Ως ιερή ή θρησκευτική πορνεία εννοείται η πρακτική της σεξουαλικής επικοινωνίας για θρησκευτικό σκοπό. Η γυναίκα που εμπλέκεται σε μια τέτοια πρακτική ονομάζεται ιερόδουλος, αν και η σύγχρονη απόδοση του όρου στα κοινωνικά της συμφραζόμενα είναι δυνατόν να προκαλεί σύγχυση ως προς την ακριβή έννοια του όρου.
Η ιερή πορνεία θεωρείται από αρκετούς ερευνητές ως ένας από τους κύριους παράγοντες που διαμόρφωσαν ή βοήθησαν στη διαμόρφωση της συνάθροισης μεγάλων κοινοτήτων και την μετουσίωσή τους σε πόλεις-κράτη. Τούτος ο κοινωνικός ρόλος της πορνείας απεικονίζεται πιθανώς καλύτερα στο έπος του Γκιλγκαμές, που γράφτηκε μεταξύ του 1800 και 1600 Π.Κ.Ε. Αναφέρεται επίσης στον «απωλεσθέντα παράδεισο», ως πρωταρχική κατάσταση του ανθρώπου που ήταν ικανός να επικοινωνεί με τα άγρια ζώα και να επικοινωνεί ειρηνικά με το ευρύτερο περιβάλλον του.
Ιερές Πόρνες: Ένα «απίθανο ποσοστό του πληθυσμού από τη Μεσοποταμία και τη Συρία-Καναάν πρέπει να ήταν είτε κοσμικές είτε θρησκευτικές πόρνες κάποιου είδους», έγραψε η Beatrice Brooks το 1941. Συνήγαγε τα συμπεράσματα της από τα κείμενα των αρσενικών κυρίως μελετητών της εποχής, που δέχτηκαν ασυζητητί την έννοια «ιερές πόρνες ή πόρνες των ναών». Ιέρειες των ναών, συγκέντρωναν τα αναγκαία για τη συντήρηση του ναού, συμμετέχοντας τακτικά σε σεξουαλικές επαφές με αντάλλαγμα κάποιου είδους πληρωμή στους ναούς τους.