Είναι αρκετοί οι άνθρωποι που, από παιδιά, νιώθουν να τους κατακλύζει η αίσθηση μιας παράλογης, άδικης ενοχής, κι ένα επακόλουθο συναίσθημα μειονεκτικότητας.
Αισθάνονται δηλαδή ένοχοι όχι για τις βλαπτικές πράξεις ή παραλείψεις τους, γιατί απλά η ενοχή που νιώθουν δεν προκύπτει ως αποτέλεσμα ενός γεγονότος, μιας συνθήκης που συνέβη στο παρελθόν, στην οποία εκείνοι έκαναν πραγματικά κάποιο λάθος.
Το άτομο που έχει κακοποιηθεί λεκτικά, ψυχικά, ή σωματικά, του οποίου δηλαδή η αθωότητα έχει καίρια τραυματισθεί, συχνά νιώθει μια παράλογη ενοχή.
Νιώθε πως φταίει σε κάτι. Χωρίς όμως να μπορεί να εντοπίσει τι είναι αυτό.
Η άδικη ενοχή είναι στην πραγματικότητα ένας αμυντικός μηχανισμός ενάντια στον πόνο που βίωσε όταν βλάφτηκε ή αδικήθηκε από κάποιον άλλον.
Και μάλιστα, καθώς ήταν ευάλωτος ή αδύναμος να διαχειριστεί την αδικία σε βάρος του.