Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2012

Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΟΥ 99 - Μήπως λοιπόν κι'εμεις ψάχνουμε το 100 φλουρί; Ναι..σκέψου το!!!

 (από το βιβλίο του Αργεντινού ψυχοθεραπευτή Χόρχε Μπουκάι, "Να σου πω μια Ιστορία")
Ζούσε κάποτε, πριν πολλά χρόνια, ένας βασιλιάς πολύ θλιμμένος που είχε έναν υπηρέτη χαρούμενο και αισιόδοξο. Κάθε πρωί ξυπνούσε τον βασιλιά πηγαίνοντας του το πρόγευμα, τραγουδούσε χαρούμενα στιχάκια, του έκανε αστείους μορφασμούς. Στο κεφάτο πρόσωπό του υπήρχε πάντα ένα μεγάλο φωτεινό χαμόγελο, αλλά και όλη του η ζωή ήταν ήρεμη και ευτυχισμένη. 
Κάποια μέρα ο βασιλιάς δεν άντεξε και τον ρώτησε:
-Ποιο είναι το μυστικό σου?
-Ποιο μυστικό Μεγαλειότατε?
-Μην κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις. Ποιό είναι το μυστικό της χαράς σου. Λέγε γρήγορα.
-Μα...δεν υπάρχει μυστικό Μεγαλειότατε.
-Πως τολμάς να λες ψέματα σ´ εμένα. Έχω κόψει κεφάλια για πολύ μικρότερεςπροσβολές, από ένα ψέμα.
-Πιστέψτε με Μεγαλειότατε, σας παρακαλώ, δεν σας κρύβω τίποτα. Δεν υπάρχει κανένα μυστικό.
-Και πως τα καταφέρνεις βρε ανόητε και είσαι όλη την μέρα τόσο κεφάτος?
 Σε έχω παρακολουθήσει, σε βλέπω. Όλο χαχαχού και αστεία είσαι.
 -Μα Μεγαλειότατε, η ζωή ήταν τόσο γενναιόδωρη μαζί μου. Η Λαμπροσύνη σας μετιμά και με έχει στην υπηρεσία της. Με την γυναίκα μου και τα παιδιά μουμένουμε σ´ ένα ωραίο σπίτι που μας παραχώρησε το παλάτι. Μας προσφέρετε ρούχα και τροφή για όλους μας, δωρεάν εκπαίδευση στα παιδιά μου, επί πλέονδε, η Μεγαλειότητα σας μου πληρώνει και ένα μικρό μηνιαίο επίδομα, πουικανοποιεί τις μικροεπιθυμίες μας. Πως να μην είμαι ευτυχισμένος?
-Άκου, ηλίθιες δικαιολογίες έχω χορτάσει από τους συμβούλους μου. Αν δεν μου πεις το μυστικό της χαράς σου, η υπομονή μου θα εξαντληθεί και μαζί της και το κεφάλι στους ώμους σου. Είναι αδύνατον να είναι κάποιος ευτυχισμένοςμε αυτά που μου παρέθεσες.
-Μα Βασιλιά μου σας παρακαλώ πιστέψτε με. Δεν σας κρύβω κάτι. Πως θαμπορούσα άλλωστε. Δεν υπάρχει μυστικό.
-Χάσου από μπροστά μου ηλίθιε, πριν φωνάξω το δήμιο. Γελοίε. Καραγκιόζη.Ο υπηρέτης χαμογέλασε, έκανε μια βαθειά υπόκλιση, και βγήκε από το δωμάτιο.Τον βασιλιά όμως, δεν τον χωρούσε ο τόπος. Του φαινόταν τόσο παράλογο οβαλές του να είναι τόσο ευτυχισμένος, ζώντας σε δανεικό σπίτι, τρώγονταςαπό τα περισσεύματα των αυλικών, φορώντας ρούχα από δεύτερο χέρι. 
Αφού κατάφερε κάπως να ηρεμήσει, φώναξε τον πιο σοφό σύμβουλό του και τουδιηγήθηκε την συζήτηση και την απορία του.-Πες μου γέροντα, γιατί ο άνθρωπος αυτός είναι ευτυχισμένος?
-Α, Μεγαλειότατε, επειδή προφανώς βρίσκεται έξω από τον κύκλο.
-Έξω από που?
-Μα από τον κύκλο.
-Γι’ αυτό είναι ευτυχισμένος?
-Όχι μεγαλειότατε, γι αυτό δεν είναι δυστυχισμένος
.-Δεν καταλαβαίνω γέροντα. Δηλαδή όποιος είναι στον κύκλο είναι δυστυχής?
Εγώ είμαι δυστυχής διότι είμαι μέσα στον κύκλο?
-Ακριβώς βασιλιά μου.
-Και πως βγήκε?
-Δεν μπήκε ποτέ.
-Βάλθηκες να με τρελάνεις κι εσύ γέροντα. Τι στην οργή κύκλος είναι αυτόςκαι γιατί μας προκαλεί θλίψη?
-Είναι ο κύκλος του ενενήντα εννέα
.-Και πως λειτουργεί αυτός ο διαολόκυκλος?
 
-Μεγαλειότατε είναι δύσκολο να σας τον εξηγήσω με λόγια, μπορώ όμως να σαςτον δείξω στην πράξη.-Δηλαδή τι θα κάνεις?-Αν μου επιτρέψετε θα βάλω τον υπηρέτη σας στον κύκλο.-Πως δηλαδή, θα τον σπρώξεις? είπε ο βασιλιάς κοροϊδευτικά.-Δεν θα χρειαστεί βασιλιά μου.
 Αν βρει την ευκαιρία θα μπει μόνος του.
-Και καλά, όταν μπει δεν θα δει ότι αυτό τον έκανε δυστυχισμένο, ώστε ναβγει κατ´ ευθείαν?
-Θα το αντιληφθεί, αλλά δεν θα θέλει να φύγει.
-Δηλαδή μου λες ότι θα καταλάβει πως αν μπει στον κύκλο θα δυστυχήσει, αλλάπαρ´ όλα αυτά θα μπει οικιοθελώς και δεν πρόκειται να ξαναβγεί?
-Ακριβώς Μεγαλειότατε. Κανένας δεν θέλει να βγει από τον κύκλο του ενενήνταεννέα. Όσο και αν τον κάνει δυστυχισμένο. 
Θα μάθεις λοιπόν πως λειτουργεί οκύκλος, αλλά εσύ θα χάσεις έναν εξαίρετο υπηρέτη και το παλάτι έναν χαρούμενο άνθρωπο.-Δεν με νοιάζει. Τι πρέπει να κάνουμε? Πότε ξεκινάμε?
-Σήμερα το βράδυ βασιλιά μου. Θα περάσω να σε πάρω. Θα έχεις ετοιμάσει ένασακί με ενενήντα εννέα φλουριά. Ούτε ένα περισσότερο, ούτε ένα λιγότερο.Πράγματι, την νύχτα ο σοφός πέρασε να πάρει τον βασιλιά. 
Πήγαν μαζί στο
σπιτάκι του υπηρέτη, στην άκρη της αυλής του παλατιού, κρύφτηκαν καιπερίμεναν να ξημερώσει. Μόλις αχνοφέγγισε και άναψε στο δωμάτιο ένα κερί, οσοφός έβαλε στο σακούλι ένα μήνυμα που έλεγε:
Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΟΣ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ ΒΡΑΒΕΙΟ ΕΠΕΙΔΗ ΕΙΣΑΙ ΞΕΧΩΡΙΣΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ.ΑΠΟΛΑΥΣΕ ΤΟΝ. ΜΗΝ ΠΕΙΣ ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ ΠΩΣ ΤΟΝ ΒΡΗΚΕΣ.
Έδεσε το σακί στην πόρτα του υπηρέτη, χτύπησε δύο φορές και έτρεξε να ξανακρυφτεί. Όταν υπηρέτης βγήκε ξαφνιασμένος, ο βασιλιάς παρακολουθούσε πίσω από έναν θάμνο. Τον είδε να διαβάζει το μήνυμα και να ανοίγει το πουγκί. 
Είδε την έκπληξη στο πρόσωπό του, το αρχικό φόβο, την καχύποπτη,ερευνητική ματιά μήπως ήταν κανένας τριγύρω. Τον είδε να σφίγγει το πουγκί στην αγκαλιά του, να ανοίγει το πουκάμισο και να το βάζει στο στήθος του,να χώνεται γρήγορα σπίτι του. Μόλις άκουσαν την κλειδαριά να διπλοαμπαρώνει, ο βασιλιάς με τον σοφό πλησίασαν στο παράθυρο για να κατασκοπεύσουν. 
 
Ο υπηρέτης είχε ρίξει στο πάτωμα τα πιατικά που ήσαν στο τραπέζι, αφήνοντας μόνο το κερί. Καθισμένος σε μια καρέκλα άδειαζε τοπεριεχόμενο. Τα μάτια ήταν γουρλωμένα, κόντευαν να βγουν έξω από τις κόγχες.Ήταν φανερό δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε. Ένα βουνό από χρυσά φλουριά. 
Ένας θησαυρός. Όλος δικός του. Αυτός που δεν είχε ποτέ ως τώραστην ζωή ακουμπήσει έστω ένα χρυσό φλουρί, τώρα είχε ένα μικρό βουνό απόαυτά. Δικά του. Άρχισε να τα χαζεύει και να τα κάνει στίβες. Τα κοίταζε πως άστραφταν στο φως του κεριού και χαζογελούσε. Τα συγκέντρωνε, τα σκόρπιζεγια να ακούει το κουδούνισμά τους. Και όλο χαμογελούσε. 
Παίζοντας άρχισε να τοποθετεί σε στίβες των δέκα. Μια δεκάδα, δύο δεκάδες, τρείς, τέσσερις,πέντε, έξι...Ταυτόχρονα έκανε και το άθροισμα. Πενήντα, εξήντα, εβδομήντα,ογδόντα, ενενήντα, εκατ...που είναι το τελευταίο? Ξαναμετρά μία μία τιςστίβες να βρει το λάθος, τίποτα. Τα στήνει σε κολόνες, την μία δίπλα στην άλλη, μήπως κάποια προεξέχει...Τίποτα. 
Η τελευταία κολόνα ελλειμματική. Μόνοεννέα φλουριά. Κοιτάζει ερευνητικά το τραπέζι, σηκώνει το κερί, γυρίζει τομέσα έξω στο σακούλι...Τίποτα. Γονατίζει και αρχίζει να ψάχνει στο πάτωμα.Δεν μπορεί τα φλουριά ΕΠΡΕΠΕ να είναι εκατό.-Δεν είναι δυνατόν, μονολογούσε όσο έψαχνε. 
Κάπου πρέπει να μουέπεσε...κάπου πρέπει να είναι. Με λήστεψαν! Αλήτες! Κερατάδες! Με κλέψανε!Γονατισμένος κοιτούσε πάνω στο τραπέζι, έβλεπε τις κολόνες με τα φλουριάκαι αισθανόταν πως κάτι του είχε διαφύγει. Δεν μπορεί, κάπου έκανε λάθος.Αδύνατον η μία κολόνα να είναι κουτσή. Αλλά το φλουρί που έλειπε, πουθενά.Τελικά σαν να το πήρε απόφαση. 
Ενενήντα εννέα φλουριά, είναι πολλά
λεφτά...συλλογίστηκε. Μπορώ να ζήσω την υπόλοιπη ζωή σανάρχοντας...συνέχισε. Αλλά δεν είναι στρογγυλός αριθμός, ρε γαμώτο. Το εκατό, μάλιστα, είναι στρογγυλός αριθμός. Τώρα μου λείπει ένα.
Ο βασιλιάς και ο σοφός σύμβουλος κοιτούσαν από το παράθυρο. Το πρόσωπο του υπηρέτη δεν ήταν το ίδιο. Ήταν σκεπτικός, σκυθρωπός με χείλη στενά,τραβηγμένα. Με μάτια μισόκλειστα έξυνε το κεφάλι του. 
Κάτι σκεπτόταν. Μάζεψε τα φλουριά στο σακούλι και κοιτάζοντας καχύποπτα ολόγυρα, το έκρυψε προσεκτικά, όσο πιο αθόρυβα μπορούσε πίσω από ένα σωρό καυσόξυλα. Ύστερα πήρε χαρτί και μολύβι και κάθισε να κάνει λογαριασμούς.Πόσο καιρό πρέπει να κάνω οικονομίες, ώστε να αποκτήσω και το εκατοστόφλουρί? 
Ο υπηρέτης μιλούσε μόνος, παραμιλούσε ασυναίσθητα. Θα βρω καιδεύτερη δουλειά, θα δουλέψω σκληρά για ένα διάστημα, μέχρι να το κερδίσω.Μετά όμως μεγάλε...άραγμα. Ναι, με εκατό φλουριά, μπορεί ένας άνθρωπος ναμην δουλεύει. Μπορεί να ζει δίχως σκοτούρες. Είσαι πλούσιος! Είσαιάρχοντας! Δεν υπάρχει λόγος να δουλεύεις, αγόρι μου! Τελείωσε τουςυπολογισμούς του. 
Αν δούλευε σκληρά κι έβαζε στην άκρη όλο το μηνιάτικο τουκαι ότι έξτρα χρήματα έπαιρνε, σε πέντε το πολύ έξι χρόνια θα μπορούσε να αγοράσει ένα χρυσό φλουρί.
-Έξι χρόνια είναι πάρα πολλά, μονολόγησε. Θα μπορούσα όμως να βάλω και την γυναίκα μου να δουλέψει. Κάποια δουλειά θα βρει να κάνει στην πολιτεία. Θα μπορούσε να καθαρίζει σπίτια. Αλλά κι εγώ, πέντε η ώρα τελειώνω από το παλάτι. Μπορώ να κάνω το βοηθό σε κανένα μάστορα, δύο τρεις ώρες μέχρι να νυχτώσει.
Ξαναπιάνει το μολύβι και αρχίζει πάλι τους υπολογισμούς. Με την έξτρα δουλειά τη δική του και την συνεισφορά της γυναίκας του θα μάζευε τα χρήματα για το φλουρί σε τρία χρόνια. Εξακολουθούσε να είναι πολύς, πολύς καιρός.Ίσως θα μπορούσαμε να κάνουμε και κάποιες οικονομίες. Να πουλήσουμε ας πούμε λίγο από το φαγητό. 
Έτσι κι αλλιώς το πολύ φαί, κακό κάνει. Άσε που μια και είναι τζάμπα, το ´χουμε παρακάνει. Και τα χειμωνιάτικα παπούτσια. Τι χρειάζονται? Μπαίνει η Άνοιξη. Έρχονται ζέστες. Και τα επανωφόρια μπορώ να το πουλήσω. Να πουλήσω...Να πουλήσω...Πρέπει να γίνουν θυσίες. Άλλωστε θα πιάσουν τόπο. 
 Σε δύο χρονάκια το πολύ θα αγοράσουμε το φλουρί που μας λείπει και μετά...ποιός μας πιάνει μετά. Θα είμαστε πλούσιοι. Ότι μας γυαλίζει θα το αγοράζουμε. Αυτό είναι. Δύο χρόνια στο τούνελ και μετά...
άγαλμα της πόλης από πηλόΟ βασιλιάς και ο σύμβουλος γύρισαν στο παλάτι. Ο υπηρέτης είχε μπει στον κύκλο του ενενήντα εννέα.Τους μήνες που ακολούθησαν, ο υπηρέτης έβαλε σε εφαρμογή τα σχέδια που είχεαποφασίσει εκείνο το πρωινό. Δούλευε πολύ, κουραζόταν, κακοκοιμόταν, αλλάεπέμενε στην απόφασή του. 
Ένα πρωινό, μπήκε με το πρωινό στο δωμάτιο τουβασιλιά, αργός, κακόκεφος, αμίλητος, όπως συνήθιζε τελευταία.-Μα καλά, τί έπαθες εσύ, ρωτά τάχα ανήξερος ο βασιλιάς.-Μια χαρά είμαι Μεγαλειότατε. Θέλετε τίποτε άλλο?-Μέρες έχω να σ´ ακούσω να τραγουδάς. Σου συμβαίνει κάτι?-Αν δεν κάνω λάθος, η δουλειά μου είναι σας σερβίρω και να σας βοηθώ ναντυθείτε. Δεν κάνω τη δουλειά μου? Την κάνω και μάλιστα άψογα, συνέχισε.Δεν με προσλάβατε για γελωτοποιό ούτε για τραγουδιστή.
Μετά από μερικούς μήνες, ο βασιλιάς έδιωξε τον υπηρέτη από το παλάτι. Δενείναι ευχάριστο να περιβάλλεσαι από κακόκεφους, μουρτζούφληδες υπαλλήλους.
Ο ασπρομάλλης ψυχαναλυτής έκανε μια παύση και κοίταξε προσεκτικά τον ασθενήτου. Προσπάθησε να διαβάσει τα συναισθήματα από την ιστορία στο πρόσωπότου. Ανακάθισε στην πολυθρόνα του, πήρε το ποτήρι δίπλα του και ρούφηξε μιαμεγάλη γουλιά σακέ. Καθάρισε την φωνή του και συνέχισε: 
Βλέπεις Ντεμιάν,εσύ, εγώ και όλοι μας έχουμε εκπαιδευθεί σ´ αυτήν την ηλίθια ιδεολογία.Πάντοτε κάτι μας λείπει για να νιώσουμε ικανοποιημένοι, και δυστυχώς μόνοαν είσαι ικανοποιημένος μπορείς να απολαύσεις όσα έχεις. Γι αυτό, μάθαμεπως τάχα η ευτυχία θα έλθει όταν ολοκληρώσουμε αυτό που μας λείπει...Και
επειδή πάντα κάτι λείπει, ξαναγυρίζουμε στην αρχή και δεν απολαμβάνουμεποτέ την ζωή...
Τι θα συνέβαινε όμως, αν η φώτιση ερχόταν στις ζωές μας καιαντιλαμβανόμαστε, έτσι ξαφνικά, ότι τα ενενήντα εννιά φλουριά μας είναι το100% του θησαυρού? Ότι δεν μας λείπει τίποτα, κανένας δεν μας έκλεψετίποτα, το εκατό δεν είναι καθόλου πιο στρογγυλός αριθμός από το ενενήνταεννιά? Ότι αυτό, είναι μόνο μια παγίδα, ένα καρότο που έβαλαν μπροστά μας,για να είμαστε βλάκες, για να σέρνουμε το κάρο,κουρασμένοι, κακόκεφοι, δυστυχείς και συμβιβασμένοι? Μια παγίδα για να μηνσταματήσουμε ποτέ να σπρώχνουμε και να μείνουν όλα όπως έχουν. Αιωνίως ταίδια. 
Πόσα θα άλλαζαν αν μπορούσαμε να απολαύσουμε τους θησαυρούς μας, έτσιακριβώς όπως είναι. Έτσι ακριβώς όπως τους κατέχουμε. Προσοχή όμως Ντεμιάν.Το να παραδεχτείς ότι το ενενηνταεννιά είναι ο θησαυρός, δεν σημαίνει ότιπρέπει να εγκαταλείψεις τους στόχους σου. Δεν σημαίνει άραγμα, συμβιβασμόςμε οτιδήποτε. Γιατί άλλο το να παραδέχεσαι, κι άλλο το να συμβιβάζεσαι.  
Αυτό όμως, είναι σε άλλο παραμύθι.(από το βιβλίο του Αργεντίνου ψυχοθεραπευτή Χόρχε Μπουκάι, 
"Να σου πω μια Ιστορία") Μήπως λοιπόν κι'εμεις ψάχνουμε το 100 φλουρί; Ναι..σκέψου το!!! 
ΠΗΓΗ ΜΑΙΡΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΥΡΟΥ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.