Επιμέλεια Αλέξανδρος Ν. Κατσαράς
φιλόλογος
Πολλές λέξεις στην Αρχαία Ελληνική χρησιμοποιήθηκαν για να δηλώσουν το συναίσθημα του φόβου. Από αυτές παρέμειναν εν χρήσει στην νεοελληνική μας γλώσσα  οι λέξεις δέος, τρόμος, φόβος, οι οποίες  έχουν λεπτές σημασιολογικές διαφορές στην σημασία τους.
Η λέξη τρόμος σχηματίστηκε από θέμα του ρήματος τρέμω  και σχετίζεται με τα σωματικά συμπτώματα που προκαλεί ο φόβος στον άνθρωπο. Από δω και η λέξη τρέμουλο όπου μέλη του σώματος δονούνται ακούσια από αλλεπάλληλες κινήσεις, λόγω του φόβου που νιώθει κάποιος, αλλά και το επίθετο τρομερός, που σύμφωνα με αρχαίες μαρτυρίες δήλωνε   αυτόν που τρέμει από τον φόβο του αλλά και αυτόν που προκαλεί τον φόβο.
Το ουσιαστικό δέος από το αρχαίο ρήμα δέδοικα (και σπανιότερα δέδια) ήταν η κατ' εξοχήν λέξη που δήλωνε φόβο ως συναίσθημα του ανθρώπου γενικευμένο και αφηρημένο (π.χ. στον Θουκυδίδη: εχομένης δε της Άμφιπόλεως οι Αθηναίοι ες μέγα δέος κατέστησαν). Πολλές φορές επίσης δήλωνε τον βαθύ σεβασμό και θαυμασμό που προκαλούσε ο φόβος (π.χ. ένιωσαν δέος απέναντι στον εχθρικό στρατό).

Υπήρχε η έκφραση αδεές δέος για κείνους που φοβούνταν χωρίς λόγο. Από τον Θουκυδίδη προέρχεται και η φράση αντίπαλον δέος (μια  εχθρική δύναμη που είναι εξίσου ισχυρή ώστε να διατηρείται η ισορροπία δυνάμεων). Στον Όμηρο το δέος εμφανίζεται συχνά σαν συνεκφορά με το στερεότυπο επίθετο χλωρός, προφανώς λόγω του χρώματος (πράσινο) του φοβισμένου ανθρώπου (π.χ. και πάντας υπό χλωρόν δέος είλεν).