Στο ταξίδι της επιστροφής από την Κρήτη προς την Αθήνα, ο Θησέας, νικητής στον αγώνα με το Μινώταυρο,
σταματά στη Δήλο για να προσφέρει θυσία στο θεό και να αναθέσει το ξόανο της Αφροδίτης, που είχε πάρει από την Αριάδνη. Μετά τη θυσία και την ανάθεση του ξόανου, χορεύει με τους ήιθέους γύρω από τον Κεράτινο βωμό ένα χορό που και την εποχή του Πλούταρχου έλεγαν ότι χορευόταν ακόμα στη Δήλο.
Ο χορός αυτός είναι μια μίμηση: μιμούνταν τις κυκλικές κινήσεις (περιόδους) και τις διεξόδους του Λαβυρίνθου σύμφωνα με τη ρυθμική εναλλαγή των ελιγμών-αλλαγών και.των ξετυλιγμάτων του, πράγμα που σημαίνει ότι πιθανώς να επρόκειτο για κάτι ευρύτερο από μια απλή κύκλια όρχηση, με αλλαγές τόσο στην κίνηση όσο και στη μουσική (μετατροπίες).
Στη συνέχεια, ο Πλούταρχος παραδίδει το όνομα του χορού αυτού, ο οποίος σύμφωνα με το Δικαίαρχο (μαθητή του Αριστοτέλη και του Θεόφραστου), που έζησε τον -4ο αι., ονομάζεται από τους Δηλίους Γέρανος, και τέλος λέει ότι ο Θησέας ίδρυσε τότε αγώνες στο ιερό νησί και το βραβείο που δόθηκε ήταν για πρώτη φορά ένα κλαδί φοίνικα.
ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ ΘΗΣΕΥΣ 21.1
― Έκ ἐκ δὲ τῆς Κρήτης ἀποπλέων εἰς Δῆλον κατέσχε· καὶ τῷ θεῷ θύσας καὶ ἀναθεὶς τὸ ἀφροδίσιον ὃ παρὰ τῆς Ἀριάδνης ἔλαβεν, ἐχόρευσε μετὰ τῶν ἠϊθέων χορείαν ἣν ἔτι νῦν ἐπιτελεῖν Δηλίους λέγουσι, μίμημα τῶν ἐν τῷ Λαβυρίνθῳ περιόδων καὶ διεξόδων, ἔν τινι ῥυθμῷ παραλλάξεις καὶ ἀνελίξεις ἔχοντι γιγνομένην. καλεῖται δὲ τὸ γένος τοῦτο τῆς χορείας ὑπὸ Δηλίων γέρανος, ὡς ἱστορεῖ Δικαίαρχος. ἐχόρευσε δὲ περὶ τὸν Κερατῶνα βωμόν, ἐκ κεράτων συνηρμοσμένον εὐωνύμων ἁπάντων. ποιῆσαι δὲ καὶ ἀγῶνά φασιν αὐτὸν ἐν Δήλῳ, καὶ τοῖς νικῶσι τότε πρῶτον ὑπ᾽ ἐκείνου φοίνικα δοθῆναι.
Η εξελικτική πορεία ενός χορού από τα βάθη των αιώνων έως και σήμερα
Δώρο των Μουσών και των θεών, του Απόλλωνα και του Διονύσου, ήταν, κατά τον Πλάτωνα, η αρμονία και ο ρυθμός. Έμπνευση ηρώων και ημιθέων της ιστορίας και της μυθολογίας, δημιούργημα των θεών, ο χορός, η όρχηση, αιτιολογούσε την παρουσία του στη θρησκευτική και λατρευτική ζωή των αρχαίων προγόνων μας. Οι θεοί απεκάλυπταν σε λίγους εκλεκτούς την τέχνη αυτή, οι οποίοι με τη σειρά τους τη δίδασκαν στους συνανθρώπους τους. Δεν έπαυε, όμως, ο χορός ν’ αποτελεί την απόρροια της επιθυμίας των ανθρώπων να κινήσουν το σώμα τους και να εκφράσουν τα συναισθήματά τους, την ψυχική τους ευφορία, ακόμα και μετά από κατανάλωση αρκετής ποσότητας οίνου, σύμφωνα με ορισμένους αρχαίους συγγραφείς.
Ο χορός στην Αρχαία Ελλάδα ανήκε στο τρίπτυχο της «τέχνης των Μουσών» ή της «Μουσικής»: μουσική – ποίηση – χορός και αποτελούσε σπουδαίο παιδαγωγικό μέσο καλλιέργειας της ψυχής και όλων των ευγενών συναισθημάτων, καθώς και μέσο ανάδειξης της ωραιότητας του ανθρώπινου σώματος. Ήταν, όμως, και το κυριότερο μέσο στρατιωτικής προετοιμασίας για τη δημιουργία πολεμιστών, των οποίων οι κινήσεις πάνω στη μάχη θα έπρεπε να διακρίνονται από ακρίβεια, ρυθμό, τάξη και πειθαρχία, χαρακτηριστικά δηλαδή της χορευτικής αγωγής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, άλλωστε, αυτής της εκπαιδευτικής σημασίας του χορού είναι «το καρυατίζειν», ένα είδος όρχησης με καταγωγή τις Καρυές της Λακωνίας, το οποίο διδάχτηκαν οι Λακεδαιμόνιοι από τον Κάστορα και Πολυδεύκη, όπου οι κινήσεις και τα βήματα των πολεμιστών ρυθμίζονταν από τον ήχο του αυλού, ο οποίος έδινε το πρώτο σύνθημα για τη μάχη.
Η συνηθέστερη κατηγοριοποίηση των χορών στην αρχαία Ελλάδα, σύμφωνα με τον Γεώργιο Ρούμπη, δημιουργεί το δίπολο των πολεμικών και των ειρηνικών χορών. Στους ειρηνικούς χορούς, και δη τους θρησκευτικούς, οι οποίοι χαρακτηρίζονταν για την ηρεμία και τη σοβαρότητά τους, κατά την τέλεση των οποίων οι χορευτές έρχονταν σε ιερή έκσταση, πιστεύοντας ότι ταυτίζονται με το πνεύμα της λατρευόμενης θεότητας, ανήκε και ο «Γέρανος», όπου χορευόταν στη Δήλο.
Σύμφωνα με τον Πλούταρχο (Βίος Θησέα), η δημιουργία και εκτέλεση αυτού του χορού απεδίδετο στον Θησέα, ο οποίος αφού σκότωσε τον Μινώταυρο με τη βοήθεια της Αριάδνης, έκανε ένα σταθμό στη Δήλο, γυρίζοντας πίσω στην πατρίδα του. Αφού έστησε ένα ομοίωμα της Αφροδίτης, που του το είχε δώσει η Αριάδνη, χόρεψε μαζί με τους νέους και τις νέες, που είχε σώσει από τον Μινώταυρο, έναν χορό που περιελάμβανε κυματισμούς, αναδιπλώσεις, αναπτύξεις και ελικοειδείς στροφές, σε ανάμνηση των περιπετειών του στην Κρήτη. Οι σχηματισμοί αυτοί θα μπορούσαν να θεωρηθούν σαν μια μίμηση των πολύπλοκων στοών («των περιόδων και διεξόδων») του λαβύρινθου της Κνωσού και των κινήσεων του Θησέα μέσα σ’ αυτόν. Ο Πλούταρχος, επίσης, αναφέρει ότι ακόμα και στις μέρες του (1ος-2ος αιώνας μ.Χ.) οι κάτοικοι της Δήλου εξακολουθούσαν να χορεύουν τον Γέρανο. Το αγγείο του Φρανσουά (Francois) μάλιστα, ένας αττικός κρατήρας του 570 π.Χ., παριστάνει την επιστροφή του Θησέα και τον χορό των 14 νέων και νεανίδων, που τοποθετημένοι εναλλάξ και πιασμένοι απ’ τα χέρια, φορώντας εορταστικά ενδύματα, χόρευαν τον Γέρανο.