Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013

Δημήτρης Λιαντίνης – "Τα Ελληνικά" (Σχετικά με τη διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών) Μέρος Πρώτο




«Γραμματική, λοιπόν, συντακτικό, ετυμολογία, τυπικό, φθογγολογικό, σχήματα λόγου, προσωδία και μέτρα, κανόνες, εξαιρέσεις κανόνων, σημείωση, υποσημείωση, παράγραφος, υπνολαλία, υπνοπαιδεία. Και το ροχαλητό αστραπόβροντο στις σπηλιές.
Εδώ είναι η έρημος και ο άνυδρος τόπος που μας καλεί να λογαριάζουμε ότι θα μένουν θρυλικά τα λόγια του Μαβίλη:

"Με γενικές απόλυτες και ισόκωλα
αντί να πάμε ομπρός πάμε πισόκωλα"

Μ' ένα λόγο, ο μαθητής "προακτέος", μόριο "αποφατικό", γενική "επισκόπηση". Και παρα λίγο ο πρωκτοφαντασματοσκόπος του Φάουστ.
Αυτή ήταν η διδακτική του Εξαρχόπουλου για τα Αρχαία Ελληνικά, και για το τυπικό τους. Σχετικά με την ουσία τώρα, όλη η προσοχή έπεφτε στο περιδιαγραμμάτου.



Με βάση το ερβαρτιανό πρότυπο της εθνικής ηθικής διαπαιδαγώγησης, όπως μας έλεγαν στο στρατό, ο μαθητής λάβαινε τέτοια ζάλα και φορτία ηθικότητας, ώστε βγαίνοντας από το σχολείο παραπατούσε στο δρόμο με το βάδισμα ενός κατάφρακτου Κουταλιανού.

Κορφολογιόνταν όλες οι ηθικές ουσίες του κλασικού κόσμου και η λοκάντα σέρβιρε στο μαθητή νόστιμα κρεατοσφαιρίδια και σκουληκίδες. Κεφτέδες δηλαδή και μακαρόνια, που λέγανε οι λογιότατοι την εποχή της Βαβυλωνίας του Δημήτρη Βυζάντιου.

Ηθική διδασκαλία, λοιπόν, εντολές δέκα, και εκατό και διακόσιες, οὐ και μή μωσαϊκά ατελεύτητα, παραινέσεις εις νέους και συμβουλές προς Δημόνικον, χιλιάδες πρέπει φανταχτερά σαν φολιδωτά ερπετά, προτροπές και νουθεσίες, διαθήκες παλαιές νέες μελλοντικές, το χρέος το οφείλειν το καθήκον, η ηθική προσωπικότητα, το ηθικό φέγγος, το ηθικό «γάρμπος». Πολλές αρβύλες και στιβάνια στα Σφακιά και στο Σέλινο.

Σ ̓ εκείνα τα δίσεχτα χρόνια της σιωπής και της φοβέρας ο Βάρναλης υπερέτησε δάσκαλος στη χώρα. Στη σχολή Εξαρχόπουλου όμως έπαιζε το ρόλο της αλογόμυγας. Τον ίδιο ρόλο, δηλαδή, του οίστρου και του μώμου που έπαιζε ο Σωκράτης στους αθηναίους. Γι ̓ αυτό άλλωστε έγραψε και την Αληθινή απολογία του Σωκράτη.

Το αποτέλεσμα από όλη ετούτη την ηθική σταυροφορία ήταν να γίνουνται οι μαθητές πιστόνια και μπιέλες μηχανής, και πλαστικά στρατιωτάκια στις αλάνες.

Η υποκρισία, ο σκεπασμένος περίγελως, η δυσπιστία, η ανασφάλεια, το ψέμα, η συμπεριφορά του κλόουν λάβαιναν θέση στην οργάνωση μιας προσωπικότητας από καουτσούκ και νάυλον. Εκεί που κάτω από σωστές συνθήκες έπρεπε να αναδυθεί ένας στιβαρός άνθρωπος. Κάτω από την επίδραση δηλαδή της φυσικής γνώσης, του άγριου ρεαλισμού, και της πολύμοχθης αρετής , που περικλείνουν τα αρχαία κείμενα μέσα στην αστραφτερή σιωπή τους.

Το άλλο ερώτημα, σχετικά με τούτη τη στάση της σχολής Εξαρχόπουλου απέναντι στη διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών, είναι γιατί εκράτησε ο τύπος, και χάθηκε η ουσία. Η απόκριση είναι απλή και δίπλα μας.

Ενίκησε ο τύπος και νικήθηκε η ουσία, γιατί ο τύπος προσφέρεται στο αβασάνιστο και στο εύκολο. Η ουσία αξιώνει τα βαριά, και αντιμετριέται με τα δύσκολα. Και το φυσικό του ανθρώπου είναι να τον φέρνει στην ευκολία και στο ευχάριστο, και να τον ξεμακραίνει από το τραχύ και την δυσχέρεια.

Στην πραγματικότητα πρόκειται η ίδια διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στα λόγια και στα έργα. Οι περισσότεροι λένε, αλλά ελάχιστοι κάνουν. Και ασφαλώς είναι άλλο πράγμα, να κατεβείς και να πεις, θα γίνω ευεργέτης της ανθρωπότητας, και άλλο να πράξεις και να ζήσεις έτσι, που μια μέρα να περάσει το όνομά σου στο κιούριο, στο φέρμιο, στο αϊνστάνιο, και στα άλλα χημικά στοιχεία.

Μ’ ένα λόγο και για να το ειπώ απλά. Την επιθετική μετοχή και τα τελικά απαρέμφατα είναι εύκολο να τα μάθεις. Και σαν τα μάθεις είναι ευκολότερο να κάνεις επίδειξη με δαύτα σε κείνους που δεν τα ξέρουν.

Φοράς, σα να λέμε, τη στολάρα με τη φούντα και το λοφίο, γίνεσαι δηλαδή ο κύριος καθηγητής η αυθεντία τα ράσα του παπά, και ύστερα από το πόστο ενός γελοίου κορδακιζόμενου μπορείς πια να κοκορεύεσαι και να λεονταρίζεις. Κι ο κοσμάκης από κάτου, οι ξύπνιοι σε κάνουνε χάζι. Και τα χαϊβάνια θαυμάζουν: βρε τι Σολομώντας ειν ̓ ετούτος!

Μαθαίνεται λοιπόν η επιθετική μετοχή και το τελικό απαρέμφατο. Τη φράση όμως του Πλάτωνα, «η φιλοσοφία είναι μελέτη θανάτου», το στίχο του Ομήρου «πεθαίνουμε και χανόμαστε μια για πάντα σαν τα φύλλα των δέντρων», ή το φοβερό δίλεκτο του Αισχύλου «θα μάθεις σαν πάθεις», είναι δύσκολο να τα κατανοήσει κανείς. Και παρά πέρα, είναι πολύ δυσκολότερο να τα υιοθετήσει κανείς, να τα καταλύσει σαν άρτο, και να τα κάνει τρόπο ζωής. Modus vivendi, που λένε.

Γιατί οι φράσεις αυτές είναι το νερό το μαύρο, και το κόκκινο, και το φαρμακερό της κυπριακής παραλογής. Είναι σα να ξύνεις με τα νύχια σου το μάρμαρο και ν ̓ αγωνίζεσαι να χαράξεις πάνω του αρχαϊκή τη μορφή σου.
Γιατί ο Πλάτων και ο Όμηρος και ο Αισχύλος σ ̓ αυτή τους τη θεώρηση, και δεν υπάρχει άλλη να τους κοιτάξεις αν δε γελάς και αν δε γελιέσαι, σου ζητούν πράγματα αληθινά και πολύ τίμια. Σου ζητούν να κηρύξεις τη ζωή σου σε συναγερμό επ ̓ άπειρον.

Αξιώνουν να κοντοπερπατείς ολοζωής στις πλαγιές του Βεζούβιου. Και θέλουν μέρα νύχτα να σφυρίζει στ ̓ αυτιά σου εκείνο το ξιφήρες «φύλακες γρηγορείτε!» Καθώς στέκεις φρουρός στη μεγάλη πύλη της πόλης. Ή στη μικρή.
Η κατανόηση των κλασικών κειμένων αξιώνει μια ολόκληρη ζωή με άκρα ευαισθησία, και βούληση, και ανθρωπιά. Και πάλι ναι, και πάλι όχι, και πάλι να μη φτάνει.

Αυτός είναι ο λόγος που ο Εξαρχόπουλος και το συνάφι του εισηγήθηκαν τη φορμαλιστή και όχι τη ρεαλιστική τακτική στη μέθοδο διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών. Από ανηθικότητα, και από ανανδρία.

Αυτό τους ήταν το εύκολο και το προσβατό. Το βολικό στη φαυλότητα, και το ομόλογο στην υποκρισία τους.

Και αυτός είναι ο λόγος, που η αντίθετη σχολή, ο Αλέξανδρος Δελμούζος και τα παλικάρια του, όπως λέμε ο Ρήγας και οι πνιγμένοι του σύντροφοι, δε βρήκαν οπαδούς και ακόλουθους στη δουλειά τους. Γιατί πέρα από την επίσημη καταδίωξη του κράτους, ετούτοι οι γνήσιοι έλληνες «ζητήσανε τα δύσκολα και τα ανεκτίμητα Εύγε».

Συνοψίζω το ζητούμενο και τη λύση του στην παραβολή του ποιητή: Η σχολή Εξαρχόπουλου και ο όχλος της είναι οι αρωματισμένοι Σιδώνιοι του Καβάφη, που κοκορίζουν και κακαρίζουν, καθώς μιλούν για την τέχνη που λησμόνησε τη ζωή. Η πορεία Δελμούζου· Γληνού είναι ο Αισχύλος. Περπατάει βλοσυρός στο Μαραθώνα, ταυροκοιτάει μπροστά του και πίσω του, και στοχάζεται για την τέχνη την ώρα που δουλεύει για τη ζωή.
Το τρίτο, για να μην τα φορτώσει κανείς όλα στον Εξαρχόπουλο, όπως οι Εβραίοι στον αρχαίο τράγο τις αμαρτίες τους, είναι πως παράλληλα με την κακή διδακτική των παιδαγωγών ήταν κακή και η διδασκαλία των φιλολόγων.

Εδώ έχουν τη θέση τους οι Κοντοί, οι Μιστριώτες, οι Καλιτσουνάκες και Πεζόπουλοι, και οι άλλοι λογιότατοι. Είναι όλοι εκείνοι που το άδειο κρανίο τους το ζωγράφισες αιώνια ο Σολωμός στο "Διάλογο".

Το κακό με τους κλασικούς φιλολόγους δεν είναι ότι στα Αρχαία Ελληνικά έβλεπαν λέξεις μόνο. Το μεγάλο κρίμα ήταν πως απόκοψαν τελείως το αντικείμενο που δίδασκαν από τη ζωή.
Δεν μπορείς να σπέρνεις ρήματα και να ζητάς να θερίσεις στάχυα. Δε μπορείς να πας στον κρεοπώλη και να του ειπείς, δός μου ένα κιλό κρέας από «μήλο». Γιατί που να το ξέρει ο άνθρωπος ότι το αρνί στ ̓ αρχαία το λέγανε "μήλο".»

_________________________________________
Δημήτρης Λιαντίνης – "Τα Ελληνικά" (αποσπάσματα)

ΠΗΓΗ

ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.