Παρασκευή 24 Μαΐου 2013

Η Ασκάρτη κι ο Ραπτομηχανής Θεός

1

Ήτανε κάποτε μια κοπέλα ορφανή, από γονείς και παρθενιά. Τη παρθενιά της την έχασε λίγο μετά που τέλειωσε το λύκειο, από κάποιονε που εκμεταλλεύτηκε την αγνότητά της, πήρε αυτό που ήθελε -και που κείνη μουδιασμένα και σαστισμένα και λαγγεμένα και απρόθυμα προσφέρθηκε να του το δώσει και μετά κάθισε σε μιαν άκρη και …παρακολουθούσε να της το παίρνει, αδίστακτα, βουλιμικά, σταθερά κι επανειλημμένως- και μετά τη παράτησε το κτήνος για μια κομμώτρια κι έκτοτε έχασε τα ίχνη του.

Τους γονείς της τους έχασε λίγο καιρόν αργότερα, σε κάποιο αεροπορικό δυστύχημα, πάνω από τα Υψώματα του Γκολάν, πράμα συνηθισμένο δηλαδή κείνη την εποχή. Το αεροσκάφος είχε δεχτεί πυρά κατά λάθος -ουσιαστικά μια και μόνην οβίδα, αλλά σε πολύ λάθος σημείο- καθώς έτυχε να περνά μέσα σε κάτι, τοπικής φύσης, συνήθεις αψιμαχιούλες κι είχε συντριβεί λίγον αργότερα, σε κάποιο λόφο της περιοχής. Οι σωστικές δυνάμεις που σπεύσανε μετά από 18 συναπτές μέρες μόλις, δεν είχανε βρει μήτε ρουθούνι.
Έτσι, η κοπελιά, προσγειώθηκεν απότομα κι ανώμαλα, σαν το αεροσκάφος, σ’ αυτό που λέν οι μυημένοι πλέον, πραγματική ζωή, αληθινή πραγματικότητα. Η καημένη, μέχρι τότε, ζούσε με παραμύθια για βασιλόπουλα με λευκά άτια, κολοκύθες που γίνονται αμαξάρες και στις … ελεύθερες ώρες της ασχολιότανε και με τις κούκλες της.    
Αυτή λοιπόν η κοπέλα, όταν έμεινε νωρίς στη ζωή χωρίς τους γονείς και τη παρθενιά της -το δεύτερο το αναφέρω έτσι υπενθυμητικά, θέλοντας να ελαφρώσω κάπως τούτο το βαρύ κείμενο και να μεταφέρω λιγάκι το κέντρο βάρους της ιστορίας, μη δίνετε σημασία- και καθώς δεν είχεν άλλα αδέλφια να τη προστατέψουνε από τις κακοτοπιές, έπρεπε να φροντίσει τον εαυτό της και να κερδίσει τη ζωή της. Πώς όμως;
Που κάτι τέτοιο δηλαδή, είναι δυσκολώτατο, ακόμα και για καταρτισμένα άτομα και σπουδαγμένα κι εκείνη, όχι μόνο δεν είχε προφτάσει -πλην της εμπειρίας του σεξ κι αυτής όχι με πτυχίο- να καταρτιστεί σε κανένα τομέα και δεν ήτανε και καμμιά κουκλάρα να πεις. Επίσης φωνάρα δεν είχε, άρα ξεκόβουμε το καλλιτεχνικό στερέωμα, ενώ αφήνουμε να υφέρπει μια ελπίδα πολιτικής σταδιοδρομίας, -ως ακατάρτιστη το αναφέρω- αν και δεν είχε ούτε μέσο. Το να κάνει αυτό που -σας βλέπω να χαμογελάτε πονηρά- σας έρχεται στο νου, ούτε λόγος. Μυαλάρα επίσης δεν ήτανε -χμμ αυτό με τη πολιτική πολύ το …γυροφέρνουμε- κι άρα πώς να πορευτεί το κακόμοιρο το κορίτσι, το παρατρίχα άσπιλο;   
Ε πώς! Ήξερε μια τέχνη. Όχι παίζουμε! Η μαμά της, -Θεός σ’χωρέστηνε- όταν ήτανε μικρή, της είχε μάθει να κεντά και να ράβει, για να φτιάξει -και καλά- τα προικιά της και τα ρέστα πασατέμπο. Ε λοιπόν μπορεί να ‘τανε χαζή, ασχημούλα κι ατάλαντη, αλλά στο ράψιμο και στο κέντημα ήταν αητός! Γάτα με κόπιτσα που λένε, η μικρά. Έτσι, μην έχοντας άλλο δρόμο, στράφηκε στη τέχνη της ραπτικής και του κεντήματος. Υπάρχει μια παροιμία που λέει: «Μάθε τέχνη, πιάστηνε κι άμα πεινάσεις ή βρες άλλη ή κλέψε»… κάπως έτσι και σχωράτε με αλλά δε τις θυμάμαι καλά όλες τούτες τις παροιμίες.    
Να μη πολυλογώ, έπιασε δουλειά στο σπίτι, κοπτορραπτού, φασόν κι έτσι. Βέβαια, ίσα που ‘βγαζε τα προς το ζην, ο ήλιος δεν την έβλεπε κι οι ώρες ξεκούρασης, χαλάρωσης, διασκέδασης, λιγοστές. Δούλευε στο περίπου, πάνω από 12 ώρες τη μέρα, στραβωνότανε το κακόμοιρο το κορίτσι για να μπορεί να φορά η κυρά της καλής κενωνίας, το εξτρά-ορντινέρ ρουχαλάκιον και να πλουτίζει ο εργοδότης της. Αλλά πολύ στο μελό το γυρίσαμε κι ουδόλως είναι ο σκοπός μου αυτός. Τέλος πάντων, έχετε την εικόνα…    
Τη κοπέλα, που από μεγάλη μου παράλειψη δε σας τη σύστησα, τη λέγανε Ασκάρτη. Εδώ υπάρχει μια ιστοριούλα για τούτο το παράξενο όνομα κι ακούστε:    
Οι γονείς της θέλανε να της δώσουν όνομα, έκαστος της δικής του μάνας. Αλλά το θέμα σκάλωνε πάντα με καβγά. Προκειμένου λοιπόν να γίνουνε μαντάρα και να χωρίσουν, ακόμα δεν είχανε παντρευτεί, αποφασίσανε τη μεσοβέζικη λύση. Επειδή ως μωρό ήτανε κουκλάκι, σκεφτήκανε να τη βαφτίσουν Αφροδίτη. Επειδή όμως θέλανε να κάνουνε και λιγάκι μπαμ, σκεφτήκανε την …ασιατική βέρσιον: Αστάρτη. Ωραία ιδέα, πανηγυρισμοί, κακό, αλλά… -άτιμο αλλά, πανταχού παρόν-… λογαριάζανε χωρίς το νουνό. Όστις ήτο μεν πλουσιότατος, αλλά συνέβαινε να ‘ναι και ραμολί του κερατά, μπέκρας κι αγράμματος. Θα μου πείτε πως συμβαίνει; Ε … μη ρωτάτε! Συμβαίνει καμμιά φορά.
Έτσι λοιπόν Αστάρτη του ‘πανε, αυτός κούνησε τη γκλάβα και τη μέρα της βάφτισης, σκέφτηκε πως θα μπορούσε να τα φέρει καλύτερα βόλτα, αν πρώτα κοπάνούσε κανά μισόκιλο τσίπουρο, απ’ αυτό ντε το …τυρναβιώτικο το φίνο. Και… όταν ήρθεν η ώρα να πει τ’ όνομα του παιδιού πως διάλο του ξέφυγε κι αντί να πει Αστάρτη, είπε Ασκάρτη. Ο παπάς αλλοιθώρησε, μα επειδή σεβότανε πάντα τους πλούσιους ηγέτες, σκέφτηκε να μη φέρει αντίρρηση κι έτσι η μικρή πήρε αυτό το -τουλάχιστον- πρωτότυπο όνομα. Κι όχι τίποτ’ άλλο, αλλά δεν έβγαζε και κανά υποκοριστικό της προκοπής… Τέλος πάντων, να συνεχίσω…    
Η Ασκάρτη λοιπόν είχε μια ραπτομηχανή, από τις παλιές, κληρονομημένη κι αυτή, εκτός από τα …υπόλοιπα περιουσιακά στοιχεία, από τη μητέρα της, που κι αυτή αν δε κάνω λάθος, την είχε κληρονομήσει από τη μαμά της. Να σκεφτείτε πως το μοντέλο αυτό δεν υπήρχε πλέον ούτε σε φωτογραφίες. Αυτή λοιπόν η ραπτομηχανή, όλο αγκομαχούσε, όλο τη καθυστερούσε, όλο ήθελε μάστορη και λεφτά δεν έβγαζε δα και τόσα πολλά, ώστε να τη πάει στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, να τη παρατήσει και να πάρει μιαν άλλη καινούρια.
Οπότε, πορευότανε με το βρεσκούμενο κι απλά δώστου και φώναζε το μάστορη συχνά. Λάχαινε τώρα ο μάστορης να ‘ναι ένας φίνος, μουστακαλής τριαντάρης, πολύ σένιος μάγκας και -μπροστά δεν ήμασταν, όρκο δεν παίρνουμε- πολύ συχνά της την έφτιαχνε, και τόσο συχνά που μπαινόβγαινε στο σπιτάκι της μικρής κι αθώας ατυχήσασας κοπελιάς, μπορεί -λέμε τώρα- να της έφτιαχνε κι άλλα πραματάκια.    
Φτιάχνε-φτιάχνε, στο χρόνο πάνω, χάλασεν οριστικά το μηχάνημα και σχεδόν ταυτόχρονα, η μικρή έμεινε έγκυος! Ο μάστορης, ακούγοντας το μαντάτο -πως η μηχανή πια ξαναχάλασε και δε θα μπορούσε να τη φτιάξει δηλαδή- την έκανε μ’ ελαφρά και μη τον είδατε, μη τον απαντήσατε τον Παναή το λεβέντη το καραμπουζουκλή. (Παναή τονε λέγανε). Η Ασκάρτη έμεινε πάλι στους πέντε δρόμους, στη διασταύρωση δηλαδή, τούτη τη φορά με μεγαλύτερες απώλειες. Λεφτά δεν είχε για μηχανή, γνωριμίες τίποτα, εξόν του μάστορη, χωρίς μηχανή να δουλέψει και το κυριώτερο: μ’ ένα παιδί στη κοιλιά.    
Ένα βράδυ, όταν είχε φάει κάθε τι βρώσιμο στο σπίτι, είχε ξοδέψει και το τελευταίο καπίκι και φως δε φαινότανε πουθενά στο τούνελ, τη πήρε το παράπονο. Ένα παράπονο βουβό στην αρχή, που βαθμηδόν εξελίχτηκε σε δυνατό θρήνο. Κι όπως -άκου να δεις αδρεφάκι μου- είχε κάτσει στη χαλασμένη ραπτομηχανή κι έκλαιγε, νάσου κι ακούει μια φωνή να της μιλά και να της λέει:
-»Τί έχεις κοπέλα μου και κλαις και βαριαναστενάζεις»;    
Η Ασκάρτη, στην αρχή δε κατάλαβε, αλλά όταν η φωνή ξανακούστηκε, δυνατότερα, να τη ρωτά, παλάβωσε! Αφού να σκεφτείτε, σταμάτησε το κλάμα της στο μέσο μιας εξαιρετικά πολύπλοκης και λεπτής προσπάθειας, για να μετατρέψει ένα μπάσο αναστεναγμό σε λεπτό κρεσέντο τσιρίδας, που να κλείσει σ’ ένα σταδιακά μειούμενο θρηνητικό κλαψούρισμα. Αντ’ αυτού, φαλτσάρισε, γλύστρησε κι απογοητευμένη από το αποτέλεσμα αλλά και παραξενεμένη, γύρισε να κοιτάξει, από πού ακουγόταν η φωνή. Του κάκου όμως, στο δωμάτιο δεν ήτανε κανείς.
 -»Ππποιός είναι; Πού είσαι; Τί είσαι;» ρώτησε τον άνεμο, τρομαγμένη.
 -»Αν έχει τόση σημασία αυτό, είμαι αυτό που λέγανε παλιότερα, ο …Ραπτομηχανής Θεός», της είπε κι η αλλαγή χροιάς στη φωνή του, φανέρωνε πως μέσα του χαμογελούσε.
 -»Ο… ποιός;» η άλλη τα ‘χε χαμένα τελείως. «Μα… δεν ήταν έτσι…» σταμάτησε μπερδεμένη, μιας και δε θυμότανε πως ακριβώς ήτανε. Η φωνή δε μίλησε. Η κοπέλα βάλθηκε να κοιτά τριγύρω.
 -»Αν όλο κι όλο είναι αυτό το πρόβλημά σου, τότε… δεν έχω δουλειά δω πέρα! Χαίρετε!» είπεν η φωνή, μα και πάλι φαινότανε να το διασκεδάζει.
 -»Όχι… στάσου… δηλαδή… ναι… Τί;» κι ήταν έτοιμη να μπήξει πάλι τα κλάματα, γιατί ένιωσεν άλλη μια φορά παρατημένη.
 -»Όχι ή ναι; Διάλεξε κάτι επιτέλους», το χαμόγελο πρέπει να του ‘χε φτάσει στ’ αφτιά, αν είχε χαμόγελο κι αφτιά δηλαδή.    
Η Ασκάρτη άρχισε να σιγοκλαίει, αλλά αναπήδησε καθώς ένιωσε μια ψυχρή πνοή αέρα να την αγγίζει στο μπράτσο. Ανατρίχιασε κι όπως δεν ήθελε και πολύ, άρχισε να λέει τα βάσανά της, ανάμεσα στ’ αναφυλλητά. Η πνοή στο μπράτσο της ζέστανε όσο την άκουγε κι απαλά την ενθάρρυνε, μέχρι που τα ‘πεν όλα. Τότε της ξαναμίλησε:
 -»Βέβαια, δε μου πες κάτι που δεν ήξερα, αλλά τουλάχιστον ξαλάφρωσες λιγουλάκι. Λοιπόν άκου με. Σταμάτα τώρα αμέσως τις κλαψες κι άκουσέ με!» ο τόνος ήτανε καταπραϋντικός, το άγγιγμα γλυκό, ζεστό κι ήρεμο, έτσι η κοπέλα έκανε ακριβώς ό,τι της είπε. «Τα πράματα τις περισσότερες φορές, είναι πολύ πιο απλά και πιο εύκολα, απ’ όσο μας φαίνονται εκ πρώτης όψεως. Η μεγάλη θλίψη, όπως φυσικά κι η μεγάλη χαρά, είναι πάντα παραμορφωτικά φίλτρα. Συχνά μας ξεγελάνε. Βλέπεις… ο Οξαποδώς έχει πολλά πλοκάμια και πολλά πρόσωπα. Συνιστώ, κατ’ αρχήν, ηρεμία. Απόλυτην ηρεμία».
 -»Ναι…»
 -»Κάμε αυτό που σου λέω και δε θα χάσεις…», συνέχισε κάμποσο να της δίνει οδηγίες χαμηλόφωνα, που δε μπορέσαμε ν’ ακούσουμε δυστυχώς και μετά σώπασε τελείως. Τώρα θες ο κατευναστικός ήχος της φωνής, θες το ανάλαφρον άγγιγμα, η ζεστασιά της επαφής; Ποιός ξέρει; Πάντως κατάφερε να της μεταφέρει την αίσθηση πως δεν είχανε χαθεί όλα κι αυτή η σκέψη, σα πρώτο βήμα, έφερε μια σειρά αλυσιδωτών σκέψεων και λύσεων. Βέβαια κι από μόνον αυτή τη πρώτη σκέψη, χωρίς να το καταλάβει, η μικρή είχε περάσει στην απέναντι όχθη. Αυτή την όχθη που δε σε πιάνει τίποτα, σοβαρά. Τελικά, στο νου της σχηματίστηκε το πλάνο που θ’ ακολουθούσε και θα ‘λυνε τα προσωρινά προβληματάκια της…
 -»… και που λες κοριτσάκι μου, έτσι κατάφερε η Ασκάρτη του παραμυθιού μας, να ζήσει κι αυτή και το αγέννητο ακόμα κοριτσάκι της».
 -»Ναι μα… καλέ μαμάκα, ποτέ δε μου λες αυτό το ωραίο παραμύθι ως το τέλος! Πώς τα κατάφερε»;
 -»Τώρα είναι αργά πια ματάκια μου γλυκά. Είναι ώρα για ύπνο. Αύριο θα σου πω, στο υπόσχομαι, το δίχως άλλο».    
Η μικρούλα πήγε ν’ αντιδράσει: -»Μα… κάθε φορά το …ίδιο λες…», αλλά αδύναμα, πολύ αδύναμα. Κατόπιν, όταν η καταπραϋντική επίδραση του αγγίγματος της μητέρας της έφτασε στα μύχια του είναι της, είχε κιόλας περάσει απέναντι.    
Όταν η μητέρα βεβαιώθηκε πως είχε κοιμηθεί βαθιά, βγήκεν από το δωμάτιο και πήγε στη κουζίνα, να φτιάξει ένα ζεστό. Έκατσε στη πολυθρόνα, κρατώντας το φλυτζάνι με τα δυο της χέρια, σα να εξαρτιόταν η ζωή της ολάκερη απ’ αυτό, και το ‘φερε στα χείλη…  
«Κάθε φορά γίνεται όλο και πιο δύσκολο, όλο και πιο πολύπλοκο, γαμώτη μου!» σκέφτηκε. Μα κάτι το ζεστό άγγιγμα, κάτι οι απαλοί κατευναστικοί ήχοι της νύχτας, κάτι οι μορφές που σχημάτιζαν οι αχνοί από το ζεστό της ρόφημα, την ηρεμήσανε τόσον, ώστε να διαβεί τη γέφυρα και να περάσει στην απέναντι όχθη.
«Ο χρόνος λιγόστεψε κι αυτό πάντα επιστρέφει… πάντα…» πρόφτασε να πει πριν παραδοθεί ξανά…
*Χατζηαλεξάνδρου Πάτροκλος  
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.