Οι περισσότεροι πιστοί θεωρούν τη θρησκευτικότητά τους βίωμα. Ακούγεται πολλές φορές από τα χείλη τους η φράση «Δεν μπορείς να καταλάβεις γιατί δεν το έχεις ζήσει ή αν δεν πιστέψεις δεν μπορείς να ξέρεις» και οι φράσεις αυτές είναι πέρα για πέρα ειλικρινείς. Ειλικρινείς, αλλά και απολύτως προσωπικές, όπως άλλωστε κανείς από όλους εκείνους που θετικά ισχυρίζονται, δεν το αρνείται.
Πώς νιώθει όμως κάποιος κάτι το οποίο δεν περιγράφεται με λόγια;
Πρώτα απ’ όλα οφείλει να είναι σίγουρος για αυτό το οποίο πιστεύει.
Πώς σιγουρεύεται;
Η σιγουριά έρχεται με τον καιρό. Αν προϋπάρχει η ανάλογη έφεση, πολύ εύκολα. Προσχωρεί στο δόγμα οικειοθελώς. Αν όχι, με συνεχή διδασκαλία, κατήχηση από νηπιακή ηλικία. καθώς οι πιστοί γονείς (καλοπροαίρετα για κάθε θρησκεία) δεν αφήνουν τίποτα στην τύχη. Στην διαδικασία της πειθούς κατατίθενται τα θαύματα ως αδιάσειστα επιχειρήματα και ακολουθεί αν δεν πείσουν κι αυτά, ο τρόμος της τιμωρίας.
Το παιδί δεν θέλει και πολύ...
Κατόπιν αυτών ο νους του πεπεισμένου πλέον ανθρώπου υποβάλλεται, τροφοδοτείται από ευεργετικές ιδέες οι οποίες εδρεύουν κυρίως στη σιγουριά της αλήθειας της πίστης του. Επιθυμώ και αισθάνομαι.
Αυτή η υπερβατική αίσθηση ευφορίας που συντελείται στον νου, η ταύτιση αν προτιμάτε με το υπερφυσικό, προκαλείται μέσα από μια ισχυρή προσωπική θέληση με την αρωγή μιας απαράμιλλης σιγουριάς περί του υπαρκτού Θείου. Οι πράξεις του υποκειμένου από μόνες τους δεν έχουν τη δύναμη να προκαλέσουν τίποτα αν δεν συνοδεύονται από την πεποίθηση πως Κάποιος τις παρακολουθεί, τις αξιολογεί τις εγκρίνει και τις ανταμείβει. Το εάν πράγματι υπάρχει αυτός ο Κάποιος και το αν ενδιαφέρεται (εάν υπάρχει) δεν έχει επί της οσίας καμία απολύτως σημασία διότι όλη η διαδικασία συντελείται στον νου και μόνον εκεί. Η ευδαίμονη κατάσταση εκεί γεννάται κι εκεί ευεργετεί. Το Θείο ασφαλώς και δεν οφείλει να είναι υπαρκτό, αρκεί η πίστη των πιστών σε αυτό. (πολλοί θα διαφωνήσουν, αναμενόμενο διότι εάν δεν διαφωνούσαν δεν θα πίστευαν...)