Θυμάμαι να σας βλέπω να τσακώνεστε κρυφά, σε χαμηλούς τόνους. Να μην ακούω. Ναι, γιατί δεν πρέπει να υψώνουμε τη φωνή μας.
Λες κι εγώ δεν καταλάβαινα.
Θυμάμαι να κλαίτε κρυφά, κάτω από τα σεντόνια, στο μπάνιο, στο δωμάτιό σας. Ναι γιατί η λύπη ήταν κάτι κακό, δεν πρέπει να μας βλέπουν.
Λες κι εγώ δεν καταλάβαινα.
Θυμάμαι να χαμογελάτε και να κάνετε σαν να μην τρέχει τίποτε όταν σας προσβάλανε, σας υποτιμούσαν. Ναι, γιατί το παν ήταν να είστε καλά παιδιά. Από φόβο τι θα πει ο κόσμος και πως θα σας δει ο άλλος, πνιγόσασταν στα συναισθήματά σας.
Λες κι εγώ δεν καταλάβαινα.
Πολύ καλά καταλάβαινα.
Καταλάβαινα ότι όλα αυτά τα νιώθω κι εγώ. Και δεν ήξερα τι να τα κάνω. Θυμός, λύπη, αγανάκτηση, απογοήτευση, που να τα πήγαινα; Εσάς έβλεπα και είπα να σας μοιάσω. Να είμαι το καλό παιδί, να χαμογελάω κι ας πονάω, να μη μιλάω και ας με θυμώνουν κι ας με πληγώνουν. Από φόβο μήπως παρεξηγηθώ, μήπως δε με αγαπήσουν, μήπως γίνω κακό παιδί επειδή θα εκφραστώ. Από αυτόν τον φόβο, έγινα κι εγώ το καλό παιδί.
Και σήμερα μπούχτισα. Πνίγηκα. Γιατί ποτέ δε μου μάθατε ότι το να είμαι το καλό παιδί δε θα μου έκανε και τόσο καλό τελικά. Άνθρωποι πέρασαν και με ισοπεδώσανε. Εκμεταλλεύτηκαν την καλή μου καρδιά, εκμεταλλεύτηκαν τη σιωπή μου, ξεπεράσανε τα όριά μου γιατί ποτέ δε μου μάθατε ότι βάζουμε ΚΑΙ όρια. Από φόβο μήπως τους χάσω – γιατί έτσι μου είπατε- ηττόμουν κάθε μέρα.
Δε μου μάθατε ποτέ ότι κανείς δεν έχει το δικαίωμα να χειραγωγεί τη ψυχή μου, δε μου μάθατε ποτέ ότι όπως μπορώ να επιλέξω κάποιον να με αγαπήσει, έτσι μπορώ να επιλέξω και πότε θα του πω να σταματήσει να με πληγώνει. Από φόβο μήπως δεν αγαπηθώ, κλείστηκα στον εαυτό μου, σιώπησα. Ήσασταν καλά παιδιά. Θέλατε να μου διδάξετε την αγάπη, την ελευθερία, την οικειότητα, τη ζεστασιά, τη φιλία, την τρυφερότητα, την συντροφικότητα, την ηρεμία. Και καλώς πράξατε. Μου άρεσαν όλα αυτά.
Ωστόσο δε μου δείξατε και τις σκιές που συντροφεύουν αυτά τα όμορφα πράγματα που μου διδάξατε. Γιατί εγώ μεγάλωσα και ήθελα να συνεχίσω την κληρονομιά σας. Αντίκρισα όμως πολλά εμπόδια για τα οποία και πάλι δε μου μιλήσατε. Αντίκρισα ανθρώπους που η κληρονομιά που μου αφήσατε έγινε αντικείμενο χλευασμού, γελοιοποίησης, διακωμώδησης, εμπαινιγμού και εξευτελισμού.