Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2012

ΕΜΠΡΟΣ ΔΙΑ ΤΗΣ ΛΟΓΧΗΣ (Αποσπάσματα από το βιβλίο)



Δεν είναι υπερβολή αν πούμε ότι η Ελλάδα δεν θα συμμετείχε στον Πόλεμο, αν δεν υπήρχε ο «Αβέρωφ» και ότι τα σύνορα της Ελλάδας θα ήταν ακόμη στη Μελούνα. 

Σέρβοι και Βούλγαροι δεν μας ήθελαν για «συνεταίρους». 

Δεν είχαν όμως Στόλο και έτρεμαν το ότι 250.000 Οθωμανοί έφεδροι θα μπορούσαν να μεταφερθούν στη Μακεδονία και να αντιπαρατεθούν στα μέτωπα των μαχών, αλλάζοντας πιθανότατα την εξέλιξη του Πολέμου. Τα υποτυπώδη ως ανύπαρκτα σιδηροδρομικά και δίκτυα της εποχής δεν επέτρεπαν την ταχεία οδική μετακίνηση μεγάλων στρατιωτικών μονάδων και εφοδίων, ενώ η θαλάσσια μεταφορά τους απαιτούσε τον έλεγχο του Αιγαίου.

 Έτσι, Σέρβοι και Βούλγαροι υποχρεώθηκαν
να δεχθούν την Ελλάδα στη συμμαχία, αν και θα προτιμούσαν να μοιραστούν μεταξύ τους τα Οθωμανικά εδάφη. Ο «Αβέρωφ» ήταν το πιο δυνατό χαρτί μας για να μπούμε στη Συμμαχία, κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή. 

Αν συνυπολογίσουμε και την συμβολή του «Αβέρωφ» (και του Στόλου) στην απελευθέρωση των νησιών του Βόρειου και Ανατολικού Αιγαίου, αλλά και του Αγίου Όρους, μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι, η αγορά του «Αβέρωφ» υπήρξε η σημαντικότερη επένδυση του Ελληνικού Κράτους μέχρι σήμερα.
...
Την επομένη, Δευτέρα 1η του Οκτώβρη, μετά το μεσημεριανό συσσίτιο, το Σύνταγμα αναχώρησε περπατώντας για το Βελεστίνο, όπου φτάσαμε στις 9.30 τη νύχτα και στήσαμε τα αντίσκηνά μας σε ένα λόφο, εξαντλημένοι από την μακρά και επίπονη πορεία, που συνεχίστηκε ξανά από τις 9 το πρωί της επομένης για να φτάσουμε το βράδυ στην Ακερλή, όπου διανυκτερεύσαμε πάλι στα αντίσκηνα, με κρύο διαπεραστικό. 

«Ω ρε Μάκη, έτσι είναι ο πόλεμος; Όλο κρύο και πορείες;»

«Τι να σου κάμω ψυχή μου, σαν σου έλεγα να ξεκινήσουμε τον Αύγουστο, μούλεγες ότι 
έχεις τρύγο … Θα προμενάραμε με το τέμπο μας, θα είχαμε και καλό καιρό …»
... 

«Εσένα βρήκε η παλιοσφαίρα μωρέ Γιώργη; Και ποιον θα έχω αύριο εγώ, να πάει αύριο μπροστά με τη λόγχη;» έλεγε σε ένα Λοχία που είχε χτυπηθεί στον δεξί ώμο. «Μέχρι αύριο θα είμαι καλά κύριε Υπολοχαγέ … και άμα χρειαστεί να πυροβολήσω, θα το στηρίξω το μάνλιχερ στον αριστερό ώμο … όλη νύχτα θα κάνω εξάσκηση …» απαντούσε αυτός, χαμογελώντας για να κρύψει πόσο πολύ πονούσε … 

«Σε πονάει;»

«Μόνο άμα με κάνεις να γελάω κύριε Υπολοχαγέ …»
...
Δυο  ώρες πριν τα Σέρβια, ένα θέαμα που σου άνοιγε την καρδιά: Εκατοντάδες σκηνών, στημένων αλλά και μαζεμένων, στρώματα, ρούχα, αλλά και τρόφιμα, κάσες με ζάχαρη, σακιά με ρύζι και αλεύρι, μελιτζάνες, αλλά και τρία πτώματα Τούρκων … οι φουκαράδες μάλλον ήταν τραυματίες που τους άφησαν εκεί να πεθάνουν. Όλα μαρτυρούσαν εσπευσμένη και άτακτη υποχώρηση. 

Παντού υπήρχαν παρατημένα υλικά, αλλά και Μάουζερ και κάσες με σφαίρες και λόγχες και εξαρτήσεις … Και πιο κάτω, παρατημένα στο δρόμο, είκοσι ένα ή είκοσι δύο Τουρκικά Πυροβόλα, πεδινά, Krupp, τελευταίας σχεδίασης, πάνω από εξήντα βλητοφόρα και εκατοντάδες οβίδες σκόρπιες , κιτρίνιζαν τα χαντάκια δεξιά κι αριστερά. Αυτά τα πυροβόλα κι αυτές οι οβίδες δεν θα σκοτώσουν άλλους Έλληνες και αυτή ήταν μια πολύ ευχάριστη σκέψη.
... 
Τους είδε ο Βερέτας που τους περίμενε με τα Ορειβατικά μας Πυροβόλα, και όταν έφτασαν στα δύο χιλιάδες τριακόσια μέτρα εξαπέλυσε τους κεραυνούς του. Με μικρής διάρκειας δραστική βολή έσπειρε μεγάλο πανικό στις Τουρκικές γραμμές. Πυροβολητές το έβαζαν στα πόδια, Ελάτες ξέζευαν τις άμαξες, κόβοντας τους ιμάντες των αλόγων, και έφευγαν καλπάζοντας προς τα Σέρβια και την γέφυρα του Αλιάκμονα, να σωθούν οι ίδιοι παρατώντας τα κανόνια τους, πανικός …

 Μονάχα ένας Τούρκος Ανθυπολοχαγός, προς τιμή του, συγκράτησε με το πιστόλι στο χέρι τους δικούς του και ανταπέδωσε μερικές κανονιές για την «τιμή των όπλων». Και μόνο δύο Τούρκικα Πυροβόλα κατάφεραν να ξεφύγουν, από τα είκοσι τέσσερα. Είκοσι δύο σύγχρονα πυροβόλα «Krupp», μαζί με τα κλείστρα τους, εγκαταλείφθηκαν. Όρμησαν «δια της λόγχης» αλαλάζοντας οι φαντάροι του Λυμπερόπουλου, σκότωσαν τους πυροβολητές που αντιστέκονταν και έπιασαν εκατόν πενήντα αιχμαλώτους!   
... 
Μπροστά μας πήγαινε το 3ο Σύνταγμα του Γιαννακίτσα. Ήταν η σειρά τους να πάνε μπροστά, καθώς στο Σαραντάπορο είχαν κρατηθεί στην εφεδρεία. Πήραμε την αμαξιτή οδό που συνδέει τα Σέρβια με τη Βέροια, περνώντας τη γέφυρα του Αλιάκμονα που την φυλούσε το 8ο Σύνταγμα της 4ης Μεραρχίας. Το 8ο Σύνταγμα πολεμούσε συνεχώς από την πρώτη μέρα και παρά τις απώλειές τους είχαν όρεξη για πειράγματα σε βάρος των συναδέλφων του 3ου: 

«Αχ μωρέ τους καημένους … βαρυφορτωμένους τους βλέπω …»

«Είναι που δεν ξόδεψαν ακόμη καθόλου σφαίρες …»
Αλλά οι δικοί μας χαμογελούσαν χωρίς να προσβάλλονται: 

«Τις φυλάμε για τη Βέροια παιδιά … αφήσατε να σας ξεφύγουν οι Νιζάμηδες … και τώρα πρέπει να αναλάβουμε εμείς …»

«Μόνο κοιτάτε μην αργήσετε και κρυώσει ο καφές …»

«Ραντεβού στου “Βελτσίδη” παιδιά … όποιος φτάσει τελευταίος κερνάει …»

«Εγώ θα είμαι στον “Παράδεισο”, που έχει καλύτερη θέα … να βλέπω τα Γιαννιτσά …»

«Αν αργήσετε, μπορεί να είμαστε στο “Αλάμπρα” …»

«Κι άμα βρείτε τίποτα ψείρες στο δρόμο, από μας θα έπεσαν, μαζέψτε τις …»
... 
Συνεχίσαμε την πορεία, κατηφορίζοντας προς το Χάνι του Βρωμοπήγαδου. Αργά το απόγευμα, και καθώς βαδίζαμε χαζεύοντας τα πρόβατα που βόσκανε αγνοώντας τον πόλεμο, μία κανονιά, και αργότερα μια δεύτερη και μια τρίτη, μας θύμισαν ότι ο πόλεμος δεν τέλειωσε ακόμη. Μπροστά στο 8ο Σύνταγμα που εκινείτο σε πρώτο κλιμάκιο, στην κορυφογραμμή, ήταν ίσα με δύο Τούρκικα Τάγματα! 

Η φάλαγγα σταμάτησε και με μεθοδικότητα που έβγαινε από την εμπειρία που αποκτήθηκε τις προηγούμενες μέρες, το 8ο Σύνταγμα αναπτύχθηκε υποδειγματικά: Ένα Τάγμα προχώρησε «με άλματα» κατά μέτωπον, απασχολώντας τους Τούρκους με πυρά, ενώ δύο άλλα κινήθηκαν δεξιά και αριστερά για υπερφαλάγγιση.

Ο Μέραρχος με τα κυάλια, τους κοίταζε θαυμάζοντας! Ταυτόχρονα τάχθηκε σε θέσεις βολής η ορειβατική Πυροβολαρχία του Κουρούκλη. Μόλις αυτή άρχισε να βάλλει, οι Τούρκοι δεν επέμειναν άλλο … βλέποντας και τις κυκλωτικές κινήσεις μας, παράτησαν τις θέσεις τους και έφυγαν τρέχοντας να συναντήσουν την υπόλοιπη στρατιά τους. Μέσα σε μια ώρα, και ενώ σουρούπωνε, η μάχη είχε τελειώσει.
... 
Απόψε το πράγμα ήταν διαφορετικό: Τα μαγειρεία διατάχθηκαν να παρασκευάσουν «αγελάδα στιφάδο», το αγαπημένο φαΐ του Στρατού μας. Και είχαμε και χρόνο να ασχοληθούμε με την ατομική μας καθαριότητα, αλλά και περιποίηση. Τι δηλαδή, σαν λήσταρχοι θα μπαίναμε στη Βέροια; Τα ξυράφια και οι χτένες πήραν φωτιά … Τα καθρεφτάκια, δεν πρόφταιναν να αλλάζουν χέρια …
... 
Τα σπαθιά των Αξιωματικών άστραψαν στο φως, καθώς κινούνταν δίνοντας το σύνθημα της επίθεσης, με μια κραυγή που κάλυψε όλο το μέτωπο: «Εμπρός! Εμπρός!» Ολόκληρο το Σύνταγμα όρμησε προς τα εμπρός «τροχάδην», κάτω από ισχυρά εχθρικά πυρά. Οβίδες σχίζανε τον αέρα, αλλά μας φύλαγε η Παναγία ... Οι πιο πολλές βυθίζονταν στη λάσπη χωρίς να εκραγούν …

«Στείλτε τις πίσω ρε παιδιά … είναι ελαττωματικές …» φώναζαν Αξιωματικοί και 

Στρατιώτες και τρέχαμε όλο γέλια … ούτε σε άσκηση … Αλλά οι οβίδες δεν αστειεύονταν. Ένα θραύσμα χτύπησε ένα Λοχαγό στο δεξί ώμο, καθώς παρατηρούσε τις εχθρικές θέσεις. Σαν να μην έγινε τίποτα, αυτός έσκυψε, έπιασε με το αριστερό χέρι τα κυάλια που του πέσανε και συνέχισε, καθησυχάζοντας και τους Στρατιώτες που ανησύχησαν …

«Δεν είναι τίποτα παιδιά … τη δουλειά σας εσείς … Εμπρός !!!»
... 
Ήρθε η ώρα να επιτεθούμε. Εμείς από αριστερά, η 2η και η 3η Μεραρχία από το κέντρο.
«Εφ’ όπλου λόγχη παιδιά !!! Τώρα που υποχωρούν και το βάζουν στα πόδια … πάμε να τελειώνουμε με δαύτους …»

Διασχίσαμε με «άλματα» το ακάλυπτο έδαφος, και βέβαια οι Τούρκοι δεν είχαν αφήσει τις θέσεις τους όπως φώναζα για να εμψυχώσω τα παλληκάρια μου … Οι Τούρκοι πολεμούσαν μανιασμένα και μόνο τα πυροβόλα τους είχαν αναγκαστεί να αλλάξουν θέση. Τα πολυβόλα και τα μάουζερ έκαναν μεγάλη ζημιά. Ανάμεσα σε αυτούς που χάθηκαν τη μέρα κείνη ήταν δύο ήρωες της μάχης της Πόρτας, ο Ανθυπολοχαγός Σούμπασης και ο Επιλοχίας Μωκέας, που είχε κυριεύσει την Τούρκικη σημαία. 

Αλλά δεν ανακόπηκε η ορμή της επίθεσής μας. Ανεβαίνοντας στο επόμενο φρύδι, πέσανε νεκροί ο Αξιωματικός των πολυβόλων Σγούρος, ο Ανθυπολοχαγός Γαλανόπουλος, από σφαίρα που τον βρήκε στο μάτι, και αρκετοί Στρατιώτες. Τραυματίστηκαν επίσης σοβαρά ο Ταγματάρχης Ηλιόπουλος του 2ου Τάγματος από σφαίρα στην κοιλιά, ο Διοικητής του 10ου Λόχου Μήνης που χτυπήθηκε στο κεφάλι και ο Ανθυπολοχαγός Κωστόπουλος. Αλλά μείνανε στις θέσεις τους, διώχνοντας τους τραυματιοφορείς που ήθελαν να τους πάρουν πίσω. Οι Νιζάμηδες τα χάσανε από το πείσμα μας και σε μισή ώρα είχαμε πάρει τις θέσεις τους.
... 
Σαν ηρεμήσαμε και σταμάτησε το αίμα να βράζει, αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε τη σκληρότητα της μάχης. Μέσα σε ένα χαράκωμα, ο Στρατιώτης μου ο Αποστόλης ο Ζωντανός από την Πυλία ήταν νεκρός, αγκαλιά με έναν Τούρκο … τρυπημένοι κι οι δυο, ο ένας από τη λόγχη του άλλου … Και πιο δίπλα ο φίλος μου ο Πέτρος ο Μπάκας, εθελοντής Ειρηνοφύλακας από την Καλαμάτα, με τσακισμένο το γόνατο από σφαίρα και μπροστά του δυο νεκρούς Νιζάμηδες, ο ένας χτυπημένος στο κεφάλι από σφαίρα κι ο άλλος λογχισμένος κατάκαρδα … 

Κι ο Αντρέας ο Κωνσταντόπουλος, φίλος μου κι αυτός από την Καλαμάτα, με ένα τρύπημα από ξιφολόγχη στο μηρό, που ευτυχώς δεν είχε πειράξει την αρτηρία, και ένα τραύμα από σφαίρα στο αριστερό χέρι. Χαμογελούσε σαν να μην έτρεχε τίποτα. Τίποτα άλλο εκτός από το αίμα του δηλαδή … Περιεργαζόταν χαρούμενος το Βέλγικο αυτόματο πιστόλι ενός Τούρκου Αξιωματικού, που ήταν μπροστά του μέσα στα αίματα.

 Ο Τούρκος του έριξε πρώτος, τραυματίζοντάς τον, αλλά το μάνλιχερ του Αντρέα είπε την τελευταία κουβέντα.  Όσο για το τρύπημα από τη λόγχη, αυτό το είχε ’κονομήσει πρωτύτερα, καθώς αποκρούαμε μια αντεπίθεση. Αυτός που του το έκανε, είχε βρει την τιμωρία του από τον «ξάδερφό» του τον Δημήτρη τον Κωνσταντόπουλο. Αυτοί οι δυο πήγαιναν παντού μαζί και πρόσεχαν ο ένας τον άλλο. 

Δεν ήταν πραγματικά ξαδέρφια, εμείς τους είχαμε «ξαδερφοποιήσει» λόγω συνωνυμίας. Μουσικός ο Δημήτρης, γιος εμπόρου ο Αντρέας, πολέμησαν κι αυτοί ηρωικά για την Πατρίδα. Και τώρα ο Δημήτρης, που είχε πάθος με την ξένη μουσική, τραγουδούσε στον Αντρέα το «Becky's got a job in a Musical Show» του Irving Berlin, μέχρι να έρθουν οι τραυματιοφορείς, που θα μετέφεραν τους τραυματίες στο Χειρουργείο που είχε στήσει ο Επίατρος Παπαδόπουλος πίσω στη Βούδριστα. 
... 
Εμείς οι Έλληνες δεν πολεμάμε για να πεθάνουμε ηρωικά. Ούτε για να σκοτώσουμε. Πολεμάμε για να νικήσουμε. Δεν φοβόμαστε το θάνατο, αλλά ο σκοπός μας είναι η ΝΙΚΗ. Και γι’ αυτό δεν πάμε περπατώντας σαν τα πρόβατα στα κανόνια και τις σφαίρες. Ορμάμε τρέχοντας, σαν τους λύκους, τρομάζοντας τον εχθρό με την αποκοτιά μας.

 Που δεν είναι αποκοτιά, είναι γνώση ότι έτσι είναι πιο δύσκολο να σε βάλει στο σημάδι. Και πάμε κι από τα πλάγια, με κινήσεις κυκλωτικές που αυξάνουν τον πανικό του εχθρού. Που το βάζει στα πόδια για να μην κυκλωθεί. Και σαν υποχωρούν, δεν τους βαράμε, αλλά τους αφήνουμε να τρέξουν να σωθούν. Να σπείρουν τον φόβο και τον πανικό και στους πιο πίσω. Αυτό είναι μεγαλοψυχία αλλά είναι και σοφία. 

Αν κυκλώσεις την τίγρη, και δεν έχει που να φύγει, θα πολεμήσει λυσσασμένα. Άστηνε να φύγει τρομαγμένη. Κι αν ο εχθρός παραδοθεί, του φέρεσαι με αξιοπρέπεια και με συμπόνια. Για να ξέρουν οι εχθροί ότι τους συμφέρει να παραδίνονται, αντί  να πολεμάνε ως τον τελευταίο. 

 Όσο πιο πολλούς εχθρούς σκοτώσεις, τόσο περισσότερους μάρτυρες θα δημιουργήσεις, τόσο περισσότερο μίσος και πάθος για εκδίκηση θα έχουν οι επόμενες γενιές. Ενώ, αν τους χαρίσεις τη ζωή, μέχρι να πεθάνουν από γερατειά θα ξέρουν ότι ήσουνα καλύτερος πολεμιστής από αυτούς. Και δε θα έχουν λόγο ή θάρρος να σε πολεμήσουν  ξανά. Αυτά τα διδαχτήκαμε από τα αρχαία χρόνια. Και τα έχουμε στο αίμα μας …
... 
Τα θραύσματα σφύριζαν ολόγυρά μας. Για να είμαι ειλικρινής, είχα λίγο φοβηθεί και καθόμουν πίσω του, όσο γινόταν πιο κοντά, τάχα να τον προστατεύω, αλλά στο μυαλό μου ήταν ότι αυτός είχε τον Σταυρό με το «τίμιο ξύλο» ενώ εγώ μόνο το σταυρουλάκι το βαφτιστικό μου … Μετά τη ναυμαχία, και αφού κανείς δεν τραυματίσθηκε στη Γέφυρα, ο Ναύαρχος μου έλεγε κεφάτος:

«Όλους αυτούς εγώ τους έσωσα. Όλοι τους είναι αμαρτωλοί!»

Εγώ νόμιζα ότι το έλεγε και για μένα, αλλά μάλλον είχε πιστέψει ότι πράγματι ήμουν δίπλα για τον προστατεύω … 
... 
Μετά τη ναυμαχία της Έλλης, μείναμε λίγες μέρες στο Μούδρο. Κηδέψαμε με τιμές τον ήρωα Κατσιντζάρη, μετά γιορτάσαμε στις 6 του Δεκέμβρη τη γιορτή του Αγίου Νικολάου και στις 7 κάναμε ανθράκευση. Σκληρή δουλειά, στην οποία δούλευε όλο το πλήρωμα, μέχρι τον τελευταίο. Οι Μηχανικοί και οι Θερμαστές κάτω στις ανθρακαποθήκες, Υπαξιωματικοί και Ναύτες επάνω, αλλά και στα Ανθρακοφόρα και στις Φορτηγίδες. Ακόμη και οι μουσικοί του πλοίου συμμετείχαν, αυτοί παίζοντας μουσική για να μας δίνουν κουράγιο. Και στο τέλος ήταν κι αυτοί κατάμαυροι από το κάρβουνο … 

Σκεφτείτε ότι οι ανθρακαποθήκες του «Αβέρωφ» χωρούσαν 1.500 τόνους κάρβουνο, και η μεταφορά σ’ αυτές γινόταν με τα χέρια. Όχι ότι δεν υπήρχαν βίντσια και σάκοι και συστήματα πολύ πιο μοντέρνα από αυτά των πιο παλαιών πλοίων, αλλά ο άνθρακας δεν είναι υγρό σαν το πετρέλαιο που το μεταγγίζεις με σωλήνες. Η ανθράκευση ήθελε χέρια να βαστάνε φτυάρια, πολλά χέρια. Γιατί ο «Αβέρωφ» μας ήταν αχόρταγος και έκαιγε ίσα με 600 κιλά κάρβουνο για κάθε μίλι, πάνω από 100 κιλά το λεπτό! Ξεκινήσαμε τη δουλειά στις 07.30 το πρωί και βάστηξε ώρες …
... 
Αλλά τώρα ήταν η σειρά του Κουντουριώτη να ρίξει τα δικά του «δολώματα». Ήξερε ότι η τακτική των Τούρκων ήταν να τον παρασύρουν πάλι σε ναυμαχία κοντά στα Στενά, για να έχουν και την προστασία των επακτίων πυροβόλων τους. Η τακτική αυτή είχε αποδώσει εν μέρει στη ναυμαχία της 3ης Δεκεμβρίου στην Έλλη, καθώς οι Τούρκοι μόλις «είδαν τα σκούρα» υποχώρησαν αμέσως και η μάχη κράτησε λιγότερο από μία ώρα. 

Σε μία ώρα ο Κουντουριώτης δεν προλάβαινε να καταστρέψει τον εχθρικό Στόλο. Έπρεπε να τους παρασύρει σε μάχη στα ανοιχτά. Να τους κάνει να πιστέψουν ότι ήταν μακριά κυνηγώντας το «Χαμιδιέ», ώστε να ξεθαρρέψει ο Τούρκος Ναύαρχος και να κατέβει να χτυπήσει τον Μούδρο!

Εκεί λοιπόν που περιμέναμε όλοι την εντολή για «άπαρση», ο Κουντουριώτης έδωσε εντολή στα πληρώματα να προγευματίσουν! Και κάθισε και ο ίδιος στο τραπέζι, μαζί με τους Αξιωματικούς του που απορούσαν. Το κόλπο έπιασε και οι Τούρκοι πήραν πορεία προς το Μούδρο, με τα ανιχνευτικά μας να παρακολουθούν από ασφαλή απόσταση. Η εντολή για «άπαρση» δόθηκε τελικά στις 09.45 και ο Στόλος εξέπλευσε από το Μούδρο. Και παίρνοντας πορεία νοτιανατολική, συναντήθηκε με τον «Λέοντα» και την «Ασπίδα» κοντά στο ακρωτήριο Ειρήνη της Λήμνου. 

Στην Τουρκική διάταξη, που πλησίαζε ανυποψίαστη για να βομβαρδίσει τον Ναύσταθμο, ήταν μπροστά το «Μετζητιέ» και πίσω ακολουθούσαν σε κάποια απόσταση τα Θωρηκτά τους, σε «γραμμή παραγωγής». Μόλις το «Μετζητιέ» έφτασε κοντά στο ακρωτήριο Ειρήνη, ήρθε αντιμέτωπο με τον Ελληνικό Στόλο, που είχε μπροστά τον «Αβέρωφ». 

Το Τουρκικό πλοίο έστειλε με τον ασύρματό του το σήμα «Αβέρωφ – Αβέρωφ» και έκανε αμέσως μεταβολή, γυρεύοντας προστασία στα Τουρκικά Θωρηκτά. Οι Τούρκοι την «είχαν πατήσει» και είχαν αιφνιδιαστεί. Και τώρα δεν είχαν ούτε την ταχύτητα ούτε τα περιθώρια για να μας ξεφύγουν! Η μάχη που ήθελε ο Κουντουριώτης θα γινόταν με τους δικούς του όρους! Ο καιρός ήταν θαυμάσιος και η θάλασσα γαλήνια και η ατμόσφαιρα πεντακάθαρη, ιδανική «μέρα για κυνήγι», όπως είπε ένας νεαρός Αξιωματικός στη Γέφυρα. 

Βλέπαμε καθαρά όλα τα γύρω νησιά, καθώς και τα Μικρασιατικά παράλια. Στα νότια βλέπαμε ακόμη και τα ιστορικά Ψαρά. Νοιώθαμε δίπλα μας τις ψυχές των μεγάλων Ψαριανών Ναυμάχων του 21. Σήμανε «Πολεμική Έγερση» και ο Ναύαρχος έστειλε σήμα στα πληρώματα όλων των πλοίων μας: «Ο Ναύαρχος εύχεται καλήν ημέραν εις τα γενναία επιτελεία και πληρώματα». Τα «Ζήτω!» μας ακούστηκαν ως την Ασία.
... 
Μια που αναφέρθηκα στους τραυματίες, θα προσθέσω ότι η πρώτη μετά την μάχη διαταγή του Κουντουριώτη ήταν να γίνει αυστηρός ιατρικός έλεγχος σε όλο το πλήρωμα, γιατί παρ’ όλο που είχαμε δεχτεί τρία βλήματα, στο Ιατρείο δεν είχε παρουσιαστεί ούτε ένας τραυματίας. Και επειδή στην προηγούμενη ναυμαχία είχαμε τραυματίες που απέκρυψαν τα τραύματά τους για να μην φύγουν από το πλοίο, ο Ναύαρχος δεν ήθελε να επαναληφθεί το ίδιο. Ο ιατρικός έλεγχος του πληρώματος αποκάλυψε ότι είχαμε 3 τραυματίες, που δεν είχαν εμφανιστεί στο Ιατρείο!
... 
Κι εκεί που νομίζαμε ότι θα ξεκουραστούμε, στις 30 Ιανουαρίου, αν θυμάμαι καλά, ήρθε νέα Διαταγή που έλεγε ότι κάθε πυροβόλο πρέπει να εφοδιαστεί με 2.000 οβίδες, και όλος ο Στρατός με φυσίγγια για 10 μέρες. Γέμισαν όλα τα βουνά και τα ρέματα με αποθήκες πυρομαχικών! Μέρα και νύχτα κουβαλούσαμε, κι όταν έμενε λίγος καιρός για ανάπαυση, βράζαμε λίγο τσάι ή φασκόμηλο και τρίβαμε μέσα και γαλέτα, για να ζεσταινόμαστε και να αντέχουμε. Στις 2 Φεβρουαρίου, ανήμερα της Υπαπαντής, έριξε τόσο χιόνι που μας πλάκωσαν τα αντίσκηνα από το βάρος. Μας έπιασε απελπισία, αλλά ευτυχώς, σύντομα γλύκανε ξανά ο καιρός και λοιώσανε τα χιόνια, αλλά ήρθαν οι λάσπες.
...
Αλλά στις συζητήσεις που κάναμε τα βράδια, υπήρχαν ευτυχώς και οι «ενήμεροι για όλα», αυτοί οι Επιτελείς με στολή Στρατιώτη, από τους οποίους είναι γεμάτος κάθε Ελληνικός Στρατός, και δεν το λέω ειρωνικά. Αυτοί μας ανέλυαν την κατάσταση, βάζοντας όλη τη λογική και την πονηριά τους, και τελικά μας καθησύχαζαν:

«Όχι βρε παιδιά, δε θα επιτεθούμε ίσα στο Μπιζάνι … Ξεχάσατε το Σαραντάπορο και τα Γιαννιτσά;»

«Τι να ξεχάσουμε συνάδελφε; Ίσα στα Τούρκικα κανόνια πήγε η Μεραρχία μας και στο Σαραντάπορο και στα Γιαννιτσά … Ξεχνιώνται αυτά;»

«Δεν με κατάλαβες Λεωνίδα μου … Εμείς πήγαμε στα ίσα, αλλά ως εκεί που έπρεπε για να νομίζουν οι Τούρκοι ότι αυτό ήταν το σχέδιο … Τη δουλειά την κάνανε από τα αριστερά, η 4η στο Σαραντάπορο και η 6η στα Γιαννιτσά …» «Ναι αλλά εμείς είχαμε τις απώλειες …»

«Όλοι είχαν απώλειες … αλλά δεν με πιάνεις τι θέλω να σου πω …»

«Πες μας βρε Δήμο, μην το φυλάς! Πες τα και σε μας που δεν κάνουμε για Στρατηγοί … Αλλά πες τα μας απλά για να καταλάβουμε.»

«Θέλω να πω ότι και τώρα από τα πλάγια θα γίνει η δουλειά. Δεν είναι τρελός ο Διάδοχος να μας στείλει να σκοτωθούμε … Μαζεύει εδώ τα κανόνια όλα, αλλά δεν είδατε ότι έφυγαν οι Εύζωνοι; Ολόκληρο Σύνταγμα άλλαξε θέση και πήγε στην Καλογρίτσα και στα στενά της Μανωλιάσσας. Και πήγαν και οι Εύζωνοι του Βελισσαρίου εκεί, θυμηθείτε που σας το λέω … Από εκεί θα γίνει το τέχνασμα …»
...
Αρχίσαμε να προχωράμε στη ρεματιά, ενώ δίπλα και πίσω μας πέφτανε βροχή οι οβίδες και οι σφαίρες από μάουζερ και πολυβόλα. Παράλληλα, κατέβαιναν και άλλοι Λόχοι. Σαν από θαύμα ούτε μία απώλεια. Μία ώρα σχεδόν κράτησε η κίνηση, καθώς πηγαίναμε ο ένας πίσω από τον άλλο, στην αρχή βήμα βήμα, στο τέλος αρχίσαμε να αδιαφορούμε. Νοιώθαμε πια αθάνατοι. Άλλος έλεγε ότι έβλεπε τη Παναγιά που μας φύλαγε, άλλος πάλι έβλεπε τον Άη Γιώργη. Εγώ, για να είμαι ειλικρινής, έβλεπα κλαριά να τσακίζονται και πέτρες να πετάγονται από τις σφαίρες. Αλλά δεν ήταν της μοίρας μας να πάθουμε κακό. Δεν θα το πιστέψετε, αλλά εγώ θα σας το πω, γιατί συνέβη δίπλα μου, ούτε είκοσι βήματα απόσταση. 

Καθώς βαδίζαμε σκυφτά ένας πίσω από τον άλλο, σε απόσταση το πολύ δύο βημάτων μεταξύ μας, μία οβίδα έπεσε ανάμεσα ακριβώς σε δυο Στρατιώτες της Διμοιρίας μας. Και ενώ τους είχαμε για χαμένους, καθώς κατακάθισαν τα χώματα, τους είδα-με και τους δυο να σηκώνονται, τινάζοντας τα χώματα από τη στολή τους, σώοι και αβλαβείς. Δεν είπα τίποτα, είχε κοπεί η φωνή μου, έκανα το Σταυρό μου και συνέχισα να προχωράω … Μέχρι που φτάσαμε στις καινούργιες θέσεις, και ναι, καλά το μαντέψατε, χωρίς απώλειες! Απέναντί μας βλέπαμε τα διπλά συρματοπλέγματα και τα σταυρωτά χαρακώματα των Τούρκων.
... 

Και πράγματι, σε λίγο οι ομοβροντίες των πυροβόλων μας σάρωναν τα χαρακώματα και τα συρματοπλέγματα. Κραυγές πόνου φτάνανε μέχρι εμάς, καθώς γύρισε λίγο ο αέρας, και αρχίσαμε να λυπόμαστε τους Νιζάμηδες.

«Κοιτάχτε παιδιά, εκείνος βγήκε από το χαράκωμα και τον βρήκε η οβίδα ολάκαιρα!»

«Θα τρελάθηκε για να σηκωθεί από τη θέση του …»

«Ή θα τον έπιασε πανικός …»

Ήταν στιγμές που μου ήρθε να κάνω εμετό από το φριχτό θέαμα που έβλεπα με τα κυάλια. Κορμιά που κομματιάζονταν και ανθρώπινα μέλη που πέταγαν στον αέρα, με έκαναν να λυπάμαι τον εχθρό. Αλλά καλύτερα αυτοί παρά εμείς. Βάρα τους Παρασκευόπουλε, μη σταματάτε καθόλου!
... 
Στις 4, πάλι συγκέντρωση Αξιωματικών. Ο Ταγματάρχης ήταν κεφάτος: 

«Πώς σας φάνηκαν τα πυροτεχνήματα κύριοι;»

«Ούτε ψύλλος στον κόρφο τους, κύριε Ταγματάρχα. Τους λυπήθηκα τους Νιζάμηδες»

«Ακούστε λοιπόν … Απέναντί μας είναι το Καστρί, δεξιά το Αυγό, και πιο πίσω το 67ο και το 69ο Σύνταγμά τους, που είναι από τα καλύτερά τους. Αυτούς βομβαρδίζαμε όλη μέρα κι όλη νύχτα.»

«Και πώς έχουμε τόσες πληροφορίες κύριε Ταγματάρχα; Πώς ξέρουμε ποιοι είναι απέναντί μας;»

«Τι νόμιζες Ζέρβα; Ότι δεν έχουμε Υπηρεσίες Πληροφοριών και κατασκόπους; Ότι κοιμάται το Επιτελείο μας, όταν εσύ ροχαλίζεις στην καλύβα;» με αποπήρε ο Ταγματάρχης, αλλά μου χάρισε και ένα μεγάλο χαμόγελο, κάτω από τα μουστάκια του. 

«Λοιπόν κύριοι, οι Διαταγές Επιχειρήσεων για σήμερα, λένε να απολαύσουμε το πρωινό και το θέαμα που μας προσφέρει δωρεάν το Πυροβολικό, να φτιαχτείτε και να ξυριστείτε γιατί βαρέθηκα να σας βλέπω αξύριστους. Και μετά κατά τις 10, θα κινηθούμε προς τα εμπρός, τάχα ότι ετοιμάζουμε επίθεση. Αλλά θα μείνουμε έξω από το δραστικό βεληνεκές των όπλων τους και θα κρατάμε το κεφάλι χαμηλά, μην το πάρει καμιά αδέσποτη.»

«Δηλαδή δεν θα επιτεθούμε;»

«Όχι, αυτή η δουλειά είναι για άλλους σήμερα. Θα μας πάρουν τη δόξα οι Αργείοι και οι 
Μανιάτες του 8ου και οι Αρκάδες του 11ου. Που τώρα μπορώ να σας αποκαλύψω ότι είναι στα στενά της Μανωλιάσσας και σήμερα θα επιτεθούνε κατά τη Μεγάλη Ράχη, στα αριστερά μας.»

«Κι εμείς τι θα κάνουμε;» «Εμείς θα κινηθούμε προς τα εμπρός όπως σας είπα, και αν οι Τούρκοι έχουν ακόμη κανόνια θα τραβήξουμε τα πυρά τους. Γι’ αυτό, το ξαναλέω, χαμηλά το κεφάλι και με τάξη, να μην έχουμε κανένα δυστύχημα … Και το βράδυ θα κοιμηθούμε καλά γιατί αύριο θα είναι η σειρά μας. Έτσι λέει το σχέδιο.»

Μας άρεσε το σχέδιο και το κέφι του Ταγματάρχη ήταν μεταδοτικό. Να προχωρήσουμε προσεκτικά. Αυτό ήταν εύκολο. Να τραβήξουμε τα πυρά των Τούρκων … Είχε ξαναγίνει, με λίγη τύχη θα την βγάζαμε καθαρή. Και για την άλλη μέρα, είχε ο Θεός … Γιάννενα ερχόμαστε!
... 
Οι Τούρκοι, χαμένοι μέσα στα συνεχή πυρά των κανονιών μας, ίσα που έριξαν μερικές ντουφεκιές στα στραβά, χωρίς να μας ενοχλήσουν. Πιο πολύ κινδυνεύαμε από παραπατήματα και στραμπουλήγματα. Πάντως άλλον τραυματισμό, εκτός από του Μπρεζεράκου που … κόπηκε στο ξύρισμα, δεν είχαμε εκείνη την ημέρα. Του κάναμε και πλάκα. 

«Τι έγινε Μπρεζεράκο, αυτοτραυματίστηκες για να μην πολεμήσεις;»
«Όχι ρε παιδιά, τι είναι αυτά που λέτε; Ο Δεκανέας ο Ζαφειρίου φταίει, που μου δάνεισε το μαχαίρι του …»
«Με του Ζαφειρίου το μαχαίρι ξυρίστηκες; Αυτά μόνο αυτός τα κάνει καημένε … Δεν ήξερες ότι κόβει πιο πολύ απ’ το ξυράφι;»
«Μωρέ καλά λέμε ότι ήταν αυτοτραυματισμός … Γυρεύοντας πήγες …»
... 
Καθώς έκανα νόημα στον απορημένο Λεκάκο, που δεν καταλάβαινε γρυ τι λέγαμε, είδα το πρόσωπο του Τούρκου να λάμπει. Στάθηκε προσοχή καθώς του έδινα πίσω το ξίφος του, στάθηκα κι εγώ. 
«Βρε Ιμάνογλου, τόσες προσοχές δεν έχω ρίξει ως τώρα ούτε απέναντι σε Έλληνες Αξιωματικούς»έλεγα μέσα μου και μου ήρθε να γελάσω, αλλά βαστήχτηκα για να μην παρεξηγηθεί.   


Σαν φόρεσε το ξίφος του έγινε άλλος άνθρωπος. Κάλεσε τους Τούρκους Αξιωματικούς και Υπαξιωματικούς και μοίρασε διαταγές. Το ασύνταχτο πλήθος των αιχμαλώτων μπήκε αμέσως σε τάξη. Εγώ είπα σε έναν Λοχία να κανονίσει μια αγγαρεία για μάζεμα ξύλων και στον Επιλοχία να φροντίσει για την οργάνωση του καταυλισμού. Σαν είδε ο Ιμάνογλου τους δικούς μας με τσεκούρια, κατάλαβε και ήρθε κοντά μου.

«Σύμφωνα με τους νόμους του πολέμου, η αγγαρεία για ξύλα είναι έργο που επιτρέπεται να ανατεθεί σε αιχμαλώτους. Αφήστε να στείλω δικούς μου και φροντίστε εσείς για τον καταυλισμό και το … συσσίτιο αν είναι δυνατόν …» μου είπε χαμογελώντας. Και σαν με είδε να το σκέπτομαι συμπλήρωσε: «Και μην ανησυχείτε, δεν πρόκειται να εξαφανιστεί κανείς από την αγγαρεία γιατί ξέρουν ότι θα τους κρεμάσω όλους αν συμβεί κάτι … δεν θα επέτρεπα να με εκθέσουν!»
... 
Μετά ξεκινήσαμε, έχοντας στην κεφαλή την μπάντα της μουσικής και ακολουθούσε έφιππος ο ίδιος ο Κωνσταντίνος. Από πίσω τον ακολουθούσαν έφιπποι ο Δαγκλής, ο Δούσμανης, οι Πρίγκηπες, το Επιτελείο με τον Μεταξά, τον Στρατηγό, τον Πάλλη, τον Στάικο, τον Βερνάρδο  και τις υπόλοιπες υπηρεσίες του Στρατηγείου. 

Μετά ήταν ο Διοικητής του Β’ Τμήματος Στρατιάς Μοσχόπουλος με το Επιτελείο του και πίσω ερχόταν η φάλαγγα, με το 1ο Σύνταγμα Πεζικού, το δικό μας δηλαδή με το Τάγμα μας το ΙΙΙ/1 μπροστά, το Σύνταγμα των Ευζώνων, το 8ο Σύνταγμα, το Ι/17 Τάγμα, μία Μοίρα Πυροβολικού, ένα Λόχο Μηχανικού και ένα τμήμα Ποδηλατιστών.

 Και μια ωραία λεπτομέρεια: Στο Επιτελείο του Μοσχόπουλου, Επιτελάρχης ήταν ένας Αξιωματικός ονόματι Ιπποκράτης Παπαβασιλείου. Αυτός θεωρούσε την Τσούκα απόρθητη. Και ο Μεταξάς, που ήταν φίλος του από τη Στρατιωτική Ακαδημία του Βερολίνου, τον είχε επίτηδες διορίσει εκεί, για να είναι οι δικές του οι Φάλαγγες που θα παίρνανε την «απόρθητη» Τσούκα!  Η είσοδος στην πόλη ήταν αποθεωτική.


Σαν πέρναγε το Τάγμα μας, τα κορίτσια μας ραίνανε με λουλούδια. Ήταν να απορείς πού
βρέθηκαν τόσα λουλούδια Φλεβάρη μήνα. Και από τα σημαιοστολισμένα μπαλκόνια οι γυναίκες μας ραίνανε με ρύζι, λες και είχαμε γάμο!
«Να ριζώσετε !!!»
...
Αλλά δεν θα ξεχάσω ποτέ τις στιγμές, που ένας νέος έπιασε τα χαλινάρια του αλόγου μου, κάνοντάς με να σταματήσω, και μια κοπελιά βγήκε από το πλήθος και στάθηκε μπροστά και δεξιά μου, προσφέροντάς μου λουλούδια. Έσκυψα να τα πιάσω και δε θα ξεχάσω ποτέ τα δακρυσμένα μάτια της και τα κόκκινα ντροπαλά της μάγουλα … Εκείνη η υπέροχη στιγμή, μου φάνηκε σαν αιωνιότητα. Είπα «ευχαριστώ», ήθελα να πω κι άλλα, αλλά βούρκωσα και μου κόπηκε η φωνή. Στη ζωή μου έζησα πολλές στιγμές ευτυχίας, αλλά αυτό που ένοιωσα τότε δεν ήταν σκέτη ευτυχία. Ήταν πληρότητα …
... 
Στην αρχή, διαβάζοντας εφημερίδες μαθαίναμε όλο νίκες: Νικούσαμε λέει τους Βούλγαρους, νικούσαμε τους Σέρβους, στη Θεσσαλία βαδίζαμε να πάρουμε τη Λάρισα, ο Στόλος μας είχε αιχμαλωτίσει τον «Αβέρωφ» και στην Πρέβεζα είχαν λέει κάνει απόβαση δικοί μας και την είχαν καταλάβει και βάδιζαν για την Άρτα!

 Αλλά εμείς ξέραμε ότι το τελευταίο ήταν τερατώδες ψέμα και έτσι αμφιβάλλαμε και για τα υπόλοιπα. Και όταν αργότερα μάθαμε για την ήττα στα Γιαννιτσά και τις ήττες στα Σκόπια και το Μοναστήρι, ξέραμε ότι αυτό που μας παρουσίαζαν τον Δεκέμβριο σαν ενισχύσεις που ήρθαν από άλλα μέτωπα, ήταν τα υπολείμματα της Δυτικής Στρατιάς που ήρθαν κυνηγημένοι από το Μοναστήρι.


Μάθαμε και για την συνθηκολόγηση με τους Βούλγαρους και ότι είχαν φτάσει έξω από την Πόλη. Αργότερα, τον Γενάρη, μάθαμε ότι ήρθε στην Ήπειρο και ο Κωνσταντίνος, φέρνοντας και Μεραρχίες από τη Μακεδονία σε ενίσχυση, και ότι ζήτησε από τον Εσσάτ να παραδοθεί, αλλά αυτός του απάντησε περήφανα ότι θα τιμήσουμε τα όπλα μας. Έτσι νοιώθαμε. Ξέραμε ότι θα φεύγαμε από τα Γιάννινα. Ότι στις συνομιλίες ειρήνης θα τα χάναμε είτε από τους Έλληνες είτε από τους Αλβανούς που τα θέλανε, είτε από τους Σέρβους. 

Αλλά νοιώθαμε όλοι ότι δεν γινόταν να τα παραδώσαμε. Βέβαια οι κάτοικοι, Έλληνες οι περισσότεροι, θέλανε την Ελλάδα. Ελπίζαμε ότι θα γινόταν ειρήνη πριν τα πάρετε με τα όπλα. Γιατί έτσι θα γινόταν, καθώς κάθε μέρα που περνούσε, η κατάσταση χειροτέρευε για μας. Οι οβίδες τελειώνανε, οι σφαίρες τελειώνανε, τα ρούχα λειώνανε πάνω μας και  το φαγητό κατάντησε να είναι σκέτο καλαμπόκι. Καλαμπόκι βραστό, καλαμπόκι για ψωμί, λες κι ο Αλλάχ απαγόρεψε τα άλλα τρόφιμα. 

Και το κρύο … Γενάρη μήνα είχαμε πάνω 5.000 εκτός μάχης, από αρρώστιες και κρυοπαγήματα. Στρατιώτες πέθαιναν στις προφυλακές και τα χαρακώματα από το κρύο, μέχρι που χωρίς να υπάρχει Διαταγή, κάναμε τα στραβά μάτια και αφήναμε τις φωτιές να ανάβουν όλη νύχτα, όσο κι αν αυτό ήταν λάθος στρατιωτικά. Ευτυχώς, χάρη στα δάση της Ηπείρου, δεν μας λείψανε τα ξύλα. 

Αλλά θα πω κάτι που δεν το έχω ξαναπεί τόσα χρόνια. Έβλεπα τα δικά σας φυλάκια σκοτεινά και παραλλαγμένα, και μέσα μου σας θαύμαζα. Θαύμαζα τους γενναίους αυτούς Στρατιώτες και Αξιωματικούς, που αψηφούσαν το φοβερό κρύο κάνοντας το καθήκον τους. Και δεν κρύβω, πως όταν μετά σας γνώρισα από κοντά, και είδα ότι είσαστε πιο γκρινιάρηδες και πιο απείθαρχοι από εμάς, τότε ένοιωσα μεγαλύτερη έκπληξη αλλά και θαυμασμό. Γιατί κατάλαβα ότι οι Στρατιώτες σας υπέφεραν συνειδητά. Και σας ζήλεψα.
(Από τη διήγηση του Ανθυπολοχαγού Imanoglou)
... 
Πήραμε διαταγή να επανδρώσουμε τα χαρακώματα για να είμαστε έτοιμοι. Και τότε τα Ελληνικά πυροβόλα άρχισαν να χτυπάνε τα χαρακώματα με χιλιάδες βολιδοφόρες οβίδες. Είδα Στρατιώτες να τρελαίνονται και να πετάγονται έξω από τα χαρακώματα, ζητώντας το θάνατο που θα έδινε τέλος στο μαρτύριό τους. Και είδα και άλλους να κλαίνε σαν μικρά παιδιά. Και είδα κορμιά διαλυμένα και χέρια και πόδια κομμένα και πεταμένα εδώ κι εκεί. Όποτε αραίωνε λίγο το πυρ, κοίταζα με τα κυάλια κατά τους εχθρούς απέναντι. Ούτε που κουνιόντουσαν από τις θέσεις τους.  

Το άλλο πρωί, 20 Φεβρουαρίου, ξανάρχισε ο βομβαρδισμός πιο έντονος. Αλλά θαρρείς και δεν μας ένοιαζε πια. Είχαμε πια μάθει να φυλαγόμαστε και έπρεπε να είναι πολύ άτυχος κανείς για να τον βρει η οβίδα στην κρυψώνα του, στο χαράκωμα ή στα τσιμεντένια οχυρά. Και οι πυροβολητές είχαν αποτραβηχτεί κι αυτοί, τα κανόνια μας δεν ρίχνανε καθόλου. 

Πότε θα φανούνε οι δειλοί εχθροί να τους τσακίσουμε; «Ελάτε βρε κιοτήδες», έβριζα από μέσα μου. Είδα με τα κυάλια εχθρικά Τάγματα να προωθούνται στο ύψωμα 703, που ήταν απέναντί μας και να σταματούν εκεί. Περίμενα να συνεχίσουν την επίθεση αλλά τίποτα. Και τότε πια κατάλαβα ότι η μεγάλη μάχη γινόταν αλλού. Και εμείς, καρφωμένοι στα οχυρά και στα χαρακώματα, ήμασταν μόνο στόχοι για τα εχθρικά κανόνια.
(Από τη διήγηση του Ανθυπολοχαγού Imanoglou)
... 
Όποιος δεν έχει πορευτεί στα βουνά, με νύχτα και βροχή, με κρύο και με το φόβο του εχθρού, δεν μπορεί να καταλάβει τι περάσαμε. Άσε την πείνα … Θυμάμαι μια νύχτα, τρεις φορές σταματήσαμε να καταυλιστούμε και τρεις φορές πήραμε «διαταγή προελάσεως». Χύναμε κάθε φορά τα καζάνια, που ήταν έτοιμα για διανομή συσσιτίου και συνεχίζαμε … Και παίρναμε το δρόμο εξαντλημένοι αλλά εύθυμοι. 

Περνάγαμε τα μονοπάτια μέσα στη νύχτα, σκαρφαλώναμε στα κατσάβραχα που γλυστράγανε, αλλά μας φαινόταν σαν εκδρομή!!! Και άμα φτάναμε τελικά κάπου, κοιμόμασταν τον πιο γλυκό ύπνο που μπορείς να φανταστείς … Τυλιγμένοι με μια κουβέρτα, νηστικοί, γέρναμε στο μουσκεμένο χώμα, και σκεπαζόμασταν πρόχειρα με τα αντίσκηνα για τη βροχή … ποιος είχε όρεξη να τα στήσει κανονικά … και ξυπνάγαμε πριν τα χαράματα όλο κέφι …

Ήταν τα νειάτα; Όχι γιε μου …
Ήταν ο Σκοπός … η Πατρίδα … το Όραμα …
Βρες μου έναν Ηγέτη … και ξεκινάω ξανά !!!

ΠΗΓΗ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.