Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

ΑΓΑΠΗ ΕΡΩΤΙΚΗ


αγάπη ερωτική.


Η γυναίκα δεν "ερωτεύεται" κεραυνοβόλα, όπως ο άντρας. Αντίθετα, ερωτεύεται αυτόν με τον οποίον είναι "πωρωμένη", έχει ακατάσχετη μανία να συζητά μαζί του ή να είναι μαζί του, συνεχώς τον σκέφτεται "τι παράξενος που είναι", νοιώθει έλξη για τον τρόπο που σκέφτεται ή δρα αυτός. Και μπορεί ν' αρνείται ακόμη κι ότι είναι ερωτευμένη μαζί του, αλλά έτσι είναι στην πραγματικότητα. Κι αυτό κάνει τον έρωτά της παράδοση στη γοητεία του άντρα - κι αντιστρόφως νοιώθει βαρεμάρα για όποιον θεωρεί κοινότοπο ή δεδομένο. Με άλλα λόγια, ο έρωτάς της προς κάποιον είναι αυθόρμητος και άπαξ και εμφανιστεί (ακόμη κι όταν αρνείται ότι κάτι τέτοιο συνέβη, η γυναίκα) δε χάνεται παρά μόνο αν ο συγκεκριμένος άντρας κάνει κάτι που χαλάσει την εικόνα. 

Αντίθετα, ο άντρας ερωτεύεται κεραυνοβόλα, κυρίως βασιζόμενος στην εξωτερική εμφάνιση (όχι ότι και η γυναίκα δεν βασίζεται αρκετά σ' αυτήν) και απαιτεί συναισθηματική παράδοση, κυριαρχία στην ψυχή της γυναίκας (το οποίο μετά συνεπάγεται και κυριαρχία στο σώμα της), δίχως ανταγωνιστές. Δεν μαγνητίζεται από καμμιά μυστική έλξη: αυτό συμβαίνει μόνο με τη γυναίκα. Η γυναίκα παραδίνεται σ' αυτόν που την ελκύει. Ο άντρας θέλει να κατακτήσει αυτήν που ποθεί.
          
  Βέβαια αυτό δε σημαίνει ότι σε κάθε περίπτωση έλξης εκ μέρους της γυναίκας υπάρχει και έρωτας. Αλλά ότι για να υπάρχει έρωτας (με την σεξουαλική έννοια και όχι λ.χ. την φιλική ή πλατωνική), πρέπει να υπάρχει αυτή η έλξη της γυναίκας. Τα δύο αυτά πράγματα δεν πρέπει να συγχέονται. Γιατί αν συγχέονται, γρήγορα πάλι ξεκαθαρίζεται, αν επικρατεί το ένα ή το άλλο στοιχείο. Και όταν το ένα στοιχείο (από τη φιλία κι τον έρωτα) επικρατήσει, τότε το άλλο μαραίνεται. Όσο και αν μέσα στον έρωτα υπάρχει και η φιλία (η οποία δεν είναι το πρώτιστο γεγονός που χαρακτηρίζει τον έρωτα). 


Υποστηρικτικό της άποψης αυτής είναι ότι οι γυναίκες ερωτεύονται κατά κύριο λόγο "εγκεφάλους"(=χαρακτήρα, προσωπικότητα) και ότι δεν ερωτεύονται κυρίως λόγω π.χ. της ομορφιάς του άντρα, ενώ αντίθετα οι άντρες ερωτεύονται κυρίως λόγω της εξωτερικής ομορφιάς (ή: η εξωτερική ομορφιά παίζει τον καθοριστικό, τελικό λόγο στην απόφασή τους). Γι' αυτό το λόγο άλλωστε οι γυναίκες δεν είναι (τόσο) "σεξομανείς", όπως οι άντρες. Για παράδειγμα, βλέποντας μια ωραία γυναίκα θα γυρίσουν τα κεφάλια τους πολλοί άντρες, ενώ αντίστοιχα λίγες γυναίκες θα εκδηλώσουν τον άμεσο θαυμασμό τους για έναν ωραίο άντρα. 

Εδώ δεν υποστηρίζεται ασφαλώς ότι οι γυναίκες είναι ασεξουαλικές ή ότι δεν υπάρχουν πολλές που ερωτεύονται λόγω της εξωτερικής ομορφιάς, γίνεται όμως σύγκριση με το αντίστοιχο ποσοστό των ανδρών που ερωτεύονται κυρίως ή απλώς βάσει της εξωτερικής ομορφιάς και προκύπτει ότι το ποσοστό των ανδρών είναι πολύ μεγαλύτερο. 

Επιπλέον είναι σχεδόν αδύνατο να παρατηρήσουμε περιπτώσεις ύπαρξης ή διατήρησης ερωτικής σχέσης, στην οποία η γυναίκα δεν θαυμάζει τον άντρα ή ο άντρας θαυμάζει τη γυναίκα (είτε απόλυτα, είτε συγκριτικά: περισσότερο από ό,τι η γυναίκα τον άντρα). Αν λ.χ. ο άντρας "κρέμεται από τα χείλη Της" (δηλαδή την θαυμάζει, αντί να τον θαυμάζει αυτή - για οποιαδήποτε ιδιότητά ή κατόρθωμά του), τότε αργά ή γρήγορα η γυναίκα βαριέται τον άντρα αυτόν και τον θεωρεί "δεδομένο", "γνωστό", "προβλέψιμο".

 Γι' αυτούς τους λόγους συναντάμε πολλές γυναίκες απογοητευμένες από την ερωτική τους σχέση ή το γάμο τους, ενώ αντίθετα δεν συναντάμε συχνά αντίστοιχους άντρες, που βαριούνται το γάμο τους ή τη σχέση τους επειδή "δεν θαυμάζουν πλέον τη γυναίκα τους". Όλα αυτά δεν πρέπει να εκληφθούν υποτιμητικά για το γυναικείο φύλο, αφού απλώς καθένα φύλο έχει τον δικό του τρόπο να ερωτεύεται. (22/4/2006)
           
 Τι κρατάει μια αγάπη; Ασφαλώς δεν είναι «η θέληση» και των δυο, του καθενός ξεχωριστά, «να είναι μαζί». Γιατί η «θέληση» είναι αέρας, είναι μια λέξη δίχως κανένα έρεισμα (η βουλησιαρχία, η "θελησιολογία", είναι πραγματικά νοσηρές αντιλήψεις αφού εμφανίζουν την «θέληση» να πέφτει εξ ουρανού και να μην βασίζεται σε συγκεκριμένα, έστω και αν αυτά είναι συγκεχυμένα, πράγματα), εκτός κι αν δεχτούμε ότι υπάρχουν αιτίες που προκαλούν την εμφάνιση της «θέλησης να είμαστε μαζί». Αυτές οι αιτίες δεν είναι παρά ο αλληλοθαυμασμός αναμεταξύ των εραστών ή τουλάχιστον ο θαυμασμός του ενός για τον άλλον. Αυτός ο θαυμασμός (ή αλληλοθαυμασμός) οφείλεται επίσης σε απτές αιτίες και όχι σε εξ ουρανού αερολογίες (δηλαδή σε θαυμασμό για τον θαυμασμό). 
Οι αιτίες αυτές είναι η κοινή «πώρωση», τα κοινά ενδιαφέροντα του ζευγαριού ή (αντίστοιχα) ο θαυμασμός και η αγάπη του ενός ατόμου για τα πράγματα που κάνει το άλλο άτομο (κι εδώ βέβαια προϋποτίθεται ότι το θαυμάζον άτομο επίσης έχει κοινά ενδιαφέροντα με το θαυμαζόμενο άτομο, απλά δεν έχει κατορθώσει να ενασχοληθεί επαρκώς με αυτά). Όταν δεν υπάρχουν κοινά ενδιαφέροντα, κοινές συγκινήσεις, τότε δεν υπάρχει κανένα Δέος του ενός για τον άλλο. Αντίθετα, ο ένας βλέπει τον άλλο ως αδιάφορο για τα ενδιαφέροντά του (παρόμοια τον βλέπει, όταν υπάρχει προσποιητό ενδιαφέρον, λόγω ευγένειας), ως ξένο.



 Δίχως το Δέος ο άλλος παύει να είναι Εκείνος (ή Εκείνη). Είναι ένα ακόμη συνηθισμένο άτομο – το οποίο βέβαια μπορεί να συνεχίζουμε να το αγαπάμε, αλλά μόνο λόγω (φθίνουσας) συνήθειας. Υπάρχει η αντίρρηση ότι πέρα από τα κοινά ενδιαφέροντα πρέπει να υπάρχει και η ευγένεια, η καλή συμπεριφορά, η αίσθηση ότι κανείς βρίσκεται στις δύσκολες στιγμές στο πλάι του άλλου. Αυτά είναι δευτερεύοντα. 

Ευγενικός μπορείς να είσαι και με τους αγνώστους. Και το «να στέκεσαι στο πλάι» του άλλου μπορείς να το κάνεις επίσης για τα συγγενικά ή φιλικά πρόσωπα. Δεν είναι βασικές αιτίες που κρατούν μια ερωτική αγάπη. Κι αυτό γιατί στην ερωτική αγάπη ενυπάρχει η υψηλότερου δυνατού βαθμού ταύτιση θελήσεων, απόψεων, χαρακτήρων· υψηλότερα από τους φίλους ή την οικογένεια. Διαφορετικά, καθένας θα έμενε ευχαριστημένος με τους φίλους και την οικογένεια, και θα υπήρχε απλώς σεξ κι όχι έρωτας με τα άτομα του αντίθετου φύλου. (18/7/2006)

Σχετικά με την πίστη και την ερωτική σχέση: η ερωτική σχέση είναι μια δέσμευση, μεταξύ δύο ανθρώπων αντίθετου φύλου. Απόψεις του τύπου «αυτό που λέμε "ερωτικό στοιχείο" υπάρχει σε κάθε σχέση, ακόμη και στις φιλίες μεταξύ ανδρών, απλά παίρνει διάφορες μορφές και εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους ανάλογα με τις περιστάσεις» απλούστατα προέρχονται πρώτον από μία ασυνείδητη ίσως άρνηση της υπαρκτής διαφορετικότητας του καθενός φύλου, και δεύτερον από τη σύγχυση μεταξύ έρωτα και αγάπης. Κι επειδή, πρώτον μας ενδιαφέρουν οι λέξεις με το νόημα που έχουν κι όχι διαστρεβλωμένες, καθώς και επειδή μιλάμε για πραγματικούς ανθρώπους, και όχι λ.χ. για αγγέλους, η αγάπη υπάρχει και μεταξύ ανδρών, όμως δεν είναι έρωτας ή ερωτική αγάπη. 

Άλλωστε η έννοια της αγάπης είναι ευρύτερη, όπως φαίνεται και σε όλη την διάρκεια της χρήσης της λέξης. Αν και η αγάπη και ο έρωτας έχουν την ίδια πηγή (: τον άνθρωπο) δεν σημαίνει ότι είναι το ίδιο. Διαχωρίζεται η πορεία τους, σαν δύο ποτάμια που ξεκινάν από την ίδια πηγή και καταλήγουν σε διαφορετικές θάλασσες.

Δεν υπάρχει κανένας δυισμός όταν καθορίζονται οι ρόλοι του «(αντίθετου φύλου) φίλου» και του (υποψήφιου) «ερωτικού συντρόφου». Είναι μία πρακτική αναγκαιότητα, η οποία υπαγορεύεται από το γεγονός ότι διαφορετικά θα υπήρχαν άπειρες διαμάχες που σχετίζονται με το κτητικό στοιχείο το έρωτα, το οποίο είναι υπαρκτό και αδύνατον να μην υπάρχει. Κάθε αντίθετη άποψη παραγνωρίζει αυτήν την αναγκαιότητα και δημιουργεί περισσότερες αναταραχές. 

Ακόμη και στην περίπτωση που, στα πλαίσια της ιεράρχησης στην κλίμακα των ερωτευμένων ατόμων προσπαθούσαμε να βάλουμε δεύτερο άτομο σε μία ερωτική σχέση δύο ατόμων, το αποτέλεσμα είναι καταστροφικό, διότι ενώ στην κλίμακα των αγαπώμενων προσώπων αυτό είναι όντως δυνατόν (αν και πολύ σπάνιο: ακόμη και ένα παιδί δεν έχει στην ίδια αγάπη και για τους δύο γονείς ή για τα δύο αδέρφια του· επιλέγει και οι επιλεχθέντες υπερτερούν στην επιρροή που του ασκούν), αλλά όχι στην κλίμακα των ερωτευμένων προσώπων, η οποία είναι απλώς της μορφής «Ένα-Μηδέν». Αυτό άλλωστε προκύπτει και από την διαφορά μεταξύ αγάπης και ερωτικής αγάπης (έρωτα). Αυτή λοιπόν η ερωτική κλίμα δεν επιδέχεται δεύτερη ερωτική αγάπη (δεύτερο έρωτα), όσο κι αν αποδέχεται δεύτερη φιλική αγάπη. 

Διαφορετικά γυρίζουμε πίσω στη νοοτροπία των φρικιών, η οποία φυσικά ενώ υποτίθεται ότι είναι τόσο ενοχλητική κι απωθητική γι’ αυτούς που έχουν απόψεις ταύτισης «έρωτα» και (γενικά) «αγάπης», στην πραγματικότητα γίνεται πλήρως αποδεκτή μέσω της εκλογίκευσης ότι είναι δυνατόν να ανεχθεί λ.χ. κάποιος να έχει σεξουαλικές η «σχέση» του με τρίτον λόγω φιλίας με τον τρίτον. 


Κι εδώ, επαναλαμβάνουμε, τίθεται ζήτημα πρακτικό. Η ερωτική σχέση προϋποθέτει ύψιστη ταύτιση θελήσεων, αναγκών και ενδιαφερόντων μεταξύ δύο ατόμων, ενώ η αγαπητική σχέση (φιλική μεταξύ ατόμων των δύο ή του ίδιου φύλου) δεν έχει τόσο υψηλή ταύτιση, εκτός ίσως από τα ενδιαφέροντα. 

Για παράδειγμα, εφόσον δύο φίλοι του ίδιου φύλου επιδιώξουν συνεύρεση, για δικό του λογαριασμό ο καθένας, με το ίδιο άτομο του άλλου φύλου, τότε επέρχεται σύγκρουση αναγκών και θελήσεων, η οποία καταστρέφει τις ιεραρχήσεις της (φιλικής) αγάπης. Κι αυτό άλλωστε αποδεικνύει ότι ο έρωτας (η ερωτική αγάπη) είναι ισχυρότερος της φιλικής αγάπης – όπως και γίνεται στις περισσότερες φορές.

 Ή πάλι, είναι πρακτικά βέβαιο ότι σε μία ερωτική σχέση η ύπαρξη παράλληλης ερωτικής σχέσης δημιουργεί προβλήματα ιεραρχίας, διότι αναγκαστικά (π.χ. σχετικά με τις διαφορετικές απόψεις/θελήσεις αναφορικά με τη διάρκεια και τη συχνότητα συνεύρεσης ή απλής παρουσίας πότε με το ένα και πότε με το άλλο άτομο) κάθε φορά το άτομο που αποτελεί τον σύνδεσμο πρέπει να επιλέγει· και συνήθως η επιλογή δεν διατηρείται για καιρό ισότιμα υπέρ και των δύο. 

Διαφορετικά, (αν λ.χ. υποθέσουμε τα άτομα Α, Β, Γ) αυτό που συμβαίνει είναι ότι όντως το Γ’ άτομο (ή πόλος) παρεμβαίνει  και παρεμποδίζει την πραγματοποίηση του θελήματος του ατόμου Β από το άτομο Α (είτε έμμεσα, δυσχεραίνοντάς την, είτε άμεσα, επιδιώκοντας πρώτιστα και αμέσως την πραγματοποίηση του δικού του θελήματος από το άτομο Α). Και όταν οι θελήσεις/επιθυμίες κάθε είδους είναι επιτακτικές, επέρχεται η σύγκρουση. 

Να γιατί η ερωτική κλίμακα είναι της μορφής «Ένα-Μηδέν». Διότι είναι τόσο στενή η σχέση, τόσο απαιτητική, ώστε δεν υπάρχει χώρος για δεύτερο άτομο, δηλαδή για ιεράρχηση. Μπορούμε να το φανταστούμε αυτό τόσο αν σκεφτούμε ότι ένας πασάς στο χαρέμι του δεν αγαπάει πραγματικά τις γυναίκες του, διότι ως πεπερασμένο ον δεν μπορεί να ικανοποιήσει πλήρως όλες τις γυναίκες συναισθηματικά και σαρκικά, αλλά και όσο ότι δεν μπορεί απέναντι στον ένα να βρίσκονται οι δέκα. Απέναντι στον ένα πρέπει να βρίσκεται η μία. 

Επιπλέον η αλήθεια είναι ότι δεν μπορεί κανείς να αγαπά όλους το ίδιο. Ερωτεύεται κάποιον, στον οποίο ρίχνει το βάρος της αγάπης του, διότι αυτός ο κάποιος είναι παρόμοιος με αυτόν. Είναι τέτοια η ένταση του έρωτα, που κάνει να αποκλείονται από ορισμένες διεκδικήσεις και δικαιώματα οι κάτοχοι της αγάπης, διεκδικήσεις, δικαιώματα και ταυτίσεις τις οποίες μόνο ο απολαμβάνων την ερωτική αγάπη κάποιου έχει (διότι, αν αυτά μοιράζονταν, θα ήταν ανεπαρκή αγαθά και θα υπήρχε διαμάχη). Και είναι ανεπαρκή αγαθά, γιατί κάθε αγαπώμενο άτομο είναι πεπερασμένο.

Σχετικά με την ιεράρχηση και την ερωτική αγάπη. Είναι ο έρωτας που γεννάει την ιεράρχηση ή μάλλον την τροποποιεί. Διότι ενώ πριν την ερωτική σχέση υπήρχε μια δεδομένη ιεραρχία και υπήρχε η δεδομένη ιεράρχηση τόσο στην ερωτική (π.χ. όσες νέες γνωριμίες κι αν γινόταν, το υποκείμενο παρέμενε σταθερό στον υπάρχοντα έρωτά του και γι’ αυτό ιεραρχούσε τις νέες γνωριμίες κάτω από τον έρωτά του, δηλαδή ήταν ο έρωτας που καθόριζε την ιεράρχηση και την ιεραρχία) όσο στην αγαπητική κλίμακα, μετά τη δημιουργία (νέας) ερωτικής σχέσης αλλάζει και η αγαπητική κλίμακα (καθότι ο έρωτας ξεπερνά σε ένταση ή πάθος την αγάπη) και κυρίως η ερωτική κλίμακα. Η ερωτική σχέση δημιουργεί, με άλλα λόγια, ανάγκη για μια νέα ιεράρχηση τόσο στην αγαπητική κλίμακα όσο και (πιθανόν, εφόσον υπήρχε προηγούμενη, άλλη ερωτική σχέση) στην ερωτική κλίμακα, διότι ανακατατάσσει τους προσανατολισμούς του υποκειμένου. 

Λέγοντας ιεράρχηση εννοούμε απλώς την διαδικασία που ο καθένας κάνει και να βάζει τον Α άνθρωπο «υψηλότερα» από τον Β (στην αγαπητική κλίμακα) ή να διαλέγει τον Α άνθρωπο και να αποκλείει τον Β (στην ερωτική κλίμακα). Τα κριτήρια της ιεράρχησης δεν τα παρέχει η ιεράρχηση (αυτή είναι απλώς διαδικασία, τα κριτήρια λαμβάνονται από αλλού), αλλά τα ενδιαφέροντα και οι επιθυμίες του ατόμου τα οποία δεν είναι πάντα συνειδητά, δηλαδή υπάρχουν πάντοτε εν υπνώσει, ενώ η ιεράρχηση συμβαίνει μόνο κάποιες φορές. Συχνά οι άνθρωποι ερωτεύονται άλλους ανθρώπους τους οποίους δεν ξέρουν καλά-καλά, και μάλιστα ερωτεύονται το Άγνωστο ή το Μυστηριώδες, δηλαδή πράγματα τα οποία δεν υπάρχουν στα προϋπάρχοντα κριτήριά τους (αφού το Άγνωστο δεν μπορεί να κριθεί ή να ταυτιστεί με κάποιες ιδιότητες). 

Ποια είναι τα δήθεν ενσωματωμένα στον μηχανισμό της ιεράρχησης κριτήρια; Κι επιπλέον τα κριτήρια συχνά μεταβάλλονται, και μάλιστα επηρεάζονται με την εμφάνιση του υποψήφιου ερωτικού συντρόφου: αυτός φέρνει νέα κριτήρια, τα οποία επικρατούν ή δεν επικρατούν. Συνεπώς η ιεράρχηση δεν είναι παρά ένας μηχανισμός, που ούτως ή άλλως υπάρχει, ακόμη κι αν δεν αγαπά κανέναν το άτομο. Αντίθετα, η δημιουργία της ερωτικής αγάπης είναι ένα γεγονός που ανατρέπει την παλαιά ιεραρχία, δηλαδή γεννά καινούργια ιεραρχία απαιτώντας νέα ιεράρχηση. 

Δηλαδή δεν αρχίζει από κάτω προς τα πάνω η ιεράρχηση του ατόμου, ώστε αποκλείοντας έναν-έναν τους ανθρώπους, να του απομείνει μόνο κάποιο άτομο, το οποίο ο ιεραρχών βάζει στην κορυφή και τότε αρχίζει να το ερωτεύεται (αν γινόταν έτσι, όλοι θα έκαναν δεκαετίες να βρουν τον Έρωτά τους, αποκλείοντας τα εκατοντάδες ή χιλιάδες άτομα ένα-ένα). Αντίθετα, πρώτα ερωτεύεται ή κάνει φίλους και μετά φτιάχνει την ιεραρχία από την κορυφή προς τα κάτω. Λέει π.χ. ότι στην κορυφή είναι η ερωμένη του. Έπειτα ψάχνει για τους αμέσως επόμενους ανθρώπους και βρίσκει τους γονείς του, τους οποίους βάζει παρακάτω κ.ο.κ. 


Βάσει του γεγονότος αυτού, του έρωτα, το άτομο καθορίζει διαφορετικά το πώς θα συμπεριφέρεται π.χ. στους φίλους του και πώς θα συμπεριφέρεται στο άτομο με το οποίο είναι ερωτευμένος (λ.χ. παρέχει πλέον λιγότερο χρόνο στους φίλους και περισσότερο στο άτομο αυτό). Δηλαδή ο έρωτας, με τα κριτήρια του έρωτα (της ταύτισης αναγκών, απόψεων, θέλησης κ.λπ.) καθορίζει την νέα ιεραρχία και την νέα ιεράρχηση. 

Από εκεί και πέρα όμως, μετά την αρχική φάση, φυσικά η δύναμη του έρωτα είναι ικανή να διατηρεί την ιεράρχία (ή να μην την διατηρεί, αν ο έρωτας είναι ασθενικός και η σχέση διακοπεί) και αντίστροφα, ως μηχανισμός έσχατης άμυνας, η ιεραρχία προστατεύει τον έρωτα σε στιγμές δύσκολες γι’ αυτόν (λ.χ. στην περίπτωση που υπάρχει απόσταση χωρική μεταξύ των δύο ερωτευμένων και ένας από τους δύο δέχεται σεξουαλική ή ερωτική πρόταση από τρίτο άτομο). Και υπό το φως αυτού του μηχανισμού είναι φανερό πόσο προβληματικό είναι να μην διαχωρίζει κανείς τους ανθρώπους του αντίθετου φύλου σε «φίλους» και «εραστές» και να μην διαπλάθει τα συναισθήματά του αναλόγως. 

Αλλά πάντως δεν μπορούμε να πούμε ότι ο έρωτας γεννιέται από την ιεράρχηση, γιατί αυτό δεν εξηγεί την διεργασία που μόλις παρουσιάσαμε, πώς λ.χ. οι φίλοι παραγκωνίζονται στην ιεραρχία από το πρόσωπο. Δεν άλλαξαν φυσικά τα κριτήρια ιεράρχησης, αλλά η δυναμική του έρωτα έστειλε σε κατώτερη θέση τα υπόλοιπα πρόσωπα.

Η ερωτική πίστη δεν είναι κάτι το οποίο αλλάζει κάθε δευτερόλεπτο (εκτός κι αν συμβούν τραγικά πράγματα). Ωστόσο, για το διάστημα που η δέσμευση υπάρχει, είναι αντικειμενικά κακό να παραβιαστεί, συναισθηματικά ή σεξουαλικά η πίστη. Δηλαδή η δέσμευση αυτή μπορεί να λυθεί και έπειτα να αφεθεί ελεύθερος ο καθένας. Το ότι είναι μία δέσμευση οφείλεται, όπως είπαμε, σε πρακτικούς (που αναφέραμε στην αρχή) όσο και συναισθηματικούς λόγους (παρακάτω).

 Φυσικά είναι μια αυτοδέσμευση, η οποία βασίζεται στην ειλικρίνεια, η οποία με τη σειρά της βασίζεται στην ένταση της ερωτικής σχέσης, όπως την αντιλαμβάνεται το κάθε μέρος. Ως αυτοδέσμευση συνίσταται στο παράδοξο ότι ενώ γίνεται ελεύθερα συνεπάγεται περιορισμό της (ερωτικής, αλλά και αγαπητικής) ελευθερίας του αυτοδεσμευόμενου.

 Εφόσον λοιπόν είναι αναγκαία η αυτοδέσμευση, και εφόσον η σύναψη ερωτικής σχέσης δεν είναι κάτι αόριστο δίχως νόημα, αλλά συνεπάγεται δικαιώματα και υποχρεώσεις και, τέλος, εφόσον η ερωτική σχέση είναι σχέση αποκλειστικότητας (είτε αυτό οφείλεται σε καθαρά ιδιοτελείς σκοπούς και των δύο είτε σε μείγμα ιδιοτελών και ανιδιοτελών λόγων), τότε είναι αυτονόητο ότι ακόμη κι αν το Α άτομο, που είναι ερωτευμένο με το Β’, πάψει να είναι ερωτευμένο με το Β’, πρώτα πρέπει να δηλώσει τη λήξη της αυτοδέσμευσής του και ύστερα λ.χ. να συνευρεθεί με το Γ’ άτομο (τα ίδια ισχύουν και για την περίπτωση του γάμου). 

Και φυσικά δεν μιλάμε μόνο για την «παροχή» «δικαιώματος συνεύρεσης» (την αναφέρουμε συνεχώς ως παράδειγμα, διότι είναι ένα πράγμα που διαφοροποιεί την φιλία από το έρωτα) αλλά και για οτιδήποτε άλλο. Διαφορετικά, μόνο επιπόλαιο και ασυνεπές θα χαρακτηρίζαμε το άτομο που ενώ έχει αυτοδεσμευτεί, θεωρεί ότι «σε κάποια φάση δε νοιώθει ερωτευμένο» και δεν θεωρεί κακό να το απατά τον έρωτά του ή θεωρεί κακό να συνευρίσκεται μαζί με τον έρωτά του.

Επίσης, σχετικά με το ζήτημα της ελευθερίας στην ερωτική αγάπη, έχουμε ήδη παρατηρήσει ότι ακόμη και η εντελώς ανιδιοτελής αγάπη (κάθε μορφής) καταργεί την ελευθερία αφού ο αγαπών σκλαβώνει τον αγαπώμενο, έστω και δια της καλοσύνης (ποιοτικά διαφέρει αν η υποδούλωση γινόταν μέσω βίας, αλλά πρακτικά συνεπάγεται το ίδιο). 

Επομένως οι αντιρρήσεις ότι είναι ανάξια λόγου η αγάπη αυτής της μορφής προέρχονται από τον γνωστό ψηλομύτικο ελιτισμό που δεν αντέχει, δεν υποφέρει να βλέπει την υποταγή σε μία ερωτική σχέση. Το ζήτημα είναι λοιπόν ότι υπάρχει υποδούλωση του ενός στο θέλημα του άλλου (εννοείται υπάρχει αμοιβαιότητα). Υποταγή, υπακοή, το ίδιο κάνει, εφόσον μιλάμε για εθελούσια αυτοπαράδοση του ενός στον άλλον. Και μέσω της υπακοής/υποταγής δεν χάνει ούτε ο ένας ούτε ο άλλος την στοιχειώδη ελευθερία του να απορρίψει την ερωτική σχέση, αν αλλάξει γνώμη. Γιατί αν μιλάμε για την ελευθερία γενικά, αυτή έχει χαθεί από την πρώτη στιγμή της έλξης ή του πόθου. Πόσο ελεύθερο θα λέγαμε τον σίδηρο που μαγνητίζεται από το μαγνήτη; 

Εδώ να τονίσουμε ότι (αναφορικά με το προηγούμενο παράδειγμα) δεν πρέπει να ασχολούμαστε με τις συνήθεις αερολογίες και προβληματισμούς, αν ο έρωτας είναι υποταγμένος στη φύση, στη ζωώδη κατάσταση, ενώ η φιλική αγάπη είναι υπέρβασή της, διότι δεν είναι κακό ούτε η παραμονή/υποταγή στη φύση ούτε η υπέρβαση της φύσης. Και τα δύο είναι φυσικά, και μάλιστα εδώ θα έπρεπε να κατηγορήσουμε αυτούς που εισάγουν τώρα την έννοια της «(ανθρώπινης) φύσης» τι εννοούν με αυτήν την τόσο γενικόλογη έννοια, ώστε να κρίνουν βάσει αυτής τι είναι καλό και τι είναι κακό. (1/5/2006)  


ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.