|
Η Αθηνά δείχνει στον Οδυσσέα την Ιθάκη, του Jan Styka |
Ο Οδυσσέας, που ξύπνησε στην πατρίδα του χωρίς να το γνωρίζει, μη αναγωρίζοντας τη θεά Αθηνά, που με θωριά βοσκόπουλου στέκεται μπροστά του, πέφτει στα γόνατα κι αρχίζει τα παρακάλια:
«Μια και σε αντάμωσα, καλόπαιδο, στα μέρη ετούτα πρώτο,
γεια και χαρά σου!. ......
Είμαι ικέτης σου, τα γόνατά σου πιάνω.
Κι ακόμα αυτό σωστά μολόγα μου, να ξέρω, σε ποια χώρα,
σε ποιους ανθρώπους τώρα βρέθηκα; ποιοι ζουν σ΄ αυτά τα μέρη;»
Η Ιθάκη .
Την Παλλάδα της Ιθάκης ξεναγό ο ποιητής την κάνει.
Αυτή μας περιγράφει τι παράγουν τα τραχιά της τα χώματα, που διόλου φτωχιά δεν την κάνουν, αφού εργατικός, φιλόπονος είναι όλος ο πληθυσμός της.
« Τραχιά είναι αλήθεια η γη της, άλογα δεν τρέχουν εδώ πέρα,
μα κι αν δεν είναι τόσο απλόχωρη, τη φτώχια δεν την ξέρει·
βγάζει μαθές το στάρι αμέτρητο και το κρασί περίσσιο,
τι και οι βροχές και η δρόσο αδιάκοπα το χώμα της νοτίζουν.
Γίδια και βόδια έχουν βοσκότοπους καλούς, και δέντρα μύρια
προκόβουν, και πηγές αστέρευτες ποτίζουν τα κοπάδια.
γι΄ αυτό κι η Ιθάκη, ξένε, ακούστηκεν ως και στης Τροίας τα μέρη,
που από τη χώρα αλάργα βρίσκεται των Αχαιών, ως λένε.»
Η άμετρη χαρά δεν τον παρασύρει να φανερωθεί, μια που η πονηριά του, η έμφυτη, την ξεπερνά σε δύναμη, ως η δεύτερή του φύση:
«Στα λόγια τούτα ο θείος, πολύπαθος ξανάσανε Οδυσσέας
όλο χαρά, απ΄ του βροντοσκούταρου του Δία τη θυγατέρα,
μα την αλήθεια δε μολόγησε, μόν΄ πήρε πίσω ό,τι είχε
να πει, τι πάντα ο νους του δούλευε με πονηριά στα στήθη».
Μπορεί να τράβηξε πολλά, στη γη του να πατήσει, όμως δεν έχασε τη μαστοριά να πλάθει ιστορίες, άμα αυτές όφελος του χαρίζουν.