Στην αρχή του 15ου ειδυλλίου του ο Θεόκριτος παρουσιάζει δυο γυναίκες, οι οποίες προσπαθούν να βγουν από το σπίτι και να διασκεδάσουν στην ετήσια γιορτή του Άδωνη. Τους εμποδίζουν, ωστόσο, οι διαμαρτυρίες ενός παιδιού, το οποίο, όπως όλα τα παιδιά που καταλαβαίνουν ότι πρόκειται να αφεθούν πίσω με τις νταντάδες τους, διαμαρτύρεται έντονα.
Τελικά η απελπισμένη μητέρα λέει απειλητικά στο παιδί της ότι δεν θα το πάρει μαζί της, επειδή κυκλοφορεί έξω η Μορμώ, το άλογο που δαγκώνει. Η αναφορά στη Μορμώ έχει σκοπό να τρομοκρατήσει το παιδί. Ο αρχαίος σχολιαστής του χωριού υπονοεί ότι η μητέρα υπενθυμίζει στο παιδί πως παρόμοια τρομακτικά πλάσματα παραμονεύουν έξω στο σκοτάδι. Ένας άλλος σχολιαστής εξηγεί πως Μορμώ ήταν το όνομα για ένα φάσμα που σκότωνε παιδιά. Η Μορμώ ταυτίζεται ή παραλληλίζεται συχνά στις πηγές με άλλα παρόμοια όντα, όπως η Λάμια, η Γελλώ και η Έμπουσα. Αυτού του είδους τα όντα κατοικούν στις παρυφές του χώρου της πολιτισμένης κοινωνίας και πολλές φορές αποτελούν ταξινομικά υβρίδια.
Δηλαδή ο τρόμος τον οποίο προξενούν έγκειται στη μη κανονικότητα τους. Αυτό συμβαίνει σε πολλούς πολιτισμούς. Για παράδειγμα ο διαδεδομένος μύθος του λυκανθρώπου: ο λυκάνθρωπος είναι πιο τρομακτικός από έναν κανονικό λύκο ή από έναν φυσιολογικό άνθρωπο, ακριβώς επειδή δεν ανήκει ούτε στη μία, ούτε στην άλλη κατηγορία. Αυτό το πλησίασμα του ζωικού με το ανθρώπινο είναι ανησυχητικό, επειδή υπονοεί ότι μία από τις οργανωτικές αρχές στις οποίες στηρίζεται η κοινωνία και ο πολιτισμός, δηλαδή ο σαφής διαχωρισμός μεταξύ των τάξεων των όντων δεν είναι απόλυτος. Ο οριακός χαρακτήρας αυτών των πλασμάτων φαίνεται επίσης από το γεγονός ότι η εξώπορτα αποτελεί το σημείο στο οποίο συναντώνται, ακριβώς επειδή το κατώφλι δεν ανήκει ακριβώς ούτε στο εσωτερικό, ούτε στο εξωτερικό του σπιτιού. Στην ίδια έννοια του οριακού εμπίπτουν και άλλα χαρακτηριστικά που παρουσιάζουν αυτές οι οντότητες, όπως το ότι συχνάζουν στα σταυροδρόμια, ότι μπορούν να αλλάζουν μορφή, ότι αντιστρέφουν την φυσιολογική ανθρώπινη συμπεριφορά (π.χ. κανιβαλισμός, ωμοφαγία) κ.ο.κ. Αυτές οι ιστορίες, λοιπόν, περιέχουν μέσα τους το μήνυμα ότι αν επιθυμεί κανείς να διατηρήσει την ταυτότητα του ανθρώπινου όντος και τη συμμετοχή του σε μια κοινωνία, θα πρέπει να προσαρμόσει τη συμπεριφορά του στα γενικά πρότυπα της κοινότητας μέσα στην οποία ζει. Τα ονόματα Μορμώ, Λάμια, Έμπουσα και Γελλώ, τόσο στον ενικό όσο και στον πληθυντικό, μπορούν να χρησιμοποιηθούν και ως κοινά ουσιαστικά, αλλά και ως προσωπικά ονόματα που περιγράφουν μυθολογικά αποκρυσταλλωμένους αντιπροσώπους ομάδων δαιμόνων. Ωστόσο το όνομα της Μορμώς έδωσε και την παραλλαγή Μορμολύκη ή Μορμολύκειο, όπου είναι παρόν ως δεύτερο συνθετικό το όνομα του λύκου, υπονοώντας έτσι τη φύση του λυκάνθρωπου. Από την άλλη η λέξη μορμολύκειο χρησιμοποιείται πολύ συχνά απλώς με τη σημασία του προσωπείου ή ακόμη και ειδικά της θεατρικής μάσκας. Μπορεί να παραβάλει κανείς και την εξέλιξη της λέξης γοργόνειον από τη Γοργώ, που δήλωνε και την ασπίδα, αλλά και το τραγικό προσωπείο.