Τετάρτη 13 Μαρτίου 2013

Τριπλή ευκαιρία για Ελλάδα και Κύπρο Η μεταπολεμική σημασία της Μεσογείου και το νέο στρατηγικό περιβάλλον !!

 Μάριος Λ. Ευρυβιάδης 


Περίληψη Κειμένου : Ο γεωγραφικός χώρος της Ανατολικής Μεσογείου έχει στρατηγική σημασία σε παγκόσμιο επίπεδο, γεγονός που επιφέρει θετικές και αρνητικές επιπτώσεις στα ευρύτερα συμφέροντα του ελληνισμού. Όμως, τρεις πρόσφατες γεωστρατηγικής εμβέλειας εξελίξεις, εφόσον τύχουν του κατάλληλου χειρισμού, μπορούν να κάνουν για πρώτη φορά, μεταπολεμικά, την Ελλάδα και την Κύπρο να γίνουν αυθέντες στα του οίκου τους και διαμορφωτές πολιτικής.


Κατά τη συμβατική σοφία, στα πενήντα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου υπήρχε ένα κεντρικό μέτωπο ιδεολογικο-στρατηγικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στους δύο κόσμους – του Δυτικού, υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ, και του Ανατολικού, υπό την ηγεμονία της ΕΣΣΔ. Και το μέτωπο αυτό βρισκόταν στη διχοτομημένη Γερμανία, με απόλυτο σύμβολό του το μοιρασμένο Βερολίνο με το περιβόητο τείχος του.
Όλες οι υπόλοιπες περιοχές του κόσμου θεωρούνται ήσσονος σημασίας μπροστά στο διακύβευμα της Ευρώπης.

Η θέση αυτή, αν και σχεδόν καθολικά αποδεκτή, δεν αποτύπωνε τα πραγματικά δεδομένα όπως αυτά προκύπτουν κυρίως από τους στρατηγικούς σχεδιασμούς των Ηνωμένων Πολιτειών, ειδικά σε ό,τι αφορούσε την ευρύτερη Μέση Ανατολή, την οποία θεωρώ ισότιμο με την Δυτική Ευρώπη «ψυχροπολεμικό» μέτωπο. Και αυτό προκύπτει μέσα από την ενδελεχή μελέτη των μεταπολεμικών αμερικανικών σχεδιασμών για τον ευρύτερο αυτό γεωγραφικό χώρο.

Στέκομαι στους στρατηγικούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ, διότι όσο στρατιωτικά ισχυρή και ιδεολογικά θελκτική να ήταν η μεταπολεμική Σοβιετική Ένωση, που ήταν, το μεταπολεμικό στρατηγικό περιβάλλον διαμορφώθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Την μεταπολεμική περίοδο οι ΗΠΑ υπερτερούσαν σε ισχύ και σε άλλα πλεονεκτήματα όλου του υπόλοιπου κόσμου και υλοποιούσαν μια υψηλή στρατηγική, ή μακροστρατηγική, για τη διαμόρφωση και διαχείριση του παγκόσμιου στρατηγικού περιβάλλοντος. Κατά τον ιστορικό του Ψυχρού Πολέμου, Melvyn Leffler, συγγραφέα του εμβληματικού έργου A Preponderance of Power: National Security, The Truman Administration, and the Cold War (Stanford,1992), το οποίο δεν έχει, δυστυχώς, μεταφρασθεί στα ελληνικά, οι ΗΠΑ είχαν στη διάθεσή τους, μεταπολεμικά, «υπέρμετρη ισχύ». Και την εξασκούσαν με ιδιαίτερη στρατηγική επιμέλεια.

Η μεταπολεμική μακροστρατηγική των ΗΠΑ εκφράσθηκε με διάφορα πολυμερή και διμερή εργαλεία και συνθήκες και αποτυπώθηκε, επίσημα, με την κορυφαία απόφαση του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας της διακυβέρνησης του Προέδρου Τρούμαν το 1950, γνωστή ως National Security Council [Decision] Αρ.68 (NSC-68).

Το μακροσκελές και κυριολεκτικά εκπληκτικό αυτό ντοκουμέντο (πλησιάζει τις 80 σελίδες), που δεν αποχαρακτηρίσθηκε ολοκληρωτικά μέχρι το 1999 (και τούτο μόνο για να τιμηθεί ο συντονιστής/επιμελητής και εν πολλοίς συγγραφέας του, Paul Nitze), καταγράφει με περισσή ειλικρίνεια την ηγεμονική στρατηγική που οι ΗΠΑ όφειλαν να εφαρμόσουν μεταπολεμικά, ανεξάρτητα της ύπαρξης ή όχι της ιδεολογικο-στρατηγικής πρόκλησης της Σοβιετικής Ένωσης. Και η διαχρονικότητα της στρατηγικής αυτής απεδείχθη πανηγυρικά όταν η εφαρμογή της φιλοσοφίας του NSC-68 συνεχίστηκε και μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, δηλαδή του κομμουνισμού, ήταν μόνο ένα από τα ζητούμενα του NSC-68 το 1950 και όχι το κυρίαρχο. Το κυρίαρχο ήταν η παγκόσμια ηγεμονία. Και ακριβώς η παραδοχή αυτή αποτυπώνεται επίσης με περισσή ειλικρίνεια στο σχεδόν εξίσου εκπληκτικό ντοκουμέντο – προσχέδιο του Αμερικανικού Πενταγώνου, Defense Planning Guidance (DPG) του 1992, αποσπάσματα του οποίου διαρρεύσαν στον αμερικανικό Τύπο (The New York Times).

Συνοπτικά, ήδη από το 1944 και με τη Συμφωνία του Bretton Woods, οι ΗΠΑ έθεσαν τα θεμέλια για την μεταπολεμική τους οικονομική ηγεμονία.

Ακολούθησαν διμερείς συμφωνίες, το πλανητικό Δόγμα Τρούμαν, το ευρωπαϊκό Σχέδιο Μάρσαλ και άλλες πολυμερείς συμφωνίες με αποκορύφωμα την ευρωκεντρική πολιτική συμμαχία του ΝΑΤΟ του 1949.

Χαρακτηριστικά, ο πρώτος Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ, ο Βρετανός Λόρδος Ισμέι, όρισε με απόλυτη ευστοχία το ΝΑΤΟ ως έναν οργανισμό, στρατηγικός στόχος του οποίου ήταν (είναι και παραμένει) «to keep the Russians out [of Europe], to keep the Americans in [Europe] and to keep the Germans down [in Europe]». Στο ΝΑΤΟ έχουμε το απόλυτο, πρωτίστως πολιτικό και δευτερευόντως στρατιωτικό, εργαλείο των Ηνωμένων Πολιτειών για την εν μέρει εφαρμογή της μεταπολεμικής τους ηγεμονίας.
Εξ’ ου και το ΝΑΤΟ δε διαλύθηκε μετά τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου. Αντίθετα διευρύνθηκε και μετατράπηκε σε «πλανητικό», αφού πλανητικές ήταν και παραμένουν οι ηγεμονικές φιλοδοξίες των ΗΠΑ.

Μια βασική συνιστώσα της αμερικανικής μακροστρατηγικής, που αποτυπώνεται τόσο στο NSC-68 όσο και στο DPG 1992, αλλά που προϋπάρχει και χρονολογείται από τις αρχές του 20ου αιώνα, όταν έχουμε την ανάρρηση των ΗΠΑ ως Μεγάλη Δύναμη, είναι ότι κανένα άλλο κράτος ή συνασπισμός κρατών δεν πρέπει να αποκτήσει μόνο του, μέσω κατακτήσεων ή συνασπισμών, τέτοια μορφή ισχύος ώστε να μπορεί, έστω και δυνητικά, να απειλήσει το αμερικανικό δυτικό ημισφαίριο, δηλαδή τις ΗΠΑ (προπομπός της αντίληψης αυτής υπήρξε το Δόγμα Μονρόε του 1823!).

Γεωπολιτικά, η αμερικανική αυτή θέση εκφράσθηκε με τη συμμετοχή των ΗΠΑ στον Α’ και Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήταν για να διατηρηθεί ο κατακερματισμός της «Ευρασίας» και η μη ηγεμόνευσή της από τη Γερμανία, η οποία, με τη σειρά της, θα μπορούσε να απειλήσει τις ΗΠΑ, τις οποίες οι πρόεδροι Γουίλσον και Ρούσβελτ ενέπλεξαν στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους.

Η αμερικανική στρατηγική της ανάσχεσης (containment) της Σοβιετικής Ένωσης, με την τελευταία να κατέχει μεταπολεμικά πλεονεκτική θέση για τον έλεγχο της «Ευρασίας» και να καθίσταται, έτσι, απειλή για την Αμερική, αποσκοπούσε στην ακύρωση αυτού ακριβώς του ενδεχομένου.

Είναι εδώ ακριβώς που υπεισέρχεται η στρατηγική σημασία της ευρύτερης Μέσης Ανατολής και της Μεσογείου, που, όπως θα υποστηρίξω παρακάτω ως μέρος των επιχειρημάτων μου, αποτελούν ένα ενιαίο πολεμικό θέατρο για στρατηγικής σημασίας ανταγωνισμούς και πολέμους.

Είναι ο ενεργειακός της πλούτος και ο έλεγχός του, που τοποθετούν τη Μέση Ανατολή, με επίκεντρο τον Περσικό Κόλπο, στην κορυφή του στρατηγικού ανταγωνισμού μεταπολεμικώς. Ειδικά αμέσως μετά την περίοδο του Β’ΠΠ η ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης - της Μεγάλης Βρετανίας και της δυτικής ηπειρωτικής Ευρώπης - είναι σχεδόν απόλυτη. Τυχόν «απώλεια» της Μέσης Ανατολής μέσω μιας Σοβιετικής ιδεολογικής προσπελάσεως βοηθουμένης από τον αναδυόμενο Αραβικό αντιδυτικό εθνικισμό και σοσιαλισμό (Νασσερισμό και Μπαθισμό) ή ακόμη μιας, έστω και απομακρυσμένης, Σοβιετικής στρατιωτικής επέμβασης (μέσω Τουρκίας ή Ιράν) θα ισοδυναμούσε με τον οικονομικό «στραγγαλισμό» της Δυτικής Ευρώπης, που θα την έθετε υπό τον άμεσο έλεγχο ή την επιρροή της Σοβιετικής Ένωσης.
Μια τέτοια εξέλιξη, με τη σειρά της, θα δημιουργούσε ένα γεωπολιτικά «εφιαλτικό» σενάριο για τις ΗΠΑ. Μια ιδεολογικά και γεωπολιτικά εχθρική Ευρασιατική δύναμη θα απειλούσε, ή χειρότερα, θα έθετε υπό την ομηρεία της το «κεντρικό» μέτωπο του Ψυχρού Πολέμου μέσω του ελέγχου της Μέσης Ανατολής.
Υπογραμμίζεται εδώ ότι μεταπολεμικά, ΗΠΑ και Σοβιετική Ένωση ήταν αυτάρκεις στις ενεργειακές τους ανάγκες. Και για τις δύο το πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής πρέπει να γίνεται αντιληπτό όχι ως πηγή ενέργειας αλλά ως εργαλείο ισχύος.

Προς επίρρωση των ανωτέρω, ας αντικαταστήσουμε τη Σοβιετική Ένωση με τη ναζιστική Γερμανία, πριν από το 1941, όταν ο Χίτλερ ήλεγχε την Ευρώπη και ο Ρόμελ ανέπτυσσε τις δυνάμεις του στη Βόρεια Αφρική με απώτερο στρατηγικό στόχο τα πετρέλαια του Περσικού Κόλπου. Όχι τυχαία, οι πρώτες Αμερικανικές δυνάμεις υπό τον Στρατηγό Τζωρτζ Πάττον αναπτύχθηκαν στη Βόρειο Αφρική κατά των δυνάμεων του Ρόμελ! Τα υπόλοιπα είναι, όπως λένε, ιστορία.

Η ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ ΩΣ «ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡΟΜΟΣ ΙΣΧΥΟΣ»

Με τη γνωστή συμφωνία των Ποσοστών του 1944 μεταξύ Τσώρτσιλ και Στάλιν, και την περισσότερο γνωστή συμφωνία της Γιάλτας του 1945, που συμπεριλάμβανε και τον Ρούσβελτ, ο μεταπολεμικός κόσμος μοιράστηκε στις γνωστές μεταπολεμικά ζώνες επιρροής.

Αναγνωρίζοντας τη στρατηγική σημασία της Μεσογείου για τους δυτικούς, ο Στάλιν τους τη παραχώρησε ολόκληρη. Πήρε ως αντάλλαγμα την Ανατολική Ευρώπη, με ειδική για τον Στάλιν αναφορά, την Πολωνία.

Η Ελλάδα ως γεωστρατηγικός χώρος που διεμβολίζει τη Μεσόγειο εντάχθηκε, εξ’ ορισμού, στο δυτικό στρατόπεδο. Δεν υπήρχε, δηλαδή, απολύτως καμία πιθανότητα να κυριαρχήσουν κομμουνιστικές ή, όποιες αριστερίζουσες δυνάμεις στην Ελλάδα του μεταπολέμου. Με τη απόλυτη συμφωνία του Στάλιν, ο ελληνικός εμφύλιος είχε την συγκεκριμένη κατάληξη, με τον ελληνικό λαό να περνά μέσα από μία δεύτερη κόλαση σε μια δεκαετία.

Το πρώτο και απόλυτα σημαδιακό δείγμα γραφής που έχουμε για τους αμερικανικούς σχεδιασμούς, το οποίο από μόνο του ενισχύει την θέση του γράφοντος, είναι η ανάπτυξη, το 1946, του 6ου Αμερικανικού Στόλου στη Μεσόγειο. Ο Στόλος αυτός, ο οποίος στο μεσοδιάστημα θα εξελιχθεί σε πυρηνικό, παραμένει από τότε μέχρι σήμερα η ισχυρότερη πολεμική μηχανή στη Μεσόγειο. Αυτό αποδείχθηκε και πρόσφατα με την ανατροπή του Καντάφι, όταν το πρώτο βράδυ των βομβαρδισμών της Λιβύης (19 Μαρτίου 2011) εκτοξεύθηκαν 125 πύραυλοι εκ των οποίων το Βρετανικό Ναυτικό εκτόξευσε δύο, το Γαλλικό ένα και ο 6ος Στόλος τους υπόλοιπους. Κατά τ’ άλλα «οι Αγγλο-Γάλλοι και το ΝΑΤΟ ανέτρεψαν τον Καντάφι».

Θα σταθώ επιπλέον και σε μια τοποθέτηση του Forrest Sherman, U.S. Vice Chief of Naval Operations, U.S Navy, που έγινε τον Μάρτιο του 1947, σε συνεδρίαση του προαναφερθέντος Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας των ΗΠΑ. Να θυμίσω ότι το 1947 είναι το αφετηριακό έτος του Ψυχρού Πολέμου (Μάρτιος, Δόγμα Τρούμαν, Ιούνιος Σχέδιο Μάρσαλ) και η συναφής με αυτά ανάληψη από τις ΗΠΑ, της «ευθύνης» για την Ελλάδα, από τους Βρετανούς.

Κατά τον Forrest Sherman, λοιπόν, η Μεσόγειος πρέπει να θεωρείται ως ένας «αυτοκινητόδρομος» για την ανάπτυξη στρατιωτικής ισχύος «βαθειά στην καρδιά της Ευρασίας και της Αφρικής».
Ένα χρόνο αργότερα, το 1948, δημιουργείται το κράτος του Ισραήλ. Ως ένας καινούργιος κρατικός δρών, ως ένας ακόμη παίκτης στον υπό ανάλυση χώρο, η παρουσία του Ισραήλ έρχεται να περιπλέξει ένα ήδη εξαιρετικά σύνθετο γεωστρατηγικό περιβάλλον.

Επιπρόσθετα, και αυτό είναι κρίσιμο για την ανάλυση και των τότε αλλά κυρίως των τρεχουσών γεωστρατηγικών ανακατατάξεων, το Ισραήλ, ειδικά μετά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών του 1967 και από το 1969, θα καταστεί πυρηνική δύναμη. Θα γίνει, δηλαδή, μετά τον 6ο Στόλο, η δεύτερη ισχυρότερη δύναμη της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.

Η υψηλή στρατηγική του Ισραήλ και συνεπώς το στρατιωτικό του δόγμα θεωρεί τη Μεσόγειο και, ειδικά, την Ανατολική της λεκάνη (θαλάσσια και εναέρια) ως αναντικατάστατο πυλώνα για την επιβίωση του ως εβραϊκού κράτους. Η θέση αυτή ξεπροβάλλει ξεκάθαρα στις σκέψεις και τα γραπτά του εθνοπατέρα του Ισραήλ, Νταβίντ Μπεν-Γκουριόν. Η Μεσόγειος ήταν, είναι και παραμένει το μόνο «άνοιγμα» του Ισραήλ για να ξεφύγει από ένα εχθρικό περιβάλλον. Είναι ο ομφάλιος λώρος του εβραϊκού κράτους με τη Δύση και με το απόλυτο ζητούμενο της Ισραηλινής μακροστρατηγικής του Μπεν-Γκουριόν, ότι, στο τέλος της ημέρας ,το Ισραήλ πρέπει να συνάψει στρατηγικής εμβέλειας συμμαχία με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Είναι, όμως, ο Αμερικανο-ισραηλινός στρατηγιστής Έντουαρντ Λούτβακ (Edward Luttwak) και πρώην υψηλόβαθμο στέλεχος της ισραηλινής Μοσάντ, που διατύπωσε σε δύο γραμμές τη ζωτικότητα της Ανατολικής Μεσογείου για το εβραϊκό κράτος. Κατά τον Λούτβακ «ο έλεγχος της Ανατολικής Μεσογείου από μη φιλικές προς το Ισραήλ δυνάμεις είναι ασυμβίβαστος με την επιβίωση του Ισραήλ».

Ο Λούτβακ διατύπωσε τη θέση αυτή τον Μάρτιο του 1986 σε ραδιοφωνική εκπομπή του Αμερικανικού National Public Radio, με αφορμή την δημοσίευση του βιβλίου του The Grand Strategy of the Soviet Union. Εκεί ο Λούτβακ ανέπτυξε μια θεωρία ως προς την ισχύ και τις δυνατότητες της Σοβιετικής Ένωσης που απεδείχθη παταγωδώς λανθασμένη, αφού σε λίγα χρόνια η κραταιά ιδεολογικά και στρατιωτικά Σοβιετική Ένωση κατέρρευσε σαν «χάρτινη τίγρης». Ανεξάρτητα από αυτό, στο βιβλίο γίνεται και αναφορά στις δραστηριότητες και τη σημασία που η Σοβιετική Ένωση απέδιδε στη Μεσόγειο και δη την Ανατολικής της λεκάνης.

Σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο και, από το 1948 για το Ισραήλ, η Τουρκία αποτελούσε κρίσιμο πυλώνα για τους αμερικανικούς στρατηγικούς σχεδιασμούς. Χωρίς να υπεισέρχομαι σε λεπτομέρειες αρκεί να αναφέρω ότι ήδη από το 1944, προτού δηλαδή τερματιστεί ο πόλεμος και ενώ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ ήταν σύμμαχοι κατά του φασισμού, Αμερικανοί σχεδιαστές κυρίως στο υπουργείο Πολέμου (μετά το 1945 γνωστό ως υπουργείο Άμυνας ή Πεντάγωνο) επεξεργάζονταν σενάρια μελλοντικών πολέμων με τη Μόσχα, ενώ τροφοδοτούσαν ταυτόχρονα την Τουρκία με στρατιωτικό υλικό, έχοντας κατά νου μια μελλοντική αναμέτρηση με τη ΕΣΣΔ. Τα σενάρια αυτά θα λάβουν σάρκα και οστά την Άνοιξη του 1948 με αποφάσεις του NSC και θα κωδικοποιηθούν ως «έκτακτο πολεμικό σχέδιο» με την ονομασία HALFMOON (Ημισέληνος).

Στους σχεδιασμούς αυτούς, ο γεωγραφικός χώρος της Τουρκίας (Μικρά Ασία) θα χρησίμευε ως αεροπορικό, κυρίως, εφαλτήριο για επιθέσεις (ακόμη και με τακτικά πυρηνικά όπλα) κατά της Σοβιετικής ενδοχώρας. (Παρόμοιες επιθετικές ενέργειες κατά του νοτίου υπογαστρίου της Σοβιετικής Ένωσης προγραμματίζοντο και από τις βρετανικές βάσεις του Καΐρου-Σουέζ και μετά το 1956, από την Κύπρο).

Μεταπολεμικά, λοιπόν, θα οικοδομηθεί μια ιδιαίτερη στενή στρατηγική σχέση ανάμεσα σε Ουάσινγκτον και Άγκυρα. Αυτή θα θεσμοθετηθεί με διμερείς και πολυμερείς συμφωνίες, τη συστηματική ένταξη της Τουρκίας στους ελεγχόμενους από την Αμερική στρατιωτικούς και πολιτικούς δυτικούς θεσμούς και την εγκατάσταση Αμερικανικών στρατηγικών όπλων στον γεωγραφικό χώρο της Μικράς Ασίας. Δισεκατομμύρια δολάρια οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας και πλεονάζον στρατιωτικό υλικό από όλους τους συμμάχους των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένης και της Ιαπωνίας, θα δοθούν προς την Άγκυρα.

Σε συμβατικό επίπεδο η Άγκυρα λειτούργησε ως «ανάχωμα» για την μη εξάπλωση του κομμουνισμού στη Μέση Ανατολή. Αλλά και ταυτόχρονα, κάτι όχι πολύ γνωστό, η Τουρκία λειτούργησε και ως «οπλίτης» μέσω των δυτικών μηχανισμών, όπως το Σύμφωνο της Βαγδάτης (αλλιώς ψευδο-ΝΑΤΟ), για τον έλεγχο της Μέσης Ανατολής.

Μετά το 1948 και μέσα στη δεκαετία του 1950, η ειδική αυτή σχέση Ουάσιγκτον και Αγκύρας θα διευρυνθεί, σε συμβατικό επίπεδο, ώστε να συμπεριλαμβάνει «de facto» και το Ισραήλ. Για το Ισραήλ η σχέση αυτή (συμμαχία με την Τουρκία με τις ευλογίες της Ουάσιγκτον) εντάσσετο στο δόγμα της «περιφερειακής στρατηγικής» (peripheral strategy) και πάλι του εθνοπατέρα Μπεν-Γκουριόν, για να ξεφύγει το Ισραήλ από τη περικύκλωση των Αράβων. Η στρατηγική αυτή συμπεριλάμβανε την Συμφωνία της Τρίαινας (Trident Agreement) μεταξύ Ισραήλ και μη-Αραβικών, μη μουσουλμανικών κρατών (Τουρκίας, Ιράν, Αιθιοπίας). Ειδικά δε στην περίπτωση της Τουρκίας έχουμε, το 1958, και την υπογραφή μυστικής συνθήκης με το Ισραήλ, που συμπεριλάμβανε και «ρήτρα πολέμου» κατά «κοινών κινδύνων» όπως ήταν ο Νασσερισμός και ο Αραβικός σοσιαλισμός- κομμουνισμός. Από το 1948, λοιπόν, μέχρι και το 2002-3 έχουμε στην πράξη έναν «άξονα» στην Μέση Ανατολή που συμπεριλαμβάνει Ουάσιγκτον, Άγκυρα, Τελ- Αβίβ και βέβαια, το Λονδίνο. Μεταπολεμικά, και με αυξανόμενους ρυθμούς, κυρίως μετά το Σουέζ (1956), οι Εγγλέζοι θα λειτουργήσουν ως οι κατ’ εξοχήν «βασάλοι» των ΗΠΑ στην περιοχή και στον κόσμο, στα πλαίσια πάντοτε της «ειδικής σχέσεως» (special relationship) μεταξύ Ουάσιγκτον και Λονδίνου.

Μέσα στο ελεγχόμενο από την Αμερική στρατηγικό σκηνικό για τον έλεγχο της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, η Ελλάδα, η οποία θεωρητικά κατείχε ζωτικό γεωγραφικό χώρο που διεμβόλιζε την στρατηγική συνοχή Μεσογείου και Μέσης Ανατολής, λειτουργούσε ως «παραπαίδι» και ως «παρακατιανός» σύμμαχος.

Είναι κρίσιμο να γίνει κατανοητό το παραπάνω. Η κατανόησή του μας ερμηνεύει τα όσα συνέβησαν στο παρελθόν αλλά και το κατά πόσο Ελλάδα και Κύπρος θα μπορέσουν να ξεφύγουν από τη μέχρι πρόσφατα «μοίρα» τους, ως «παρακατιανοί» σύμμαχοι της Δύσης.

Ο προνομιακός και συνεχώς ενισχυόμενος από τους Αμερικανο-βρετανούς και Ισραηλινούς ρόλος της Τουρκίας, στοίχισε ακριβά στον Ελληνισμό. Και αυτό διότι κάθε φορά που εκδηλώνονται οι όποιες Ελληνο-τουρκικές διαφορές σε συμμαχικό επίπεδο και σε διεθνή φόρα, το «ειδικό βάρος» της Τουρκίας με τη Δύση και το Ισραήλ λειτουργούσε καταλυτικά ενάντια σε Ελλάδα και Κύπρο.

Συνοπτικά αναφέρομαι στο Τουρκικό πογκρόμ των Σεπτεμβριανών του 1955 στην Πόλη και στην Σμύρνη. Ειδικά στη Σμύρνη υπήρξαν ακατανόμαστα αίσχη από τον τουρκικό όχλο κατά των Ελλήνων αξιωματικών και των οικογενειών τους, με τη ανοχή της συμμαχικής Τουρκίας και χωρίς στοιχειώδη αντίδραση από την Νατοϊκή συμμαχία, έστω και σ’ επίπεδο καταδίκης. Αντίθετα, έχουμε την περιβόητη και προσβλητική επιστολή του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Τζων Ντάλλες, προς την Ελλάδα (με παρόμοιο παραλήπτη και την Τουρκία) όπου, για «χάρη» της Νατοϊκής συμμαχίας, ζήτησε να ξεχαστεί το πογκρόμ και η ατίμωση των οικογενειών των Ελλήνων αξιωματικών στη Σμύρνη. Και μέσα στο «πνεύμα» Ντάλλες, η τότε ελληνική κυβέρνηση «πολτοποίησε» την προγραμματιζόμενη για δημοσιοποίηση «Λευκή Βίβλο» για τα Σεπτεμβριανά αίσχη. (Η έκθεση αυτή παρέμεινε μυστική για τα επόμενα 50 χρόνια, μέχρι που ο Σπύρος Βρυώνης δημοσιοποίησε το περιεχόμενο της μαζί με άλλα σχετικά ντοκουμέντα στην εμβληματική του μελέτη για τα Σεπτεμβριανά, «Ο Μηχανισμός της Καταστροφής», προκαλώντας, ακόμη και μισό αιώνα μετά, «δυσφορία» στους θιασώτες της Ελληνο-τουρκικής φιλίας).

Τα ανατρεπτικά γεγονότα του 1958 στη Μέση Ανατολή είχαν ως συνέπεια το άρον-άρον κλείσιμο του κυπριακού με τις Συνθήκες Ζυρίχης - Λονδίνου που ακολούθησαν. Εκεί έχουμε και πάλι την προνομιακή μεταχείριση της Τουρκίας, η οποία μαζί με την Βρετανία εξασφάλισαν την εσαεί στρατιωτική τους παρουσία στην Κύπρο, με την Κυπριακή Δημοκρατία να εμφανίζεται στη διεθνή σκηνή με τις γνωστές διεθνείς δουλείες ως ένα κράτος πολιτικά ευνουχισμένο.

Κοντολογίς, οι συνεχιζόμενες από την δεκαετία του 1950 κρίσεις στη Μέση Ανατολή - Ιράν, Νάσσερ/ Σουέζ, Συρία, Ιορδανία, Λίβανος - κλιμακώθηκαν με το αντιδυτικό ιρακινό πραξικόπημα του 1958, το οποίο έσπειρε πανικό στις τάξεις της Δύσης το ίδιο έτος. (Ήταν ακριβώς γι’ αυτό το λόγο που το Ισραήλ και η Τουρκία υπέγραψαν τη μυστική στρατιωτική συμμαχία που προαναφέρθηκε). Από το1957, Αμερικανοί και Άγγλοι με την Τουρκία ως αιχμή του δόρατος (και το Ισραήλ από το παρασκήνιο) οργάνωναν απόπειρες πραξικοπημάτων, δολοφονίες, (απόπειρες δολοφονιών του Νάσσερ και της συριακής ηγεσίας). Μόνο την τελευταία στιγμή οι Αμερικανοί «απέτρεψαν», κατά παραδοχή του προέδρου Αϊζενχάουερ, την Τουρκία του Μεντερές να επιτεθεί σε Συρία και Ιράκ.

Για όλα τα παραπάνω και τα μελλοντικά που θ’ ακολουθήσουν, η Τουρκία θα αποκτήσει βέτο, μέσω των δυτικών πολιτικο-στρατιωτικών μηχανισμών, έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου. Το βέτο αυτό ισχύει μέχρι τις μέρες μας και εκφράστηκε απόλυτα με το κρατοκτόνο Σχέδιο Ανάν του 2004 και την κυνική παραδοχή του Αμερικανού αξιωματούχου Ντάνιελ Φρήντ (Daniel Fried) ότι σε αντάλλαγμα της «αναμενόμενης» εξυπηρέτησης από τη Τουρκία για τον πόλεμο κατά του Χουσεΐν (2003), οι Αμερικανοί παραχώρησαν την Κύπρο στην Τουρκία «υπό την μορφή του Σχεδίου Ανάν».

Η ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ ΩΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΣ ΟΜΦΑΛΟΣ (1958-1968)

Από το 1958 οι ΗΠΑ θα ξεκινήσουν τις διαδικασίες για την ανάπτυξη, την επόμενη δεκαετία, στη Μεσόγειο και επιχειρησιακά στη Ανατολική της λεκάνη του απόλυτου πολεμικού τους όπλου. Αυτό ήταν οι εξοπλισμένοι με πυρηνικές κεφαλές πύραυλοι Πολάρις (Polaris) που έδωσαν και το όνομά τους στα ομώνυμα πυρηνοκίνητα υποβρύχια. Οι υποθαλάσσια εκτοξευόμενοι πύραυλοι ολοκλήρωναν την αμερικανική στρατηγική τριάδα (triad) αέρος, εδάφους, θαλάσσης. Ως τέτοιοι αποτέλεσαν το «απόλυτο» όπλο διότι ο εντοπισμός των υποβρυχίων που τους μεταφέρουν από τους Σοβιετικούς, ήταν εξαιρετικά δύσκολος.

Η πρώτη γενιά των Πολάρις (Α1) είχε εμβέλεια 1.000 περίπου ναυτικά μίλια. Ακολούθησε πολύ γρήγορα, αρχές του 1960, η ανάπτυξη της δεύτερης γενιάς, Α2, με εμβέλεια 1500 ναυτικά μίλια. Και υπήρχαν δύο μόνο γεωγραφικά σημεία του πλανήτη όπου μπορούσαν ν’ αναπτυχθούν ώστε να δύνανται να χτυπήσουν την Μόσχα και τις νοτίως της ευρισκόμενες βιομηχανικές περιοχές της Σοβιετικής Ένωσης: η μία ήταν η Βόρεια Θάλασσα και η άλλη η Ανατολική Μεσόγειος, κυριολεκτικά κάτω από την Κύπρο. Έτσι οι Αμερικανοί ανέπτυξαν δύο βάσεις για τα υποβρύχια Πολάρις. Μια στην Λοχ Νες της Σκωτίας και μια στη Ρότα της Ισπανίας, απ’ όπου έβγαιναν για περιπολίες. Το πρόβλημα, όμως, με τη Βόρεια Θάλασσα, αντίθετα με την Μεσόγειο, ήταν οι πάγοι για σχεδόν εννέα μήνες τον χρόνο, ένας περιορισμός που η πρώτη γενιά Πολάρις δεν μπορούσε να θεραπεύσει. (Οι επόμενες γενιές πυραύλων –Trident και Poseidon- μετά το 1968, θα καταστούν σταδιακά αυτόνομες, θεραπεύοντας έτσι και το πρόβλημα των πάγων και της απόστασης).

Για να αντιμετωπισθεί αυτός ο υπαρξιακός για την Σοβιετική Ένωση κίνδυνος από την Ανατολική λεκάνη της Μεσογείου, η Μόσχα ανάπτυξε ναυτικές δυνάμεις στη Μεσόγειο – επιφανειακές, υποβρύχιες και κατασκοπευτικές και αναζήτησε χώρους ελλιμενισμού και στήριξης, στην Αίγυπτο, τη Συρία (Ταρσό) και σε αβαθή νερά της Μεσογείου (Κύθηρα, Απόστολος Ανδρέας ) για αγκυροβολία.

Ειδική αναφορά για την στρατηγική σημασία της Μεσογείου αλλά και ειδικότερα της Κύπρου για την ασφάλεια της (Ρωσίας) Σοβιετικής Ένωσης, κάνει στο έργο του Navies in War and Peace ο Ήρωας της Σοβιετικής Ένωσης (τίτλος τιμής Β’ ΠΠ) ναύαρχος Σερκέϊ Γκορσκώφ (Sergei Gorshkov) και διαμορφωτής του σύγχρονου Σοβιετικού πυρηνικού στόλου. Στο κεφάλαιο «The Russians in the Mediterranean» o ναύαρχος γράφει ότι όπως ιστορικά επί τσαρικής εποχής ανεπτύσσετο ο ρωσικός στόλος στη Μεσόγειο για την αντιμετώπιση απειλών, έτσι και με την ιμπεριαλιστική απειλή (υπονοεί τον 6ο Αμερικανικό Στόλο και τα υποβρύχια Πολάρις) το Σοβιετικό Ναυτικό αναπτύχθηκε στρατηγικά στη Μεσόγειο.

Ο εκπληκτικός αριθμός των 160 και πλέον πολεμικών πλοίων «συνωστίζοντο» στη Μεσόγειο τα τέλη της δεκαετίας του 1960, σ’ ένα παιχνίδι θανάσιμου ανταγωνισμού στην επιφάνεια και στα βαθειά της νερά, ειδικά σε αυτά της Ανατολικής Λεκάνης. Από την μία ήταν ο 6ος Στόλος με τους Νατοϊκούς και μη συμμάχους των ΗΠΑ και από την άλλη η Σοβιετική Eskandra, όπως ονομάζετο ο Σοβιετικός στόλος της Μεσογείου.

Αν για ένα μήνα, τον Οκτώβριο του 1962, η Κούβα υπήρξε το πιο στρατηγικό σημείο του πλανήτη, το αντίστοιχο σημείο για ολόκληρη την δεκαετία, ήταν η Μεσόγειος και κυριολεκτικώς η θάλασσα πέριξ της Κύπρου.

Όχι τυχαίως, και βάσει της διεστραμμένης λογικής του Ψυχρού Πολέμου, η Κύπρος ονομάσθηκε «Κούβα της Μεσογείου» και ο πρόεδρός της «Κάστρο της Μεσογείου». Ο χαρακτηρισμός αυτός «επινοήθηκε» επί τούτου από τον T.W. Adams, ενεργό τότε αξιωματούχο πληροφοριών του αμερικανού στρατού (και σε επαγγελματικό επίπεδο μελετητή του κομμουνισμού της Κύπρου), και σηματοδότησε μια στρατηγική με πρωταγωνιστές τους Αγγλο-αμερικανούς και τους Τούρκους και με κομπάρσο την Ελλάδα, για την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας που άρχισε οργανωμένα με την κρίση του 1963-64 στην Κύπρο. Η πρώτη τέτοια προσπάθεια άρχισε αρχές του 1964 με την ανεπιτυχή απόπειρα ν’ αντικατασταθεί η κυβέρνηση Μακάριου μ’ ένα Αγγλο-ελληνο-τουρκικό condominium (επικυριαρχία) και την ανάπτυξη ΝΑΤΟϊκού στρατού στην Κύπρο υπό αμερικανική διοίκηση και αμερικανική συμμετοχή. Η προσπάθεια κορυφώθηκε και απέτυχε με το Σχέδιο Άτσεσον για «διπλή ένωση» (double enossis). Γύρω από το σχέδιο αυτό οικοδομήθηκε ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους πολιτικούς μύθους του ελληνισμού – αυτού της «θεωρίας των χαμένων ευκαιριών». Η θεωρία αυτή ενώ συνεκρoύετο με την πραγματικότητα των γεγονότων της εποχής (ήταν π.χ. η Ελλάδα που απεδέχθη το Σχέδιο και η Τουρκία που το απέρριψε, όπως μαρτυρούν επίσημα τουρκικά έγγραφα), συνεχίζει μέχρι σήμερα να ασκεί ιδεοληπτική γοητεία σε μια μεγάλη μερίδα του πολιτικού και πανεπιστημιακού κατεστημένου σε Ελλάδα και Κύπρο.

Το ιδεολογικό σύνδρομο της «Μεσογειακής Κούβας» δικαιολογήθηκε από το «φόβο» ότι μια ανεξάρτητη Κύπρος θα έπεφτε ως «ώριμο φρούτο» μέσω της κάλπης στις «κομμουνιστικές αγκάλες», λόγω της ύπαρξης του «ορθόδοξου» κομμουνιστικού κόμματος του ΑΚΕΛ, που έχαιρε ισχυρής λαϊκής στηρίξεως. Με τη λογική αυτή η «Κουβανοποίηση» της Κύπρου θ’ ανέτρεπε το στρατηγικό περιβάλλον όπως έχει παρατεθεί παραπάνω. Η θέση αυτή ήταν εντελώς σουρεαλιστική αλλά ιδεολογικά εξαιρετικά χρήσιμη. Στην Κύπρο, από το 1960, πέραν των βρετανικών βάσεων, υπήρχαν νόμιμα εγκατεστημένοι πέντε Νατοϊκοί στρατοί: των Άγγλων, των Ελλήνων και των Τούρκων και μέσω διμερών συμφωνιών, υπήρχε αμερικανική και γαλλική στρατιωτική παρουσία.

Το στρατηγικό ζητούμενο της Ατλαντικής συμμαχίας ήταν η κατάλυση του κυπριακού κράτους που «απειλούσε» δυνητικά την συνοχή της. Το ίδιο «προωθούσε» και η Τουρκία για τους δικούς τις επεκτατικούς λόγους. Τη θέση αυτή επιδίωκε και το Ισραήλ για προφανείς λόγους, αλλά και λόγω της ιδιαιτερότητας της σχέσης του Ισραήλ με την Τουρκία.

Στη βάση της λογικής αυτής και της δυναμικής της, ακολούθησαν δύο ακόμη ανεπιτυχείς προσπάθειες καταλύσεως του κυπριακού κράτους. Αυτή με τη βία των όπλων του Αττίλα το 1974 και αυτή της «συναινετικής διαδικασίας» του κρατοκτόνου Σχεδίου Ανάν του 2004. Η εκλεπτυσμένη αυτή φάση του 2004 δεν έχει τερματισθεί αλλά συνεχίζεται. Ζητούμενο παραμένει πάντοτε η κατάλυση του κυπριακού κράτους του 1960, τη θέση του οποίου θα πάρει ένα κρατικό μόρφωμα που στη πράξη θα λειτουργεί πρωτίστως ως μια σατραπεία της Άγκυρας.

ΤΡΕΙΣ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ
ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΝΗΤΙΚΕΣ ΤΟΥΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ

Στον μεταψυχροπολεμικό κόσμο η σημασία της Μέσης Ανατολής θα παραμείνει κυρίαρχη, αν μη τι άλλο, λόγω των δύο Αμερικανικών πολέμων κατά του Ιράκ το 1991 και το 2003, ενώ στην ενδιάμεση περίοδο θα έχουμε μια «κατάσταση πολέμου» κατά του Ιράκ του Σαντάμ Χουσεΐν και του κληρικαλιστικού Ιράν του vilayaât al-faqîh. Από πλευράς ΗΠΑ είχαμε την περίοδο αυτή την υλοποίηση της στρατηγικής της «διπλής ανασχέσεως» (double containment) του Ιράκ και του Ιράν. Θα πρέπει, επίσης, να μην αγνοήσουμε και το κεφαλαιώδες γεγονός ότι στο μεγαλύτερο μέρος της περιόδου αυτής «εκκολάφθηκε» και η αλ Κάϊντα με αποκορύφωμα την τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου στη Νέα Υόρκη.

Η βούληση της Ουάσιγκτον για χρήση βίας για τον έλεγχο του Περσικού Κόλπου διατυπώθηκε με το Δόγμα Κάρτερ τον Ιανουάριο του 1980, όταν με τον πιο απροκάλυπτο τρόπο, η Ουάσιγκτον ανακοίνωσε δια του Προέδρου της ότι ο Περσικός Κόλπος ήταν (και παραμένει από τότε) ζωτικής σημασίας για τις ΗΠΑ, και ότι θα χρησιμοποιηθεί ακόμη και ένοπλη βία κατά οποιοδήποτε κράτους (υπονοώντας, τότε, την Σοβιετική Ένωση) που θα προσπαθούσε να τον θέσει υπό τον έλεγχό του. Αφορμές για το προεδρικό διάγγελμα Κάρτερ υπήρξαν η «απώλεια» του εντολοδόχου των ΗΠΑ στην περιοχή Σάχη της Περσίας, λόγω της Χομεϊνικής Επανάστασης (1978-79) και η Σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν τον Δεκέμβριο του 1979. Και τα δύο αυτά γεγονότα, αν και άσχετα μεταξύ τους, «ερμηνεύθηκαν» από την Ουάσιγκτον ως μέρη ενός μεγαλόσχημου Σοβιετικού στρατηγήματος για την υπερφαλάγγιση των ΗΠΑ, το οποίο θα κατέληγε στον Σοβιετικό έλεγχο του Περσικού Κόλπου.
Στο άλλο άκρο του στρατηγικού θεάτρου, αυτού της ανατολικής Μεσογείου, είχαμε την μεταψυχροπολεμική περίοδο, και κυρίως μετά το 2000, τρείς στρατηγικές εξελίξεις άμεσου ενδιαφέροντος για τα συμφέροντα του Ελληνισμού.

Η πρώτη ήταν η πανηγυρική ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, δηλαδή όλης της κυπριακής επικράτειας, συμπεριλαμβανομένων και των κατεχομένων από την Τουρκία εδαφών (αλλά με αναστολή), στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό έγινε παρά τις λυσσώδεις προσπάθειες των Δυτικών, των Αγγλο-αμερικανών κυρίως και των Τούρκων, να προκαταλάβουν την εξέλιξη αυτή με κύριο εργαλείο το Σχέδιο Ανάν.

Η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ δημιούργησε όλες εκείνες τις προϋποθέσεις για την θωράκισή της έναντι της βουλιμίας της Άγκυρας και των «διαχειριστών» της. Αδιαμφισβήτητα, η ένταξη στην ΕΕ προσέφερε στην Λευκωσία ένα ισχυρό στρατηγικό πλεονέκτημα. Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι, όπως και στην περίπτωση της Γραμματείας του ΟΗΕ, η οποία σταδιακώς μετετράπη σε εργαλείο των αντι-κυπριακών δυνάμεων με αποκορύφωμα την κατάθεση του κρατοκτόνου Σχεδίου Ανάν, υπάρχει σε εξέλιξη μια στρατηγική «βραχυκυκλώματος» των μηχανισμών της ΕΕ μέσω της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών, για να παραχθούν παρόμοια αποτελέσματα.

Η Λευκωσία, αντίθετα με την περίπτωση της Γραμματείας του ΟΗΕ, έχει θεσμικά όπλα και εχέγγυα για ν’ αντιμετωπίσει τις κωλυσιεργίες των γραφειοκρατών των Βρυξελλών. Αυτό, όμως, προϋποθέτει πολιτική βούληση στη Λευκωσία και επάρκεια των πολιτικών ταγών του τόπου καθώς και της διπλωματικής του υπηρεσίας. Στο τομέα αυτό τα δείγματα γραφής δεν είναι θετικά. Η Λευκωσία κινδυνεύει ν’ αυτοακυρώσει το στρατηγικό πλεονέκτημα της εντάξεώς της, λόγω της δικής της ανεπάρκειας και ανικανότητας να διαχειριστεί την ισότιμη συμμετοχή της στα θεσμικά όργανα της ΕΕ.

Η δεύτερη στρατηγική εξέλιξη ήταν κάτι το αναπάντεχο. Αναφέρομαι στον εντοπισμό των πλούσιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου (πέραν των υφιστάμενων της Αιγύπτου) εντός των αποκλειστικών οικονομικών ζωνών κυρίως του Ισραήλ και της Κύπρου. Χαρακτηρίζω το γεγονός αυτό ως «αναπάντεχο» ή αλλιώς ως «από μηχανής θεό» όχι διότι δεν υπήρξε αποτέλεσμα συστηματικής έρευνας και μεθοδικής διαχειρίσεως εκ μέρους της Κύπρου που μας οδηγεί πολλά χρόνια πίσω, αλλά διότι είναι μετά το 2010 που το γεγονός αυτό ενσωματώθηκε στο σύμπλοκο ισχύος της Ανατολικής Μεσογείου, προσφέροντας έτσι ένα μείζονος σημασίας στρατηγικό πλεονέκτημα στην Κύπρο έναντι της Τουρκίας και όχι μόνο. Οι ανατρεπτικές δυνατότητες που το στρατηγικό αυτό πλεονέκτημα προσφέρει στη Κύπρο είναι τεράστιες και περιορίζονται μόνο από την φαντασία αλλά και τα συναφή ανθρώπινα και κρατικά σύνδρομα.

Η τρίτη στρατηγική εξέλιξη, η οποία όπως θα εξηγήσω πάραυτα διασυνδέεται άμεσα με τη δεύτερη , είναι φαινομενικά η στρατηγική ρήξη ανάμεσα στο Ισραήλ και την Τουρκία. Το κρίσιμο για την Κύπρο και την Ελλάδα ερώτημα, που είναι ωστόσο το ήμισυ του μείζονος ερωτήματος, είναι κατά πόσο η ρήξη αυτή είναι πραγματική ή είναι «παροδική». Υπογραμμίζω ότι στον «σκληρό πυρήνα» της στρατηγικής ελίτ του Ισραήλ υφίστανται αντιλήψεις όπως π.χ. του πρώην αρχηγού της Μοσάντ, Εφραίμ Χαλέβι, του πρώην πρωθυπουργού και νυν υπουργού Άμυνας, Εχούντ Μπαράκ κ.α που επιδιώκουν με σχεδόν κάθε τίμημα τη διατήρηση μιας συμμαχικής σχέσης με την Τουρκία.

Αναφέρθηκα, έστω και συνοπτικά, στο ότι οι καταβολές της στρατηγικής σχέσης Ισραήλ-Τουρκίας ανάγονται στη μεταπολεμική εποχή. (Το ιστορικό βάθος των σχέσεων Εβραίων και Τούρκων είναι κατά πολύ μακρύτερο και μας πάει πίσω στην πτώση της Προύσας και της Πόλης και της εγκατάστασης των Εβραίων της Ισπανίας από τους Οθωμανούς στη Θεσσαλονίκη) και οικοδομήθηκε με τις ευλογίες της Ουάσιγκτον.

Η αντίστροφη μέτρηση για τη σχέση αυτή δεν άρχισε πρόσφατα. Αλλά για τους δικούς μας σκοπούς λαμβάνουμε ως αφετηρία την περίοδο 2002-2003, όταν άρχισε η κυριαρχία του πολιτικού Ισλάμ στη Τουρκία και, ταυτόχρονα, εμφανίσθηκαν τα πρώτα δείγματα γραφής των Τούρκων ισλαμιστών για μια αυτονόμηση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Κοντολογίς, αναφέρομαι στις νεοοθωμανικές πρακτικές της τριανδρίας Ερντογάν, Γκιούλ, Νταβούτογλου.

Υπογραμμίζω εδώ ότι έπρεπε τα πράγματα για το Ισραήλ να φτάσουν στο απροχώρητο με τη δημόσια προσβολή του προέδρου του Ισραήλ (Σ. Πέρες στο Νταβός, 2009) από τον πρωθυπουργό Ερντογάν, όπου τον κατηγόρησε ως «δολοφόνο», αλλά και με το γνωστό επεισόδιο με το πλοίο Μαβί-Μαρμαρά το 2010, για να αρχίσει ο στρατηγικός προβληματισμός μέσα στο Ισραήλ για τη Τουρκία και την αξιοπιστία της ως συμμάχου του Ισραήλ.

Άμεση συνέπεια του γεγονότος αυτού ήταν η συνομολόγηση της συμφωνίας για την ΑΟΖ μεταξύ Κύπρου και Ισραήλ. Εκτιμώ ότι χωρίς το επεισόδιο Μαβί-Μαρμαρά οι Ισραηλινοί δεν θα είχαν προχωρήσει στο βήμα αυτό. Η δική μας πλευρά δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει σε τι βαθμό «υποτέλειας» είχαν φτάσει οι Ισραηλινο-τουρκικές σχέσεις, με τους Ισραηλινούς να μην αποτολμούν το οτιδήποτε που η Άγκυρα θεωρούσε μη συμβατό με τα συμφέροντά της.

Η βαθύτερη στρατηγική ανησυχία του Ισραήλ άπτεται των «νεοοθωμανικών» φιλοδοξιών της Ισλαμικής Τουρκίας να ηγεμονεύσει στην Ανατολική Μεσόγειο, να καταστεί δηλαδή, κατά τον Λούτβακ μια «μη φιλική» με το Ισραήλ «δύναμη» ελέγχουσα τον ομφάλιο λώρο του Ισραήλ με τη Δύση, που είναι ο θαλάσσιος και εναέριος χώρος της Ανατολικής Μεσογείου. Ποτέ δεν πρόκειται να επιτρέψει κάτι τέτοιο το Ισραήλ, πόσω δε μάλλον τώρα με τον πλούτο των υδρογονανθράκων στην περιοχή.

Είναι, λοιπόν, πραγματική η ρήξη ανάμεσα σε Ισραήλ και Τουρκία; Εάν είναι, διανοίγονται τεράστιες προοπτικές και ευκαιρίες για την Κύπρο και συνεπώς και για την Ελλάδα, σε επίπεδο στρατηγικών ανατροπών. Ανεξάρτητα, και για μια σειρά από επιπρόσθετους λόγους και εξελίξεις (π.χ. «Αραβική Άνοιξη», η μεγάλη ρευστότητα στον ευρύτερο χώρο της Μέσης Ανατολής, το δημογραφικό, κλπ) οι σχέσεις Ισραήλ – Τουρκίας αλλάζουν, και αλλάζουν δυνητικώς, προς όφελος της Ελλάδας.

Ωστόσο η άλλη πλευρά του ερωτήματος , το άλλο ήμισύ του, είναι εάν με τις αλλαγές, αλλάζουμε και εμείς, εάν δηλαδή προσαρμοζόμαστε στα γεγονότα και είμαστε έτοιμοι να τα αξιοποιήσουμε.

Το Ισραήλ είναι σοβαρός δρών του διεθνούς συστήματος και εξ’ ορισμού θέλει και επιδιώκει να συνεργάζεται με εξίσου σοβαρούς δρώντες σε ζητήματα που άπτονται της ασφάλειάς του και των συμφερόντων του.

Στην περίπτωση της Κύπρου, για παράδειγμα, το Ισραήλ επιδιώκει συνεργασία με το Κυπριακό κράτος, με την Κυπριακή Δημοκρατία. Δεν ενδιαφέρεται να δεσμεύσει αξιοπιστία και πόρους σ’ ένα κράτος που σήμερα υπάρχει και αύριο δεν θα υπάρχει. Και, χειρότερα, με ένα «κράτος» που αύριο πιθανώς να υπάρχει, όχι ως αυτόνομο και αυθύπαρκτο αλλά όπως προείπα, ως μια σατραπεία της Άγκυρας των ισλαμιστών πασάδων.

Χωρίς να υπεισέλθω σε λεπτομέρειες, το ίδιο ισχύει, τηρουμένων των αναλογιών και για τις προοπτικές ανάπτυξης των σχέσεων Ισραήλ –Ελλάδας.

Έτσι και αλλιώς συντελούνται σημαντικές ανατροπές και αναπροσαρμογές στο στρατηγικό θέατρο που περιέγραψα. Ελλάδα και Κύπρος σπρώχνονται από τα γεγονότα και τα πράγματα. Αν δεν γίνουν «παίκτες» θα συνεχίσουν να παραμένουν «κομπάρσοι». Το να είσαι κομπάρσος είναι η εύκολη λύση. Επιβιώνεις με το να εξυπηρετείς και να κάνεις τους άλλους να γελούν. Αυτούς που αποφασίζουν για εσένα.

ΠΗΓΗ

ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.