υποφέραμε. Ο εχθρός δεν ενδιαφερόταν για εμάς. Μόνο δέρμα κάλυπτε τα κόκαλα μας, τόσο πολύ είχαμε αδυνατίσει. Κάθε νύχτα κοιμόμασταν στο έδαφος. Τη μέρα ζητιανεύαμε και ψάχναμε φαγητό στα σκουπίδια. Τώρα η Άνγκα μάς χαρίζει υγεία και δύναμη. Μένουμε πλέον στο κοινόβιο. Η φλόγα της επανάστασης, της ισότητας και της ελευθερίας λάμπει θριαμβευτικά. Ω, Ανγκα, σε αγαπούμε ολόψυχα. Αποφασίζουμε να ακολουθήσουμε τον κόκκινο δρόμο σου...»
«Άνγκα Νταρ Κουοντάμ» (Η Μεγάλη Άνγκα), παιδικό τραγούδι που διδασκόταν την εποχή των Ερυθρών Χμερ




Στις 17 Απριλίου 1975 οι Ερυθροί Χμερ κατέλαβαν την Πνομ Πενχ, φέρνοντας έτσι το τέλος ενός πενταετή αιματηρού εμφύλιου στην Καμπότζη. Ωστόσο, οι πολίτες δεν έδειχναν να συνειδητοποιούν πως τα προβλήματα τους μόλις είχαν αρχίσει, αφού κατά το τέλος της ηγεμονίας του νέου τους ηγέτη, Πολ Ποτ, το 1979, η χώρα είχε μεταβληθεί σε ένα απέραντο χωράφι θανάτου, όπου δεκάδες ανθρώπινοι σκελετοί και
κόκαλα βρίσκονταν διασκορπισμένα σε χαντάκια και στις λάσπες. 


Ένα με δύο εκατομμύρια Καμποτζιανοί δολοφονήθηκαν, αριθμός που ισοδυναμεί με το τριάντα τοις εκατό ολόκληρου του πληθυσμού της χώρας.

Ο Πολ Ποτ ήταν το μικρότερο από επτά αδέρφια και γεννήθηκε στις 19 Μαΐου 1928, στο Πρεκ Σμπάουβ, στην πρώην Γαλλική Ινδοκίνα. Το κανονικό του όνομα ήταν Σαλόθ Σαρ (υιοθέτησε το ψευδώνυμο Πολ Ποτ το 1976). Ο πατέρας του Πολ Ποτ ήταν εύπορος καλλιεργητής ρυζιού, ωστόσο ο μικρός Πολ δεν εργάστηκε ποτέ στα χωράφια, γιατί σε ηλικία έξι ετών τον έστειλαν στην Πνομ Πενχ, για να μείνει με ένα μεγαλύτερο αδερφό του και να μελετήσει το Βουδισμό, αν και τελικά αποφάσισε να παρακολουθήσει μια σειρά γαλλικών σχολείων και στη συνέχεια εγγράφηκε σε ένα καθολικό κολέγιο.


 Παρά το γεγονός ότι ήταν σχετικά καλός μαθητής, ο Πολ Ποτ δεν κατάφερε να αποφοιτήσει, αν και αυτό δεν τον σταμάτησε από το να κερδίσει κυβερνητική υποτροφία για το Παρίσι, όπου σπούδασε τηλεπικοινωνίες. Ενώ βρισκόταν στη Γαλλία, γνώρισε την πρώτη σύζυγο του, την Κιου Πόνναρι. Ήταν 8 χρόνια μεγαλύτερη από τον Πολ, ωστόσο, παρά τη θετική επίδραση που του ασκούσε και την εμφανή ευφυΐα της (ήταν η πρώτη γυναίκα πτυχιούχος στην Καμπότζη), ο Πολ δεν κατάφερε να πάρει το πτυχίο του. 

Αντιθέτως, άρχισε να κάνει παρέα με ομάδες μαρξιστών φοιτητών, οι οποίοι έκλιναν προς τον επαναστατικό σοσιαλισμό. Ο Κιου Σαμφάν συγκεκριμένα άσκησε ιδιαίτερη επίδραση στο νεαρό Πολ Ποτ, γιατί εκείνος ήταν που πίστευε πως, προκειμένου να επιτευχθεί πραγματική κοινωνική επανάσταση στην Καμπότζη, ήταν απαραίτητο ολόκληρη η χώρα να επιστρέψει σε μια αγροτική οικονομία, απ' την οποία θα έλειπε η μόρφωση, η βιομηχανία, οι πόλεις ή το χρήμα. 

Κατά την παραμονή του στο Παρίσι, ο Πολ Ποτ έγινε μέλος του Γαλλικού Κομουνιστικού Κόμματος και με τη βοήθεια αριστερών Καμποτζιανών φίλων του οργάνωσε την Ένωση Φοιτητών Χμερ, των οποίων κύριος στόχος ήταν να καταπολεμήσουν τον πρίγκιπα της Καμπότζης Σιχανούκ και τον Πρόεδρο Λον Νολ.
Όταν επέστρεψε στην Καμπότζη, ο Πολ Ποτ συνέχισε να υποστη­ρίζει τις επαναστατικές ιδέες του, ενώ προσχώρησε στο Κομουνιστικό Κόμμα της Καμπότζης (που τότε είχε αλλάξει ονομασία, υιοθετώντας το όνομα Λαϊκό Επαναστατικό Κόμμα των Καμποτζιανών ή ΚΡΚΡ), για το οποίο εργάστηκε ακούραστα.


 Ωστόσο, το 1960 εκείνος και οι εξτρεμιστές σύντροφοι του, ενοχλημένοι από την αναποτελεσματικότητα του κόμματος, ανέτρεψαν τους ηγέτες του και ανέλαβαν τον έλεγχο, ονομάζοντας το Εργατικό Κόμμα της Καμπουτσέα ("ΝΧΦΚ). Ο Πολ Ποτ εκλέχτηκε στην τρίτη θέση της νέας ιεραρχίας του κόμματος και στις αρχές του 1963 ανέβηκε ακόμη ψηλότερα, αφού εκλέχτηκε νέος Γενικός Γραμματέας , μετά τη “μυστηριώδη εξαφάνιση” του προηγούμενου γραμματέα.

 Αργότερα την ίδια χρονιά, αυτός και μια μικρή ομάδα στενών συντρόφων του εγκατέλειψαν την Πνομ Πενχ, για να ανασυνταχθούν στα σύνορα Βιετνάμ-Καμπότζης, όπου οργάνωσαν μια αντάρτικη βάση, την οποία ονόμασαν «Γραφείο 100». Από εκεί, ο Πολ Ποτ, σε μια απόπειρα να αποκτήσει πείρα από τους Βιετναμέζους κομουνιστές γείτονες του, διέσχισε περπατώντας το Μονοπάτι Χο Τσι Μινχ μέχρι το Ανόι, για να συναντήσει τον τότε Γενικό Γραμματέα του Βιετναμέζικου Κομουνιστικού Κόμματος, Λε Ντουάν. 

Ωστόσο, την εποχή εκείνη το Βιετνάμ ήταν απασχολημένο με το δικό του εμφύλιο, καθώς και με τον πόλεμο εναντίον των Η.Π.Α. και δεν ήταν σε θέση να εξυπηρετήσει κανέναν άλλο πέρα από τα δικά του συμφέροντα. Αντιθέτως, ζήτησαν από τον Πολ Ποτ να υποτάξει τα συμφέροντα της Καμπότζης σε εκείνα του Βιετνάμ, όμως τον Πολ Ποτ δεν τον ενδιέφερε τούτη η πρόταση και επέστρεψε στην Καμπότζη, πιο αποφασισμένος από ποτέ να επικεντρωθεί στο δικό του πόλεμο.


Το 1966 ο Πολ Ποτ επισκέφτηκε την Κίνα και εντυπωσιάστηκε τόσο από την Πολιτιστική Επανάσταση που, όταν επέστρεψε στην Καμπότζη, ήταν αποφασισμένος να εφαρμόσει παρόμοιες τακτικές και στη δική του χώρα. Για δεύτερη φορά στη σύντομη ιστορία του, το ΟίΦΚ άλλαξε όνομα και τούτη τη φορά ονομάστηκε Κομουνιστικό Κόμμα της Καμπουτσέας (ΚΟΡ), αν'και έγινε ευρύτερα γνωστό ως «Ερυθροί Χμερ». 


Από πολιτική σκοπιά, τα πράγματα γίνονταν ολοένα και πιο δύσκολα για τον Πολ Ποτ και, ως αποτέλεσμα, το 1967 αναζήτησε καταφύγιο στη βορειοανατολική Καμπότζη, όπου έζησε με τις τοπικές φυλές. Αυτοί ήταν οι «γνήσιοι Χμερ», μια αυτόνομη ομάδα ατόμων που δεν είχαν ανάγκη τα χρήματα και για τους οποίους ο Βουδισμός θεωρούνταν ανάθεμα. Στην ουσία, αυτός ο απλός, κοινοβιακός τρόπος ζωής ταίριαζε πολύ στις αντιλήψεις του Πολ Ποτ.

Στο τέλος του χρόνου, εκείνος και οι επαναστάτες του άρχισαν να εξαπολύουν άγριες επιθέσεις ενάντια στις κυβερνητικές δυνάμεις και μέχρι το τέλος του 1968 έντεκα από τις δεκαοχτώ επαρχίες της χώρας αντιμετώπιζαν πολιτικές αναταραχές. Ταυτόχρονα με αυτή την ανταρσία εκ των έσω, οι Η.Π.Α., σε μια απόπειρα να νικήσουν το Βιετνάμ, άρχισαν να βομβαρδίζουν μεγάλες περιοχές, όχι μόνο των εχθρών τους, αλλά και καταφύγια κομουνιστών και δρόμους από όπου γινόταν ο ανεφοδιασμός τους, μέσα στην Καμπότζη. Αυτό στοίχισε τη ζωή σε 600.000 Καμποτζιανούς. 


Ωστόσο, η κομουνιστική αντίσταση δεν κάμφθηκε, αντιθέτως οι Ερυθροί Χμερ, με επικεφαλής τον Πολ Ποτ, είδαν τη δημοτικότητα και τον αριθμό των μελών τους να αυξάνεται. Συγκεκριμένα, οι Ερυθροί Χμερ ήταν αρεστοί στους χωρικούς, γιατί, όπως και στο καθεστώς του Μάο, έδειχναν να δίνουν έμφαση στην άγνοια κι όχι στην εκπαίδευση, στην επαρχία κι όχι στις πόλεις και, το κυριότερο, στους φτωχούς κι όχι στους πλούσιους.

Το 1970, ο πρίγκιπας Σιχανούκ, που ήθελε απεγνωσμένα να ζητή­σει βοήθεια από τους Κινέζους ή τους Ρώσους προκειμένου να εμποδίσει το Βόρειο Βιετνάμ να καταπατήσει περαιτέρω τη γη της Καμπότζης (ο Η.Π.Α. πίεζαν ολοένα και περισσότερο μέσα στα σύνορα της Καμπότζη» τους Βορειοβιετναμέζους), ταξίδεψε στο εξωτερικό.


Η κίνηση του ήταν λανθασμένη, γιατί μόλις έφυγε από τη χώρα, εκείνοι που εναντιώνοντα στην κυβέρνηση άδραξαν την ευκαιρία να τον εξορίσουν και διόρισαν στη  θέση του τον Λον Νολ. Εν τω μεταξύ, στην Κίνα ο πρίγκιπας Σιχανούκ δημιούργησε   μια   «κυβέρνηση  εξορίας» και επικέντρωσε τις προσπάθειες του στο να δημιουργήσει συμμαχία μεταξύ του κόμματος του και εκείνου.

Αφού σχετίστηκε με μια ομάδα μαρξιστών κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Παρίσι, τη δεκαετία τον 1950, κατά την επιστροφή τον στην Καμπότζη, ο Πολ Ποτ και οι εξτρεμιστές σύντροφοι του ανέτρεψαν την ηγεσία του Κομουνιστικού Κόμματος της χώρας των Ερυθρών Χμερ, που είχαν κοινό στόχο να διώξουν τον Λον Νολ από την Καμπότζη. 


Οι Ερυθροί Χμερ άρχισαν να λαμβάνουν οικονομική βοήθεια από την Κίνα, που τους επέτρεψε να εκπαιδεύσουν και να εξοπλίσουν τους στρατιώτες τους ακόμη περισσότερο. Ξαφνικά, ο μικρός όχλος ανταρτών, που αριθμούσε λιγότερα από 5.000 άτομα, είχε μετατραπεί σε μια καλά εκπαιδευμένη πολεμική μηχανή 100.000 ανδρών. Μέχρι το 1973, οι Ερυθροί Χμερ είχαν καταλάβει περισσότερο από το εξήντα τοις εκατό των εδαφών της Καμπότζης και το Μάρτιο του 1974 κατέλαβαν την παλιά πρωτεύουσα, Οντόνγκ. Σε μια θλιβερή πρόγευση αυτού που θα ακολουθούσε, οι Ερυθροί Χμερ αποδεκάτισαν τον πληθυσμό της πόλης, μεταφέροντας στην επαρχία περισσότερους από 20.000 κατοίκους.

Εκατοντάδες δάσκαλοι, διανοούμενοι και δημόσιοι υπάλληλοι απομακρύνθηκαν
 και εκτελέστηκαν, απλώς γιατί ήταν περισσότερο μορφωμένοι από το μέσο κάτοικο. Στη συνέχεια, οι Ερυθροί Χμερ προέλασαν ακάθεκτοι προς την Πνομ Πενχ, περικυκλώνοντας τη στις αρχές του 1975. Την 1η Απριλίου, ο Πρόεδρος Λον Νολ παραιτήθηκε, ωστόσο, αντί να παραδοθεί στους Ερυθρούς Χμερ, εγκατέλειψε τη χώρα, για να αναζητήσει άσυλο στο εξωτερικό.


Μετά την αποχώρηση του, η Πνομ Πενχ δεν άργησε να πέσει, αφοΰ στις 17 Απριλίου, την Πρωτοχρονιά των Καμποτζιανών, τα στρατεύματα μπήκαν θριαμβευτικά στην πόλη. Όπως ήταν φυσικό, ο κόσμος γνώριζε ποιοι ήταν οι Ερυθροί Χμερ και τι υποστήριζαν, κανείς όμως δεν είχε ακούσει τον αρχηγό τους, Πολ Ποτ.



Ο Πολ Ποτ είχε επιτύχει το στόχο του: τα στρατεύματα του είχαν καταλάβει τη χώρα και είχε γίνει ανώτατος ηγέτης. Είχε έρθει η στιγμή να κάνει πράξη τις επαναστατικές του ιδέες.


Κατ' αρχάς, ο Πολ Ποτ ανακοίνωσε πως η χρονιά δεν ήταν πια «1975», αλλά το «Έτος Μηδέν», που υποδήλωνε τη νέα αρχή της χώρας, έναν εξαγνισμό από όλα όσα ήταν λάθος στην Καμπότζη, ιδιαίτερα από τις δυτικές επιρροές επάνω στην αγροτική ζωή, τη θρησκεία κ.λπ. 


Στην ουσία, το Έτος Μηδέν δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια δικαιολογία για τα τέσσερα χρόνια δολοφονιών και χάους που ακολούθησαν, αφού ο Πολ Ποτ αποδεκάτισε την Καμπότζη, διέκοψε κάθε δεσμό με τον έξω κόσμο, κατέστρεψε εντελώς την οικονομική υποδομή της χώρας, κατεδάφισε τις ξένες τράπεζες και κατέστρεψε τους ναούς. Το χειρότερο όλων ήταν πως ο Πολ Ποτ έκανε το λαό “του” να υποφέρει από απίστευτα βασανιστήρια.

Μέσα σε δυο μέρες από την εισβολή στην Πνομ Πενχ, οι Ερυθροί Χμερ «μετέφεραν» ολόκληρο τον πληθυσμό, οδηγώντας τον στην ύπαιθρο υπό την απειλή όπλων, με τη δικαιολογία πως στις πόλεις δεν υπήρχε αρκετή τροφή για να συντηρηθούν όλοι.


 Η αλήθεια ήταν πολύ πιο σκληρή, αφού οι Ερυθροί Χμερ είχαν συνειδητοποιήσει πως δε θα μπορούσαν να καταπολεμήσουν το ίδιο εύκολα τις όποιες αντιρρήσεις στις πόλεις όσο στις αγροτικές περιοχές, που κατοικούνταν κυρίως από αγράμματους χωρικούς.

 Εξάλλου, οι αστικές περιοχές ήταν γεμάτες από διανοούμενους, για να μην αναφέρουμε τους ξένους υπηκόους, των οποίων η ιδεολογία ήταν πλήρως αντίθετη με εκείνη των Ερυθρών Χμερ. Δάσκαλοι, γιατροί, νοσοκόμες, δικηγόροι, καταστηματάρχες, εργάτες στους υπονόμους — δεν είχε σημασία ποιοι ήταν και τι επαγγέλλονταν, όλοι έπρεπε να φύγουν και να μεταφερθούν στην ύπαιθρο, για να δουλέψουν σε χωράφια, να χτίσουν φράγματα, δρόμους ή γέφυρες, και όσοι αρνούνταν αντιμετώπιζαν ποινή θανάτου.

 Μόνο οι μαζικές εκκενώσεις των πόλεων (γιατί δεν εκκενώθηκε μονάχα η Πνομ Πενχ) προκάλεσαν το θάνατο χιλιάδων ανθρώπων, κυρίως εξαιτίας της έλλειψης νερού και τροφής, αλλά και της ηλίασης. Καθώς διέσχιζαν την ύπαιθρο οι τεράστιες ουρές των ανθρώπων, περνούσαν δίπλα από τα πρησμένα -πτώματα συμπολιτών τους, που κείτονταν στην άκρη του δρόμου. Η δυσεντερία, ο υποσιτισμός, η έκθεση στις αντίξοες καιρικές συνθήκες και η αφυδάτωση θέριζαν τον κόσμο.


Εντωμεταξύ, στην Πνομ Πενχ, ο Πολ Ποτ κατέλυε το κράτος. Οι ξένες πρεσβείες σφραγίστηκαν, τα σχολεία και οι εφημερίδες λεηλατήθηκαν και έκλεισαν. Συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν χωρίς δίκη μέλη της κυβέρνησης του Λον Νολ, μαζί με αστυνομικούς, μέλη του χριστιανικού κλήρου, στρατιωτικούς, μουσουλμάνους ηγέτες, δασκάλους και δημόσιους υπαλλήλους. 


Με την ίδια ωμότητα αντιμετωπίστηκαν και τα πλημμελήματα. Όσοι συλλαμβάνονταν να κρύβουν προσωπικά περιουσιακά στοιχεία, για παράδειγμα, κρατούνταν και βασανίζονταν. Τα πάντα ανήκαν στο Κράτος, περιλαμβανομένων και των ανθρώπων. Όποιος είχε την ατυχία να ζει και να εργάζεται σε πόλη, έπρεπε να εξαγνιστεί μέσω σκληρής εργασίας και δεν αποτελούσε εξαίρεση κανείς, ούτε οι έγκυες, τα παιδιά ή οι ηλικιωμένοι. 

Ξαφνικά οι ορυζώνες (που σύντομα έγιναν γνωστοί ως τα «χωράφια του θανάτου») γέμισαν ανθρώπους που εργάζονταν κάτω από οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες, σε οποιαδήποτε κατάσταση, γιατί, αν δεν κατάφερνες να ολοκληρώσεις τη δουλειά μιας ημέρας, δε δικαιούσουν να φας.

 Ήταν ένας αγώνας.για την επιβίωση, που τονιζόταν ιδιαίτερα εκείνη την εποχή από το σλόγκαν των Ερυθρών Χμερ: «Αν σε κρατήσουμε, δεν κερδίζουμε τίποτε, αν σε καταστρέψουμε, δε χάνουμε τίποτε». Αν δε δούλευες, είτε πέθαινες από την πείνα είτε σε πυροβολούσαν για ανταρσία.

Ακόμη χειρότερο ήταν το γεγονός πως η έννοια της οικογένειας θεωρήθηκε «αστική» και, επομένως, παράνομη. Έτσι οι γυναίκες χωρίστηκαν από τους άντρες τους, οι μητέρες από τα παιδιά τους και οι νέοι ενθαρρύνονταν ενεργά να κατασκοπεύουν τους ενήλικες και να αναφέρουν οποιοδήποτε παράπτωμα, όσο ασήμαντο και αν ήταν.
Ο Πολ Ποτ, που έδινε μεγάλη σημασία στη λεπτομέρεια, αποφάσισε πως, προκειμένου να πετύχει πλήρως η επανάσταση του, έπρεπε να εξαλείψει κάθε μορφή ατομικισμού. Έχοντας αυτό κατά νου, χώρισε τον πληθυσμό σε τρεις κατηγορίες: 


Η πρώτη ονομαζόταν Πενχ Σινθ. Όσοι 
ανήκαν σε τούτη την κατηγορία είχαν πλήρη δικαιώματα, κάτι που σήμαινε πως δικαιούνταν να ζητήσουν πλήρες σιτηρέσιο και, επιπλέον, ήταν ελεύθεροι να προσχωρήσουν στο Κόμμα ή στο στρατό, αν το επιθυμούσαν. Αυτή η ομάδα αποτελούνταν σχεδόν εξολοκλήρου από αγράμματους χωρικούς, τους οποίους ο Πολ Ποτ θεωρούσε ακίνδυνους. 



Η δεύτερη ομάδα ονομαζόταν Τριέμ, και τα μέλη της ήταν στην ουσία υποψήφιοι για την Πενχ Σινθ. Στους Τριέμ επιτρεπόταν να κατέχουν κατώτερες πολιτικές θέσεις, πρώτα όμως έπρεπε να αποδείξουν πως άξιζαν τούτη την τιμή. 

Τέλος, υπήρχε η τρίτη ομάδα, που ονομαζόταν Μπανχέου. Τα μέλη της δεν είχαν κανένα δικαίωμα. Το να είσαι Μπανχέου σήμαινε πως ήσουν κατώτερος όλων και σε τούτη την ομάδα ανήκαν άντρες και γυναίκες που η κυβέρνηση ήθελε να τιμωρήσει ή να ξεφορτωθεί. Αν ήσουν Μπανχέου, έπρεπε να δουλεύεις από την αυγή μέχρι το σούρουπο, δεν είχες μέρος να μείνεις και επιβίωνες μόνο αν έβρισκες τα απομεινάρια τροφής που πετούσαν οι υπόλοιποι. 


Ωστόσο, όλες οι ομάδες έπρεπε να υπακούουν σε μια σειρά κανόνων, και σε περίπτωση που τους παράβαιναν, μπορούσαν να τιμωρηθούν με θάνατο. Οι νόμοι αυτοί απαγόρευαν τις σεξουαλικές σχέσεις, τη διαμαρτυρία για τις συνθήκες διαβίωσης, το να φοράς κοσμήματα, το να έχεις μαζί σου φωτογραφίες μελών της οικογένειας σου, το να θρηνείς για το θάνατο ενός συγγενή ή να εκφράζεις θρησκευτικές πεποιθήσεις.

 Όσοι θεωρούνταν ένοχοι για τα παραπάνω μεταφέρονταν σε ένα παλιό σχολείο που είχε μετατραπεί σε κέντρο κράτησης, το Τουόλ Σλενγκ στην Πνομ Πενχ (που αναφέρεται συχνά ως Ες-21), όπου, από το 1974 μέχρι το 1978, βασανίστηκαν ή εκτελέστηκαν πάνω από 14.000 άντρες, γυναίκες και παιδιά. Όταν οι φυλακισμένοι έφταναν εκεί, τους φωτογράφιζαν και γινόταν λεπτομερής καταγραφή της ζωής τους (ακόμη και των παιδικών τους χρόνων). Οι φυλακισμένοι οδηγούνταν σε μικροσκοπικά κελιά, όπου αλυσοδένονταν στους τοίχους, δύο ή τρεις σε κάθε κελί.

Οι ακόλουθοι νόμοι και κανονισμοί ήταν τοιχοκολλημένοι:


Να απαντάς σε ό,τι σε ρωτάω.

Μην προσπαθείς να αποφύγεις τις ερωτήσεις μου. Μην προσπαθείς να κρύψεις τα γεγονότα με προφάσεις.

Απαγορεύεται αυστηρά η αμφισβήτηση.

Μη γίνεσαι ανόητος, τολμώντας να εναντιωθείς στην επανάσταση.

Να απαντάς αμέσως στις ερωτήσεις μου, χωρίς να χάνεις καιρό για να σκεφτείς.

Δε θέλω να μου μιλάς ούτε για τις αχρειότητές σου ούτε για την επανάσταση.

Όταν δέχεσαι ηλεκτροσόκ, απαγορεύεται να φωνάζεις.

Μην κάνεις τίποτε. Κάθισε ακίνητος και περίμενε τις διαταγές μου.

Αν δεν υπάρχει καμιά διαταγή, μείνε σιωπηλός. Όταν σου ζητήσω να κάνεις κάτι, πρέπει να το κάνεις αμέσως, χωρίς διαμαρτυρίες.

Αν δεν ακολουθήσεις τους παραπάνω κανόνες, θα δεχτείς πολλά ηλεκτροσόκ.

Αν παραβείς οποιονδήποτε κανονισμό, θα υποστείς δέκα μαστιγώματα ή πέντε ηλεκτροσόκ.


Οι φυλακισμένοι έπρεπε να ακολουθούν τους κανόνες κατά γράμμα. Δέχονταν άγριο ξυλοδαρμό αν έκαναν οτιδήποτε άλλο, ακόμη και αν ουρούσαν χωρίς άδεια ή άλλαζαν θέση για να κοιμηθούν. Οι συνθήκες ήταν εντελώς ανθυγιεινές και πολλοί φυλακισμένοι υπέφεραν από μεταδοτικές ασθένειες. 


Στην ουσία, δεν υπήρχε σχεδόν καμία ελπίδα να επιζήσουν από αυτό το ίδρυμα (από τους χιλιάδες έγκλειστους, μόνο επτά άνθρωποι βγήκαν ζωντανοί από το Τουόλ Σλενγκ). Επικρατούσε η λογική πως όσοι είχαν συλληφθεί ήταν ένοχοι και, επομένως, έπρεπε να τιμωρηθούν. 

Ο επικεφαλής ονομαζόταν Κάινγκ Κεκ Ιέβ, αλλά ήταν ευρύτερα γνωστός με το επαναστατικό του ψευδώνυμο, «Ντέουχ». Ο Ντέουχ είχε καταγράψει σε ένα μικρό σημειωματάριο τα διάφορα είδη βασανιστηρίων που χρησιμοποιούσαν αυτός και οι άντρες του. Μία σημείωση περιγράφει πώς μαχαίρωσαν 4 κορίτσια στο λαιμό και στη συνέχεια μέτρησαν το χρόνο που πέρασε μέχρι να πεθάνουν. 

Μια άλλη σημείωση περιέγραφε με το ίδιο απάνθρωπο ύφος την περίπτωση ενός κοριτσιού που το μαχαίρωσαν στο στομάχι και στη συνέχεια βούτηξαν σε μια μπανιέρα νερό, για να δουν σε πόση ώρα θα πνιγόταν.

Μερικές φορές, ενώ οι κρατούμενοι κοιμούνταν στο δάπεδο από μπαμπού, οι Ερυθροί Χμερ τους τρυπούσαν με ξιφολόγχες από κάτω, τραυματίζοντας το πίσω μέρος των ποδιών τους και προκαλώντας τους πληγές που πονούσαν αβάσταχτα. Οι βασανιστές διέθεταν τα πάντα, περιλαμβανομένου και ενός νεκροταφείου, του Τσέουνγκ Εκ, όπου ανακαλύφθηκαν πρόσφατα 8.000 ανθρώπινα κρανία.

Το Τουόλ Σλενγκ δεν ήταν το μόνο κέντρο κράτησης που υπήρχε. Τουλάχιστον άλλα είκοσι ήταν διασκορπισμένα στην Καμπότζη και, σε
περίπτωση που δεν υπήρχε σε μια περιοχή κάποιο κέντρο κράτησης, οποιοδήποτε εγκαταλειμμένο κτήριο θεωρούνταν επαρκές, όπως αποδεικνύει η κατάθεση που ακολουθεί:

«Από τη στιγμή που πήραν τον πατέρα μου από την καλύβα μας, σε όλη τη διαδρομή μέχρι την τοποθεσία της εκτέλεσης του τον κλωτσούσαν, τον έσερναν και τον χτυπούσαν. Πριν τον εκτελέσουν, τον έδεσαν με αλυσίδες μαζί με άλλους τρεις άντρες και τον έκλεισαν στο υπόγειο ενός εγκαταλειμμένου ναού. 

Έζησε αρκετές μέρες χωρίς τροφή, γιατί οι εκπαιδευόμενοι των Ερυθρών Χμερ γνώριζαν πως, ούτως ή άλλως, θα πέθαινε, πριν αποφασίσουν να τον οδηγήσουν στον τάφο του... Έφαγε τόσο ξύλο που η φωνή και οι αισθήσεις του είχαν παραλύσει. Τη στιγμή του θανάτου του κείτονταν στο πάτωμα, ανίκανος να κουνηθεί ή να ικετεύσει για έλεος.»

Στις 5 Ιανουαρίου 1976, οι Ερυθροί Χμερ έδωσαν καινούργιο όνομα στην Καμπότζη, ονομάζοντας τη Δημοκρατική Καμπουτσέα. Ταυτόχρονα, ο Πολ Ποτ έγινε Πρωθυπουργός, ωστόσο, σε αντίθεση με τα περισσότερα μέλη του κόμματος, η ταυτότητα του παρέμεινε μυστηριώδης, τόσο στην πατρίδα του όσο και στο εξωτερικό, και έγινε ευρύτερα γνωστός με το όνομα Αδερφός Υπ' Αριθμόν Ένα. Τα υπόλοιπα μέλη του υπουργικού συμβουλίου αποκαλούνταν Αδερφός Υπ' Αριθμόν Δύο, Αδερφός Υπ' Αριθμόν Τρία και ούτω καθεξής. 


Σε όλη τη χώρα επικράτησε αυτό το είδος ανωνυμίας. Η κυβέρνηση (ευρύτερα γνωστή ως Άνγκα) ανακοίνωσε πως ήταν πλέον ο πραγματικός γονιός όλων των παιδιών της Καμπότζης. Επομένως όλοι οι έφηβοι έπρεπε να αποχωριστούν τις οικογένειες τους και εστάλησαν σε στρατόπεδα «μετεκπαίδευσης», όπου εκπαιδεύτηκαν πώς να σκοτώνουν, να βασανίζουν και να ακρωτηριάζουν.


Τα παιδιά κάτω από την ηλικία των έξι ετών αποχωρίστηκαν τους γονείς τους και τη φροντίδα τους ανέλαβαν επίλεκτες «γιαγιάδες», που τους εμφύτευσαν τη σημασία της πίστης προς το Κόμμα, ενώ τα παιδιά ηλικίας από έξι μέχρι δώδεκα ετών προσχώρησαν σε ομάδες που χτένιζαν την ύπαιθρο, εντοπίζοντας όποιον δεν ακολουθούσε τις διαταγές του κόμματος.

Η τελευταία αυτή ομάδα ήταν η πιο τρομακτική από όλες. Τα μέλη της φορούσαν κόκκινα μαντίλια, ήταν αναλφάβητοι, ωστόσο είχαν υποστεί απόλυτη πλύση εγκεφάλου, σκορπίζοντας τον όλεθρο σε ολόκληρη την Καμπότζη, πυροβολώντας τους πολίτες αδιακρίτως, χωρίς κανένα λόγο, πόσο μάλλον οποιαδήποτε νόμιμη δικαιολογία, βασισμένη σε κάποιο δικαστικό
σύστημα. 


Τα παιδιά δεν ήθελαν να επιβάλουν κάποιον πραγματικό νόμο, απλώς απολάμβαναν να κάνουν τους ενήλικους να τρομοκρατούνται και να πέφτουν στα γόνατα, ικετεύοντας για τη ζωή τους.

Ο Πολ Ποτ δεν αρκέστηκε στην έννοια της οικογένειας, προκειμένου να απογυμνώσει την Καμπότζη από το τελευταίο ίχνος ανθρωπιάς, καθώς και από τις παραδόσεις και τους θεσμούς του παρελθόντος. Είχε την πρό­θεση να καταστρέψει την αρχαιότερη θρησκεία της Καμπότζης, το Βουδι­σμό, που θεωρούσε άμεση απειλή για το κύρος του. Ήταν παράδοση για κάθε νεαρό αγόρι, κάποια στιγμή της ζωής του, να περάσει μικρό χρονικό διάστημα σε ένα βουδιστικό μοναστήρι, όπου είτε θα εκπαιδευόταν για να γίνει μοναχός είτε απλώς θα διδασκόταν τη θρησκεία. 


Όλα αυτά θα στα­ματούσαν υπό την κυριαρχία του Πολ Ποτ, που, μόλις ανέλαβε την εξου­σία, απαγόρευσε το Βουδισμό. Οι Ερυθροί Χμερ εκτέλεσαν εκατοντάδες επιφανείς μοναχούς και κατέστρεψαν ναούς. Οι διδαχές του Βουδισμού (που, από πολλές απόψεις, αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνίας της Καμπότζης) απαγορεύτηκαν, γιατί ο Πολ Ποτ θεωρούσε πως έρχονταν σε αντίθεση με την επαναστατική του θεωρία.

Οι διανοούμενοι αποτελούσαν και εκείνοι στόχο, αφού οποιοσδήποτε είχε την ικανότητα να μορφωθεί και διέθετε την ικανότητα να αμφισβητήσει τους Ερυθρούς Χμερ και τα πιστεύω του Πολ Ποτ θεωρούνταν απειλή. Σχολεία και βιβλιοθήκες έκλεισαν και κάποια καταστράφηκαν ολοσχερώς. Θεωρούνταν έγκλημα το να είσαι κάτοχος βιβλίου και, σε μερικές περιστάσεις, όσοι φορούσαν γυαλιά απομονώνονταν και εκτελούνταν, διότι «έμοιαζαν» με διανοούμενους. 


Οι πολίτες υπέφεραν από την πλήρη διακοπή της ξένης φαρμακευτικής βοήθειας. Αυτό ήταν τεράστιο χτύπημα για τους κατοίκους της χώρας, γιατί σήμαινε πως αν αρρώσταινε κάποιος, δεν υπήρχαν ούτε κατάλληλα εκπαιδευμένοι γιατροί και νοσοκόμες ούτε φάρμακα. Αντιθέτως, η κυβέρνηση συμβούλευε τον κόσμο να χρησιμοποιεί φυτικά σκευάσματα και, αν και οι αρρώστιες άρχισαν να θερίζουν, ο Πολ Ποτ αγνόησε τα βάσανα του λαού του. Όλα αυτά αποτελούσαν μέρος του γενικού σχεδίου του. 

Η χώρα έπρεπε να μπορεί να λειτουργεί απομονωμένη από τον υπόλοιπο κόσμο, κυρίως από τη Δύση. Στην ουσία, οι Δυτικοί δε γνώριζαν καθόλου τι συνέβαινε στην Καμπουτσέα, αφού, μετά το κλείσιμο όλων των εφημερίδων και των τηλεοπτικών σταθμών, την απομάκρυνση όλων των ξένων διπλωματών και την καταστροφή της ταχυδρομικής υπηρεσίας, δεν έβγαιναν στον έξω κόσμο σχεδόν καθόλου
ειδήσεις για τις θηριωδίες που συνέβαιναν. 


Μόνο περιστασιακά κατάφερνε να περάσει κάποιος τα σύνορα της Καμπότζης, όταν όμως διηγούνταν τη γενοκτονία, τους ξυλοδαρμούς και τους κανιβαλισμούς που λάβαιναν χώρα εκεί, δε γινόταν πιστευτός. Αντιθέτως, τα Ηνωμένα Έθνη επιζητούσαν τη συμμετοχή της Καμπότζης στις συνόδους κορυφής. 

Τελικά, το 1978, δύο δημοσιογράφοι, η Ελίζαμπεθ Μπέκερ των Νιου Γιορκ τάιμς ο Ρίτσαρντ Ντάντμαν, συνοδευόμενοι από τον Άγγλο ακαδημαϊκό Μάλκολμ Κάλντγουελ, ζήτησαν και τελικά τους παραχωρήθηκε επίσημη ακρόαση από τον Πολ Ποτ. 

Γράφοντας για τη συνάντηση είκοσι χρόνια μετά, η Ελίζαμπεθ Μπέκερ θυμάται:
«Ο Πολ Ποτ ήταν πραγματικά κομψός — είχε συμπαθητικό χαμόγελο, ήταν ευγενικός και είχε σπινθηροβόλο βλέμμα. Χωρίς ούτε ένα έγγραφο ή ένα κομμάτι χαρτί για να συμβουλεύεται, ο Πολ Ποτ μάς έκανε κήρυγμα, με ήρεμη φωνή, επί μία ώρα.

»Μιλούσε με στόμφο και παραληρούσε για την επικείμενη εισβολή των Βιετναμέζων —πάντα σε χαμηλούς τόνους—, υποστηρίζοντας πως ήταν βέβαιος ότι τα ευρωπαϊκά και αμερικανικά στρατεύματα του ΝΑΤΟ θα επενέβαιναν εκ μέρους του και θα πολεμούσαν τους Βιετναμέζους και τους Ρώσους συμμάχους τους στους ορυζώνες και τις λεωφόρους της Καμπότζης.

«Μιλούσε χωρίς σταμάτημα. Δεν τέθηκαν ερωτήσεις για την κατάσταση του πληθυσμού της Καμπότζης, για τις εκτελέσεις και τα χωράφια του θανάτου. Στο όραμα του Πολ Ποτ δεν υπήρχε χώρος για τίποτε άλλο, πέρα από τους εχθρούς του και το πώς να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά του.»

Μόλις η συνέντευξη τελείωσε, οι τρεις ξένοι μεταφέρθηκαν εσπευσμένα σε ένα ξενοδοχείο, όπου αργότερα την ίδια νύχτα η Ελίζαμπεθ Μπέκερ άκουσε πυροβολισμούς. Έτρεξε στον πάνω όροφο, όπου βρισκόταν το δωμάτιο του Μάλκολμ Κάλντγουελ, και βρήκε το πτώμα του στο πάτωμα. Είχε γαζωθεί από σφαίρες. 


Μέχρι σήμερα η Ελίζαμπεθ Μπέκερ δεν μπορεί να καταλάβει για ποιο λόγο τον εκτέλεσαν οι Ερυθροί Χμερ — όπως και το γιατί δε σκότωσαν εκείνη και τον Ρίτσαρντ Ντάντμαν.

Στο τέλος του 1976 οι Ερυθροί Χμερ έθεσαν σε εφαρμογή ένα τετραετές γεωργικό σχέδιο, που υποτίθεται πως θα τριπλασίαζε τη γεωργική 
παραγωγή σε λιγότερο από δώδεκα μήνες. Ακόμα, ο Πολ Ποτ εισήγαγε ένα αυστηρό χρονοδιάγραμμα για τη σπορά και τη συγκομιδή της σοδειάς. 


Ωστόσο, δεν έλαβε υπόψη τις διαφορετικές καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν στα διαφορετικά σημεία της χώρας. Έτσι, το 1977, παρόλο που ολόκληρος ο πληθυσμός της χώρας δούλευε στα χωράφια ή ασχολούνταν γενικά με τη γεωργική παραγωγή, παρουσιάστηκε έλλειψη τροφίμων, που οδήγησε σε λιμό και θανάτους. Κανείς δεν περηφανευόταν πλέον για την παραγωγικότητα της χώρας.

 Στο κάτω-κάτω δεν υπήρχαν κίνητρα προκειμένου κάποιος να παράγει περισσότερο και να εργάζεται σκληρότερα. Ο μόνος στόχος τους ήταν να παραμένουν ζωντανοί και αυτό οδήγησε κάποιους ανθρώπους στον κανιβαλισμό. Ο Πολ Ποτ έδωσε εντολή όποιος κρινόταν ένοχος κανιβαλισμού να θάβεται στη γη μέχρι το λαιμό και να μένει εκεί μέχρι να πεθάνει. Στη συνέχεια, του έκοβαν το κεφάλι και το κάρφωναν σε ψηλούς πασσάλους, ως προειδοποίηση για τους υπόλοιπους.

Παρ' όλη την έλλειψη τροφίμων και το θάνατο εκατοντάδων χιλιάδων κατοίκων, ο Πολ Ποτ ταξίδεψε το 1977 στην Κίνα, όχι για να εξασφαλίσει την προμήθεια τροφίμων, αλλά για την παροχή στρατιωτικής βοήθειας, αφού είχε αρχίσει να φοβάται την εισβολή των Βιετναμέζων.


 Ο Πολ Ποτ έτρεφε πάντα ρατσιστικές τάσεις. Προσπάθησε να «απαλλάξει» την Καμπότζη από τους Τσαμ και τους Μουσουλμάνους. Τώρα στρεφόταν εναντίων των Βιετναμέζων. Αρχικά, οι Ερυθροί Χμερ εξολόθρευσαν όποιον είχε Βιετναμέζους συγγενείς ή σχέσεις με τους Βιετναμέζους εκτός των συνόρων, στη συνέχεια όμως ήταν επικίνδυνο ακόμη και να μιλάς τη βιετναμέζικη γλώσσα ή να μοιάζεις Βιετναμέζος. 

Οι στρατιωτικές δυνάμεις της Καμπότζης έλαβαν οδηγίες να εξαπολύσουν αντάρτικες επιθέσεις μέσα στο έδαφος του Βιετνάμ, όμως η πιο φρικιαστική από όλες αυτές τις ρατσιστικές τακτικές ήταν μια λίστα οδηγιών που παραδόθηκε από τον ίδιο τον Πολ Ποτ, σύμφωνα με την οποία οποιοσδήποτε ήταν παντρεμένος με Βιετναμέζο έπρεπε να τη σκοτώσει, αλλιώς θα εκτελούνταν ο ίδιος.

Όπως έδειχναν τα πράγματα, δεν υπήρχε τέλος στις εκτελέσεις και στο καθημερινό βασανιστήριο του να ζεις σε ένα τέτοιο ολοκληρωτικό καθεστώς. Ούτε τα μέλη του κόμματος κατάφεραν να ξεφύγουν από τούτη τη φρίκη, αφού από το 1977 μέχρι το 1978 ο Πολ Ποτ άρχισε να νιώθει απειλούμενος από την ίδια του την κυβέρνηση. Όταν πήρε την εξουσία το 1975, η Κεντρική Επιτροπή του Κομουνιστικού Κόμματος αποτελούνταν από είκοσι δύο μέλη.


 Μέχρι το 1978 είχαν απομείνει τέσσερα μέλη, με τους υπόλοιπους δεκαοχτώ να έχουν εκτελεστεί. Δεν είχε καμία σημασία ποιος ήσουν ή από πού ερχόσουν — αν ήσουν στρατιώτης, δημόσιος υπάλληλος, πλανόδιος πωλητής, υποστηρικτής του Πρίγκιπα Σιχανούκ, φοιτητής ή μέλος της κυβέρνησης. Ούτως ή άλλως, μπορούσαν να σε εκτελέσουν, αφού στην ουσία η χώρα στρεφόταν ενάντια στον εαυτό της.

Μέχρι το 1978, η κατάσταση στην Καμπότζη πλησίαζε την ολοκληρωτική διάλυση. Οι πολίτες έδειχναν πως δεν τους ενδιέφερε πλέον να παραμείνουν ζωντανοί και μεγάλες γεωργικές εκτάσεις της υπαίθρου παρέμεναν ακαλλιέργητες. Επιπροσθέτως, οι Βιετναμέζοι, που είχαν βαρεθεί τις επαναλαμβανόμενες αψιμαχίες στα σύνορα μεταξύ των στρατευμάτων


Είναι σχεδόν αδύνατο να υπολογίσουμε πόσοι ακριβώς πολίτες της Καμπότζης δολοφονήθηκαν, βασανίστηκαν ή πέθαναν από την πείνα υπό το καθεστώς του Πολ Ποτ, όμως κάποιες εκτιμήσεις υπολογίζουν 2 εκατομμύρια άτομα. Σε ένα μαζικό τάφο, στο Τσέουνγκ Εκ, ανακαλύφτηκαν 8.000 κρανία.



τους και των Ερυθρών Χμερ και μάθαιναν για τις μαζικές δολοφονίες στα αντίπαλα σύνορα και τις σφαγές και διώξεις που δέχονταν πολλοί Βιετναμέζοι πολίτες, παρέταξαν μεραρχίες του στρατού τους κατά μήκος των συνόρων. Επίσης, χρηματοδότησαν ένα πολιτικό κίνημα εναντίον του Πολ Ποτ, που ονομάστηκε «Ενωμένο Εθνικό Μέτωπο για την Εθνική Σωτηρία της Κάμπουτσέα».


Στις 25 Δεκεμβρίου 1978, 150.000 Βιετναμέζοι στρατιώτες διέσπασαν τα στρατεύματα που φύλασσαν τα σύνορα της Καμπότζης και στις 6 Ιανουαρίου απείχαν μερικά χιλιόμετρα μόλις από την Πνομ Πενχ. Οι στρατιώτες του Πολ Ποτ δεν ήταν σε κατάσταση να αντισταθούν, αφού δεν ήταν μόνο υποσιτισμένοι, αλλά και αποδιοργανωμένοι, εξ αιτίας της πλήρους διάλυσης της διοίκησης τους (γεγονός που αντικατόπτριζε τη γενικότερη κατάσταση της χώρας). 


Ο στρατός της Καμπότζης δε γνώριζε πού να στραφεί, ποιον να εμπιστευτεί, δεν ήξερε αν έπρεπε να αποχωρήσει ή να υπερασπιστεί τη χώρα από τους εισβολείς. Από την άλλη, οι πολίτες της Καμπότζης δεν αντιμετώπιζαν τέτοια διλήμματα και υποδέχτηκαν τους Βιετναμέζους με ανοιχτές αγκάλες. Είχαν έρθει οι απελευθερωτές, που περίμεναν τόσα χρόνια.

Η Πνομ Πενχ έπεσε στις 7 Ιανουαρίου 1979 και ο Πολ Ποτ με μια ομάδα αξιωματούχων των Ερυθρών Χμερ κατέφυγε στις απομονωμένες βορειοδυτικές περιοχές της Καμπότζης και από εκεί στα σύνορα με την Ταϊλάνδη. Στη συνέχεια δημιούργησε μια νέα βάση ισχύος, ονομάζοντας τη «Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο των Χμερ». 


Επίσης, διακήρυξε το πολιτικό μανιφέστο του νέου κόμματος, που εγγυούταν πολιτική και θρησκευτική ελευθερία. Φυσικά, κανείς δεν πήρε στα σοβαρά τη διακήρυξη του και σύντομα, πέρα από κάποιες σποραδικές αντεπιθέσεις ανταρτών και αναφορές πως παντρεύτηκε δεύτερη φορά (η πρώτη του γυναίκα τρελάθηκε), ο Πολ Ποτ χάθηκε από τον πολιτικό χάρτη. Θα περνούσαν δεκαεφτά χρόνια μέχρι να ξανακουστεί κάτι για εκείνον.

Τον Ιούνιο του 1997, η κυβέρνηση της Καμπότζης ανακοίνωσε πως ο Πολ Ποτ βρισκόταν, επιτέλους, αιχμάλωτος μιας φράξιας απογοητευμένων Ερυθρών Χμερ, κοντά στο Ανλόνγκ Βενγκ της βόρειας Καμπότζης. Ο άντρας που κατόρθωσε να τον συλλάβει ήταν ο Τα Μοκ, Αδερφός Υπ' Αριθμόν Πέντε στην ιεραρχία, που ήταν εξοργισμένος επειδή ο Πολ Ποτ είχε εκτελέσει έναν άλλο επιφανή Ερυθρό Χμερ, τον Σονγκ Σενγκ, μαζί με τη γυναίκα και τα παιδιά του. 


Ωστόσο, αν και η είδηση της σύλληψης του
Πολ Ποτ χαροποίησε πολλούς και η κυβέρνηση εξέφρασε την ελπίδα της να τον δικάσει διεθνές δικαστήριο, αυτό δεν επρόκειτο να πραγματοποιηθεί.



Οι αντάρτες των Ερυθρών Χμερ αρνήθηκαν να παραδώσουν τον Πολ Ποτ στις αρχές. Αντιθέτως, προτίμησαν τον «κατ' οίκον» περιορισμό του, βαθιά στη ζούγκλα της Καμπότζης. 


Από εκεί, ο Πολ Ποτ έδωσε συνέντευ­ξη στον Νέιτ Θέιρ, δημοσιογράφο της Ραν Εα$ΐεγη Εεοηοπιίε Κβνΐβιυ:
«Πιστεύετε πως είμαι βίαιο άτομο; Όχι. Δεν έχω κανένα πρόβλημα όσον αφορά στη συνείδηση μου και την αποστολή μου. Πρέπει να σας ξεκαθαρίσω κάτι... Η εμπειρία μου ήταν ελάχιστη, το ίδιο και η εμπειρία του κινήματος μου. Είμασταν νέοι, άπειροι, και τα γεγονότα που έπρεπε να αντιμετωπίσουμε διαδέχονταν το ένα το άλλο... Κάναμε το σωστό, από αγάπη προς το έθνος και τους ανθρώπους του, κατά την πορεία, όμως, διαπράξαμε και κάποια λάθη.»


Τελικά, διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν μεταξύ της κυβέρνησης και του Τα Μοκ, προκειμένου ο Πολ Ποτ να μεταφερθεί στην Ταϊλάνδη, όπου οι αρχές των Η.Π.Α. θα μπορούσαν να τον συλλάβουν και από εκεί να τον φέρουν ενώπιον διεθνούς δικαστηρίου. 


Αυτό όμως δεν ήταν γραφτό να γίνει, αφού ο Πολ Ποτ πέθανε στις 15 Απριλίου 1998. Η σορός του εκτέθηκε σε μια μικρή ομάδα δυτικών δημοσιογράφων, προκειμένου να επιβεβαιώσουν το θάνατο του. Περιτριγυρισμένος από έφηβους Ερυθρούς Χμερ, οπλισμένους με τουφέκια ΑΚ-47, ο νεκρός τύραννος αναπαυόταν με ένα μπουκέτο ροζ και λευκά λουλούδια στο κεφάλι του. Σύμφωνα με τη σύ­ζυγο του, ο Πολ Ποτ πέθανε στον ύπνο του, αν και στη συνέχεια οι αρχές ανακοίνωσαν πως ο θάνατος του οφειλόταν σε καρδιακή προσβολή.

Οι Ερυθροί Χμερ —και ιδιαίτερα ο Πολ Ποτ— ήταν υπεύθυνοι για το πιο θανατηφόρο πολίτευμα στη σύγχρονη ασιατική ιστορία, αναλογικά με τον πληθυσμό της χώρας. Μπορεί ο Πολ Ποτ να έτρεφε την επιθυμία να φέρει τη χώρα του στο Έτος Μηδέν και να σβήσει τις αναμνήσεις των πολιτών του, κανείς όμως από όσους ζουν σήμερα στην Καμπότζη δεν πρόκειται να ξεχάσει τον Αδερφό Υπ' Αριθμόν Ένα.


ermionh

ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.