Τα Χριστούγεννα έχουν χαρακτηριστεί «δολοφόνος» των σχέσεων. Δεν είναι τυχαίο ότι κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, πριν από την αντίστροφη μέτρηση για την έλευση του νέου χρόνου, πολλά ζευγάρια – κάποιες μελέτες κάνουν λόγο για τέσσερα στα δέκα - τσακώνονται και χωρίζουν, τινάζοντάς τα όλα στον αέρα.
Η κρίση σε αυτές τις σχέσεις προφανώς προϋπάρχει και υποβόσκει, αλλά στις συγκεκριμένες διακοπές και κόντρα στο κλίμα της, σχεδόν υποχρεωτικής, χαράς, κάποιοι συνειδητοποιούν ότι δεν κάνουν μαζί.
«Ο Homo Sapiens, πρόγονός μας, σύμφωνα με τις επιστημονικές θεωρίες, επικράτησε του Homo Erectus γιατί είχε χιούμορ, ήταν ζηλιάρης και κουτσομπόλης. Δεν αρκέστηκε, δηλαδή, στην πραγματικότητα που ζούσε (μαμ, κακά και νάνι), αλλά θέλησε να δει και το φάντασμα της ζωής, ως πιο ωραίο από την πραγματική ζωή» εξηγεί ο πρόεδρος του Ανδρολογικού Ινστιτούτου Δρ Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης (www.andrologia.gr).
«Είναι ο ίδιος λόγος που ο άνθρωπος γεννά τις θρησκείες, τις θρησκοληψίες, τις λατρείες των δεσποτών του και των Rock Stars. Ο κοινός θνητός θέλει έναν Άγιο, έναν αφέντη κι ένα θαύμα, για να ζήσει χωρίς την κατάθλιψη που κουβαλά η γνώση του ότι είναι θνητός και όχι αθάνατος, όπως θα ήθελε να είναι.
Τα Χριστούγεννα, ο μεγαλύτερος και πιο ιδιοφυής μύθος του Sapiens, τυλιγμένος με συμβολισμούς αθωότητας (άραγε ποιος είναι αθώος σε αυτόν τον κόσμο) και χαράς, που γεννήθηκε ο διάδοχος του πατρός, που με τη διπλή ιδιότητα του Θεανθρώπου γίνεται πιο ανθρώπινος, χειροπιαστός από τον απόμακρο Θεό. Άρα, πιο αγαπησιάρης και χειροπιαστός».
Πάρα πολλοί άνθρωποι λατρεύουν τα Χριστούγεννα, γιατί, όπως υποστηρίζουν, τους δίνουν μια ελπίδα στο σκοτάδι της πραγματικής ζωής. Όμως, σύμφωνα με τους ειδικούς, τα Χριστούγεννα, εκτός από τη γέννηση μιας αθωότητας κι ένα ξέπλυμα αμαρτωλού πρότερου βίου όλων των θνητών, είναι και μια παράλογη γιορτή αγορών δώρων, που μπορούν και να φτάσουν όλες τις μέρες του χρόνου, από αυτούς που έχουν, βέβαια, λεφτά (γιατί οι άλλοι έτσι κι αλλιώς δεν μπορούν να αγοράσουν).
Επιπλέον ο πολύς κοινός χρόνος δείχνει με τον πιο σκληρό τρόπο τη δυσκολία στην επικοινωνία, το κενό στα συναισθήματα, τη διάσταση στις επιθυμίες ή, ακόμη περισσότερο, τη δυσφορία που μπορεί πλέον να προκαλεί στον έναν η παρουσία του άλλου.
Επιπλέον ο πολύς κοινός χρόνος δείχνει με τον πιο σκληρό τρόπο τη δυσκολία στην επικοινωνία, το κενό στα συναισθήματα, τη διάσταση στις επιθυμίες ή, ακόμη περισσότερο, τη δυσφορία που μπορεί πλέον να προκαλεί στον έναν η παρουσία του άλλου.