Διόνυσος, ο γιος του Δία και της Σεμέλης, Θεός της έμπνευσης, της φώτισης, της βαθύτερης ενόρασης, της ανθρώπινης συμπόνιας και κατανόησης, αξίες που θεμελιώθηκαν στο νου και την ψυχή μιας ολόκληρης φυλής, μέσα στο πέρασμα των αιώνων. Θεός της αμπέλου και του ηλιακού οίνου, που προσφέρεται σε δείπνο μυστικό, σε τελετή γαμήλια, στον αποχαιρετισμό μιας ολόκληρης ζωής. Θεός που αμφισβητήθηκε για την ελληνική καταγωγή του, όπως αμφισβητήθηκε και ολάκερη η φυλή που τον λάτρεψε. Θεότητα ελληνική, παρούσα σε περιόδους πανάρχαιας ανιμιστικής λατρείας, παρούσα στην αρχαιότητα και εν δυνάμει παρούσα στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα.
Ο Διόνυσος, επίσης Διώνυσος, γιος του Θεού Δία, ανήκει στις ελάσσονες πλην όμως σημαντικές Θεότητες του αρχαιοελληνικού πανθέου, καθώς η λατρεία του επηρέασε σημαντικά τα θρησκευτικά δρώμενα της ελλαδικής επικράτειας. Παρόλο που δεν είναι Ολύμπιος Θεός και ο Όμηρος δείχνει να τον αγνοεί !! ήδη από τον 6ο π.κ.ε. αι. αναπαρίσταται μαζί με τους Ολυμπίους, αν και εμφανίζεται σχετικά απόμακρος. Ενίοτε απεικονίζεται να κάθεται δεξιά του πατρός του στα ολύμπια δώματα. Ο Διόνυσος ως μυθολογική οντότητα «δεν είναι μήτε παιδί ούτε άντρας, αλλά αιώνιος έφηβος, καταλαμβάνοντας μια θέση ανάμεσα στα δύο». Με αυτή τη μορφή, αντιπροσωπεύει «το πνεύμα της ενέργειας και της μεταμορφωτικής δύναμης του παιχνιδιού» γεμάτο πονηριά, εξαπάτηση και στρατηγικές που υποδεικνύουν είτε τη θεϊκή σοφία ή το αρχέτυπο του Κατεργάρη, παρόν σε όλες σχεδόν τις μυθολογίες του κόσμου.
Στην ελληνική μυθολογία, ο Διόνυσος γεννιέται από τον μηρό του πατέρα του, στη νήσο Ικαρία και παραδίδεται σε δώδεκα νύμφες ή υδάτινα πνεύματα, τις Υάδες, οι οποίες γίνονται τροφοί του Θεϊκού παιδιού. Αργότερα, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης την υπηρεσία τους, οι Υάδες εξυψώθηκαν στο ουράνιο στερέωμα όπου λάμπουν ως αστερισμός των Υάδων. Είναι Πυριγενής, και Λιμναίος, φέροντας εγγενώς την ποιότητα της «λίμνης ή του έλους». Ο Διόνυσος είναι επίσης Διθύραμβος, δηλαδή διγενής, γεννημένος πρώτα από τη φωτιά και κατόπιν από το νερό, ακολουθώντας την παράδοση ανάλογων αρχέγονων θεοτήτων. Ο Διόνυσος, επίσης, συνδέεται με τη γονιμότητα, μέσω του εκπληρωμένου έρωτα και το επίγραμμα του Ανακρέοντα στον θεό αρχίζει με τις λέξεις «Ω Κύριε, που σύντροφοί σου στο παιχνίδι είναι ο ισχυρός Έρως, οι μαυρομάτες νύμφες και η Αφροδίτη!»
Γιος του Δία και της Σεμέλης κόρης του Κάδμου, ο Διόνυσος διασώζεται από τις φλόγες που έζωσαν το παλάτι του πατέρα της -μετά από την εμφάνιση του Δία σε όλο του το μεγαλείο- χάρη στην παρέμβαση της Γης, που άφησε τον κισσό να τυλίξει τους κίονες του ανακτόρου και να διασώσει το Θείο Βρέφος. Ο Δίας τοποθέτησε το Βρέφος στον μηρό του εν αγνοία της Ήρας και το έβγαλε στο φως την κατάλληλη στιγμή, όταν ολοκληρώθηκε η κύησή του. Εξαιτίας του γεγονότος ότι γεννήθηκε ανάμεσα στα αστροπελέκια του Δία και την πυρκαγιά του ανακτόρου, ο Διόνυσος έφερε την επωνυμία πυριγενής και εξαιτίας του γεγονότος ότι συνέχισε την κύησή του στον μηρό του πατέρα του μηρορραφής, διμήτωρ και δισσότοκος.
Ο Θεός περιπλανάται στην Αίγυπτο και τη Συρία, τρελός από το μίσος της Ήρας. Θεραπεύεται από τη Ρέα στη Φρυγία. Η Ρέα, επίσης, είναι εκείνη που τον διδάσκει την τελετουργική λατρεία και ορίζει το ένδυμα του Θεού και των Μαινάδων ακολούθων του. Η ακολουθία του Θεού συμπληρώνεται με τους Σατύρους και τους Σειληνούς. Θεός εκπολιτιστής ο Διόνυσος συνέχισε την περιπλάνησή του, διδάσκοντας ανά τον κόσμο τις ιδιαίτερες τελετές του και την καλλιέργεια της αμπέλου. Αλλού έγινε δεκτός ως Θεός, αλλού ως τυχοδιώκτης άνθρωπος, γεγονός που προκάλεσε σύμφωνα με τον μύθο και ανάλογες αντιδράσεις εκ μέρους του, ευνοώντας τους φίλους και τιμωρώντας τους εχθρούς, όπως φαίνεται στο παράδειγμα του Προίτου, βασιλέα της Τίρυνθας, των τριών θυγατέρων του βασιλέα Μινύα στον Ορχομενό ή τις κόρες του αττικού δήμου των Ελευθερών.
Στον Όμηρο ο Διόνυσος δεν είναι ακόμη Ολύμπιος, Στη ζωοφόρο του Παρθενώνα καταλαμβάνει μια θέση ανάμεσα στους καθισμένους Θεούς περίπου μεταξύ του Όμηρου και της εποχής του Φειδία. Ο Διόνυσος, όποια κι αν ήταν η φύση του, είναι ένας μετανάστης Θεός, που εισέρχεται στην Ελλάδα αργότερα από τους υπόλοιπους Ολύμπιους, από το Βορρά, από την Θράκη. Δεν έρχεται ασυνόδευτος, σαν καθώς πρέπει Θεός που σέβεται τον τίτλο του. Πάντα τον ακολουθεί η θορυβώδης συντροφιά του από τους Σάτυρους και τις Μαινάδες και αυτό επίσης τον ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους Θεούς.