Κυριακή 10 Μαΐου 2015

Για τη ΜΑΝΑ που έφυγε. Για τη Μάνα που είναι δίπλα μας σας άγγελος να μας φυλάει. Για τη Μάνα που είναι στην ψυχή μας μνήμη και παρουσία ιερή!



"Και τώρα τα έβρισκε. Με τη μυρουδιά της πάνω τους. Εκείνη τη μοναδική ευωδία που αναδίνει το σώμα της μάνας. Μια μυρουδιά ιδιαίτερη που αγιάστηκε. Σαν κατάλοιπο από το γάλα της ή από το αίμα της γέννας. Αυτός ο ομφάλιος λώρος, αυτός ο αρχέγονος δεσμός με το αίμα της μάνας ποτέ δεν κόβεται. Με τίποτα. Κανένας θάνατος δεν μπορεί να τον αφανίσει. Και τώρα την έβρισκε εκεί την ευωδία εκείνη που ήταν η δική του αρχέγονη διαδρομή. Μια ανεπαίσθητη ουσία κοσμογονική από την παρουσία της ή από τη μνήμη της παρουσίας της, που είχε μείνει μέσα σ' αυτό το εγκαταλειμμένο δωμάτιο. Και που κανένας, κανένας θάνατος δεν μπορούσε να ακυρώσει. 

Το σώμα του λύγισε εκεί, πάνω στα σκεπάσματα του κρεβατιού. Πάνω στα μαξιλάρια με το σχήμα της. Μάνα, είπε. Μάνα μου αγαπημένη... Και ξέσπασε σε κλάμα. Αυτό το κλάμα που το φύλαγε μέσα του δέκα επτά ολόκληρα χρόνια. Και τώρα ένιωθε τους λυγμούς να πιέζουν το στήθος του. Και δεν ντρεπόταν γι' αυτό. Ακόμα κι αν τον έβλεπε η Αλέξια, δεν θα τον ένοιαζε. Αν θέλει να με αγαπήσει, σκεφτόταν, θα πρέπει να με δεχτεί με το κλάμα τούτο που είναι η πιο αληθινή στιγμή της ζωής μου. 



Και η Αλέξια τον έβλεπε. Είχε μπει από την ανοιχτή πόρτα. Είχε σταθεί στην ξύλινη σκάλα. Και τον έβλεπε που έκλαιγε σαν μικρό παιδί.


Όταν σταμάτησε τα αναφιλητά, την είδε κι εκείνος. Έλα, της είπε. Μείνε δίπλα μου, χωρίς να μιλάς. Και η Αλέξια κάθισε στα πόδια του παλιού σιδερένιου κρεβατιού αμίλητη. 


Μια σιωπή τους τύλιξε. Μια παλιά σιωπή που μύριζε χρόνο σαθρό και αγιασμένο χέρι στο μέτωπο, μια σιωπή που μόνο σιωπή δεν ήταν. Όλα γύρω έμοιαζαν κινούμενα μέσα στο φως που τρεμόσβηνε από την πολυκαιρισμένη λάμπα. Οι αναμνήσεις κρέμονταν από τους ίσκιους που περιδιάβαιναν αόρατοι κουβαλώντας τις μνήμες άλλων καιρών. Και οι πέτρινοι τοίχοι λύγιζαν, θαρρείς, μέσα στις φωτεινές αναδιπλώσεις των κύκλων που σχημάτιζε η αναρρίπιση μιας παράξενης ανάσας. Το σπίτι ανάσαινε." 


Από το μυθιστόρημα "Η ΔΙΨΑ ΜΕ ΚΑΙΕΙ ΕΜΕΝΑ ΚΑΙ ΧΑΝΟΜΑΙ"




Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου


ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

1

Το Ενατο Κυμα