Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

Περί φτώχειας, «Πενίας» και «Πτωχοπροδρομικών»


    Φωτογραφία: Γιάννης Ρίτσος '' Μεγάλη φτώχεια ''

Μεγάλη φτώχεια πλάκωσε, παιδί μου, και το ψωμί το τρώμε με το δράμι.
Πέθανε η κόρη εψές του μπάρμπα Τίμου- δεκάξι χρονών, σαν το κρύο νερό-
κ’ η σεμνούλα η Πηνιώ του μπάρμπα Τσάμη την κακιά στράτα πήρε από καιρό. 

Η φτώχεια τους ανθρώπους έχει αγριέψει. Προχτές τη Δημαρχία είχαν κυκλώσει
μάνες, παιδιά, που η πείνα τα ‘χει ρέψει, κι άλλος ψωμί ζητούσε, άλλος δουλειά,
μ’ αντίς ψωμί- σαν πήρε να σουρουπώσει- με το ξύλο τους διώξαν τα σκυλιά. 

Τα μάτια τους παράξενα σπιθίζαν, κ’ είχαν σφιχτά τα χείλη. 
Ακολουθούσα και γω μαζί, και την καρδιά μου αγγίζαν τα λόγια τους σα γνώριμη λαλιά,
και πόθησα, δεν ξέρω πώς, να κλειούσα όλους μ’ ίδια στοργή στην αγκαλιά. 

Λες κ’ ήτανε παιδιά μου σαν και σένα και γω ήμουνα γι αυτούς  καλή μητέρα,
κ’ είχα τα μάτια, γιε μου δακρυσμένα σαν από λύπη, σαν από χαρά,
κ’ ήμουνα νέο πουλί που στον αγέρα δοκίμαζα πρωτάνοιχτα φτερά.

“Όταν δίνω τροφή στους φτωχούς, με λένε άγιο. 
 Όταν ρωτάω γιατί οι φτωχοί δεν έχουν τροφή, με λένε κομμουνιστή”
                             (Ντομ Χέλδερ Καμάρα, Βραζιλιάνος αρχιεπίσκοπος)

O Μένανδρος (Αθήνα, 342-292 π.Χ.), ο αρχαίος Έλληνας ποιητής, εκπρόσωπος της Νέας Κωμωδίας, έγραφε: «Των δ’ απάντων ισθ’ ότι πτωχός αδικηθείς εστί δυσκολότατον» (=Απ’ όλα πάντως γνώριζε, το πιο σκληρό και αφόρητο είναι να είσαι και φτωχός και αδικημένος)…

Στις μέρες μας που οι φτωχοί αυξάνονται και πληθύνονται, λόγω των ισοπεδωτικών και βάναυσων οικονομικών μέτρων, συντρέχουν και τα δυο «σκληρά κι αφόρητα» για τα οποία αποφαίνεται ο Mένανδρος: Είμαστε και φτωχοί και αδικημένοι!
Το ό,τι όλο και περισσότεροι γίνονται φτωχοί και το ό,τι η φτώχεια χτυπά πλέον και τα λεγόμενα μεσοαστικά κοινωνικά στρώματα μας το επιβεβαιώνουν πάμπολλες επιστημονικές έρευνες που είδαν το φως της δημοσιότητας τον τελευταίο καιρό. Αλλά όπως έλεγε και ο Μπέρναντ Σο: «Μη χάνετε τον καιρό σας με κοινωνικές έρευνες. Εκείνο που ενδιαφέρει το φτωχό είναι η φτώχεια. Εκείνο που ενδιαφέρει τον πλούσιο δεν μας ενδιαφέρει».
Πολύ σκληρό και άδικο είναι επιπλέον το γεγονός ότι τη φτώχεια (μας) σήμερα τη βιώνουμε σαν τιμωρία, γιατί, λέει «μαζί τα φάγαμε» κι άρα πρέπει να τιμωρηθούμε, δικαιώνοντας έτσι το Ρωσογερμανό σοφιστή, Ιλάι Καμάρωφ που έλεγε: «Η φτώχεια είναι σαν τιμωρία για ένα έγκλημα που δεν διέπραξες»! Τιμωρούμαστε, λοιπόν, και μάλιστα σκληρά για κάτι που δεν ευθυνόμαστε, καθώς «άλλοι τα φάγανε» και καλούμαστε μόνον εμείς, ως συνυπεύθυνοι, να πληρώσουμε το λογαριασμό!
Και ο Κάρολος Δαρβίνος, ο θεμελιωτής της θεωρίας της εξέλιξης, είχε πει: «Αν η δυστυχία των φτωχών δεν προκαλείται από φυσικές καταστροφές αλλά από τους (πολιτικούς) θεσμούς μας, μέγα είναι το αμάρτημά μας». Ποιων το «αμάρτημα» όμως; Γενικεύει ο Κάρολος και δεν διευκρινίζει ποιους ακριβώς βαρύνει το «αμάρτημα». Όλους μας; Όχι, βέβαια…Διεφθαρμένες, διαπλεκόμενες κυβερνήσεις και κάλπηδες πολιτικοί φέρουν ακέραια την ευθύνη, αγαπητέ, Κάρολε Δαρβίνε, και δεν είναι «αμάρτημά μας», αλλά «αμάρτημά τους»!



Ας πάμε όμως 2.500 χρόνια πριν, στην Αθήνα του Αριστοφάνη. Ο Αριστοφάνης, ως γνωστόν, έγραψε, εκτός των άλλων, και την κωμωδία «Πλούτος»…
Ο κυριότερος ήρωας του «Πλούτου» είναι ο Χρεμύλος, ένας ξεπεσμένος μικρονοικοκύρης, που έχει καταντήσει άνεργος και άστεγος και γι αυτό τα βάζει με την Πενία, που τον έφερε σε τούτα τα χάλια. Αντικρούοντας τα επιχειρήματα της Πενίας ότι οι ίδιοι οι φτωχοί φταίνε για τη φτώχεια τους, ο Χρεμύλος της παραπονείται γιατί αυτή είναι η αιτία που κατάντησε «σκύβαλο» της κοινωνίας:
«Μα μπορεί εσύ (Πενία) να δώσεις αγαθό κανένα εξόν από χιονίστρες και παιδάκια που πεινάνε, και γριές που βογγάνε; Κι ούτε μπορώ να λογαριάσω, το σωρό από τις ψείρες, τα κουνούπια και τους ψύλλους, που σε τραβούνε και σου λένε σήκω και θα πεινάσεις. Κι έξω από τούτα, αντί για φόρεμα φορείς κουρέλι, και για κρεβάτι αχυρόστρωση με κοριούς γεμάτη, οπούναι ξυπνητήρι αληθινό και για ψωμί, και για κλωνιά μολόχας τρως και για φαϊ μασάς παλιόφυλλα, από ραπάνια, και στα πόδια σου πατείς λαιμό  από σπασμένη στάμνα, και για σκάφη να ζυμώνεις έχεις πιθαριού καφκάλα και τούτη ραγισμένη».

Και συνεχίζει τα παράπονά του προς την Πενία ο Χρεμύλος:
«Μωρέ (Πενία) πόσο μακαρισμένη τη ζωή του φτωχού μας την παρουσίασες. Να βασανίζεται κανένας μέρα νύχτα, ώσπου να κλείσει τα μάτια του, κι όντας ψοφήσει να μην έχει ούτε τα έξοδα για την ταφή του»!
(τα του Αριστοφάνη από τη Μεγάλη ιστορία της Ελλάδας του Γιάννη Κορδάτου, αρχαία β’)
Τέτοια έγραφε ο Αριστοφάνης 2.500 χρόνια πριν, κι ας έρθουμε τώρα στους βυζαντινούς χρόνους για να δούμε τι έγραφε κάποιος «Πτωχοπρόδρομος» για τη φτώχεια και την πείνα…





«Πτωχοπροδρομικά»

(Πτωχοπρόδρομοι ποιητές ήταν πολλοί στους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου. Ένας από όλους αυτούς και ο Θεόδωρος Πτωχοπρόδρομος που έζησε στην εποχή των Κομνηνών (12ος αιώνας). Η δυσκολία να εξακριβωθεί ο ποιητής του καθενός από τα ποιήματα του κύκλου, έκανε τους μελετητές, από το επώνυμο του γνωστού Πτωχοπρόδρομου βυζαντινού λογίου να ονομάσουν το είδος της ποιητικής αυτής θεματολογίας «Πτωχοπροδρομικά»)….

«…Από γαρ της πτωχείας μου και βλαστημώ πολλάκις
και λέγουσί με: “πρόσεχε, πολλά μη συντυχαίνης,
μήπως και μετά θάνατον καταδικάσουσί σε
εις σκώληκα ακοίμητον, εις τάρταρον, εις σκότος”.
Εγώ δε, κοσμοκράτορ μου, τας τρεις κολάσεις ταύτας
ενταύθα τας κολάζομαι, και προ της τελευτής μου,
σκώληκα γαρ ακοίμητον ηγούμαι την πενίαν,
ήτις με τρώγει πάντοτε και καταδάπανά με.
Τάρταρον τον τουρτουρισμόν τον τουρτουρίζω τώρα,
ως εκ χειμώνος παγετού, και τι φορείν ουκ έχω,
αν γαρ ουκ έχω τι φορείν μεγάλως τουρτουρίζω.
Σκότος δε πάλιν, δέσποτα, τον σκοτασμόν μου κρίνω,
τον έχω πάντα, βασιλεύ, όταν ψωμίν ουκ έχω,
αν γαρ ουκ έχω τι φαγείν, σκοτίζομαι και πίπτω. […]
Ημείς ψωμίν ουκ είχαμεν, και τι άλλον γυρεύεις;
όπου γαρ λείπει το ψωμίν προσφάν ουκ ενθυμούνται,
του προσφαγίου η μέριμνα κ’ η λείψις του ψωμίου
τας ενθυμίσεις τας πολλάς πολλά τας περικόπτουν.
Πείνα μου, πάλιν πείνα μου, και δεύτερον σου γράφω,
και τώρα μόνον άφες με ότι ψωμίν ουκ έχω…».

 (Η Ελληνική ποίηση ανθολογημένη, τ. Β’, Κυψέλη)

Γιάννης Ρίτσος '' Μεγάλη φτώχεια ''


Μεγάλη φτώχεια πλάκωσε, παιδί μου, και το ψωμί το τρώμε με το δράμι.
Πέθανε η κόρη εψές του μπάρμπα Τίμου- δεκάξι χρονών, σαν το κρύο νερό-
κ’ η σεμνούλα η Πηνιώ του μπάρμπα Τσάμη την κακιά στράτα πήρε α
πό καιρό.

Η φτώχεια τους ανθρώπους έχει αγριέψει. Προχτές τη Δημαρχία είχαν κυκλώσει
μάνες, παιδιά, που η πείνα τα ‘χει ρέψει, κι άλλος ψωμί ζητούσε, άλλος δουλειά,
μ’ αντίς ψωμί- σαν πήρε να σουρουπώσει- με το ξύλο τους διώξαν τα σκυλιά.

Τα μάτια τους παράξενα σπιθίζαν, κ’ είχαν σφιχτά τα χείλη. 


Ακολουθούσα και γω μαζί, και την καρδιά μου αγγίζαν τα λόγια τους σα γνώριμη λαλιά,
και πόθησα, δεν ξέρω πώς, να κλειούσα όλους μ’ ίδια στοργή στην αγκαλιά.

Λες κ’ ήτανε παιδιά μου σαν και σένα και γω ήμουνα γι αυτούς καλή μητέρα,
κ’ είχα τα μάτια, γιε μου δακρυσμένα σαν από λύπη, σαν από χαρά,
κ’ ήμουνα νέο πουλί που στον αγέρα δοκίμαζα πρωτάνοιχτα φτερά.


Αλέκος Χρυσόπουλος
ΠΗΓΗ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.