Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2013

ΛΕΙΕΣ ΠΟΛΕΜΟΥ

Του Κώστα Θωκταρίδη,
Επαγγελματία δύτη και εκπαιδευτή
και του Άρη Μπιλάλη,
Ερευνητή της Ναυτικής Ιστορίας

Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ναυτική Επιθεώρηση»,
τ. 583, σ. 66, έκδοση ΥΙΝ/ΓΕΝ, ΔΕΚ2012-ΦΕΒ2013.
Αναδημοσίευση στο Περί Αλός με την έγκριση της ΝΕ.


Το «Τένεδος» (συλλογή PSchenk) ΦΩΤΟ: ΝΕ

O όρος «λεία πολέμου» αναφέρεται στην εχθρική περιουσία (πλοία, εξοπλισμό ή εμπορεύματα) η οποία περιέρχεται στην κατοχή του αντίπαλου κατά τη διάρκεια ενός κατά θάλασσα πολέμου.

Η εχθρική αυτή περιουσία μπορεί να ανήκει είτε στο εχθρικό Δημόσιο (π.χ. πολεμικά πλοία, κρατικά εμπορικά, πλοία χρησιμοποιούμενα σε δημόσιους σκοπούς ή τα ευρισκόμενα υπό κρατική εξουσία) είτε στους ιδιώτες του εχθρικού κράτους.

Κατά τη διάρκεια του αγώνα για την ανεξαρτησία, τα ελληνικά ιστιοφόρα συνέλαβαν πολλά τουρκικά και αιγυπτιακά ιστιοφόρα. Για παράδειγμα, η κορβέτα «Ύδρα» και η ημιολία «Αθηναΐς» είχαν κυριευθεί κατά τη διάρκεια ναυμαχίας στο Ιόνιο στις 19 Ιουλίου 1827 και ύψωσαν την ελληνική σημαία, συμβάλλοντας στη συνέχεια στον αγώνα. Στο παρόν άρθρο θα αναφερθούμε στα πλοία που αποτέλεσαν λεία πολέμου του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, από την εποχή του ατμού και ύστερα. Το πρώτο λάφυρο πολέμου αυτής της περιόδου αποτέλεσε το υπό τουρκική σημαία επιβατηγό ατμόπλοιο «Γεώργιος». Κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, το Μάιο, το «Γεώργιος» εντοπίστηκε να πλέει κοντά στην Τένεδο από τον ατμομυοδρόμωνα «Πηνειός» και το τορπιλοβόλο «14».

Στη νηοψία που ακολούθησε αποκαλύφθηκε ότι το πλοίο μετέφερε πολεμοφόδια και έτσι κατασχέθηκε και οδηγήθηκε στον Πειραιά. Το πλοίο παρέμεινε για αρκετούς μήνες δεμένο στο Ξαβέρι και στη συνέχεια εντάχθηκε στη δύναμη του Πολεμικού Ναυτικού, λαμβάνοντας το όνομα «Κρήτη». Το διαστάσεων 64 x 8,9 μέτρων επιβατηγό – φορτηγό πλοίο είχε ναυπηγηθεί το 1894 στη Σκωτία για την «Ατμοπλοΐα Αρχιπελάγους» του ελληνικής καταγωγής Οθωμανού υπηκόου Χατζή Δαούτ Φαρκούχ, που είχε την έδρα της στη Σμύρνη. Αρχικά το «Κρήτη» χρησιμοποιήθηκε ως οπλιταγωγό, καθώς και για την προστασία των Ελλήνων σπογγαλιέων στα παράλια της βόρειας Αφρικής. Το 1915 μετετράπη σε υδροφόρο για τις ανάγκες του Ναυστάθμου Σαλαμίνος και μετονομάστηκε «Αύρα» προκειμένου να απελευθερώσει το όνομα Κρήτη για ένα υπό ναυπήγηση αντιτορπιλικό. Χρησίμευσε επίσης ως πλοίο διοίκησης - θαλαμηγός διαφόρων κατά καιρούς διοικητών μοιρών. Στις 23 Απριλίου 1941 το «Αύρα» δέχτηκε αεροπορική επίθεση και προκειμένου να αποφευχθεί η βύθιση του, προσαράχθηκε στον όρμο της Βουλιαγμένης, όπου και το βρήκαν οι δυνάμεις κατοχής. Οι Γερμανοί προχώρησαν στην ανέλκυση του σκάφους και τομετασκεύασαν στο ανθυποβρυχιακό «UJ.2108».

Το πλοίο επλήγη κατά το συμμαχικό βομβαρδισμό της 29ης Σεπτεμβρίου 1944 και βυθίστηκε στο Σκαραμαγκά. Το ναυάγιό του διαλύθηκε περί το 1952.

Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, αρκετά τουρκικά σκάφη αποτέλεσαν λείες πολέμου. Τα δύο από αυτά καταλήφθηκαν όταν ο στρατός απελευθέρωσε την Πρέβεζα, στις 21 Οκτωβρίου / 3 Νοεμβρίου 1912. Στην τουρκική ναυτική βάση που βρισκόταν εκεί ανακαλύφθηκαν τα τορπιλοβόλα «Antalya» και «Tokad» καθώς και οι μικρές ακτοφυλακίδες «Νο.9» και «Νο.10». Λίγο πριν την παράδοση της βάσης, ο Τούρκος διοικητής είχε διατάξει την αυτοβύθιση και των τεσσάρων σκαφών. Τα εκτοπίσματος 165 τόνων «Antalya» και «Tokad» είχαν ναυπηγηθεί το 1905 στα ναυπηγεία AnsaldoArmstrong &Cie στο Sestri Ponente και είχαν διαστάσεις 51 x 5,7 μέτρα. Έφεραν οπλισμό από δυο πυροβόλα των 37 χιλιοστών και 2 τορπιλοσωλήνες των 450 χιλ. και είχαν μέγιστη ταχύτητα 26 κόμβων. Το «Antalya» βρισκόταν σε καλύτερη κατάσταση, οπότε σύντομα ανελκύστηκε με τη συνδρομή του ναυαγοσωστικού «Constance Grech» (μετέπειτα «Τένεδος»). Οδηγήθηκε στις 14 / 27 Νοεμβρίου στο Ναύσταθμο Σαλαμίνος όπου επισκευάστηκε και πήρε το όνομα «Νικόπολις». Ενεργοποιήθηκε τον Ιανουάριο του 1913 με κυβερνήτη τον Ν. Βότση, τέως κυβερνήτη του τορπιλοβόλου «11» που είχε βυθίσει το τουρκικό θωρακισμένο πλοίο «Feth-i-Boulent» στη Θεσσαλονίκη. Το «Νικόπολις» κατά τον Α´ Βαλκανικό Πόλεμο χρησίμευσε σε περιπολίες και νηοψίες στο Σαρωνικό και το Ιόνιο. Τελικά παροπλίστηκε το 1919 και το 1923 εκποιήθηκε στον εφοπλιστή Πρόδρομο Βαϊάνη, ο οποίος το μετέτρεψε σε υδροφόρο και διατηρώντας το ίδιο όνομα ενεγράφη στο νηολόγιο φορτηγίδων του Πειραιά (υπ.αρ. 1127). Το Μάιο του 1942 το σκάφος πουλήθηκε στην ΑΕ Γ. Μουνδρέας & Αφοί, όμως τον Οκτώβριο του 1944 βυθίστηκε στη Σύρο κατά τη διάρκεια αεροπορικού βομβαρδισμού.


Σχέδιο κλάσης «Antalya». ΦΩΤΟ: Bernd Langensiepen &
Ahmet Güleryüz “The Ottoman Steam Navy 1828-1923”
(London: Conway Maritime Press, 1995) p.156.

To έτερο από τα δύο τουρκικά τορπιλοβόλα, το «Tokad», κρίθηκε ότι δεν ήταν σε θέση να επισκευαστεί. Το σκάφος είχε σοβαρές ζημιές από βολές που του είχαν προκαλέσει ιταλικά αντιτορπιλικά στις 16 / 29 Οκτωβρίου 1911, κατά τη διάρκεια μιας σύντομης ναυμαχίας στα ανοιχτά της Πρέβεζας.

Τότε το «Antalya» είχε καταφέρει να διαφύγει με ελαφριές ζημιές, αλλά το «Tokad» επέστρεψε στη βάση του φλεγόμενο και προσαράχθηκε εκούσια κοντά στη Πρέβεζα. Ένα μήνα αργότερα ρυμουλκήθηκε στην τουρκική βάση όπου παρέμεινε χωρίς να επισκευαστεί, μέχρι την αυτοβύθισή του. Το ανελκυσθέν σκάφος ρυμουλκήθηκε από το ατμόπλοιο «Ιουλία» στις 16 / 29 Ιανουαρίου 1917 στην Πάτρα και ακριβώς τέσσερις μήνες αργότερα στον Πειραιά. Οι ζημιές στο σκάφος δεν επέτρεψαν την επισκευή του για μάχιμα καθήκοντα και έτσι εκποιήθηκε. Αναφέρεται σε ορισμένες πηγές ότι το σκάφος εντάχθηκε στο Π.Ν. έχοντας μετατραπεί στην υδροφόρα «Τατόι». Όμως τα στοιχεία συγκλίνουν στο ότι το σκάφος πουλήθηκε απευθείας σε ιδιώτες. Το 1935 το σκάφος, εκτενώς μετασκευασμένο, εγγράφηκε στο νηολόγιο φορτηγίδων του Πειραιά (υπ.αρ. 1625) ως υδροφόρα με το όνομα «Πιπίνα» υπό την ιδιοκτησία της εταιρίας Βαϊάνη & Καϊρακτίδη. Το 1941 το «Πιπίνα» βρισκόταν στα Λεμονάδικα του Πειραιά ημικατεστραμένο, προφανώς από τους γερμανικούς βομβαρδισμούς του Απριλίου. Παρόλ’ αυτά, το Μάιο του 1942 πουλήθηκε στην εταιρία Γ. Μ. Μουνδρέας & Αφοί, ωστόσο στη συνέχεια παραδόθηκε στις γερμανικές αρχές προκειμένου να διαλυθεί στο μηχανουργείο Κανέλλου. Προτού όμως ολοκληρωθούν οι εργασίες διάλυσης, το «Πιπίνα» κατεστράφη ολοσχερώς κατά το συμμαχικό βομβαρδισμό τις 11ης Ιανουαρίου 1944.

Λίγο βορειότερα, στην άλλοτε τουρκική ναυτική βάση της Ηγουμενίτσας, βρίσκονταν τα ναυάγια των τορπιλοβόλων «Hamidiye» [1] και «Alpagot».

Και τα δυο είχαν βυθιστεί στις 17 / 30 Σεπτεμβρίου 1911 από τα πυρά ιταλικών αντιτορπιλικών. Το «Alpagot» ήταν παρόμοιο με το «Antalya» έχοντας επίσης ναυπηγηθεί στα Ansaldo το 1904. Στα ίδια ναυπηγεία είχε ολοκληρωθεί το 1902 το μικρότερο «Hamidiye», στο οποίο τον Ιούλιο του 1913 ξεκίνησαν εργασίες ανέλκυσης από το ναυαγοσωστικό «Τένεδος». Πέρα από τις ναυτικές βάσεις στην Ήπειρο, το τουρκικό Πολεμικό Ναυτικό διατηρούσε έναν αριθμό από σκάφη στη βάση της Θεσσαλονίκης.

Το μεγαλύτερο από αυτά ήταν το παλαιό θωρηκτό «Feth-i-Boulent» το οποίο αποτέλεσε το στόχο της επιτυχημένης τορπιλικής επίθεσης του τορπιλοβόλου «Νο.11» υπό τον Υποπλοίαρχο Νικόλαο Βότση.

Πέρα από αυτό, στη Θεσσαλονίκη εδράζονταν το βοηθητικό «Fuad», το ρυμουλκό «Selanik» που είχε μετατραπεί σε ναρκοθέτιδα και τα εξοπλισμένα
ρυμουλκά «Surat», «Teshilat» και «Κaterin». Κατά την απελευθέρωση της πόλης από τον Ελληνικό Στρατό, στις 27 Οκτωβρίου / 9 Νοεμβρίου 1912, στο λιμάνι της παρέμεναν και τα πέντε τουρκικά σκάφη. Τα ρυμουλκά είχαν στο μεταξύ αφοπλιστεί και υψώσει τη γαλλική σημαία προκειμένου να αποφύγουν την αιχμαλωσία. Το δε «Fuad», σύμφωνα με τουρκικές πηγές, είχε υψώσει την Ερυθρά Ημισέληνο στις 23 Οκτωβρίου / 5 Νοεμβρίου, δηλαδή λίγες μέρες πριν την αναμενόμενη κατάληψη της πόλης από τον Ελληνικό Στρατό, προκειμένου να αναγνωριστεί ως νοσοκομειακό σκάφος. Το τροχήλατο «Fuad» είχε ναυπηγηθεί το 1865 στα ναυπηγεία Millwall Iron Works στο Λονδίνο ως σκάφος μεταφοράς αλληλογραφίας και μνημάτων (dispatch ship). Είχε εκτόπισμα 1.075 τόνους και διαστάσεις 76,2 x 9,1 μέτρα και έφερε μια ατμομηχανή 200 ίππων που κινούσε τους δυο τροχούς. Το σκάφος έφερε δύο πυροβόλα των 75 χιλιοστών και από το 1908 παρέμενε σταθμευμένο στη Θεσσαλονίκη. Σύμφωνα με ορισμένες ελληνικές πηγές, το «Fuad» αποπειράθηκε να διαφύγει από τη Θεσσαλονίκη όταν έγινε αντιληπτό από το βοηθητικό εύδρομο «Αρκαδία» και το οπλιταγωγό «Σφακτηρία». Το «Αρκαδία» έριξε αρκετές προειδοποιητικές βολές προκειμένου να ανακόψει το «Fuad» το οποίο υποχρεώθηκε να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη. Κατά μια άλλη εκδοχή, το «Αρκαδία» έβαλε εναντίον ρυμουλκού υπό γαλλική σημαία προκειμένου να του υποδείξει τον ασφαλή δίαυλο για τον κατάπλου στο λιμάνι. Το βέβαιο είναι ότι στις 15 Νοεμβρίου το «Fuad» καταλήφθηκε στη Θεσσαλονίκη από τις ελληνικές δυνάμεις, όταν ανακαλύφθηκε ότι στο σκάφος νοσηλευόταν μόνο ένας τραυματίας. Αργότερα εντάχθηκε στο ελληνικό Π.Ν. και υπηρέτησε για ένα διάστημα ως «κάτεργο», δηλαδή ως πλωτή φυλακή. Το 1919 παροπλίστηκε και στο τέλος του 1921 ανακοινώθηκε ότι θα διατεθεί προς πώληση. Εκτιμάται ότι ο αγοραστής του προχώρησε στη διάλυσή του.

Όσο για τα τουρκικά ρυμουλκά «Selanik», «Surat», «Τeshilat» και «Katerin» που είχαν υψώσει τη γαλλική σημαία, απέπλευσαν στις 27 Νοεμβρίου / 10 Δεκεμβρίου από τη Θεσσαλονίκη με προορισμό τα Δαρδανέλλια. Στα ανοιχτά της Λήμνου, ελληνικά πολεμικά εντόπισαν τα σκάφη και προέβησαν σε νηοψία αλλά τελικά τους επετράπη να συνεχίσουν την πορεία τους. Όταν την επομένη έφτασαν στα Δαρδανέλλια, ύψωσαν ξανά την τουρκική σημαία και επανεντάχθηκαν στον Τουρκικό Στόλο. Αξίζει να αναφέρουμε πως το «Selanik» συνέχισε να υπηρετεί σε καθήκοντα λιμένος για δεκαετίες και από το 1992 εκτίθεται ως μέρος του μουσείου Rahmi Koc στην Κωνσταντινούπολη.


Το Fuad στη Θεσσαλονίκη (1909). ΦΩΤΟ: Ahmet Güleryüz.
Bernd Langensiepen & Ahmet Güleryüz “The Ottoman
Steam Navy 1828-1923”, (London: Conway
Maritime Press, 1995) p.128.

Λίγες εβδομάδες νωρίτερα, στις 14 / 27 Οκτωβρίου 1912, κατά τη διάρκεια μιας άλλης νηοψίας, το βρετανικό ναυαγοσωστικό «Constance Grech» συνελήφθη στα ανοιχτά της Λήμνου καθώς ήταν ναυλωμένο από την τουρκική κυβέρνηση και βρέθηκε πλήρες πολεμοφοδίων τα οποία συνόδευαν 23 Τούρκοι στρατιώτες. Το πλοίο που είχε ναυπηγηθεί το 1891 ως «Helga» στη Σκωτία, είχε διαστάσεις 43,3 x 4,3 μέτρα και εκτόπισμα 450 τόνων και ήταν μια ευπρόσδεκτη προσθήκη στον ελληνικό στόλο που δεν διέθετε ναυαγοσωστικά σκάφη. Ευθύς μεταφέρθηκε στον Πειραιά όπου υψώθηκε η ελληνική σημαία, αλλά λίγες ημέρες αργότερα στάλθηκε στην Πρέβεζα όπου εργάστηκε για την ανέλκυση του «Antalya». Στη συνέχεια εντάχθηκε στο Π.Ν. και ονομάστηκε «Τένεδος» για να χρησιμεύσει για τον ανεφοδιασμό φάρων και βοηθητικό του Στόλου. Κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο χρησίμευσε ως ναυαγοσωστικό για να βυθιστεί τελικά στο Σαρωνικό στις 23 Απριλίου 1941 από γερμανική αεροπορική επίθεση. Ανελκύσθηκε τον προσεχή Ιούλιο από τους Γερμανούς που το επισκεύασαν και το μετέτρεψαν στο ανθυποβρυχιακό σκάφος «UJ.2106». Τελικά βυθίστηκε από το βρετανικό υποβρύχιο «UNSPARING», στις 21 Ιουνίου 1944, νότια από το ακρωτήριο Μαλέας.

Επίσης ένα ακόμη λάφυρο των Βαλκανικών Πολέμων ήταν το ξύλινο τροχήλατο ρυμουλκό «Βούρλα». Το σκάφος είχε πουληθεί τον Μάρτιο του 1913 από Εβραίο της Θεσσαλονίκης σε Βούλγαρους και είχε μετονομαστεί «Belomorets» (Αιγαιοπελαγίτης). Στη συνέχεια στάλθηκε στην Αλεξανδρούπολη (τότε Δεδέαγατς) όπου το βρήκαν βυθισμένο οι ελληνικές δυνάμεις όταν την
απελευθέρωσαν. Το ρυμουλκό ανελκύστηκε και εντάχθηκε στη δύναμη του στόλου, αλλά το 1921 είχε ήδη παροπλιστεί.

Σε νηοψία που εκτελέστηκε σε γερμανικό ατμόπλοιο που ναυλοχούσε στον Πειραιά, βρέθηκε μια μεγάλη βενζινάκατος που έφερε την επιγραφή «Constantinople». Εκτιμήθηκε ότι το σκάφος προοριζόταν για να χρησιμοποιηθεί ως ναρκοθέτις ή ναρκαλλιευτικό του τουρκικού Π.Ν., οπότε χαρακτηρίστηκε λεία πολέμου και περιήλθε στο ελληνικό κράτος.

Πέραν των σκαφών που εντάχθηκαν στο Π.Ν., υπήρξαν και άλλα εμπορικά σκάφη τα οποία αποτέλεσαν λεία πολέμου του Α’ Βαλκανικού Πολέμου.

Κατά την έναρξη των εχθροπραξιών κατασχέθηκε το υπό τουρκική σημαία επιβατηγό ατμόπλοιο «Itihad» το οποίο βρισκόταν στον Πειραιά. Επρόκειτο για το πρώην ελληνικό «Πριγκίπισσα Σοφία», ναυπήγησης 1883, το οποίο είχε πουληθεί το 1911 στον τουρκοκρητικό Ιμπραήμ Σκουνάκη, αλλά εξαιτίας της ιταλοτουρκικής σύρραξης δεν είχε αποτολμήσει να αναχωρήσει από τον Πειραιά. Στο 937 τόνων πλοίο υψώθηκε η ελληνική σημαία και δόθηκε το προηγούμενο όνομά του, ενώ διατέθηκε για χρήση ως μεταγωγικό. Κατά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, κατασχέθηκε στο λιμάνι το επιβατηγό «Salonique» και πάλι ιδιοκτησίας Σκουνάκη.

Το 1.279 τόνων σκάφος, ναυπήγησης του 1874, οδηγήθηκε στον Πειραιά, έμφορτο με λάφυρα από τον παραδοθέντα Τουρκικό Στρατό. Μετά το τέλος των εχθροπραξιών και τα δυο σκάφη επεστράφησαν στον Σκουνάκη.

Το Δεκέμβριο του 1912, το ιταλικό φορτηγό ατμόπλοιο «Adriatico» εντοπίστηκε από το βοηθητικό εύδρομο «Μακεδονία» να πλέει στον κόλπο της Αυλώνος, δηλαδή εντός της προκηρυγμένης από το Ελληνικό Π.Ν. ζώνης αποκλεισμού των βορειοηπειρωτικών παραλίων. Εξαιτίας αυτής της παραβίασης, το «Adriatico» κατασχέθηκε ως λεία πολέμου και οδηγήθηκε στην Κέρκυρα όπου το φορτίο του από άλευρα εκφορτώθηκε και το σκάφος αφέθηκε ελεύθερο. Άλλα εννέα [2] εμπορικά ατμόπλοια διαφόρων ευρωπαϊκών κρατών συνελήφθησαν κατά τον Α´ Βαλκανικό Πόλεμο και το Δημόσιο κατέθεσε αγωγές προκειμένου να κηρυχτούν ως λεία πολέμου. Οι υποθέσεις τους εκδικάστηκαν το Δεκέμβριο του 1911 από
το Πρωτοδικείο Αθηνών, αλλά όλα αποδόθηκαν στους ιδιοκτήτες τους.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η προσπάθεια κατάληψης της τουρκικής κανονιοφόρου «Trabzon» από το ελληνικό τορπιλοβόλο «14». Τη νύχτα της 9 / 14 Νοεμβρίου το ελληνικό σκάφος έπλευσε στο Αϊβαλή όπου ναυλοχούσε το τουρκικό σκάφος.

Λόγω της πανσελήνου και του θορύβου των μηχανών, το τορπιλοβόλο έγινε αντιληπτό από το τουρκικό πλήρωμα το οποίο εγκατέλειψε το «Trabzon» αφού προηγουμένως άνοιξε τους κρουνούς κατάκλισης. Ευθύς ένα ελληνικό άγημα επιβιβάστηκε στο τουρκικό σκάφος με σκοπό να αποτρέψει τη βύθιση και να επιτραπεί η ρυμούλκηση του πλοίου στη Μυτιλήνη. Ωστόσο αυτό δεν κατέστη δυνατόν και τελικά το τορπιλοβόλο «14» εκτόξευσε μια τορπίλη ενάντια στο βυθιζόμενο «Trabzon» που ανατινάχτηκε.

Με την υπογραφή για τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων, τον Αύγουστο του 1913, διοργανώθηκε μια πανηγυρική υποδοχή των επισήμων και των πλοίων του στόλου. Σε αυτή την υποδοχή πήραν μέρος και τα λάφυρα του ναυτικού πολέμου, δηλαδή τα «Fuad», «Belomorets» και «Antalya», τα οποία είχαν αγκυροβολήσει σημαιοστολισμένα στο Φάληρο.

Παρά την καθυστερημένη είσοδο της Ελλάδας στον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο, το ελληνικό Π.Ν. συμμετείχε σε αρκετές συμμαχικές επιχειρήσεις. Στις 26 Νοεμβρίου 1918 δύο ελληνικά αντιτορπιλικά μαζί με αγγλικά, γαλλικά πολεμικά εισήλθαν στο λιμάνι της Σεβαστούπολης, όπου κατέσχεσαν ως λείες πολέμου ορισμένα ρωσικά πολεμικά, τα οποία είχαν το τελευταίο έτος περάσει κατά διαστήματα από ουκρανικό, σοβιετικό και γερμανικό έλεγχο.

Ένα από αυτά ήταν το τορπιλοβόλο «Ζvonkyy», το οποίο ως R11 είχε βρεθεί υπό γερμανικό έλεγχο χωρίς όμως να χρησιμοποιηθεί λόγω προβλημάτων στις μηχανές του. Το σκάφος είχε ναυπηγηθεί το 1905 και έφερε κύριο οπλισμό από 2 πυροβόλα των 7,5 εκατοστών και δυο τορπιλοσωλήνες των 45 εκατοστών. Το τορπιλοβόλο παραδόθηκε στο αντιτορπιλικό «Πάνθηρ» και ύψωσε την ελληνική σημαία καθώς μας παραχωρήθηκε από τους συμμάχους ως προσωρινή αντικατάσταση του τορπιλοβόλου «Δόξα» που είχε βυθιστεί το 1917 ενώ επιχειρούσε υπό γαλλικό έλεγχο. Επανδρώθηκε στοιχειωδώς με πλήρωμα που μεταφέρθηκε από το «Πάνθηρ» και μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου παρέμεινε μέχρι το Σεπτέμβριο του 1919 οπότε και επέστρεψε στην Κριμαία εντασσόμενο στο στόλο των «Λευκών». Το Δεκέμβριο του 1920 το σκάφος ακολούθησε τα υπόλοιπα πλοία των «Λευκών» στην Κωνσταντινούπολη και κατόπιν του ασύλου που τους παραχώρησε η Γαλλία παροπλίστηκε στη Bizerta της Τυνησίας. Παρέμεινε εκεί μέχρι που διαλύθηκε το 1930 στη Γαλλία.

Το μόνο πλοίο που κρατήθηκε ως λεία πολέμου κατά τον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν ένα αυστριακό εμπορικό ρυμουλκό το οποίο βρισκόταν ημιβυθισμένο στη Σούδα. Το σκάφος ανελκύστηκε το 1918 και εντάχθηκε στο Π.Ν. λαμβάνοντας το όνομα «Μίλων».

Όταν ο Ελληνικός Στρατός απελευθέρωσε τη Σμύρνη, στις 2 / 15 Μαΐου 1919, στο λιμάνι της βρέθηκαν ορισμένα σκάφη του τουρκικού στόλου τα οποία δεν είχαν προλάβει να διαφύγουν: η κανονιοφόρος «Hizir Reis», η ναρκοθέτιδα «Νusret», η ακτοφυλακίδα «Νο.14» και ένα μεταγωγικό. To «Nusret» και το μεταγωγικό απελευθερώθηκαν μετά από λίγες εβδομάδες, αλλά τα δυο άλλα πλοία κρατήθηκαν. Το πιο σημαντικό σκάφος ήταν η κανονιοφόρος «Hizir Reis», ναυπηγημένη το 1912 από τα γαλλικά ναυπηγεία Chantiers & Ateliers de St.Nazaire, με διαστάσεις 54,5 x 8,2 μέτρα και εκτόπισμα 503 τόνων. Το σκάφος κατασχέθηκε από τις ελληνικές δυνάμεις αλλά δεν εντάχθηκε στο Στόλο. Το 1922 επεστράφη στο τουρκικό Π.Ν. το οποίο συνέχισε να υπηρετεί μέχρι τον παροπλισμό του το 1952. Το 1958 το σκάφος εκποιήθηκε και μετετράπη σε φορτηγό πλοίο.


Καρτ ποστάλ της Σμύρνης με το «Hizir Reis» αριστερά.
Δεξιά εικονίζεται το τροχήλατο επιβατηγό «Ακρόπολις»
και στο βάθος ένα ιταλικό θωρηκτό τύπου
«Cavour». ΦΩΤΟ: ΝΕ

Έκλεισε τη σταδιοδρομία του μάλλον άδοξα, όταν στις 4 Απριλίου 2000 και με το όνομα «Νικτάτ», εξώκειλε στον Κρότωνα της Ιταλίας ενώ μετέφερε 300 παράνομους μετανάστες.

Στο τέλος του Β´ Παγκοσμίου περί τα είκοσι πέντε πετρελαιοκίνητα καταλήφθηκαν σε ελληνικά λιμάνια και περιήλθαν στην ιδιοκτησία του Δημοσίου ως λείες πολέμου. Τα περισσότερα εκποιήθηκαν σε ιδιώτες πλην ορισμένων που χρησιμοποιήθηκαν από οργανισμούς και υπηρεσίες του Δημοσίου αλλά χωρίς κάποιο να ενταχθεί στο Π.Ν. Τα πιο πολλά από αυτά τα σκάφη ήταν ξύλινα και μικρά αλλά υπήρχαν και ορισμένα σιδηράς κατασκευής.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν ένα ιταλικό ιστιοφόρο που βρέθηκε εγκαταλελειμμένο στην Ακτή Τζελέπη του Πειραιά, άνευ μηχανής και ιστίων. Το εκτοπίσματος 263 τόνων και διαστάσεων 38 x 8 μέτρων ξύλινο σκάφος περιήλθε στο ελληνικό Δημόσιο ως λεία πολέμου και ονομάστηκε «Ελπίς».

Το 1948 εκποιήθηκε σε ιδιώτες και μετονομάστηκε «Κάρπαθος». Βυθίστηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 1960 λόγω εισροής υδάτων, βόρεια του ακρωτηρίου Μαλέχα. Μια άλλη περίπτωση ήταν αυτή ενός ξύλινου πετρελαιοκίνητου ιστιοφόρου, το οποίο έφερε το διακριτικό αριθμό «802» και υπηρέτησε το Βουλγαρικό Ναυτικό στην κατεχόμενη ζώνη της ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Το εκτοπίσματος 108 τόνων και διαστάσεων 27,4 x 6,7 μέτρων σκάφος, μετονομάστηκε «Έβρος» και παρέμεινε στην ιδιοκτησία του ελληνικού Δημόσιου μέχρι το 1948 οπότε και εκποιήθηκε σε ιδιώτες. Διαλύθηκε στη Λαζαρέττα της Σύρου το 1972.

Από τα λίγα ατμόπλοια που κυριεύτηκαν κατά την απελευθέρωση της Ελλάδος, ήταν το ιταλικό ναυαγοσωστικό «Cyclops», ναυπήγησης 1905 στη Σκωτία. Το σκάφος διατέθηκε στη νεοσύστατη Διεύθυνση Θαλασσίων Μεταφορών για να ενισχύσει τις ακτοπλοϊκές μεταφορές. To «Κύκλωψ» εκποιήθηκε το 1951 σε ιδιώτες και ως «Νίκος» και κατόπιν ως «Ιτέα» συνέχισε να ταξιδεύει μέχρι το 1976 οπότε και διεγράφη από το Lloyd’s Register.

Ανάμεσα στα συντρίμμια που άφησαν οι Γερμανοί μετά την αποχώρησή τους από το Ναύσταθμο Σαλαμίνας, βρέθηκαν και μερικά μικρά σκάφη που μπορούσαν να χρησιμεύσουν στο υπό ανασύσταση Πολεμικό Ναυτικό. Ένα από αυτά ήταν ένα μικρό βοηθητικό σκάφος το οποίο αναφέρεται σε πηγές ως ένα πρώην ιταλικό επιβατηγό, το οποίο είχε πέσει στα χέρια των Γερμανών, μετά την ιταλική συνθηκολόγηση το Σεπτέμβριο του 1943. Εκτιμάται ότι το σκάφος ήταν το 91 κ.ό.χ. ρυμουλκό «Nino Chiesa» ναυπήγησης 1912, το οποίο είχε χρησιμοποιηθεί ως ναρκαλιευτικό στο Αιγαίο και είχε καταληφθεί από τους Γερμανούς στη Σύρο.

Κατά τη φυγή τους τον Οκτώβριο του 1944 οι Γερμανοί εγκατέλειψαν το σκάφος, το οποίο επισκευάστηκε και εντάχθηκε στο Π.Ν. ως «Κίσσα».

Χρησιμοποιήθηκε για τη μεταφορά προσωπικού από το Πέραμα προς το Ναύσταθμο Σαλαμίνος, μέχρι το 1956. Από αυτό το σκάφος παρέμεινε εθιμικά η ονομασία «Κίσσα» για όλα τα σκάφη που εκτελούν αυτό το δρομολόγιο.

Δύο άλλα σκάφη που περιήλθαν στο ελληνικό Π.Ν. ως λείες πολέμου ήταν δυο γερμανικές ακτοφυλακίδες 70 τόνων, γαλλικής ναυπήγησης.


Η γερμανική ακτοφυλακίδα «GA.70», πρώην γαλλικό
«Petrel 1». ΦΩΤΟ: ΝΕ

Πιθανότατα ήταν τα σκάφη «GA.70» και «GA.71» τα οποία είχαν αρχικά ναυπηγηθεί στη La Ciotat της Γαλλίας το 1933 ως πλοία υποστήριξης υδροπλάνων με τα ονόματα «Petrel 1» και «Petrel 6» αντίστοιχα. Μετά την πτώση της κυβέρνησης του Vichy, το Νοέμβριο του 1942, είχαν περιέλθει σε γερμανικό έλεγχο και είχαν ενταχθεί στον στολίσκο ακτοφυλακής της Αττικής. Το ένα βρέθηκε στο Ναύσταθμο Σαλαμίνος και μετονομάστηκε «Θάσος» ενώ το άλλο [3] μετονομάστηκε «Αστυπάλαια» και το καθένα έφερε οπλισμό από 2 πυροβόλα των 20 χιλιοστών. Σύντομα όμως, το 1948, παροπλίσθηκαν.

Στις 26 Σεπτεμβρίου 1944 η γερμανική υδροφόρα «Dresden» απέπλευσε από τον Πειραιά με προορισμό τη Λέρο, ωστόσο βρέθηκε να πλέει κοντά στη Χίο όπου και εντοπίστηκε από τη βρετανική ακταιωρό «ML 836», στην οποία και παραδόθηκε αμαχητί. Το «Dresden» είχε ναυπηγηθεί το 1938 στο Αμβούργο για τη μεταφορά κατεψυγμένων ψαριών, είχε εκτόπισμα 311 τόνων και έφερε μια ντιζελομηχανή 250 ίππων που το κινούσε με ωριαία ταχύτητα 9 μιλίων. Το 1942 είχε χρησιμεύσει για τη μεταφορά καυσίμων προς την κατεχόμενη Κρήτη. Μετά την αιχμαλωσία, το σκάφος μετονομάστηκε «Islay» και εντάχθηκε στη βάση της βρετανικής ακτοφυλακής της Χίου. Το σκάφος θεωρήθηκε βρετανική λεία πολέμου αλλά στις 21 Μαΐου 1946 παραδόθηκε στο ελληνικό Π.Ν. λαμβάνοντας το όνομα «Κρόνος». Χρησίμευσε κυρίως για μεταφορές βενζίνης ως ανεφοδιαστικό του στολίσκου ναρκαλιευτικών και αργότερα έλαβε το διακριτικό «Α-373». Μετετράπη σε πετρελαιοφορτηγίδα τον Ιανουάριο του 1979 λόγω παλαιότητας της μηχανής του και παροπλίστηκε στις 15 Φεβρουαρίου 1991.

Στον άλλοτε ιταλική βάση στο Λακκί της Λέρου, βρέθηκαν μετά το πέρας του πολέμου οι ιταλικές υδροφόρες «Αdda» και «Nera». Και οι δυο είχαν ναυπηγηθεί το 1913-14 στα ναυπηγεία Soc. Esercizio Bacini της Riva Trigoso. Είχαν εκτόπισμα 280 τόνων και διαστάσεις 32 x 6 μέτρα ενώ μια μηχανή 170 ίππων τα κινούσε με ταχύτητα 8 μιλίων/ώρα. Κατά την παράδοση της Λέρου στους Γερμανούς, στις 16 Νοεμβρίου 1943, τα δυο σκάφη εγκαταλείφθηκαν στο Λακκί. Το «Nera» είχε ήδη σημαντικές ζημιές που του προκάλεσε γερμανική αεροπορική επιδρομή στις 5 Οκτωβρίου 1943. Τα δυο σκάφη περιήλθαν στο Π.Ν. και ύψωσαν την ελληνική σημαία το 1948, με το «Nera» να παίρνει το όνομα «Στυμφαλία», ενώ το «Adda» μετονομάστηκε «Καλλιρόη». Η υδροφόρος «Καλλιρόη» υπηρέτησε το στόλο ως το 1965, ενώ η «Στυμφαλία» που αργότερα έλαβε το διακριτικό «Α-472» παροπλίστηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 1976 και βυθίστηκε ως στόχος στις 18 Σεπτεμβρίου 1978, στο πεδίο βολής Αλεποχωρίου.

Μια άλλη ιταλική υδροφόρα, η «G.R.S. 214», ναυπηγημένη το 1941 και εκτοπίσματος 120 τόνων, ναυλοχούσε στην Πρέβεζα όπου καταλήφθηκε από τις γερμανικές δυνάμεις το Σεπτέμβριο του 1943. Κατά την αποχώρηση τους, παρέδωσαν το σκάφος στη δημοτική αρχή, η οποία με τη σειρά της το παρέδωσε το Νοέμβριο του 1944 στο Πολεμικό Ναυτικό. Αρχικά το διαστάσεων 27,55 x 5,12 μέτρων σκάφος ονομάστηκε «Πάνθηρ» και χρησίμευσε για τον εφοδιασμό των πλοίων στο Ναύσταθμο Κρήτης. Η μηχανή Ansaldo των 90 ίππων αντικαταστάθηκε από μια μηχανή που απέδιδε 250 ίππους, αλλά η υπηρεσιακή ταχύτητα της υδροφόρου παρέμεινε στα 6 μίλια/ώρα. Τον Ιούνιο του 1952 το σκάφος μετονομάστηκε σε «Υλίκη» προκειμένου να απελευθερώσει το όνομα για ένα εκ των τεσσάρων αντιτορπιλικών τύπου Cannon που παρέλαβε τότε το Π.Ν. Τον Απρίλιο του 1979 εξαιτίας της παλαιότητας της μηχανής του, το «Υλίκη» μετατράπηκε σε φορτηγίδα πόσιμου νερού.


Ιταλική υδροφόρα τύπου GRS, του ιδίου τύπου με το μετέπειτα «Προμηθεύς» (συλλογή Marco Ghiglino). ΦΩΤΟ: ΝΕ

Στις 23 Ιουνίου 1945 ύψωσε την ελληνική σημαία το πετρελαιοφόρο «Marianne», το οποίο επίσης ήταν λεία πολέμου. Εκτιμάται ότι το σκάφος είχε ναυπηγηθεί στα μέσα της δεκαετίας του ’30 στην Ιταλία ως υδροφόρα τύπου «G.R.S. 171» [4]για τις ανάγκες του ιταλικού Π.Ν. και είχε περιέλθει στη γερμανική κατοχή μετά το Σεπτέμβριο του 1943, οπότε και μετονομάστηκε «Marianne». Το σκάφος είχε σκοπίμως βυθιστεί τον Οκτώβριο του 1944 από τους Γερμανούς, κατά την αποχώρησή τους από τον Πειραιά, για να παρεμποδίσουν τη χρήση του λιμένος. Αφού ανελκύστηκε και επισκευάστηκε, εντάχθηκε στο Π.Ν. ως «Προμηθεύς» και αργότερα έλαβε τον διακριτικό αριθμό «Α-374». Το πλοίο είχε χωρητικότητα 500 τόνων, διαστάσεις 38,48 x 7,7 μέτρα και έφερε μια πετρελαιομηχανή η οποίατο κινούσε με οικονομική ταχύτητα 5 μιλίων και μέγιστη 7. Χρησίμευσε για τον εφοδιασμό πλοίων και υπηρεσιών εντός των ναυστάθμων Σαλαμίνος και Κρήτης, μέχρι τον παροπλισμό του στις 12 Ιουλίου 1998. Με την πράξη αυτή έκλεισε το κεφάλαιο των σκαφών που υπηρέτησαν στο Πολεμικό Ναυτικό έχοντας κυριευτεί ως λεία πολέμου.
http://perialos.blogspot.gr/2013/09/blog-post_25.html
 

Βιβλιογραφία:

Ντούνης Χρήστος, Τα ναυάγια στις ελληνικές θάλασσες 1900-1950, Finatec Α. Ε., 2000.
Εφημερίδα Σημαία, 1912-1922
Μανωλάς Σταμάτης, Περί των δικαστηρίων Λειών Πολέμου, περιοδικό Ναυτική Ελλάς, 1955
Ημερολόγιο Πολέμου, Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού
Αρχείο Υπηρεσίας Ιστορίας Ναυτικού
Νηολόγιο Πειραιώς
Almanacco Storico delle Navi Militari Ialiane 1961-1995, USMM, 1996
Langenspiepen Bernd & Guleryuz Ahmet, Τhe Ottoman Steam Navy 1828-1923, Conway, London, 1995.
Paul Halpern, The Mediterranean Fleet 1919-1929, Ashgate, 2011.
Lloyd’s Register

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] Την ίδια περίοδο το τουρκικό Π.Ν. διέθετε και το καταδρομικό HAMIDIYE που έγινε γνωστό για την επιδρομική αποστολή του σε Αιγαίο και Ιόνιο.
[2] Επρόκειτο για τα αυστριακά «Meran» και «Karlobat», για τα γερμανικά «Αegina», «Merano» και «Euripos», για το γαλλικό «Crimè», για το βελγικό «Zonesia» και για το βρετανικά «Neva» και «Ismailiya».
[3] Καθώς το «GA.70» βυθίστηκε τον Ιανουάριο του 1944 στον Πειραιά κατά τη διάρκεια συμμαχικού βομβαρδισμού, εκτιμάται πως αυτό μετανομάστηκε σε «Αστυπάλαια» αφού ανελκύστηκε και επισκευάστηκε.
[4] Πιθανότατα το σκάφος να ήταν ένα εκ των «G.R.S. 174» και «G.R.S. 176» ναυπηγηθέντα στη Riva Trigoso.


ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.