Η 26η Μαίου του 1828 ήταν αργία και οι δρόμοι της Νυρεμβέργης ήταν σχεδόν άδειοι. Στις 4-5 το απόγευμα ο Georg Weickmann, ένας τσαγκάρης που ζούσε στην πλατεία Unschlitt, είδε ένα παράξενο αγόρι 15-18 χρονών, ντυμένο με ρούχα χωρικού, να περπατά περίεργα, σα να ήταν μεθυσμένο. Ο τσαγκάρης το πλησίασε και το αγόρι του έτεινε ένα σφραγισμένο φάκελο ο οποίος απευθυνόταν «στον Αξιότιμο Διοικητή της 4ης Ίλης, του 6ου Συντάγματος Ελαφρού Ιππικού, στη Νυρεμβέργη».
Ο Weickmann πήγε το παράξενο αγόρι στο σπίτι του διοικητή. Οι υπηρέτες τους προσέφεραν φαγητό και ποτό, όμως το αγόρι δεν κατάπινε τη μπύρα και το λουκάνικο που του έδωσαν, δείχνοντας να μην ξέρει τί είναι. Δέχτηκε μόνο ένα λιτό γεύμα από μαύρο ψωμί και νερό, το οποίο και έφαγε με ιδιαίτερη βουλιμία, αν και φαινόταν να μην ξέρει να χρησιμοποιήσει σωστά τα δάχτυλά του. Επίσης έδειχνε να πονά και έκλαιγε συνεχώς δείχνοντας τα πόδια του. Ο Weickmann και οι υπηρέτες προσπάθησαν να του μιλήσουν, όμως τα μόνα λόγια που του απέσπασαν ήταν μια συνεχής επανάληψη των φράσεων «δεν ξέρω» και «θέλω να γίνω καβαλάρης, όπως και ο πατέρας μου». Τελικά, μή μπορώντας να συνεννοηθούν, τον έβαλαν στο στάβλο, όπου ο νέος αποκοιμήθηκε αμέσως.
O διοικητής, ο λοχαγός Wessenig, δεν κατόρθωσε, όπως και όλοι οι άλλοι νωρίτερα, να συνεννοηθεί μαζί του, και μή ξέροντας τί άλλο να κάνει, πήγε το αγόρι στο αστυνομικό τμήμα. Εκεί, οι αστυνομικοί προσπάθησαν και αυτοί να μιλήσουν με το αγόρι, όμως το μόνο που αυτό τους έλεγε ήταν «δεν ξέρω», ή «πηγαίνετε με σπίτι». Έδειχνε να μην αντιδρά σε οποιοδήποτε ερέθισμα, σαν να βρισκόταν σε μια κατάσταση λήθαργου ή έκστασης, και όταν ένας αστυνομικός του έδωσε ένα νόμισμα για να παίξει ενθουσιάστηκε και άρχισε να φωνάζει «Άλογο! Άλογο!». Ένας αστυνομικός είχε τη φαεινή ιδέα να του δώσει χαρτί και μελάνι και να του πεί να γράψει. Προς έκπληξη όλων έγραψε το όνομα «Kaspar Hauser», με αυστηρά, ευδιάκριτα γράμματα.
Ο Κασπάρ είχε ύψος περίπου 1,60, καστανά σγουρά μαλλιά και ήταν γεροδεμένος με φαρδιούς ώμους. Το δέρμα του ήταν πολύ ανοικτό και απαλό, παρότι δεν έδειχνε ασθενικός, τα χέρια του μικρά και απαλά και τα όλο φουσκάλες πόδια του υποδήλωναν πώς μάλλον δεν είχε ποτέ του φορέσει παπούτσια. Είχε μια πληγή στο δεξί του χέρι και, σύμφωνα με κάποιες πηγές, ένα σημάδι εμβολίου που ίσως υποδήλωνε καταγωγή από την ανώτερη τάξη.
Φορούσε ένα στρογγυλό καπέλο χωρικού, ένα ζευγάρι παλιά ημιμποτάκια με ψηλά τακούνια τα οποία δεν του έκαναν, ένα μαύρο μεταξωτό μαντήλι, γκρίζο πανωφόρι και παντελόνι. Είχε πάνω του ένα άσπρο μαντήλι όπου ήταν ραμμένα με κόκκινη κλωστή τα αρχικά Κ.Η., ένα πιθανότατα γερμανικής κατασκευής κλειδί, ένα μικρό φάκελο με χρυσόσκονη (!) και ένα κεράτινο κομπολόι. Στις τσέπες του υπήρχαν επίσης μερικά γράμματα, κάποια έντυπα θρησκευτικά κείμενα, μεταξύ των οποίων και ένα μικρό εγχειρίδιο με τίτλο «Η τέχνη της αντικατάστασης του χαμένου χρόνου και των ετών που ξοδεύτηκαν άσκοπα», ένας μάλλον κυνικός τίτλος, αν λάβει κανείς υπόψιν όσα έγιναν αργότερα γνωστά για την ιστορία του.