Υπάρχουν τέσσερις κατηγορίες ανθρώπων. Κατά κάποια έννοια το λέμε αυτό, δεν υπάγεται βέβαια όλη η ανθρωπότητα σε αυτές μόνο τις τέσσερις κατηγορίες…Εκείνοι που δεν αντέχουν τη μοναξιά. Εκείνοι που νιώθουν ότι αντέχουν τη μοναξιά άμα χρειαστεί να το υποστούν. Εκείνοι που αισθάνονται ότι αγαπούν τη μοναξιά. Και κάποιοι που πιστεύουν πως, εντέλει, μοναξιά δεν υπάρχει, μια και παντού βρίσκεται ο Θεός […]
Η πρώτη κατηγορία φαίνεται να είναι η πιο αδύνατη. Οι άνθρωποι που φοβούνται τη μοναξιά κάνουν τις πιο απερίσκεπτες, τις πιο σπασμωδικές και, ως εκ τούτου, τις πιο επικίνδυνες επιλογές. Διότι αν δεν μπορείς να μένεις, στην ανάγκη έστω, μόνος, αν φοβάσαι τον κενό από άλλα πρόσωπα χώρο και χρόνο σου, τότε εξαναγκάζεσαι να υποχωρείς όλο και σε μεγαλύτερους συμβιβασμούς, να χάνεις το έδαφος κάτω από τον ασταθή βηματισμό σου. Συμβιβασμούς στις φιλίες, στον έρωτα, στο επάγγελμα, στον γάμο, με τα παιδιά σου, με τους γονείς σου (λάθος μου που το αναφέρω τόσο πίσω, αφού η γονεϊκή σχέση δεν είναι μόνο συνέπεια αλλά κατά κανόνα αιτία της αδυναμίας σου), με τους γείτονες, με τους άλλους οδηγούς στον δρόμο, με κάθε πλάσμα που διασταυρώνεσαι. Θίγεται τότε και αλλοιώνεται η αληθινή σου οντότητα που δεν αντέχει να συναισθανθεί ποια όντως είναι. Δεν έχει καιρό, αφού η μόνη της έγνοια παραμένει – όλο και πιο επιτακτική – μία: να κυνηγώ κάποιους και να είμαι κοντά τους, μήπως ξεμείνω φοβισμένος μέσα στην ανυπόφορη μοναξιά.