Γράφει η Μάρω Γκούτσια
Μα πώς γίνεται; Πώς γίνεται να σε αφήσω;
Υπήρξαμε ξανά.
Το ξέρω. Σε μια άλλη ζωή. Σε κάποιον άλλο χρόνο. Σε ένα άλλο σύμπαν.
Σε ήξερα.
Πριν μου ξυπνήσεις το υπόλειμμα αυτής της μοιραίας, κοσμικής σύνδεσης.
Σε γνώριζα.
Ποτέ δε φαντάστηκα τι με περίμενε. Τι μας περίμενε.
Ξεκίνησες να με πλησιάζεις. Να με προσεγγίζεις με έναν τρόπο που όσο κι αν το προσπαθούσα, δεν μπορούσα να αντισταθώ.
Δεν μπορούσα να αντισταθώ σε αυτό που με τραβούσε σε εσένα. Και ποιος ξέρει τι ήταν αυτό. Τι να είναι αυτό που με τραβάει.
Με τράβηξε όπως ο μαγνήτης, με τράβηξε όπως ένας βάλτος, με τράβηξε όπως το σκοτάδι.
Το σκοτάδι σου ήταν αυτό που φοβήθηκα. Ταυτόχρονα, λάτρεψα. Αλλά με κατάπινε.

Κατάπινε το φως μου. Κατάπινε την αγάπη μου, τη ρούφαγε λαίμαργα μέχρι να μην αντέχω να σου εκπέμπω άλλη.
Άλλη αγάπη, άλλη επαφή, άλλος χρόνος, άλλη μουσική, ήταν από άλλο τόπο, όλα αυτά που μας συνέδεαν κι αυτά που μαζί δημιουργήσαμε.
Δημιουργήσαμε αγάπη, έμπνευση, μουσική. Δημιουργήσαμε χάος.
Χάος ήταν πάντα το μυαλό σου, ζεστή πάντα η καρδιά σου, πίκρα το στόμα σου.
Στόμα δοτικό το δικό μου, να σου προσφέρει απλόχερα λόγια μοναδικά, λόγια αληθινά, λόγια από έναν άλλο κόσμο, ένα μυστικό παρελθόν.
Το μυστικό μας παρελθόν ποτέ δε θα ανακαλύψουμε. Ίσως όταν χαθούμε και οι δύο από αυτόν τον κόσμο.
Έναν κόσμο που δεν είναι έτοιμος να δεχτεί αυτό που μας συνδέει, που θα μας κατακρίνει, θα εξορίσει τη σύνδεση μας.
Η σύνδεση μας, το σκοτάδι. Το σκοτάδι μου ακολουθεί το δικό σου. Ένα μικρό μαύρο κομμάτι μου ακολουθεί τυφλά τη δική σου σκοτεινή έκταση. Ακολουθεί χωρίς να σκέφτεται.
Σκέφτεται μόνο πόσο το θέλει κοντά του. Πόση ανακούφιση νιώθει όταν αυτά τα κομμάτια αλληλοσυμπληρώνονται. Λαχτάρα!
Λαχτάρα για μια επαφή δικού μας τύπου. Μια ανάσα, μια μυρωδιά, ένα αθώο άγγιγμα, μια μελωδία.
Εκείνη η μελωδία από ενέργειες σκοτεινές που μας περικυκλώνουν όταν τα βλέμματα μας συναντιούνται.
Τα βλέμματα αυτά που σε αναζητούν, με αναζητούν στο χώρο. Κι όταν συναντηθούν, ο δικός μας κόσμος γεννιέται.
Γεννιέται ξανά και ξανά, για να μας θυμίσει την ύπαρξη του. Δε με αφήνει να ξεχάσω. Δε σε αφήνει να κοιμηθείς τις νύχτες.
Τις νύχτες αυτές που δεν ξέρεις σε ποιον να μιλήσεις, ποιον να ακούσεις, ποιον να αγκαλιάσεις.
Γιατί όποιον άλλον κι αν αγκαλιάσεις, δεν είναι αρκετός. Δε σε γεμίζει, δε σε ανέχεται, δε σε αγγίζει. Στην ψυχή.
Μια ψυχή που επικοινωνούσε με τη δική μου, από τη δημιουργία του σύμπαντος.
Άραγε, σύμπαν, θα μας εξηγήσεις ποτέ;
Θα μας εξηγήσεις ποτέ γιατί η τέλεια σφαίρα μας χωρίστηκε σε δύο κομμάτια;
Τα δύο αυτά κομμάτια, εγώ κι εσύ, που αναζητούν το ένα το άλλο σε κάθε χρόνο, κάθε ύπαρξη και κάθε σύμπαν.

Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ