Ο Θ. Κολοκοτρώνης και τα παλικάρια του σε ανάπαυση μετά τη μάχη στα Δερβενάκια
alt
Αμέσως μετά την έκδοση του Οθωνικού διατάγματος, σε δέκα μέρες γιορτάστηκε η Εθνική γιορτή με μεγάλη επισημότητα, τη μέρα της γιορτής του Ευαγγελισμού της «Υπεραγίας Θεοτόκου», για να γράψει την επομένη μέρα, στις 26.3.1821, η εφημερίδα «Αθηνά»:«Και πόση επισημότητα δεν ήθελε δώσει η εορτή αυτή εις την Ελλάδα αν μαζί με τον Ευαγγελισμό της εορτής της Θεοτόκου επανηγυρίζετο και η καθίδρυσις του Συντάγματος, η στερέωσις της Ελευθερίας μας αυτής»3.
Η μέρα της Εθνικής γιορτής των Ελλήνων δεν επιβάλλεται αυθαίρετα με το βασιλικό διάταγμα και τη βασιλική σφραγίδα του ξένου Βαυαρού μονάρχη Οθωνα Βίτελσμπαχ, τον οποίο οι προστάτιδες δυνάμεις επέλεξαν, με επίσημα μάλιστα πιστοποιητικά της πνευματικής του καθυστέρησης και τον ενθρόνισαν, στα 1832, στην πλάτη του οξύνοα, δημοκρατικού και αγωνιστή του Εικοσιένα ανυπότακτου ελληνικού λαού, ως «ελέω Θεού» βασιλέα της Ελλάδος, με όλα τα δεινά της Οθωνικής βαυαρικής τυραννίας, που υπέσκαψαν το μέλλον του νεοσύστατου τότε ελληνικού κράτους. Του κράτους, του οποίου ο ελευθερωτής, από τον τουρκικό ζυγό, ήταν ο ελληνικός λαός, του Εικοσιένα, ο ιδρυτής του και ο μόνος κυρίαρχός του, ο οποίος απέβαλε το όνομα του «ραγιά», του υπηκόου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με τα δεσμά της σκλαβιάς και της υπακοής, και ξαναπήρε το όνομά του ο Ελληνας, ο ελεύθερος.
 
Η παραχάραξη του Εικοσιένα με το Οθωνικό διάταγμα
Το βαυαρικό Οθωνικό διάταγμα, με το οποίο η 25η Μάρτη, γιορτή του Ευαγγελισμού της Υπεραγίας Θεοτόκου, ορίζεται ως η έναρξη της Επανάστασης του Εικοσιένα και η μέρα αυτή ως επέτειος της Εθνικής μας γιορτής, πλαστογραφεί την Επανάσταση του Εικοσιένα, γιατί από το διάταγμα αυτό έχει αφαιρεθεί η ιστορική αλήθεια.
Οδυσσέας Ανδρούτσος, έργο του Κερκυραίου ζωγράφου Κοζή Σεσσύλα
alt
Την ημερομηνία της έναρξης της Επανάστασης του Εικοσιένα, την καθιερώνει το πρώτο κορυφαίο σωτήριο και συνταρακτικό επαναστατικό γεγονός, της απόφασης του ξεκινήματος του επαναστατικού αγώνα, κατά του τυράννου και από ολόκληρο το λαό, ο οποίος άντεξε και συνέχισε τον αγώνα μέχρι την κατάκτηση της αρπαγμένης του Λευτεριάς. Και η Λευτεριά ενός σκλάβου λαού αρχίζει από τη στιγμή που ξεσηκώνεται και παίρνει τα όπλα για να συντρίψει με Επανάσταση τα δεσμά της σκλαβιάς του, με την αμετάκλητη και αταλάντευτη απόφασή του να πεθάνει για τη Λευτεριά του ή με αυτή, κρατώντας στο ατσαλένιο ελεύθερο χέρι του το σπαθί της Λευτεριάς, που με την κόψη του την τρομερή θα χτυπήσει αυτούς που τον αλυσοδένουν. Και δεν υπάρχει καμιά ιστορική πηγή στην οποία να έχει καταγραφεί μια τέτοια επαναστατική πράξη στις 25 Μάρτη. Συνεπώς η 25η Μάρτη δεν αποτελεί τη μέρα της έναρξης της Επανάστασης του 1821, όπως αναφέρουν ατεκμηρίωτα οι συντάκτες στο Οθωνικό διάταγμα, χωρίς το σεβασμό της ιστορικής αλήθειας, παραχαράσσοντας έτσι την Επανάσταση του Εικοσιένα.Στην Ιστορία όμως έχουν καταγραφεί δύο ένοπλες επαναστατικές πράξεις του 182Ι και πριν από τις 25 Μάρτη, η μια στον Ελλαδικό χώρο στις 21.3.1821 και η άλλη έξω από αυτόν στις 22.2.1821. Στις 22.2.1821 ο αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας και αρχηγός της Επανάστασης, Αλέξανδρος Υψηλάντης μαζί με τα δύο αδέλφια του και άλλους περνάνε τον Προύθο ποταμό και πατάνε το έδαφος της Μολδαβίας, όπου στο Σκουλένι τους καρτεράνε 200 καβαλαραίοι, με αρχηγούς τους Γεράσιμο Ορφανό και Βασίλη Θεοδώρου, οι οποίοι βροντοφώναζαν «Ζήτω η Λευτεριά», κραυγή που αντηχούσε πέρα ως πέρα, σχίζοντας τα σκοτάδια της νύχτας. Και αμέσως μετά κινάνε για το Γιάσι (Ιάσιο), όπου σ’ όλο το δρόμο ήταν τιμητικά παρατεταγμένη η φρουρά του Μιχαήλ Βόδα Σούτσου, ηγεμόνα της Μολδαβίας και όπου στο Γιάσι τυπώθηκαν και κυκλοφόρησαν επαναστατικές προκηρύξεις καλώντας τους Ελληνες στα όπλα4. Και στις 21 Μάρτη 1821 ο Φιλικός και αρχηγός της Επανάστασης της Πάτρας, ο τσαγκάρης Παναγιώτης Καρατζάς, κάλεσε το λαό της Πάτρας στα όπλα και την άλλη μέρα την ελευθέρωσαν6. Ιστορικά λοιπόν η 22η Μάρτη είναι η πρώτη ένοπλη εξέγερση που έγινε στο Μοριά και σε όλη την Ελλάδα το 1821 και η Πάτρα η πρώτη πόλη που ελευθερώθηκε, με αρχηγό τον Παναγιώτη Καρατζά, ύστερα από τέσσερις περίπου αιώνες σκλαβιάς. Η έναρξη λοιπόν της Επανάστασης του Εικοσιένα είναι η 22η Μάρτη και αυτή η μέρα πρέπει να καθιερωθεί ως μέρα Εθνικής γιορτής.
Πέραν αυτού το βαυαρικό Οθωνικό διάταγμα είναι αόριστο και ελλιπές, γι’ αυτό και αναξιόπιστο. Οι συντάκτες του αόριστα αναφέρουν ότι η 25η Μάρτη είναι η μέρα της έναρξης του αγώνα για την ανεξαρτησία του ελληνικού γένους, χωρίς να αναφέρουν το έτος της έναρξης του αγώνα, τον τόπο από τον οποίο ξεκίνησε και το πρόσωπο στο οποίο ο λαός εμπιστεύτηκε την επανάστασή του και την κήρυξή της στην κατάλληλη στιγμή. Και ακόμη αποκρύπτουν σκόπιμα την ύπαρξη της μέχρι τότε Εθνικής γιορτής, της Πρωτοχρονιάς, ως επέτειο της 1.1.1822 Εθνικής Συνέλευσης της Επιδαύρου, που κήρυξε την ανεξαρτησία της Ελλάδας, με πολίτευμα δημοκρατικό και με Σύνταγμα. Ετσι καταργεί σιωπηρά την Εθνική γιορτή της Πρωτοχρονιάς, για να μη δικαιολογήσει την κατάργησή της και τον αυθαίρετο καθορισμό της 25ης Μάρτη ως μέρας Εθνικής γιορτής.
Ομως, το ανοσιούργημα της πλαστογράφησης της έναρξης της Επανάστασης στις 25 Μάρτη, με το Οθωνικό διάταγμα, εξακολουθητικά συνεχίζεται να διαπράττεται και μέχρι σήμερα, με το γιορτασμό στις 25 Μάρτη, της επετείου της έναρξης της Επανάστασης του Εικοσιένα.
Ο θρύλος της Αγίας Λαύρας
«Μην κατακρίνετε χωρίς να διαβάσετε, κι αφού
διαβάσετε σκεφθείτε. Αλλά μη σκεφθείτε με το
πνεύμα σας προκαταλημμένο. Η προκατάληψή σας
θα βλάψει περισσότερο εσάς παρά εμένα».
ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ
Η πλαστογραφημένη έναρξη της Επανάστασης του Εικοσιένα στις 25 Μάρτη και η καθιέρωση της ημερομηνίας αυτής ως ημέρας της Εθνικής μας γιορτής, με το Οθωνικό διάταγμα της 15.3.1838, που είναι ανέγκυρο και άκυρο, αποτέλεσε την αφορμή και την αφετηρία για το πλάσιμο του μύθου της Αγίας Λαύρας. Και ο μύθος αυτός υφάνθηκε με στημόνι τον εορτασμό της Εθνικής μας γιορτής στις 25 Μάρτη, ως επέτειο της έναρξης της Επανάστασης του Εικοσιένα, στο νήμα του οποίου διαπλέχτηκε το υφάδι της διαστρέβλωσης της αλήθειας ενός περιστατικού, της αιτίας του πηγεμού στην Αγία Λαύρα του Π. Πατρών Γερμανού, του Κερνίκης Προκόπιου και των προεστών της Πάτρας, της Βοστίτσας και των Καλαβρύτων, στις αρχές Μάρτη 1821.
Αιτία για τη δημιουργία του περιστατικού αυτού αποτέλεσε η διαταγή του Καϊμακάνη της Τριπολιτσάς, να πάνε σ’ αυτήν και να παρουσιαστούν σ’ αυτόν, όλοι οι προύχοντες και οι δεσποτάδες του Μοριά. Και ο Καϊμακάνης, που αντικαθιστούσε τον Χουρσίτ πασά, ο οποίος με εντολή της Πύλης πήγε με στρατό στα Γιάννενα, έβγαλε τη διαταγή αυτή, μέσα Φλεβάρη 1821, ύστερα από προδοσίες και ιδιαίτερα την προδοσία του Σωτήρη Κουγιά, τρανού προύχοντα της Τριπολιτσάς που κατέδωσε ότι οι Ελληνες ετοιμάζουν εξέγερση. Η διαταγή αυτή αναστάτωσε τους προύχοντες και δεσποτάδες, οι οποίοι έκαναν συμβούλια στις επαρχίες τους, για να πάνε ή όχι στην Τριπολιτσά. Πολλοί από αυτούς πήγαν και πλήρωσαν την υπακοή τους αυτή με μαρτυρικό θάνατο, όταν άρχισε το ντουφεκίδι της Λευτεριάς6.
Ομως, ο Π. Πατρών Γερμανός, ο Κερνίκης Προκόπιος και οι προεστοί της Πάτρας και των Καλαβρύτων, φοβούμενοι μήπως οι Τούρκοι είχαν καμιά απόδειξη για την επικείμενη εξέγερση, καθυστερούσαν την αναχώρησή τους. Τελικά ο Π. Πατρών Γερμανός, ο Λόντος και άλλοι πρόκριτοι κίνησαν για την Τριπολιτσά. Στα Καλάβρυτα, όμως, που ανταμώθηκαν και με άλλους προεστούς, ξανασυζήτησαν και ξανασκέφθηκαν τον πηγεμό τους ή όχι στην Τριπολιτσά. Συνειδητοποιώντας τη μεγάλη αλήθεια ότι η Επανάσταση θα ξεσπούσε και χωρίς την έγκρισή τους, θεώρησαν ότι δεν ήταν φρόνιμο να εμπιστευθούν τη ζωή τους στα χέρια των Τούρκων. Ετσι πήραν την απόφαση να μην πάνε στην Τριπολιτσά. Και για να δικαιολογηθούν σοφίστηκαν ένα έξυπνο τέχνασμα. Εγραψαν ένα γράμμα στον εαυτό τους, που τάχα τους το έστειλε ένας Τούρκος φίλος τους από την Τριπολιτσά, ο οποίος τους συμβούλευε να μην πάνε στην Τριπολιτσά, γιατί θα τους σκοτώσει εκεί ο Καϊμακάνης. Το πλαστό αυτό γράμμα το παράδωσαν κρυφά σ’ έναν έμπιστό τους, στον οποίο εξήγησαν το ρόλο που θα έπαιζε. Φεύγοντας από εκεί και αφού φθάσει σ’ ένα ορισμένο μέρος, να γυρίσει πίσω και όταν τους ανταμώσει στο δρόμο να τους πλησιάσει και να τους δώσει το γράμμα, μπροστά στους Τούρκους που θα είναι μαζί τους, υποκρινόμενος φοβισμένα τον ερχομό του από την Τριπολιτσά. Αφού τακτοποίησαν τα πράγματα, σύμφωνα με τα σχέδια που κατέστρωσαν και αποχαιρέτησαν τον Τούρκο διοικητή των Καλαβρύτων, ξεκίνησαν στις 9 Μάρτη για να πάνε δήθεν στην Τριπολιτσά, συνοδευόμενοι από δικούς τους ανθρώπους, από τον απεσταλμένο Τούρκο του Καϊμακάνη και από ένα δερβίση. Οταν έφθασαν στις Καστάνες, ο άνθρωπός τους με το πλαστό γράμμα τους πλησίασε, υποκρινόμενος τον φοβισμένο οδοιπόρο από την Τριπολιτσά και τους έδωσε το πλαστό γράμμα. Αφού το διάβασαν προσποιήθηκαν τους τρομοκρατημένους και οργισμένοι εξήγησαν το περιεχόμενό του στους Τούρκους συνοδούς, ότι ο Καϊιμακάνης θα τους σκοτώσει στην Τριπολιτσά. Ετσι δικαιολογημένα δε συνέχισαν το δρόμο για την Τριπολιτσά. Επέστρεψαν στα Καλάβρυτα και την άλλη μέρα, 10 Μάρτη 1821, αποφάσισαν και κατέφυγαν για ασφάλειά τους στο Μοναστήρι της Αγίας Λαύρας. Ηταν ο Αρχιεπίσκοπος Π. Πατρών Γερμανός, ο επίσκοπος Κερνίκης Προκόπιος και οι προύχοντες Ανδρέας Ζαΐμης, ο Ασημάκης Φωτήλας, ο Ανδρέας Λόντος, ο Σωτήρης Θεοχαρόπουλος και ο Σωτήρης Χαραλάμπης. Παρά τις διαβεβαιώσεις του Καϊμακάνη ότι τα όσα γράφει ο Τούρκος φίλος τους στο γράμμα είναι ψέματα και τις συστάσεις των άλλων που πήγαν στην Τριπολιτσά να πάνε και αυτοί εκεί, αυτοί δεν πήγαν. Επειδή όμως φοβήθηκαν μήπως όλοι μαζί συναγμένοι στην Αγία Λαύρα κινήσουν τις υποψίες των Τούρκων στα Καλάβρυτα και τους συλλάβουν, αποφάσισαν, για να αποφύγουν τη σύλληψή τους, να κρυφτούν, διασκορπιζόμενοι. Ετσι ο Π. Πατρών Γερμανός και ο Ζαΐμης πήγαν στα Μεζερά (Αίγιο) και οι άλλοι σε άλλα μέρη7.
Οι ιστορικοί της εποχής εκείνης G. Finlay, Σπυρ. Τρικούπης και Ι. Φιλήμονας, στους οποίους θα επανέλθουμε, αναφέρουν ότι γύρω στα 1840 οι κοινωνικοπολιτικές ομάδες, αρχιερείς και πρόκριτοι, άρχισαν την προσπάθεια της παραποίησης των συμβάντων που συνδέονται με τον Π. Πατρών Γερμανό και τους προκρίτους της Αχαΐας και απερίφραστα καταγγέλλουν την πλαστογράφηση της αλήθειας του περιστατικού της μετάβασης και άφιξης του Π. Πατρών Γερμανού και των προεστών της Αχαΐας στην Αγία Λαύρα, αρχές Μάρτη 1821, το οποίο οι ομάδες αυτές απέδωσαν στην κήρυξη της Επανάστασης του Εικοσιένα στην Αγία Λαύρα.
Η παραχάραξη του περιστατικού αυτού έγινε με αφετηρία την έτοιμη πλαστογραφημένη έναρξη της Επανάστασης του Εικοσιένα στις 25 Μάρτη, με το Οθωνικό διάταγμα, που εκδόθηκε στις 15.3.1838. Ετσι οι κοτζαμπάσηδες και ο ανώτερος κλήρος συμπλήρωσαν την πλαστογραφημένη έναρξη της Επανάστασης, με το Οθωνικό διάταγμα, τοποθέτησαν το ξεκίνημα της Επανάστασης στη Μονή της Αγίας Λαύρας των Καλαβρύτων, στην οποία ο Π. Πατρών Γερμανός, ο Κερνίκης Προκόπιος και οι προεστοί της Αχαΐας κήρυξαν την Επανάσταση του Εικοσιένα.
Ετσι πλάστηκε ο μύθος της Αγίας Λαύρας ο οποίος εμφάνιζε τον Π. Πατρών Γερμανό να υψώνει τη σημαία της Επανάστασης στην Αγία Λαύρα, στις 25 Μάρτη, περιστοιχισμένο από κοτζαμπάσηδες και οπλαρχηγούς.
Επισημαίνεται ότι, χωρίς την πλαστογραφημένη έναρξη της Επανάστασης στις 25 Μάρτη και χωρίς την καθιέρωση της μέρας αυτής ως επέτειο της Εθνικής γιορτής, που άρχισε να γιορτάζεται από 25.3.1838 με το Οθωνικό διάταγμα της 15.3.1838, σε καμιά περίπτωση δεν ήταν δυνατόν να πλαστεί ο μύθος της Αγίας Λαύρας. Γιατί ως την έκδοση του διατάγματος γιορταζόταν η Εθνική γιορτή της Πρωτοχρονιάς, ως επέτειος της 1.1.1822, που η Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου ανακήρυξε την ανεξαρτησία της Ελλάδας με πολίτευμα δημοκρατικό. Και οι πλάστες του θρύλου της Αγίας Λαύρας, προύχοντες και ανώτερο ιερατείο, δεν μπορούσαν να καταργήσουν την Εθνική γιορτή της Πρωτοχρονιάς και να πλάσουν την 25η Μάρτη ως έναρξη της Επανάστασης του Εικοσιένα. Η ημέρα όμως αυτή της 25ης Μάρτη από το 1838, έως και σήμερα, γιορτάζεται ως Εθνική επέτειος της έναρξης της Επανάστασης του Εικοσιένα, που ορίστηκε αυθαίρετα στις 25 Μάρτη με το Οθωνικό διάταγμα. Ετσι οι πλάστες του θρύλου της Αγίας Λαύρας άδραξαν την ημέρα της 25ης Μάρτη και την παρουσίασαν στο θρύλο ως μέρα έναρξης της Επανάστασης του Εικοσιένα, με τον Π. Πατρών Γερμανό να υψώνει τη σημαία της Επανάστασης, περιστοιχισμένο από τους προκρίτους της Αχαΐας.
Κυκλοφορία του θρύλου
Ο θρύλος της Αγίας Λαύρας δεν κυκλοφόρησε πριν την έκδοση του Οθωνικού διατάγματος στις 15.3.1838, γιατί ακόμη δεν είχε πλαστεί, όπως αποδείχτηκε. Ούτε καν ψίθυρος του μύθου αυτού υπήρχε, ούτε και από κανένα διεστραμμένο εγκέφαλο είχε συλληφθεί. Γιατί οι αδίστακτοι συντάκτες του Οθωνικού διατάγματος θα τολμήσουν να καταγράψουν το μύθο αυτό στο διάταγμα ως ιστορικό γεγονός, συμπληρώνοντας έτσι τα κενά που είχε και ολοκληρώνοντας την πλαστογράφηση της Επανάστασης. Για το ανοσιούργημα αυτό της παραχάραξης του Εικοσιένα, ποιοι και σε ποιον να διαμαρτυρηθούν. Σύνταγμα τότε δεν υπήρχε που να εξασφαλίζει στοιχειώδεις ελευθερίες και οι αγωνιστές του Εικοσιένα βρίσκονταν σε εξοντωτικό διωγμό από την Οθωνική απολυταρχία, με την καρμανιόλα να πλανάται πάνω από τα κεφάλια τους. Μερικοί δε βρίσκονται στη ζωή, άλλοι ήταν στις φυλακές και άλλοι εγκατέλειπαν τα χώματα, που με το αίμα τους ελευθέρωσαν, για να γλιτώσουν από την τρομοκρατία της βαυαρικής κατοχής.
Ο θρύλος της Αγία Λαύρας, κατά τον ιστορικό Ι. Φιλήμονα, κυκλοφόρησε το 1840, χωρίς να ελεγχθεί.
Η διάδοση του θρύλου αυτού βοηθήθηκε από τη ζωγραφική σύνθεση του Βρυζάκη (1814 – 1878) «Υψωσις της σημαίας της Επαναστάσεως εις την Αγίαν Λαύραν», που είναι φανταστική, και φιλοτεχνήθηκε το 1851.
Υστερα από το 1854 ο θρύλος διαδόθηκε πλατιά.
Διάψευση του θρύλου
«Τίποτα πιο φανερό και πιο δυνατό από την Αλήθεια
όπως και τίποτα πιο αδύναμο από το ψέμα όσο κι αν κρυφτεί μέσα
στο τρίσβαθο σκοτάδι. Οποιος την αλήθεια ζητάει, γυμνό
βλέπει το πρόσωπό της, γιατί η Αλήθεια ούτε να κρύβεται αγαπά
ούτε κίνδυνο κανένα φοβάται, ούτε τρέμει στις επιβουλές».
ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
Ο θρύλος της Αγίας Λαύρας, που εμφανίζει τον Π. Πατρών Γερμανό να υψώνει τη σημαία της Επανάστασης του Εικοσιένα στη μονή της Αγίας Λαύρας των Καλαβρύτων στις 25 Μάρτη 1821, περιστοιχισμένο από προκρίτους, πάει να πάρει τη θέση της αληθινής ιστορίας. Ομως ο θρύλος αυτός, που πρόβαλε τις δύο κοινωνικοπολιτικές ομάδες, προκρίτους και ανώτερο κλήρο, ότι είχαν αυτές την πρωτοβουλία της Επανάστασης και τις προβάλλει ότι μας ελευθέρωσαν, είναι ιστορικά ανεπιβεβαίωτος, εντελώς πλαστός και έχει μόνο μυθικό χαρακτήρα. Η πλαστότητα του θρύλου αυτού κατηγορηματικά και άμεσα στηλιτεύεται από πηγές της εποχής εκείνης, στις οποίες καταγγέλλεται η συνειδητή παραχάραξη της πραγματικής ιστορίας και με άλλα τεκμήρια διαψεύδεται έμμεσα ο θρύλος αυτός.
α) Ο ιστορικός G. Finlay, που έζησε ανάμεσα στους Ελληνες του Εικοσιένα και έγραψε την «Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης» που εκδόθηκε στα αγγλικά το 1861, αφηγείται τα συμβάντα που έγιναν αρχές Μάρτη 1821 και που σχετίζονται με τον Αρχιεπίσκοπο Π. Πατρών Γερμανό, τον επίσκοπο Κερνίκης Προκόπιο και τους προκρίτους της Πάτρας, της Βοστίτσας και των Καλαβρύτων και τα οποία, όπως αναφέραμε, αργότερα οι κοινωνικές ομάδες, πρόκριτοι και το ανώτερο ιερατείο, γύρω στα 1840, τα παραποίησαν και άρχισαν να πλάθουν το θρύλο της Αγίας Λαύρας. Ο ιστορικός αυτός αναφέρει ότι δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια η γενική εντύπωση που επικρατεί στην Ελλάδα πως ο Γερμανός με τους άλλους, μόλις έφθασαν στο μοναστήρι (10 Μάρτη 1821) κήρυξαν την επανάσταση, επιδίωκαν να εξουδετερώσουν τις υποψίες των Τούρκων στα Καλάβρυτα, με το πλαστό γράμμα που τους κοινοποιήθηκε, και για να μη συλληφθούν όλοι μαζί στην Αγία Λαύρα, διασκορπίστηκαν. Και ρητά και κατηγορηματικά προσθέτει: «Η αλήθεια όμως είναι ότι ο λαός εμψυχωμένος από τους Φιλικούς αψήφησε τον κίνδυνο και πήρε τα όπλα ενώ οι άρχοντές του καιροσκοπούσαν»9.
β) Ο ιστορικός Σπ. Τρικούπης το 1840, στον επικήδειο λόγο του προς τον Ανδρέα Ζαΐμη, ανέφερε τη φήμη του θρύλου της Αγίας Λαύρας. Οταν όμως αργότερα εξακρίβωσε την αλήθεια, ως άξιος ερευνητής της ιστορικής μας ζωής, που όλοι οι ιστορικοί ερευνητές, σ’όλη τη διάρκεια της ιστοριογραφίας, θέτουν ως αίτημα την ανεύρεση της ιστορικής αλήθειας, μ’ όποια εμπόδια κι αν συναντούν, διαψεύδει τη φήμη του θρύλου της Αγίας Λαύρας. Στη δεύτερη έκδοση του έργου του «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» το 1860, με πολλή κατηγορηματικότητα και προφανή οργή, αναφέρει: «Ψευδής είναι η εν Ελλάδι επικρατούσα ιδέα ότι εν τη μονή της Αγίας Λαύρας ανυψώθη κατά το πρώτον η σημαία της ελληνικής επανάστασης, την ιδέαν ταύτην εξέφρασα και εγώ εν τω επικηδείω μου λόγω πριν εξακριβώσω την αλήθεια»9.
γ) Το ίδιο και ο ιστορικός Ι. Φιλήμονας, στο «Δοκίμιο Ιστορικού περί της Ελληνικής Επαναστάσεως» αφηγείται τα συμβάντα. Τη μεθόδευση, με το πλαστό γράμμα, για να μην πάνε στην Τριπολιτσά ο Π. Πατρών Γερμανός, ο Κερνίκης Προκόπιος και οι προεστοί της Αχαΐας, τη μετάβασή τους από τα Καλάβρυτα στην Αγία Λαύρα, στις 10 Μάρτη 1821, για ασφάλειά τους και την απόφασή τους να διασκορπιστούν σε ασφαλή μέρη, για να μη συλληφθούν. Ο Γερμανός με τον Ανδρέα Ζαΐμη πήγαν στα Μεζερά. Και την απόδοση των παραποιημένων συμβάντων ύστερα από 19 χρόνια, από τις κοινωνικές ομάδες (Προύχοντες και ανώτερο Ιερατείο), στην κήρυξη της Επανάστασης, από το Γερμανό και τους άλλους, στην Αγία Λαύρα στις 25 Μάρτη, με προφανή αγανάκτηση τη στηλιτεύει με το χαρακτηρισμό «Ψεύδος παχυλόν»9.
δ) Η κήρυξη της Επανάστασης του Εικοσιένα από τον Π. Πατρών Γερμανό, στην Αγία Λαύρα στις 25 Μάρτη είναι μύθος, «ψεύδος παχυλόν», γιατί δεν υπάρχει καμιά ιστορική πηγή της εποχής εκείνης που να το επιβεβαιώνει. Και γιατί η Επανάσταση ξεκίνησε πριν την 25η Μάρτη, με επίσημα ιστορικά έγγραφα της εποχής εκείνης και δεν κηρύχτηκε από τον Π. Πατρών Γερμανό στην Αγία Λαύρα.
Στις 22 Φλεβάρη, ο αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας Αλέξανδρος Υψηλάντης, μαζί με άλλους, κήρυξε την Επανάσταση του Εικοσιένα περνώντας τον Προύθο ποταμό και από το Σκουλένι της Μολδαβίας, με εκατοντάδες καβαλαραίους, πήγαν στο Γιάσι (Ιάσιο) όπου στις 24 Φλεβάρη 1821 τυπώθηκαν και κυκλοφόρησαν επαναστατικές προκηρύξεις, καλώντας το λαό στα όπλα10.
Και στις 21 Μάρτη, ο φιλικός και αρχηγός των επαναστατών της Πάτρας, ο Παναγιώτης Καρατζάς, κάλεσε το λαό της Πάτρας στα όπλα, και με τη μάχη που έδωσαν στο Τάσι, όπου πολλοί Τούρκοι σκοτώθηκαν και όσοι σώθηκαν έτρεξαν στον πύργο και κλείστηκαν σ’ αυτόν, ελευθέρωσαν την Πάτρα την άλλη μέρα10. Η επαναστατική αυτή πράξη είναι η πρώτη σ’ όλο τον ελλαδικό χώρο και η Πάτρα η πρώτη πόλη της Ελλάδας που ελευθερώθηκε, ύστερα από τέσσερις περίπου αιώνες οθωμανικής σκλαβιάς. Ο λαός γιόρτασε την κατάχτηση της Λευτεριάς του για τρεις μέρες11. Ο Καρατζάς όμως με τον αγνό πατριωτισμό του και τις αξεπέραστες αρχηγικές, πολιτικές και στρατηγικές ικανότητες, που ξεπήδησαν στις κρίσιμες στιγμές, μέσα από τις επαναστατικές φλόγες, που ρίχτηκε σ’ αυτές με το λαό της Πάτρας, για την κατάκτηση της Λευτεριάς τους, δε σχημάτισε αμέσως με την απελευθέρωση της Πάτρας Εθνική Συνέλευση, ώστε όλες οι εξουσίες, πολιτικές και στρατιωτικές, να περιέλθουν στο λαό με αρχηγό αυτόν. Αυτό το έκαναν δυναμικά και προκλητικά ο Π. Πατρών Γερμανός και ο Ζαΐμης, που βρίσκονταν στα Μεζερά, με τους άλλους προεστούς της Αχαΐας, οι οποίοι στις 24 Μάρτη, με οπλοφόρους, μπήκαν στην ελευθερωμένη Πάτρα και σχημάτισαν αμέσως μεταξύ τους, αγνοώντας τον ελευθερωτή λαό και τον αρχηγό του, τον Καρατζά, και σχημάτισαν αμέσως μόνοι τους, το «Αχαϊκό Διευθυντήριο», παίρνοντας όλες τις εξουσίες στα χέρια τους. Ετσι μόλις έχασαν τη δοτή εξουσία πάνω στους ομοεθνείς τους, από τα αφεντικά τους τους Τούρκους, αμέσως άρπαξαν την εξουσία από τον κυρίαρχο λαό της Πάτρας και χωρίς τώρα αφεντικά. Και αυτοί οι άσχετοι και οι απόλεμοι, που μπήκαν στην Πάτρα για την αρπαγή της εξουσίας και όχι για την εδραίωση της ελευθερίας, είναι υπόλογοι για το ξαναπέσιμο της Πάτρας στα χέρια των Τούρκων και για τις συμφορές που βρήκαν το λαό.
Και στις 25 Μάρτη, ο Ζαΐμης, ο Λόντος και ο Γερμανός έγραψαν ένα έγγραφο στο οποίο αναφέρουν ότι αποφάσισαν όλοι να πεθάνουν ή να ελευθερωθούν (ενώ αυτοί ήταν απόντες κατά την απελευθερωτική μάχη της Πάτρας), και παρακαλούσαν τα χριστιανικά βασίλεια, που γνώριζαν τα δίκαιά τους, να είναι υπό την εύνοιά τους και την προστασία τους. Και την άλλη μέρα, στις 26 Μάρτη, έστειλαν το έγγραφο αυτό στους προξένους των μεγάλων δυνάμεων, που έδρευαν στην Πάτρα, Αγγλίας, Γαλλίας, Αυστρίας και Ισπανίας. Το έγγραφο αυτό είναι το πρώτο διπλωματικό έγγραφο που εκδόθηκε στην επαναστατημένη Πάτρα12.
Το έγγραφο όμως αυτό αδιάσειστα αποδεικνύει ότι ο Π. Πατρών Γερμανός με τους προεστούς της Αχαΐας, στις 25 Μάρτη, βρισκόντουσαν στην επαναστατημένη Πάτρα και όχι στην Αγία Λαύρα και έτσι καταρρίπτει το θρύλο της Αγίας Λαύρας, ως «ψευδή ιδέα», ότι δηλαδή ο Γερμανός ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης στην Αγία Λαύρα στις 25 Μάρτη.
Τη σημαία της Επανάστασης του Εικοσιένα τη σήκωσε στην Πάτρα ο τσαγκάρης Παναγιώτης Καρατζάς, που δεν ανήκε στο αρχοντολόγι ή στους αρχιερείς. Και η ίδια η ιστορία, με τα επίσημα έγγραφά της, ανέκκλητα όρισε την 21η Μάρτη, ως την έναρξη της Επανάστασης του Εικοσιένα και απέβαλε αυτή του θρύλου, την 25η Μάρτη, με τον οποίο τριπλά πλαστογραφείται η ιστορική αλήθεια.
Ακόμη και ο σηκωμός της Καλαμάτας ξέσπασε πριν τις 25 Μάρτη. Στις 23 Μάρτη ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης κήρυξε στη Μάνη την επανάσταση και αμέσως οι Μανιάτες οπλισμένοι, με οπλαρχηγούς, ξεκίνησαν για την Καλαμάτα. Ετρεξαν και όσοι κρύβονταν στο μοναστήρι του Αγίου Ηλία, Παπαφλέσσας, Νικηταράς, Αναγνωσταράς και άλλοι. Μπήκαν στην Καλαμάτα και ξεχύθηκαν στους δρόμους γιορτάζοντας τη Λευτεριά. Και ο Πετρόμπεης μηνάει στον Σουλεϊμάν να παραδώσουν όλοι οι Τούρκοι τα άρματά τους, και τα παρέδωσαν. Ο Πετρόμπεης μπήκε με το στρατό της Λευτεριάς στην Καλαμάτα, ύστερα από πρόσκληση του ίδιου του βοεβόδα, χωρίς άργητα, να πάει με στρατό για να τον προφυλάξει από τους κλέφτες που θα διαγούμιζαν την Καλαμάτα, όπως οι μοραΐτες του είπαν εξαπατώντας τον. Αμέσως ορισμένοι της Μεσσηνίας σχημάτισαν την Ανωτάτη Αρχή της Μεσσηνιακής Συγκλήτου, με αρχιστράτηγο των σπαρτιατικών στρατευμάτων τον Πέτρο Μαυρομιχάλη.
Η επαναστατική αυλαία σηκώθηκε όταν ο Νικ. Σουλιώτης, με τον Πετμεζά, και με εντολή του Παπαφλέσσα, χτύπησαν στο Αγρίδι, στις 15 Μάρτη, τρεις γυφτοχαρατζήδες καθώς και τρεις ταχυδρόμους, με γράμματα του Καϊμακάνη της Τριπολιτσάς προς τον Χουρσίτ13. Και ο Παπαφλέσσας έδωσε την εντολή αυτή για να σπρώξει το ξέσπασμα της Επανάστασης, για να προλάβει τυχόν και άλλες προδοσίες. Και ο Χονδρογιάννης, με άδεια του Δημάκη Ζαΐμη χτύπησε στη Χελιδονοσπηλιά τον Σαράφη Ταμβακόπουλο και τον σπαχή Σεϊντή, για να τους πάρει τα χρήματα που κουβαλούσαν και να τα δώσει στον Αγώνα14.
ε) Ο Π. Πατρών Γερμανός στα απομνημονεύματά του και αυτός, όπως και οι τρεις ιστορικοί, αφηγείται το τι σοφίστηκαν, οι προεστοί κι αυτός, για να μην πάνε στην Τριπολιτσά και ότι αφού συσκέφτηκαν αποφάσισαν, για να μη δώσουν αφορμή στους Τούρκους και τους συλλάβουν (για συμμετοχή τους σε εξέγερση), να καταφύγουν ως φοβισμένοι σε ασφαλή μέρη και να περιμένουν εκεί το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα. Και μόνον όταν οι Τούρκοι μεταχειριστούν τα όπλα και βία εναντίον των ομογενών τους τότε εξ ανάγκης να πάρουν και αυτοί τα όπλα15. Δηλαδή ομολογεί ότι καιροσκοπούσαν και επομένως δεν είχαν την πρωτοβουλία της επανάστασης και της κήρυξής της. Και κατά συνέπεια ο Π. Πατρών Γερμανός δε σήκωσε τη σημαία της Επανάστασης στην Αγία Λαύρα, όπως τον εμφανίζει ο θρύλος. Ετσι ο ίδιος ο Γερμανός καταρρίπτει όλο το σαθρό οικοδόμημα του θρύλου της Αγίας Λαύρας και διαψεύδει πειστικά και οριστικά τους μελλοντικούς πλαστογράφους του, προύχοντες και αρχιερείς, που για τα βέβηλα συμφέροντά τους του φόρεσαν συκοφαντικά το αταίριαστο στο κεφάλι του φωτοστέφανο της δόξας, της κήρυξης της Επανάστασης του Εικοσιένα.
Και ακόμη στα απομνημονεύματά του αναφέρει ότι από τα Μεζερά των Καλαβρύτων πήγαν με τον Ανδρέα Ζαΐμη στις 24 Μάρτη στην επαναστατημένη Πάτρα και ότι στις 25 Μάρτη, μαζί με τον Ανδρέα Ζαΐμη και τον Λόντο σύνταξαν το έγγραφο προς τις μεγάλες δυνάμεις15 αποδεικνύει ότι ο Π. Πατρών Γερμανός και οι προεστοί δεν ήταν στις 25 Μάρτη στην Αγία Λαύρα και επομένως δε σήκωσε τη σημαία της Επανάστασης ο Π. Πατρών Γερμανός.
Τα απομνημονεύματα λοιπόν του Π. Πατρών Γερμανού, που αποτελούν την πιο αυθεντική και αδιάψευστη πηγή, αποδεικνύουν το θρύλο της Αγίας Λαύρας ως «ιδέα ψευδή» και «ψεύδος παχυλόν».

Ξυλογραφία του Α. Τάσσου εμπνευσμένη απ’ την Επανάσταση του 1821
alt

Η σύσκεψη στη Βοστίτσα (Αίγιο)
Οι ηγέτες της Φιλικής Εταιρείας, με αρχηγό τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, στη σύσκεψη του Ισμαήλ της Βεσαραβίας στις 5 με 7 Οκτώβρη 1820, πήραν την απόφαση να στείλουν τον Παπαφλέσσα στο Μοριά, για να ανάψει την επαναστατική πυρκαγιά. Η φήμη του ερχομού του στο Μοριά, με σκοπό να οργανώσει το κίνημα, τρομοκράτησε τους αρχιερείς και κοτζαμπάσηδες, που αποφάσισαν να τον εμποδίσουν να πατήσει το πόδι του στο Μοριά, ακόμη και να τον δολοφονήσουν. Η κήρυξη της επανάστασης ήταν απειλή για συνέχιση της δοτής εξουσίας τους από τους Τούρκους, που επί 400 περίπου χρόνια σκλαβιάς τη θεωρούσαν πια ως κεκτημένο δικαίωμά τους. Και αυτοί είχαν πιο ψηλά τη δοτή εξουσία από την ελευθερία του υπόδουλου έθνους, που με τη συνέχιση της δουλείας οδηγείτο στην εξαφάνισή του. Και ο Παπαφλέσσας (1788 – 1825 ), που ήταν από την Πολιανή της Μεσσηνίας, και το όνομά του ήταν Γρηγόριος Δικαίος, τους ήξερε καλά, γι’ αυτό και πήρε όλα τα μέτρα για την προφύλαξή του.
Μ’ ένα καΐκι μια νύχτα του Φλεβάρη 1821 βγήκε στο Ανάπλι με άλλους τέσσερις αρματωμένους. Υστερα από δυο με τρεις μέρες κάλεσε τους προεστούς και δεσποτάδες σε σύσκεψη. Αρνήθηκαν. Ομως, τους ξανακάλεσε και πάλι, με το μήνυμα:
«Τώρα έχω μια μεγάλη αποστολή! Είμαι αποσταλμένος από την Αρχή, από την “Υπερτάτη εξουσία του Γένους” και σας προστάζω εξ ονόματός της να ‘ρθητε ν’ ακούσητε τι έχω εντολή να σας ανακοινώσω»16.
Η εντολή που είχε ήταν να πείσει τους προεστούς και αρχιερείς να δώσουν το σύνθημα της εξέγερσης.
Αυτοί ύστερα από διαφωνίες τους τελικά αποφάσισαν η διάσκεψη να γίνει στις 26 Γενάρη στη Βοστίτσα, στο σπίτι του Ανδρέα Λόντου. Σ’ αυτό συνάχτηκαν οι προεστοί Ασημάκης Ζαΐμης, Ανδρέας Ζαΐμης, Σωτήρης Χαραλαμπόπουλος, Ασημάκης Φωτήλας, Πανάγος Δεληγιάννης, Γιάννης Παπαδόπουλος ή Μουρτογιάννης, Ανδρέας Λόντος, Σωτήρης Θεοχαρόπουλος και οι δεσποτάδες, ο Π. Πατρών Γερμανός, ο Κερνίκης Προκόπιος και ο Χριστιανουπόλεως Γερμανός, καθώς και ο Πρωτοσύγκελος Φραντζής. Σε λίγο φτάνουν οπλισμένοι ο Νικήτας Δικαίος, αδελφός του Παπαφλέσσα, και ο Δραγώνας. Και μετά ήρθε και ο Παπαφλέσσας. Τους δίνει το συστατικό γράμμα του Υψηλάντη, στο οποίο, ανάμεσα σε άλλα, έγραφε:
«Ο Δικαίος, είναι άλλος Εγώ»17.
Οι προεστοί ξαφνιάστηκαν. Και ο Παπαφλέσσας τους τόνισε πως εκεί που φτάσανε τα πράγματα αναβολή δε χωρεί. Εχουν προετοιμαστεί τα πάντα. Η επανάσταση στη Μολδαβία πάει καλά, ο Αλής αντιστέκεται στο Σουλτάνο και ο Χουρσίτ με το στρατό του δεν είναι στο Μοριά, αλλά στην Ηπειρο. Τα νησιά θα επαναστατήσουν και στη Ρούμελη, και στη Μακεδονία άρχισε το ντουφεκίδι. Και τα αναγκαία ψέματα ότι η Ρωσία στέλνει στόλο, στρατό και όπλα18.
Στη δεύτερη σύσκεψη ο Γερμανός, ανάμεσα σε άλλα, τον ρωτάει εάν είναι σύμφωνο όλο το έθνος ν’ αρχίσει ο Αγώνας, εάν είναι βάσιμες οι υποσχέσεις ότι θα τους συντρέξει κάποια δύναμη, πώς θα αντιμετωπίσουν την κατάσταση αν οι Τούρκοι πάρουν είδηση το τι ετοιμάζεται. Ο Παπαφλέσσας του αποκρίνεται πως όλα τα πρόβλεψε η Αρχή. Και ο Σωτήρης Χαραλάμπης, με την ωμή ειλικρίνειά του, λέει:
«…Μα εμείς εδώ, αφού ξεκάνουμε τους Τούρκους, τι θ’ απογίνουμε; Ποιον θα έχουμε ανώτερο; Ο ραγιάς, άμα πάρει άρματα, δεν θα μας ακούει πια. Και τότε θα πέσουμε στα χέρια εκείνων που δεν μπορούν να κρατήσουν πιρούνι να φάνε»19.
Ενώ τώρα, οι ακραιφνείς χριστιανοί ορθόδοξοι, έχουν για αφεντικά τους το μωαμεθανό Σουλτάνο και τους τοποτηρητές του, καϊμακάμηδες και πασάδες, και μαζί μ’ αυτούς εξουσιάζουν και καταδυναστεύουν τους υπόδουλους Ελληνες, βάζοντας δεσμά στα δίκια τους και στη Λευτεριά τους, και επιδιώκοντας να τους κρατάνε υπάκουους στη θέλησή τους, ραγιάδες δηλαδή.
Στην τρίτη και τέταρτη σύσκεψη ο Π. Πατρών Γερμανός λέει στον Παπαφλέσσα, πως αφού συσκέφθηκαν, όλοι τους συμφωνούν και θεωρούν «τον καιρόν ουχ αρμόδιο να επαναστατήσει το Εθνος» και ότι αποφάσισαν να τον κλείσουν σε μοναστήρι. Και τον βρίζει με βαριές λέξεις και φράσεις, αποκαλώντας τον Παπαφλέσσα απατεώνα, εξωλέστατο και μικρό, όπως αναφέρει και στα απομνημονεύματά του:
«Ο δε Δικαίος, άνθρωπος απατεών και εξωλέστατος περί μηδενός άλλου φροντίζων ειμή τίνι τρόπω να ερεθίση την ταραχήν του Εθνους, διά να πλουτίση εκ των αρπαγών, τους εβεβαίωνεν, ότι τα πάντα είναι έτοιμα»20.
Και ο Παπαφλέσσας, μ’ όλη τη δύναμη που του δίνουν οι ακατάβλητοι και συνεπείς αγώνες του, για το άνοιγμα του δρόμου της Επανάστασης, τους φωνάζει:
«Για ακούτε δω, η Επανάσταση είτε το θέτε, είτε όχι θα γίνει! Πάρτε το απόφαση. Αν εσείς γυρεύετε να την εμποδίσετε, εγώ πήρα προσταγή από την Αρχή να ξεσηκώσω τον κοσμάκη και να την κάνω. Και τότε όποιον βρουν ξαρμάτωτο οι Τούρκοι ας τον κόψουν!»21.
Αυτό τους τρόμαζε, το κόψιμό τους από τους Τούρκους. Αλλά και τι θα γίνουν χωρίς τους ραγιάδες, οι οποίοι με το Σηκωμό αρματωμένοι, απέβαλαν το όνομα του «ραγιά», του υπηκόου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και σκλάβου, και ξαναπήραν το όνομά τους, «ο Ελληνας», ο Ελεύθερος.
Και την άλλη μέρα, ο Γερμανός και οι άλλοι στη Βοστίτσα συνεδρίασαν και ανάμεσα στις αποφάσεις που πήραν ήταν και αυτές οι δύο:
«1. Ο Δικαίος να αναχωρήση στα ίδια και να ησυχάση. 2. Η Πελοπόννησος να μην κινηθεί, μήτε και αφού έλθη ο προσδοκώμενος (Αλέξανδρος Υψηλάντης) πληρεξούσιος, αν δεν κινηθώσι προηγουμένως τα άλλα μέρη της Ελλάδος»22.
Και με την απόφασή τους αυτή, πως σε καμιά περίπτωση η Πελοπόννησος να μην εξεγερθεί, αν προηγουμένως δεν εξεγερθούν τα άλλα μέρη της Ελλάδας, ο Π. Πατρών Γερμανός, οι δυο δεσποτάδες και οι προεστοί της Αχαΐας διαψεύδουν και πάλι τους πλαστογράφους της Επανάστασης του Εικοσιένα, που με το θρύλο της Αγίας Λαύρας, που έπλασαν γύρω στα 1840, εμφανίζουν τον Π. Πατρών Γερμανό να υψώνει τη σημαία της Επανάστασης στην Αγία Λαύρα, περιστοιχισμένο από προεστούς.
Και με την αυθαίρετη και αντεθνική απόφασή τους, που πραγματοποίησαν και τόλμησαν να συλλάβουν και να κλείσουν στο μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου τον Αποσταλμένο της Αρχής του επαναστατημένου έθνους, για να επαναστατήσει το Μοριά, τον Παπαφλέσσα, φυλάκισαν την ίδια την Επανάσταση, επιδιώκοντας να την καταπνίξουν στα γεννοφάσκια της. Σχετικά με την αντίθεσή τους στην έναρξη της Επανάστασης, ο Βερναδάκης γράφει:
«Επί Τουρκοκρατίας οι προύχοντες ήσαν κάτοχοι ασφαλείς σχεδόν και ανενόχλητοι της αρχής. Συμμαχούντες μετά των αρχιερέων και κολακεύοντες τους Τούρκους, ουδένα διέτρεχον κίνδυνον περί της θέσεώς των»23.
Αυτοί που επί 400 περίπου χρόνια εξαγοράζουν τα προνόμια της δοτής εξουσίας, από τους Τούρκους, με το κήρυγμα της υποταγής των υπόδουλων Ελλήνων στην κραταιά Οθωμανική Αυτοκρατορία, με την άθλια επινόηση της φοβέρας της θεόδοτης δουλείας τους στους Τούρκους, προσπάθησαν να εμποδίσουν το αρχόμενο βλάστεμα του σπόρου της Λευτεριάς του εθνεγέρτη Ρήγα, την Επανάσταση. Γιατί αυτή τους ξέσχιζε τη δοτή τους εξουσία. Και έτσι συνέλαβαν τον Παπαφλέσσα, για να φιμώσουν το στόμα του, με την αδιάκοπη διδαχή της κήρυξης της Επανάστασης, ως υπέρτατου χρέους προς την πατρίδα και το Εθνος. Και ο Σωκράτης έθεσε την πατρίδα «…εν μείζονι μοίρα παρά θεοίς και παρά ανθρώποις τοις νουν έχουσιν».
Αλλά ο μόνος καημός και πόθος του Παπαφλέσσα, και πάνω από τη ζωή του, ήταν ο Αγώνας για το διπλό ξεσκλάβωμα των υπόδουλων Ελλήνων, από τους Τούρκους κατακτητές και τους συνεργάτες τους, τους κοτζαμπάσηδες και κληρικούς, όσοι από αυτούς δεν είχαν πατριωτική συνείδηση. Και έβαλε όλο του το είναι, και σπλάχνα και νεύρα και καρδιά και μυαλό να του δουλέψουν για το ιδανικό αυτό, μετατρεπόμενος έτσι σε ζωντανή δάδα του διαφωτισμού και μεταλαμπάδευσης της επανάστασης για να γίνει «ο μπουρλοτιέρης των ψυχών» για επαναστατική δράση. Ετσι άρχισε να μιλάει στους φύλακές του στο μοναστήρι, για τη μεγάλη αλήθεια της αδήριτης εθνικής ανάγκης, για τη χωρίς αναβολή κήρυξη της Επανάστασης, για τη σωτηρία και την ύπαρξη του Γένους. Ετσι βάζει μπουρλότο στις ψυχές τους και τον ελευθερώνουν για να ανοίξει το δρόμο της Επανάστασης για εθνική Λευτεριά, και μερικοί από τους φύλακές του τον βάδισαν μαζί του. Και ο Παπαφλέσσας, αυτή η ζωντανή επαναστατική δάδα, φωτίζει με τις φλόγες της Επανάστασης τον ουρανό της Μάνης, βάζοντας μπουρλότο στις ψυχές του λαού της και μετέτρεψε τη Μάνη σ’ ένα απέραντο εργαστήρι επανάστασης, δουλεύοντας οι πατριώτες νυχθημερόν σ’ αυτό.
Ευτυχώς και οι φύλακες του μοναστηριού ήταν αγνοί πατριώτες και ελευθέρωσαν τον Παπαφλέσσα, γιατί, σε αντίθετη περίπτωση, ο κίνδυνος να πνιγεί η Επανάσταση στο ξεκίνημά της ήταν μεγάλος, με απρόβλεπτες οδυνηρές συνέπειες για το λαό και το Εθνος.
Ολα αυτά τα συμβάντα στη διάσκεψη της Βοστίτσας, που έχουν γραφεί στις ιστορικές πηγές της εποχής εκείνης και τα επιβεβαιώνει ο ίδιος ο Π. Πατρών Γερμανός στα απομνημονεύματά του, φανερώνουν την αλήθεια γυμνή και καταβαραθρώνουν συθέμελα το σαθρό οικοδόμημα του θρύλου της Αγίας Λαύρας. Γιατί όχι μόνο αποδεικνύουν ότι ο Γερμανός δεν σήκωσε τη σημαία της Επανάστασης στην Αγία Λαύρα, περιστοιχισμένος από πρόκριτους, αλλά και τους αποδίδουν τη μομφή ότι ούτε καν συναίνεσαν στην πρόταση του Παπαφλέσσα για την κήρυξη της Επανάστασης στο Μοριά, όταν αυτή είχε ξεκινήσει στη Μολδαβία και ακόμα ότι για να ματαιώσουν την κήρυξη της Επανάστασης, τόλμησαν να παραβιάσουν τη θέληση του επαναστατημένου έθνους και να συλλάβουν με την αντεθνική ενέργειά τους «τον άλλο εγώ» του Αλ. Υψηλάντη, την κινητήρια δύναμη της Επανάστασης στο Μοριά, τον Παπαφλέσσα.
Το σύρσιμο στην Επανάσταση
Η άρνηση των κοτζαμπάσηδων και των δεσποτάδων της Αχαΐας να πάρουν τα άρματα, καλώντας όλο το λαό στα όπλα, έθλιβε τον Παπαφλέσσα, όμως δεν τον αποθάρρυνε και δεν τον λύγισε. Προέχει η μεγάλη εθνική υπόθεση, ο Σηκωμός, η Ανάσταση του Γένους. Θα ζητήσει τη μεγάλη βοήθεια από το λαό. Αδήριτη όμως είναι η ανάγκη της επιστράτευσης στον τιτάνιο Αγώνα και των κοτζαμπάσηδων και των δεσποτάδων, παρόλο που βολεμένοι με τη δοτή εξουσία δεν τους άγγιζε ο πόθος και ο καημός της λύτρωσης από τη σκλαβιά του αλυσοδεμένου έθνους. Οι Τούρκοι, για τη διαιώνιση της δουλείας, έδωσαν σ’ αυτούς εξουσία πάνω στους ομογενείς τους, με την οποία απέκτησαν δύναμη, πλούτη, όνομα, αίγλη, κύρος και με την υπεροχή αυτή απέκτησαν επιρροή και εξουσιαστικόν αέρα πάνω στους υπόδουλους Ελληνες. Ενώ αυτοί με τις αλυσίδες της σκλαβιάς να βροντολογούν στα πόδια τους και να τους ματώνουν, εξουθενωμένοι από την πείνα, τις στερήσεις, τους εξευτελισμούς, με τη συστηματική καλλιέργεια της υποταγής τους, με τη θεόδοτη δουλεία τους στους Τούρκους, αλλά και βυθισμένοι μέσα στα σκοτάδια της αμάθειας, της προκατάληψης και της θρησκοληψίας, πολλοί απ’ αυτούς έχασαν την εμπιστοσύνη τους στον εαυτό τους, στη δύναμη του μυαλού τους, στις ικανότητες τους, και τους δημιουργήθηκε το αίσθημα κατωτερότητας και της ατολμίας για το πάρσιμο πρωτοβουλιών και μεγάλων αποφάσεων που αφορούν την ύπαρξή τους και αυτή του έθνους. Μέσα όμως στις φλόγες της Επανάστασης φανέρωσαν πρωτόφαντες ικανότητες με προνομιακή ευφυία. Επρεπε λοιπόν οι κοτζαμπάσηδες και οι αρχιερείς με τον ουσιαστικό αέρα που είχαν και την επιρροή που ασκούσαν επάνω στις λαϊκές μάζες και φάνταζαν έτσι με δυνάμεις και ικανότητες, για τη μεγάλη εθνική υπόθεση, το Σηκωμό, να πάρουν και αυτοί τα όπλα και να δώσουν το σύνθημα της εξέγερσης. Οι υπόδουλοι θα τους ακολουθούσαν και θα έπαιρναν και αυτοί τα όπλα. Ο Κορδάτος λέει πως εκείνο τον καιρό, οι λαϊκές μάζες για να πάρουν τα όπλα έπρεπε να μπουν επικεφαλής οι προύχοντες και ο ανώτερος κλήρος24. Και αν στο Μοριά και αλλού δεν μπαίνανε επικεφαλής δε θα άρχιζε το ντουφεκίδι. Και αυτό το γνώριζε πολύ καλά ο Παπαφλέσσας.
Για να εξουδετερώσει τις αντιδράσεις τους έπρεπε να πει πολλά ψέματα, ώστε να τους πείσει ν’ αρματωθούν, ότι πίσω από τη Φιλική Εταιρεία ήταν η αυλή του Τσάρου, ότι η Ρωσία θα τους συνέτρεχε με όπλα, με στρατό και στόλο και άλλα. Ετσι, κατάφερε να πείσει αρκετούς κοτζαμπάσηδες και κληρικούς να πάρουν τα όπλα. Κατάφερε με ψέματα και αλήθειες τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη της Μάνης να ξεσηκώσει τους Μανιάτες, λέγοντάς του ότι ο αντιπρόσωπος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, Αλέξανδρος Υψηλάντης, θα τον κάνει άρχοντα όλου του Μοριά. Ετσι στις 23 Μάρτη κήρυξε στη Μάνη την επανάσταση και με ένοπλους Μανιάτες, με όπλα που είχε στείλει ο Παπαφλέσσας από τη Σμύρνη, ελευθέρωσαν την Καλαμάτα25. Και οι ανένδοτοι στην κήρυξη της επανάστασης θα σερνόντουσαν σ’ αυτήν όταν θα άρχιζε το ντουφεκίδι, εκτός και εάν έπαιζαν φανερά το ρόλο του προδότη και πολεμούσαν στο πλευρό των Τούρκων, εναντίον των επαναστατημένων Ελλήνων.
Χαρακτηριστική είναι η ομολογία, στο σύρσιμο της επανάστασης για να σωθούν, του Ασημάκη Φωτήλα, ο οποίος στα Καλάβρυτα, όπου συνάχθηκαν ο Π. Πατρών Γερμανός και οι προεστοί της Αχαΐας και αποφάσισαν να μην πάνε στην Τριπολιτσά, για να μην τους σφάξει ο Καϊμακάμης, ξεκάθαρα τους είπε:
«Ο,τι πέρναγε από το χέρι μας κάναμε για να μακρύνουμε τον καιρό. Απ’ εδώ και πέρας οι Τούρκοι, όσα κι αν τους πούμε δεν θα μας πιστέψουν. Δεν μας απομένει άλλο, για να σώσουμε τα κεφάλια μας, παρά να πιάσουμε τ’ άρματα»26.
Και ο Παπαφλέσσας δικαιώθηκε, όταν στη σύσκεψη της Βοστίτσας, για να εξαναγκάσει τους κοτζαμπάσηδες και δεσποτάδες να πάρουν τ’ άρματα, τους φώναξε πως όποιον βρουν ξαρμάτωτο οι Τούρκοι ας τον σφάξουν. Και ο Φιλήμονας έτσι γράφει αυτή την αλήθεια:
****
«Βρέθηκαν στην αναπόφυγη ανάγκη της προτιμήσεως ενός εκ των δύο, ή της ακινησίας και της βεβαίας σφαγής, ή του πολέμου και της ελπιστέας σωτηρίας»26.
Και αυτοί, κοτζαμπάσηδες και δεσποτάδες, που πήγαν στην Τριπολιτσά, για να μην πάρουν τ’ άρματα, βρήκαν μαρτυρικό θάνατο.
Και ο Σουλτάνος στις 10.4.1821 κρέμασε τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄, τον αθώο από τη συκοφαντία του Μητροπολίτη Πισιδίας Ευγένιου, ότι ήταν δήθεν αρχηγός της Επανάστασης, αλλά και από άλλες κατηγορίες Φαναριωτών. Και δεν λογάριασε τον αφορισμό της επανάστασης που έκανε ο Γρηγόριος Ε΄ μαζί με τους δύο άλλους αρχιεπισκόπους, τους επισκόπους και τους μητροπολίτες, που έβλαψε την επανάσταση και παραλίγο να σβήσει κάθε επαναστατική φλόγα. Οταν μάλιστα στον αφορισμό αυτό εκφράζει όλα τα αντιδραστικά και αντεθνικά του φρονήματα και δουλικά υμνολογεί την ευεργέτιδα, κραταιά και αήττητη βασιλεία του, την τεταγμένη από το Θεό. Και όταν αφορίζει τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, όπως και τον Μιχαήλ Βόδα, γιατί αντιστάθηκε στη διαταγή αυτή του Θεού, της δοσμένης σ’ εμάς κραταιάς βασιλείας των Τούρκων και κήρυξε την Επανάσταση για την ελευθερία του γένους. Και την εθνική αυτή ενέργεια, την κήρυξη της επανάστασης, τη στηλιτεύει ως στρεφόμενη κατά του Θεού, ως ανοίκεια, που δεν ταιριάζει στο ραγιαδικό χαρακτήρα, δηλαδή στη θεόθεν υποτέλεια των Ελλήνων στους Τούρκους. Και γι’ αυτόν τον γενικό συνοδικό της φρίκης αφορισμό, που υπογράφτηκε επί του ιερού θυσιαστηρίου από τους δύο πατριάρχες, τον Γρηγόριο Ε΄ της Κωνσταντινουπόλεως και τον Πολύκαρπο των Ιεροσολύμων, καθώς και από είκοσι ένα δεσποτάδες, ο Φιλήμονας γράφει:
«Αποστρέφει το πρόσωπον αυτής
η θεία και ανθρώπινη δικαιοσύνη»27.
Επειδή πολλοί προεστοί και δεσποτάδες πήγαιναν στην Τριπολιτσά, ο Παπαφλέσσας για να τους σταματήσει και να προλάβει και άλλες προδοσίες, οπότε οι Τούρκοι θα έπαιρναν τα μέτρα τους και θα εξαπέλυαν τη στυγνή τρομοκρατία τους, έβαλε τον φιλικό Παν. Σουλιώτη ν’ ανοίξει την επαναστατική αυλαία, για να συρθούν στην Επανάσταση όσοι απ’ αυτούς δεν ήταν τελείως χαλασμένοι και προτιμήσουν την προδοσία πολεμώντας στο πλευρό των Τούρκων κατά των ομογενών τους. Ετσι στις 15 Μάρτη, ο Σουλιώτης με τον Πετμεζά χτύπησαν στο Αγρίδι τρεις γυφτοχαρατζήδες και τρεις ταχυδρόμους που πήγαιναν γράμματα στον Χουρσίτ, που πολιορκούσε τον Αλή Πασά στα Γιάννενα. Και την άλλη μέρα χτύπησαν άλλους εφτά Τούρκους στα Χάσια. Ετσι οι Καλαβριτινοί προύχοντες σύρθηκαν στην Επανάσταση και πήραν τα όπλα. Ο Χαραλάμπης και οι Πετμεζαίοι κατέβηκαν στα Καλάβρυτα, με οπλισμένους, και χτύπησαν τους Τούρκους και τους υποχρέωσαν να παραδοθούν28. Τα επεισόδια αυτά έγιναν γνωστά στην Πάτρα στις 20 Μάρτη και ο Π. Καρατζάς στις 21 Μάρτη κάλεσε το λαό της Πάτρας στα όπλα και η επανάσταση άρχισε. Τον λόγο πια έχουν τα όπλα. Και στις 23 Μάρτη ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης κήρυξε την Επανάσταση στη Μάνη.
Η τριπλή πλαστογράφηση του Εικοσιένα
Με το θρύλο της Αγίας Λαύρας, ο οποίος εμφανίζει τον Π. Πατρών Γερμανό να υψώνει τη σημαία της Επανάστασης του Εικοσιένα, στη μονή της Αγίας Λαύρας, περιτυλίχτηκε ασφυκτικά το Εικοσιένα με τον αποπνικτικό θρησκευτικό μανδύα και τα δεσμά της προκατάληψης και πλαστογραφήθηκε τριπλά η ιστορική αλήθεια:
– Ως προς τον τόπο από τον οποίο ξεκίνησε η Επανάσταση: Επιλέχτηκε ιερός, η μονή της Αγίας Λαύρας.
– Ως προς το πρόσωπο που την κήρυξε: Ορίστηκε το ιερό πρόσωπο του Αρχιεπισκόπου Π. Πατρών Γερμανού.
– Ως προς την ημερομηνία που άρχισε η Επανάσταση: Ορίστηκε και αυτή ιερή, η ημέρα της γιορτής του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, η 25η Μάρτη.
Ετσι με το θρύλο αυτό οι πλάστες του, προύχοντες και αρχιερείς, παρουσιάζουν την ελληνική Επανάσταση, όχι ως επαναστατικό έργο των αγωνιστών του Εικοσιένα, αλλά ως θέλημα Θεού, που όρισε τον Π. Πατρών Γερμανό για την κήρυξη της Επανάστασης και έταξε τη Θεοτόκο ως υπέρμαχο στρατηγό της, οπότε οι επαναστατικοί αγώνες των φιλικών, των Υψηλάντηδων, του Π. Καρατζά, Κολοκοτρώνη, Σουλιώτη, Αριστείδη Παπά, Αντώνη Οικονόμου, Λυκούργου Λογοθέτη και τόσων άλλων ισάξιων αγωνιστών, αποκτούν επικουρική σημασία.
Και παρουσιάζουν την ελληνική Επανάσταση ως θέλημα Θεού, όταν το Ιερατείο, σε όλα τα χρόνια της δουλείας, από τον Γεννάδιο Α΄ το Σχολάριο έως τον Γρηγόριο Ε΄, αποκαλούσε θεόδοτη τη δουλεία στους Τούρκους και αδιαλείπτως την κήρυττε, ώστε να γίνει συνείδηση όλων των υπόδουλων ότι:
«Η αντίσταση εναντίον των Τούρκων είναι αντίσταση κατά του Θεού»
Γι’ αυτό, το ιερατείο, σε αγαστή συνεργασία με τους προεστούς, με την απειλή αυτήν προσπαθούσε να αποτρέψει την Επανάσταση και να σβήσει κάθε επαναστατική φλόγα. Ο Γρηγόριος Ε΄ καταδίωξε τον εθνεγέρτη Ρήγα και έκαψε τα συγγράμματά του και το Θούριό του, ώστε να μην απλωθεί το κήρυγμά του στο λαό και στα ελληνικά χώματα και να μείνει χωρίς κήρυκες. Αφόρισε δυο φορές τους Σουλιώτες. Απαγόρευσε τη διδασκαλία των Ανώτερων Μαθηματικών και της Φυσικής, που αναπτύσσουν τη λογική και οργανώνουν τη σκέψη, η οποία αναταράζει κάθε βαθύ σκοτάδι και γίνεται επικίνδυνο μαχαίρι για τη συνέχιση της δουλείας. Και στις 23 Μάρτη 1821, τόλμησε να κάνει τον αποτρόπαιο και ειδεχθή αφορισμό, που έκοψε την ανάσα όλων των υπόδουλων και μέχρι σήμερα την κόβει.

Ο στρατηγός Μακρυγιάννης
alt

Χάλκευση του θρύλου
Ο θρύλος της Αγίας Λαύρας πλάστηκε γύρω στα 1840 από τις κοινωνικοπολιτικές ομάδες των προκρίτων και αρχιερέων, που εμφανίζουν τον Π. Πατρών Γερμανό να υψώνει τη σημαία της Επανάστασης στη μονή της Αγίας Λαύρας στις 25 Μάρτη, περιστοιχισμένος από προκρίτους, παραποιώντας τα συμβάντα αρχές Μάρτη 1821, που σχετίζονται με τον Π. Πατρών Γερμανό και τους προκρίτους της Αχαΐας, οι οποίοι από τα Καλάβρυτα πήγαν στην Αγία Λαύρα για να μη συλληφθούν από τους Τούρκους και να σωθούν και όχι για να κηρύξουν την Επανάσταση.
Με το θρύλο αυτό, αυτές οι ομάδες και οι διάδοχές τους προβάλλονται ότι είχαν αυτές την πρωτοβουλία της κήρυξης της εθνοσωτήριας και εθνοδόξαστης Επανάστασης του Εικοσιένα, για κοινωνικούς, πολιτικούς και ιδεολογικούς λόγους, με βέβηλα συμφέροντα. Συστηματικά και μεθοδευμένα προώθησαν το θρύλο, με όλα τα μέσα που διέθεταν, ζωγραφική, ποίηση, εθνικές γιορτές, με ομιλίες και πανηγυρικούς λόγους, σε σχολεία και αλλού, συνεντεύξεις, διαλέξεις και θρησκευτικές λειτουργίες.
Επειδή δεν υπάρχουν ιστορικές πηγές που να επιβεβαιώνουν το θρύλο αυτό ως ιστορικό γεγονός, ενώ υπάρχουν πηγές της εποχής εκείνης που τον διαψεύδουν άμεσα και έμμεσα, αυτές οι ομάδες, ύστερα από πολλές δεκαετίες, από το Εικοσιένα, κατάφεραν οι ίδιες να κατασκευάσουν δικές τους πηγές για να τις επικαλούνται ως αποδεικτικά στοιχεία για την αλήθεια του θρύλου αυτού. Οι ομάδες αυτές, με τη δύναμη της πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας και έτσι με το κύρος, την αίγλη, την επιβολή και την επιρροή που ασκούν πάνω στο λαό, και με μεθοδευμένες πιέσεις, έβαλαν στο λούκι της παραχάραξης της Ιστορίας μας ιστορικούς, ακόμη και μερικούς με τη φήμη του προοδευτικού, αντικειμενικού και αμερόληπτου ιστορικού. Και οι ιστορικοί αυτοί, που δε στάθηκαν στο ύψος του ονόματος του ιστορικού που η αποστολή του και το εθνικό χρέος του είναι η αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας, με την υποχρέωση να τη φέρει στο φως και να την επιβάλει, μπήκαν στο λούκι της οργανωμένης και με ευρύ δίκτυο παραχάραξης του Εικοσιένα. Παρουσίασαν στα αφηγήματά τους ως ιστορικό γεγονός το θρύλο αυτόν, αποσιωπώντας ή παραποιώντας τις ιστορικές πηγές που τον διαψεύδουν, και χωρίς την αναφορά σε ιστορικές πηγές για την απόδειξη της αλήθειας του, με κενά, αοριστολογίες και μπερδέματα πάνε να καλύψουν την αναλήθειά του.
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος
alt
Να μερικά δείγματα συνειδητής παραχάραξης του Αγώνα της Παλιγγενεσίας:
α) Στο βιβλίο του Β. Κρεμμυδά «Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία» για τη Γ΄ τάξη Γυμνασίου, β΄ έκδοσης 1985, στις σελίδες 186 -187 έγινε η βέβηλη παρέμβαση με την πρόσθεση σε εισαγωγικά της παραγράφου: «Προηγουμένως, από τις 21 Μαρτίου, είχε αρχίσει η πολιορκία των Τούρκων στο φρούριο των Καλαβρύτων… το γεγονός αυτό συνδυάστηκε αργότερα με την Αγία Λαύρα και την ύψωση εκεί της σημαίας της Επανάστασης από το Π. Πατρών Γερμανό»29. Με αοριστολογίες και ασάφειες η παράγραφος αυτή υπαινίσσεται το ανύπαρκτο γεγονός της Αγίας Λαύρας με τον αργότερα «συνδυασμό» της πολιορκίας στο φρούριο των Καλαβρύτων. Ενώ το ανύπαρκτο γεγονός της Αγίας Λαύρας, κατά τους ιστορικούς Finlay, Φιλήμονα και Σπ. Τρικούπη, έχει την αφετηρία του στην πλαστογράφηση, από αρχιερείς και προκρίτους της Αχαΐας, το 1840, των συμβάντων που συνδέουν τον Π. Πατρών Γερμανό με τους προκρίτους της Αχαΐας αρχές Μάρτη 1821 στα οποία έχουμε αναφερθεί. Και η Ιστορία δε γράφεται με «συνδυασμούς», αλλά με γεγονότα, όταν μάλιστα αφορά αυτή την ύπαρξη του Εθνους μας, το Σηκωμό, αλλά με γεγονότα τεκμηριωμένα. Η παράγραφος όμως αυτή δεν ανήκει στην αρχική μορφή της συγγραφής του βιβλίου, ούτε και στην επιστημονική αντίληψη του συγγραφέα29.
β) Ο γνωστός ως αντικειμενικός ιστορικός Δ. Κόκκινος έφτασε στο σημείο, στην Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, Ι, σελ. 184-185, με τη σύνθεσή του: «Απεφάσισαν να διασκορπιστούν και να κάμουν στρατολογίαν και να περιμένουν… Η επανάστασις είχε αποφασισθεί»30, να αναφέρει ως αληθή την πλαστογραφημένη αλήθεια της αιτίας της διασκόρπισης στην Αγία Λαύρα του Π. Π. Γερμανού, του Κερνίκης Προκόπιου και των προεστών της Αχαΐας από τους προύχοντες και αρχιερείς, οι οποίοι, γύρω στα 1840, την απέδωσαν στην Πρωτοβουλία του Γερμανού και των άλλων, για την κήρυξη της Επανάστασης. Και αγνοεί τους ιστορικούς Finlay, Φιλήμονα και Σπ. Τρικούπη, που καταγγέλλουν ότι ο Π. Π. Γερμανός και οι άλλοι διασκορπίστηκαν στην Αγία Λαύρα για να κρυφτούν γιατί φοβόντουσαν μήπως συλληφθούν από τους Τούρκους, και όχι για να στρατολογήσουν για την Επανάσταση, που δήθεν αποφάσισαν. Και όταν μάλιστα ο ίδιος ο Γερμανός στα απομνημονεύματά του διαψεύδει την αφήγησή τους, γράφοντας: «Συσκεφθέντες αποφάσισαν να μη δώσωσιν αιτίαν τινά, αλλά πεφοβισμένοι να παραμερίσωσιν εις ασφαλή μέρη…».
Ετσι η αφήγηση αυτή του Κόκκινου, από την οποία συνειδητά έχει αφαιρεθεί η ιστορική αλήθεια, είναι διήγημα με λόγια κενά και χωρίς ουσία, όπως λέει ο ιστορικός Πολύβιος (204 – 122): «…εξ ιστορίας αναιρεθείσης της αληθείας το καταλειπόμενον αυτής ανωφελές γίνεται διήγημα», και επιπλέον βλάπτει το έθνος και το λαό.
γ) Ακόμη στο λούκι της παραχάραξης της Ιστορίας μας μπήκαν και οι συγγραφείς της εγκυκλοπαίδειας «ΜΙΑ ΠΑΙΔΙΚΗ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ», έκδοσης 1972, με την παράθεση στον τόμο 3, σελ. 960 της αφήγησης:
«Οταν ξέσπασε η Επανάσταση του 1821 (ο Γερμανός) βρισκόταν στη μονή της Αγίας Λαύρας, όπου ευλόγησε τους επαναστάτες (23 Μαρτίου) και σαν λάβαρο ύψωσε το παραπέτασμα της ωραίας Πύλης του εκεί ναού. Στις 25 Μαρτίου ξαναγύρισε στην Αγία Λαύρα, και ευλόγησε πάλι τους επαναστάτες οι οποίοι εξόρμησαν κατά των Τούρκων, που ήταν στα Καλάβρυτα. Η μέρα εκείνη θεωρείται σαν επίσημη επέτειος της έναρξης του Αγώνα».
Το αφήγημα αυτό, με τις δήθεν δύο ευλογίες των επαναστατών, στις 23 και 25 Μάρτη και τη συγκινησιακή περιβολή του, με την ύψωση για λάβαρο του παραπετάσματος της ωραίας Πύλης, είναι ένας κακοφτιαγμένος και μπερδεμένος μύθος, γιατί τις μέρες αυτές ο Π. Π. Γερμανός δε βρισκόταν στην Αγία Λαύρα, αλλά στα Μεζερά και από τις 24 Μάρτη στην επαναστατημένη Πάτρα, όπως γράφει ο ίδιος στα απομνημονεύματά του. Και στην αφήγηση αυτή δε γίνεται καμιά αναφορά σε πηγές για την απόδειξη της αλήθειας των γεγονότων στην Αγία Λαύρα.
Και οι συγγραφείς αυτοί, ως προοδευτικοί καθηγητές πανεπιστημίων, που αγωνίστηκαν και διώχτηκαν για την καθιέρωση της Δημοτικής γλώσσας ως επίσημης γλώσσας του κράτους, καθώς και του μονοτονικού συστήματος και ως αριστείς της ελληνικής επιστήμης, της διανόησης, της Παιδείας και λογοτεχνίας, αποκτούν την εμπιστοσύνη του αναγνωστικού τους κοινού, που είναι νέοι, οι οποίοι ευκολόπιστα αποδέχονται το ανύπαρκτο γεγονός της Αγίας Λαύρας ως ιστορικό γεγονός, χωρίς την έρευνα και τον έλεγχο της αλήθειας του από πηγές. Και έτσι τους συνηθίζουν στην αποδοχή των καθιερωμένων, όπως λέει ο Θουκυδίδης, ότι ο πολύς κόσμος «επί τα έτοιμα μάλλον τρέπεται».
Οφειλαν όμως ως εκπαιδευτικοί με τόλμη να προβάλουν τις πηγές που διαψεύδουν το θρύλο αυτό και να πρωτοστατήσουν στον αγώνα για την αποβολή του από την Ιστορία. Γιατί ο σεβασμός στην ιστορική αλήθεια είναι υποχρέωση εθνική, όπως λέει ο Σολωμός, και η κάλυψη της αναλήθειας είναι πράξη αντεθνική, όταν μάλιστα αφορά τον Αγώνα της Παλιγγενεσίας. Και η αναζήτηση της αλήθειας, με τη βάσανο των πηγών, ο αγώνας της αποκάλυψής της και της ενθρόνισής της στις συνειδήσεις των νέων, πάνω από όποια συμφέροντα, είναι υποχρέωση εκπαιδευτική30. Γιατί ένα εκπαιδευτικό σύστημα δικαιώνεται μόνο όταν μεταδίδει μερικές αξίες, με θεμελιακή αξία το σεβασμό της αλήθειας σε όλους τους τομείς της επιστήμης και της τέχνης και της ζωής, κοινωνικής και πολιτικής.
Και η μετάδοση των αξιών αυτών αποτελεί τον κύριο σκοπό της εκπαιδευτικής προσπάθειας, με το να καλλιεργεί την κριτική σκέψη των νέων και το ερευνητικό πνεύμα τους, αναδεικνύοντας τη δύναμη της λογικής του ανθρώπου για την ανάπλαση της κοινωνίας, με την αμείλικτη κριτική όλων εκείνων που συνιστούν την πολιτική και κοινωνική οργάνωσή της και των θρησκευτικών αντιλήψεων. Να τους οδηγεί στην κοινωνικότητα, να αναπτύσσουν τις ικανότητές τους και να ενθαρρύνει τη δημιουργικότητά τους. Αυτές οι αξίες συγκροτούν τη νοοτροπία του ατόμου, του τρόπου δηλαδή σκέψης του, που το προσανατολίζουν στη ζωή της εργασίας και της δράσης, με ελεύθερο φρόνημα, με ελεύθερη σκέψη και ικανό κάθε στιγμή να εκτιμάει σωστά τις ανάγκες και τα συμφέροντα του κοινωνικού συνόλου.
Εθνική προσταγή η ιστορική αλήθεια του Εικοσιένα
«Ε, πόσον γλυκύ πράγμα είναι να ομιλή
τινάς (κανείς) την αλήθεια! Γλυκύτερο όμως
καταπολλά είναι να εκφέρει εις φως
αληθείας επωφελείς».
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑ
Με την καταγραφή όμως του χαλκευμένου θρύλου της Αγίας Λαύρας σε σχολικά βιβλία, ιστορίες, εγκυκλοπαίδειες, Τύπο και αλλού, ο θρύλος αυτός πήρε τη θέση του στην επίσημη ιστοριογραφία του 1821, με τα αφηγήματα ιστορικών που τα έπλασαν, δεκαετίες μετά το Εικοσιένα, πλαστογραφώντας την ιστορική αλήθεια, ο θρύλος αυτός, είναι διάτρητος από παντού με τις διαψεύσεις από πολλές ιστορικές πηγές της εποχής εκείνης και ιδιαίτερα από τα απομνημονεύματα του Π. Πατρών Γερμανού. Και ακόμη με την καθιέρωση από το 1838, με το Οθωνικό διάταγμα, του εορτασμού της εθνικής μας γιορτής στις 25 Μάρτη, για την επέτειο της έναρξης της Επανάστασης του Εικοσιένα, ο θρύλος αυτός, που πλάστηκε το 1840, πήρε τη θέση της αληθινής ιστορίας.
Επειδή ο θρύλος της Αγίας Λαύρας τριπλά πλαστογραφεί το Εικοσιένα και ο εορτασμός στις 25 Μάρτη εξακολουθητικά μέχρι σήμερα το πλαστογραφεί. Και επειδή ο θρύλος αυτός πάει να γίνει δεκτός ως ιστορική αλήθεια, με πηγές, αφηγήματα ιστορικών, από τα οποία αφαιρέθηκε η ιστορική αλήθεια. Γι’ αυτό ύψιστο εθνικό καθήκον όλων των ιστορικών, που σέβονται την ιστορική αλήθεια και είναι ταγμένοι να τη φέρουν στο φως, είναι να αγωνιστούν για την αποβολή του θρύλου αυτού από την Ιστορία.
Και δε φτάνει μόνο η αποβολή του θρύλου από την Ιστορία, αλλά να αποκατασταθεί και η ιστορική αλήθεια, της έναρξης της Επανάστασης του Εικοσιένα, που είναι η 21η Μάρτη, όπως η Ιστορία την έχει ορίσει, όταν ο Παν. Καρατζάς στις 21 Μάρτη κάλεσε το λαό της Πάτρας στα όπλα και την άλλη μέρα την ελευθέρωσαν. Και έτσι η 21η Μάρτη καθορίζεται ως ημέρα της Εθνικής μας γιορτής και συγχρόνως καταργείται η 25η Μάρτη, ως εθνική γιορτή, που αυθαίρετα ορίστηκε.
Η κατάργηση όμως της 25ης Μάρτη ως εθνικής γιορτής, που εξακολουθητικά πλαστογραφεί την Ιστορία μας, και η καθιέρωση της 21ης Μάρτη ως εθνικής γιορτής, χρειάζονται πολλούς αγώνες. Γι’ αυτό στους αγώνες αυτούς είναι εθνική επιταγή να μπουν και όλοι οι άνθρωποι των Γραμμάτων, της Επιστήμης και της Τέχνης και όλος ο λαός, για να εξαλειφθεί το ανοσιούργημα της τριπλής πλαστογράφησης του Αγώνα της Παλιγγενεσίας, που απειλεί αυτή την ύπαρξη του γένους μας, με το θρύλο της Αγίας Λαύρας. Και η αλήθεια δεν παραγράφεται από το χρόνο. Γιατί η επιστήμη αυτήν ερευνά, και αυτή πρέπει να είναι οδηγός σ’ όλες τις εκδηλώσεις της ζωής, για να ανθίσει η προκοπή.
Αναφέρεται ότι η επιστημονική αλήθεια του ηλιοκεντρικού συστήματος, που η Γη κινείται γύρω από τον Ηλιο, δημιουργός του οποίου είναι ο Αρίσταρχος ο Σάμιος (320-250 π.Χ.) καταπολεμήθηκε άγρια, επί δύο χιλιετίες περίπου, από τους οπαδούς του δογματικού γεωκεντρικού συστήματος, ότι η Γη είναι ανέκαθεν το κέντρο του κόσμου, από τη θεϊκή κατασκευή του. Και ο στωικός φιλόσοφος Κλεάνθης κατηγόρησε τον Αρίσταρχο για βλασφημία κατά του Θεού, με το ηλιοκεντρικό σύστημά του, το οποίο γκρέμιζε το δογματικό γεωκεντρικό. Υστερα από πολλούς αιώνες, ο Πολωνός αστρονόμος Κοπέρνικος (1475-1543) πείστηκε για τη θεωρία του ηλιοκεντρικού συστήματος του Αρίσταρχου και έγραψε ένα σύγγραμμα που υπερασπιζόταν το σύστημα αυτό. Ο Πάπας όμως το θεώρησε ως αιρετικό και το απαγόρευσε. Και αργότερα ο Ιταλός Γαλιλαίος Γαλιλέι (1564 -1642), αστρονόμος, μαθηματικός, φυσικός και φιλόσοφος, υπέρμαχος της ελεύθερης και ανεμπόδιστης από δόγματα έρευνας, με έρευνές του, υποστήριξε κι αυτός το ηλιοκεντρικό σύστημα, συμφωνώντας με τον Κοπέρνικο.
Και η φοβερή τότε Ιερή Εξέταση, που τα κακουργήματά της τα απέδιδε σε θεάρεστο έργο, για το σώσιμο της ψυχής αυτών που έκαιγε σε σιγανή φωτιά, συκοφαντώντας έτσι τον ίδιο το Θεό ως τον ηθικό αυτουργό της κακουργίας τους, θεώρησε την υποστήριξη του ηλιοκεντρικού συστήματος από τον Γαλιλαίο ως πολέμιο των ιερών Γραφών. Ετσι φυλάκισε τον Γαλιλαίο και τον έσυρε στα ιεροεξεταστικά της φρίκης Δικαστήρια. Και με άσκηση βίας και ανείπωτους εξευτελισμούς, εξανάγκασε αυτό τον γίγαντα οικοδόμο της επιστήμης να αποκηρύξει την αλήθεια του ηλιοκεντρικού συστήματος. Οι εργάτες όμως της επιστήμης, συνεπείς στο αίτημά της για την έρευνα της επιστημονικής αλήθειας και της ανακήρυξής της, με έρευνές τους απέδειξαν την αλήθεια του ηλιοκεντρικού συστήματος, που φώτισε όλο το σύμπαν. Και όλοι οι διώκτες της αναγκάστηκαν να την αποδεχτούν. Ετσι, πρόσφατα ο Πάπας, για το ανεξίτηλο στίγμα της άσκησης βίας και των εξευτελισμών στο Γαλιλαίο, από την Ιερή Εξέταση για την αποκήρυξη της επιστημονικής αλήθειας, αλλά και της εξακολουθητικής και αργότερα φυλάκισής του, ζήτησε συγνώμη.

Παραπομπές
1. σελ. 220 «Οθωνας Η Μοναρχία» Δημ. Φωτιάδη
2. σελ. 120, (3, σελ. 120), (5, σελ. 185), (7, σελ. 132-1), (10, σελ.138), (11, σελ.185), (12, σελ. 185-186), «ΜΕΓΑΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ»: τόμ. Χ, Γ. Κορδάτου
4. σελ. 387-388), (5, σελ. 31), (6, σελ. 23), (7, σελ. 23-25), (10, σελ. 385-387) (12, σελ. 32), (14, σελ. 32) «Η Επανάσταση του ’21», τόμ. Ι. Δημ. Φωτιάδη.
  • (16, σελ. 177), (17, σελ. 175), (24, σελ. 33), (25, σελ. 190), (28, σελ. 184), ΜΕΓΑΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ: τόμ. Χ Γ. Κορδάτου
  • (18, σελ. 16 και 30), (19, σελ. 16), (20, σελ. 16), (21, σελ. 17), (22, σελ. 17), (26, σελ. 26), (27, σελ. 402), Η Επανάσταση του ’21, τόμ. ΙΙ Δημ. Φωτιάδη
  • (29, σελ. 33), (30, σελ. 18), (30, σελ. 23): Τα εκπαιδευτικά, τεύχος 3 άρθρο Φ. Βώρου

bluebig

ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ