Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2014

Κοινά Λυκίων και Ροδίων (μέρος Α΄)


γράφουν οι Κωνσταντίνος Ν. Θώδης και Ελένη Χ. Μαδιά(η μελέτη δημοσιεύεται διαδικτυακά χάρις την ευγενική άδεια που παρείχαν οι δύο συγγραφείς τους οποίους και ευχαριστούμε) 
«...φρούριον οχυρόν, επιτετειχισμένον τη χώρα προς Πισιδών, όθεν ορμώμενοι οι βάρβαροι πολλά έβλαπτον των Φασηλιτών τους την γην εργαζομένους» Διόδ. Σικελ. XVII, 28. 
«Ο δε Αλέξανδρος την παραθαλαττίαν πάσαν μέχρι Κιλικίας χειρωσάμενος πολλάς πόλεις κατεκτήσατο και φρούρια καρτερά φιλοτιμότερον πολιορκήσας τη βία κατεπόνησεν, εν οις ενός παραδόξως εκράτησε, περί ου δια την ιδιότητατης περιπετείας ουκ άξιον παραλιπείν…» Διόδ. Σικελ. XVII, 27,7.

Εισαγωγή 
Η αρχαία Λυκία κατέχει ξεχωριστή θέση ανάμεσα στις περιοχές της Μικράς Ασίας με ενεργή ανάπτυξη στα πλαίσια του πολιτικού και πολιτιστικού διαλόγου μεταξύ των διαφόρων πόλων του ιστορικού, γεωγραφικού και πολιτισμικού χώρου.Το γεγονός αυτό είχε αποφασιστική επίδραση στην κοινωνικοπολιτική ανάπτυξη της Λυκίας και ανέδειξε τις ιδιαιτερότητες της κοινωνίας και του κράτους της.Παρά το γεγονός, ότι στη Λυκία σποραδικά περιελήφθησαν διάφορα πολιτικά σχήματα της Ύστερης εποχής του χαλκού και της Πρώϊμης εποχής του σιδήρου ~κράτος Χετταίων,αυτοκρατορία Αχαιμενιδών~ ο πληθυσμός της διατήρησε τα εθνοπολιτιστικά χαρακτηριστικά του,τους κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς που οδήγησαν στη διαμόρφωση της ύπαρξής της από την αρχαϊκή μορφή με παραλλαγές της μοναρχίας και στη συνέχεια με το αστικό πολιτικό σύστημα.Αυτό το έθνος, ήταν ήδη γνωστό στον Όμηρο με τη συμμετοχή του στον Τρωϊκό πόλεμο στο πλευρό των υπερασπιστών της πόλης [1].  


Ήδη, η Λυκία είχε εμπλακεί σε διεθνείς συγκρούσεις από τον 5ο αι. π.Χ. Μετά τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου και τη δημιουργία των ελληνιστικών κρατών που ακολούθησαν το θάνατό του και τα οποία σταδιακά κατέρρευσαν, στη Λυκία διαμορφώθηκε η Λυκιακή Ένωση – «Κοινό των Λυκίων».Για να περιγράψει κανείς την ιστορία της Λυκίας, τους 5ο και 4ο αι. π.Χ.,μπορεί να στηριχθεί κυρίως σε ιστοριογραφικές, αρχαιολογικές, γλωσσικές, επιγραφικές και φιλολογικές πηγές.Μια εξίσου σημαντική πηγή πληροφοριών για τη μελέτη της ιστορίας της Λυκίας είναι και η νομισματική. Μέχρι σήμερα στην ελληνική και ξένη ιστοριογραφία δεν υπάρχει ειδική εργασία για την ιστορία της αρχαίας Λυκίας που να περιγράφει 
 
διεξοδικά την εξέλιξη της κοινωνίας της, τη δομή του κράτους, τους κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς της, την εξουσία στη μοναρχική της διάσταση, τις κοινότητες αυτοδιοίκησης από την πλευρά της ιστορικής άποψης με συγκριτικές και ιστορικές μεθόδους καθώς και μια διεπιστημονική προσέγγιση.Η ιστορική μελέτη πηγής, η κριτική των διαφορετικών τύπων πηγών, η συγκριτική ανάλυσή τους συμπεριλαμβανόμενης και της τυπολογίας καθώς και οι μέθοδοι της σύγχρονης κριτικής είναι βασικά εργαλεία για μια εκ βάθους μελέτη της ιστορίας της αρχαίας Λυκίας. 
Για τη Λυκία υπάρχει αναφορά στα έργα των ιστορικών Ηροδότου, Θουκυδίδη, Ξενοφώντα, Αρριανού, Παυσανία, Διόδωρου Σικελιώτη, Λίβιου, Θεόπομπου, Απολλόδωρου, Πλίνιου Πρεσβύτερου, Αππιανού, Πολύαινου κ.ά. καθώς και των γεωγράφων Στράβωνα, Πτολεμαίου, Ψευδοσκύλακα της Καρυάνδης κ.ά. Εδώ πρέπει να προσθέσουμε τις πληροφορίες που κατατίθενται στα συγγράματα των Ελλήνων φιλοσόφων, όπως του Αριστοτέλη και των ρητόρων Ισοκράτη, Δημοσθένη, Κικέρωνα, Αθήναιου Ναυκράτιου, Ελιανού κ.ά.Ξεχωριστή θέση κατέχουν τα λογοτεχνικά και ιστορικά έργα Λυκίων συγγραφέων, όπως του Μενεκράτη Ξάνθιου, του Ώλαινου και του Θεόδεκτου, συμπεριλαμβανομένων και των αποσπασμάτων του Αλέξανδρου Πολυίστωρα που καταγράφονται στο έργο του Στέφανου Βυζάντιου.Εξίσου σημαντικές είναι και οι μαρτυρίες των αρχαίων Ελλήνων τραγικών και δραματουργών, κυρίως του Ευρυπίδη, αλλά και των ποιητών Ομήρου, Ησιόδου, Πινδάρου, Βακχυλίδη, Αλκμένη, Καλλιμάχου κ.ά.Σχετικά με τη Λυκία έγραψαν πάνω από 100 αρχαίοι συγγραφείς,αλλά μόνο ένα μικρό ποσοστό από αυτά τα έργα αντικατοπτρίζουν την ιστορική πραγματικότητα αναφερόμενα στην τοπική μυθολογία και τα έθιμα.Φαίνεται,ότι ο χαρακτήρας των στοιχείων τους δεν επιτρέπει τη διαμόρφωση μιας ολιστικής άποψης της ιστορικής διαδρομής των Λυκίων στους 5ο και 4ο αι. π.Χ. λόγω του κατακερματισμού και του επεισοδιακού και σποραδικού χαρακτήρα κατάθεσης αυτών των γεγονότων. Τα ελλιπή στοιχεία στα έργα των αρχαίων συγγραφέων έρχεται να συμπληρώσει η επιγραφική της Λυκίας,τα οποία πολλαπλασιάζονται με τα δεδομένα της αρχαιολογίας και της νομισματικής. Ένα από τα πρώτα έργα που αφορούν την ιστορία της Λυκίας και των κατοίκων της είναι τα επικά ποιήματα του Ομήρου. Καλεί τη Λυκία «μεγάλο βασίλειο» και τους Λυκίους «μεγάλο και σπουδαίο έθνος», οι οποίοι ζούσαν σε «πλούσια και εύφορη περιοχή»[2].Πληροφορίες σχετικά με την προέλευση του λυκιακού έθνους και τα αρχικά στάδια της ιστορικής του διαδρομής περιέχονται στα βιβλία του «πατέρα της ιστορίας» Ηροδότου του Αλικαρνασσέος. Εκεί υπογραμμίζεται η Κρητική καταγωγή των Λυκίων, οι οποίοι έφτασαν εκεί με το Σαρπηδόνα που εξορίστηκε στη Λυκία από τον αδελφό του Μίνωα,βασιλιά της Κρήτης[3]. 
Ονομάζει τους Λυκίους Τέρμιλους,όρος ο οποίος συναντάται και στις επιγραφές στη Λυκία.Εκτός από τις πολυάριθμες εθνογραφικές και γεωγραφικές παρατηρήσεις, συμπεριλαμβάνονται και μαρτυρίες για τη μητριαρχική δομή της λυκιακής κοινωνίας[4]για το μαντείο του Απόλλωνα στα Πάταρα[5] και τους μάντεις της Τελμησσού[6].Ο Ηρόδοτος περιγράφει τις πολεμικές συγκρούσεις και τα έθιμα της χώρας[7], επισημαίνει την ανεξαρτησία των Λυκίων από τον Κροίσο[8] και αναφέρει για την κατάκτησή τους από τον Πέρση Άρπαγο[9], επικαιροποιώντας την περίπτωση της Ξάνθου και περιγράφοντας την αποικιακή πολιτική των Περσών[10]. Ο Ηρόδοτος αναφέρει για την ένταξη της Λυκίας στο πλαίσιο της δυναστικής εξουσίας από τους σατράπες της Ιωνίας και την καταβολή φόρου 400 ταλάντων[11]. Αναφέρεται επίσης και στη συμμετοχή 50 καραβιών της Λυκίας στην εκστρατεία κατά του Ξέρξη[12] με επικεφαλής το γιο της δυναστείας των Κυβερνίσκων, Σίκα[13], η οποία αντιστοιχεί στο όνομα της πρώτης δυναστείας, γνωστή από τις επιγραφές ως «Κεζίγα».Αρκετές πληροφορίες μας δίνει και ο Θουκυδίδης.Περιγράφει την αποστολή του 
 
Αθηναίου στρατηγού Μελισσάνδρου στη Λυκία για την αφαίρεση και κατακράτηση χρεών για φόρους[14] που σατυρίζεται και στην καλλιτεχνική περιγραφή του Μενάνδρου στην κωμωδία του «Ασπίδα»[15]. Υπάρχει αναφορά και στον Ισοκράτη[16] καθώς και στο Στράβωνα[17] για την κατάληψη από τον Αγησίλαο της νήσου Μεγίστης – σήμερα Καστελλόριζο - απέναντι από την Αντίφελλο. Συμμετοχή της Λυκίας στους ελληνοπερσικούς πολέμους αντανακλάται και στα έργα του Διόδωρου ~ αναφορά στον «Έφορο» ~ και του Πλουτάρχου. Ο πρώτος περιγράφει την ένταξη της Λυκίας στο ναυπηγικό πρόγραμμα του Ξέρξη[18], αναφέρει για την αποτυχία στη δράση του λυκιακού ναυτικού στη Σαλαμίνα[19] καθώς επίσης και τα αποτελέσματα της στρατιωτικής παρουσίας του Κίμωνα στη Λυκία. Ο δεύτερος εξακριβώνει τις πληροφορίες συμπληρώνοντας τις διηγήσεις για την περιγραφή της πολιορκίας της Φασήλιδας[20]. Ο Διόδωρος αναφέρει και για τη συμμετοχή της Λυκίας στην εξέγερση των σατραπών στη νοτιοδυτική Μικρά Ασία[21], η οποία ακολουθεί τις πληροφορίες του Θεόπομπου, του Πολύαινου και του Φωτίου. Εκτός αυτού, ο Θεόπομπος και ο Φώτιος επικεντρώνουν την προσοχή τους στις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Περικλή των Λιμύρων κατά της Τελμησσού. 
Ο Πολύαινος αναφέρει για τη σύγκρουση του Περικλή εναντίον της Φασήλιδας και επίσης για το Μιλήσιο Χαριμένη : «Χαριμένης Μιλήσιος, καταφυγών ες Φασήλιδα, εφορμουσών αυτώ νεών μακρών Περικλέους του Λυκίου, περιθέμενος περιθετήν, πεζή δια της Περικλέους χώρας εσώθη[22]».Για το τέλος της κλασικής εποχής στην ιστορία της Λυκίας, μαρτυρίες έχουμε από τον Αρριανό, ο οποίος περιέγραψε την κατάκτηση της Λυκίας από τον Μ. Αλέξανδρο και στη συνέχεια τη σατραπεία του Νεάρχου[23]. Η πιο σημαντική ομάδα πηγών για την πολιτική ιστορία της Λυκίας τους 5ο και 4ο αι. π.Χ. είναι η συλλογή δεδομένων από την επιγραφική. Τον 20ό αι. δημοσιεύονται συλλογές της κλασικής περιόδου της Μικράς Ασίας, στις οποίες ιδιαίτερη θέση κατέχουν οι επιγραφές που σχετίζονται με τη Λυκία. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αι. μια σπουδαία και εποικοδομητική εργασία με συστηματική έρευνα και καταγραφή πραγματοποιήθηκε από Γερμανούς επιγραφολόγους. Στα πρώτα χρόνια του 20ού αι. μια σπουδαία έκδοση γι αυτό το θέμα ήταν το βιβλίο του W.Dittenberger«Συλλογή ελληνικών επιγραφών» Τόμοι I – II, Λειψία, 1903-1905. Eπίσης, η δημοσίευση στα γερμανικά της μονογραφίας της σειράς «Ελληνικές επιγραφές πόλεων της Μικράς Ασίας» ~ μέχρι σήμερα δημοσιεύθηκαν 60 τόμοι. Πολλές δημοσιεύσεις βρίσκονται και στις περιοδικές εκδόσεις «Epigraphica Anatolica ~ EA» και «Supplementum Epigraphicum Graecum ~ SEG». Σημαντικό εργαλείο για τη μελέτη της ιστορίας της Λυκίας αποτελεί το κείμενο «Ιστορικά χρονικά» του δυνάστη Γέργη χρονολογούμενο το 410π.Χ. Περιέχει σημαντικά στοιχεία σχετικά με τις διαπραγματεύσεις του Τισσαφέρνη με τους Σπαρτιάτες και με τη συμμετοχή του Γέργη μετά την ήττα από τους Κάρες του Αμόργη. Όσον αφορά το πολιτικό σύστημα της Λυκίας,υπάρχουν τρία κείμενα στην ελληνική γλώσσα που αποκαλύπτουν τις ιδιαιτερότητες εμφάνισης της Λυκίας ως απολυταρχικού κράτους : το ποίημα του Γέργη, η επιγραφή του Άρβινου προς τιμήν της θεάς Λητώς καθώς και η επιγραφή του ίδιου προς τιμήν της Αρτέμιδας. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η επιγραφή του Περικλή των Λιμύρων προς τιμήν του θεού Κρόνου, που την αφιέρωσε μετά τη νίκη του στην ανατολική και κεντρική Λυκία. 
Το πρώτο πλήρες διάταγμα για την εμφάνιση της Λυκίας ως αστικού κράτους αποτελεί η επιγραφή προς τιμήν της Λητώς που περιέχει πληροφορίες σχετικά με το σχηματισμό κοινοτήτων με βάση το αυτοδιοικητικό σύστημα των Εκατομνιδών σατραπών της Καρίας. Αυτή η πηγή αναφέρθηκε για πρώτη φορά για τους περίοικους – κατοίκους της περιφέρειας – που παριστάνονται στο διάταγμα θεμάτων ως τα μέσα του 3ου αι. π.Χ., καθώς επίσης και σε δύο επιγραφές από την εποχή του Πτολεμαίου Β΄.Το φορολογικό σύστημα με βάση τους Εκατόμνιδες αντανακλάται στο διάταγμα του Πιξώδαρου (341 – 336 π.Χ.) για τους εμπορικούς δασμούς.Μια εξίσου πολύτιμη πηγή πληροφοριών για την κρατική οντότητα, το σύστημα των κοινωνικών σχέσεων και τη θρησκεία, αποτελούν τα νομίσματα της Λυκίας. Νομισματικές πηγές δημοσιεύονται συχνά, αρχίζοντας από την κλασική εργασία των Imhoof–Blumer Fr. «Μικρασιατικά νομίσματα»,Wien,1901-1902.Ένα αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό της κοπής νομισμάτων στη Λυκία ήταν ο διαχωρισμός σε ανατολική (περσική) και δυτική (ελληνική – αττική) νομισματική ~ πρότυπα με διαφορετικούς δείκτες βάρους, τα οποία αντιστοιχούσαν στην παρουσία των δύο ισχυρών πολιτικών κέντρων της Λυκίας : της Ξάνθου και των Λιμύρων.  
 
Οι αρχαιολογικές πηγές παρουσιάζουν ποικιλία μνημείων. Μεταξύ αυτών αξίζει να αναφέρουμε τους οχυρωμένους οικισμούς της δυναστείας στη Λυκία την κλασική περίοδο, τις νεκροπόλεις των ευγενών κ.ά. Ενδιαφέρουσα ιστοριογραφική πηγή αποτελεί η μονογραφία τουA.G.Keen «Δυναστική Λυκία» που αναφέρεται στην πολιτική ιστορία των Λυκίων σε σχέση με τα άλλα κράτη από τον 6ο μέχρι τον 4ο αι. π.Χ. Λαμβάνοντας υπόψη τη δυναστική περίοδο στη Λυκία, ο συγγραφέας δίνει ιδιαίτερη προσοχή στις επαφές της Λυκίας με τη συμμαχία της Δήλου και την Αθηναϊκή αρχή. Σπάνια όμως αναλύει σε βάθος τα ιστορικά γεγονότα, ενώ περιορισμένα χρησιμοποιεί υλικό από τη νομισματική καθώς και κάποιες επιγραφές στην ελληνική γλώσσα. Η πιο εκτεταμένη μελέτη και σε βάθος επισκόπιση της ιστορίας της αρχαίας Λυκίας διεξήχθη από τον Άγγλο εξερευνητή T.Bryce συγγραφέα μιας δίτομης μονογραφικής εργασίας με τον τίτλο «Λυκίων». Το πρώτο μέρος είναι αφιερωμένο στην επιγραφική και σε αφηγήσεις. Στις σημειώσεις στο παράρτημα υπάρχουν κείμενα με μεταφράσεις λυκιακών και ελληνικών κειμένων (επιγραφές Αρβίνου και Γέργη). Στο έργο του ο Bryce προσεγγίζει το πρόβλημα της μελέτης των κοινωνικών και πολιτικών θεσμών της Λυκίας στους 5ο και 4ο αι. π.Χ. Μια επίσης σημαντική και πιο συστηματική εργασία που συνοψίζει όλα τα δεδομένα ~ επιγραφική, νομισματική, αφήγηση ~ έγινε από τον W.A.Childs«Σχέσεις της Λυκίας με τους Πέρσες και τους Έλληνες τους 5ο και 4ο αι. π.Χ.»,Princeton,1978.  
Ο συγγραφέας αποκαλύπτει την πολιτική διαρχία στη Λυκία και εντοπίζει τα στάδια της σχέσης της Λυκίας με τη συμμαχία της Δήλου και τους Πέρσες. Επίσης, η έρευνα του M.Zimmermann «Iστορική Γεωγραφία της Κεντρικής Λυκίας»,Bonn,1992 και η οποία με βάση τα δεδομένα της αρχαιολογίας αρκετά πειστικά απεικονίζει τις βασικές αλλαγές των συνοικισμών της Λυκίας στα μέσα του 4ου αι. π.Χ., ενώ αρχικά αναλύει αρχαιολογικά τα αποικιακά κέντρα θαλάσσιου εμπορίου της Λυκίας. Εξίσου σημαντική θεωρείται και η εργασία του E.Laroche «Λύκιοι και Έλληνες ως ομόσπονδη κοινότητα»,Paris,1957, αφιερωμένη στη συστημική σύγκριση του λυκιακού και ελληνικού τύπου κρατικής δομής. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η μονογραφία του R.Behrwald «Η Λυκιακή Ένωση : Μελέτη της ιστορίας και του πολιτεύματος», Bohn,2000, αφιερωμένη στη διαδικασία σχηματισμού της Λυκιακής Ένωσης. Σημαντική τέλος πηγή πληροφοριών αποτελούν και τα έργα του Charles Fellows : «Δημοσίευση κατά τη διάρκεια μιας περιήγησης στη Μικρά Ασία», London,1839 και «Περιγραφή των ανακαλύψεων στη Λυκία κατά τη δεύτερη περιήγηση στη Μικρά Ασία», London,1840.  
Η Λυκία,όσο κι αν ήταν απομονωμένη από τους Έλληνες της λεκάνης του Αιγαίου και τους άλλους λαούς της ανατολικής Μεσογείου, λόγω του εδάφους της, που ήταν κυρίως ορεινό και μη προσβάσιμο στη θάλασσα, έγινε πόλος έλξης όχι μόνο για τους Έλληνες, κυρίως της Ρόδου, αλλά και για τους άλλους λαούς της περιοχής : Κίλικες, Σύριους, Φοίνικες, Κύπριους και Αιγυπτίους. Αυτό, γιατί το εμπόριο διεξαγόταν από την Ελλάδα μέχρι την Αίγυπτο με ενδιάμεσο σταθμό τα λιμάνια της Λυκίας και της Κιλικίας. Επίσης,τα πλούσια σε ξυλεία δάση της Λυκίας, αποτελούσαν πρώτη ύλη για τη βιομηχανία κατασκευής των αρχαίων πλοίων απ’ τους Φοίνικες, τους Έλληνες και τους Αιγυπτίους και μέσω των οποίων διεξαγόταν το εμπόριο και η ναυτιλία. Από τον Ηρόδοτο γνωρίζουμε, ότι οι Λύκιοι προέρχονταν από την Κρήτη μέσω του Σαρπηδόνα και αρχικά ονομάζονταν Τέρμιλοι, ενώ αργότερα από τον Λύκο, γιο του Πανδίονα, ονομάστηκαν Λύκιοι. Τα έθιμά τους ήταν άλλοτε Κρητικά και άλλοτε Καρικά.Οι Λύκιοι συχνά συγκρούονταν με τους Ροδίους. Οι Ρόδιοι έκαναν μεγάλες προσπάθειες να ισχυροποιήσουν το ρόλο τους στα νοτιοδυτικά παράλια της Μικράς Ασίας, όχι μόνο με σκοπό να διεισδύσουν στις εύφορες κοιλάδες της Λυκίας[24], αλλά και με τη σκέψη να αποκομίσουν εμπορικά οφέλη από αυτή τη διείσδυση[25].Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η Φάσηλις,μοναδική Ροδιακή αποικία, που ιδρύθηκε τον 7ο αι. π.Χ. στην περιοχή της Λυκίας,κοντά στα σύνορα με την Παμφυλία,σ’ ένα μικρό οροπέδιο που περιστοιχιζόταν από παράκτια βουνά. Πληροφορίες για την ιστορία των Λυκίων θα μπορούσαν πραγματικά να προέλθουν,χωρίς αμφιβολία,κυρίως από τους Ροδίους, που γεωγραφικά βρίσκονταν πολύ κοντά,αλλά με δεδομένη την εχθρική διάθεση των δεύτερων για τους πρώτους. Ο αποικισμός της Λυκίας από τους Έλληνες,κυρίως της Ρόδου, διεξήχθη όχι με ειρηνικό τρόπο. Αυτό μαρτυρούν οι δίγλωσσες επιγραφές στα λυκικά και τα ελληνικά καθώς και το Χρονικό του ναού των Λινδίων.Η αύξηση της έντασης με την έναρξη των συγκρούσεων ανάμεσά τους έλαβε χώρα ήδη από τον 9ο-8ο αι. π.Χ.[26]. Οι Λύκιοι αντιστάθηκαν στον ελληνικό αποικισμό της Μικράς Ασίας[27].  
 
Ενώ στη βορειοδυτική ακτή της Μικράς Ασίας σημειώθηκε έντονη κινητικότητα, όσον αφορά τον αποικισμό, η περιοχή της Λυκίας τον 8ο-7ο αι. π.Χ. δεν καλύφθηκε από αυτή τη διαδικασία. Όμως, μέσα απ’ αυτές τις συγκρούσεις και με την επικράτηση των Ροδίων, η Λυκία στάθηκε σημαντικός σταθμός για το διεθνές εμπόριο στη λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου. Από τη Λίνδο, την Κάμειρο και την Ιαλυσσό, τα πλοία των Ροδίων μέσω της νήσου Μεγίστης προσέγγιζαν και αγκυροβολούσαν στην Τελμησσό, την Αντίφελλο, τη Φασήλιδα, τις Απερλές και συνέχιζαν το ταξίδι τους μέχρι τη Συρία, την Κύπρο ως την Αίγυπτο, μεταφέροντας κυρίως αγγεία που παράγονταν στα φημισμένα εργαστήρια κεραμικής της Ρόδου και της Σάμου, στη Ναύκρατη και την Κυρήνη. Στη σύγχρονη ιστοριογραφία,οι Λύκιοι θεωρούνται έθνος ανατολικής προέλευσης, που μιλούσαν μια γλώσσα που ανήκε στην ινδοευρωπαϊκή ομάδα και ήταν στενά συνδεδεμένη με τη χεττιτική[28].  
Οι ερευνητές με βάση την ανάλυση των πληροφοριών για τους Χετταίους, καθώς και αιγυπτιακές πηγές στα τέλη της ύστερης εποχής του χαλκού, επανειλημμένα εξήγαγαν συμπεράσματα σχετικά με την παραδοχή της ταύτισης των πρώτων Λυκίων με το λαό των Lukka.H επιθετική δραστηριότητα των Λυκίων υποδηλώνει την παρουσία μόνιμων ή προσωρινών βάσεων στα νότια παράλια της Μικράς Ασίας ή και της Κύπρου. Ληστρικές συμμορίες Λύκιων πειρατών επιτίθονταν συχνά στα λιμάνια των ακτών της ανατολικής μεσογείου λεηλατώντας μέχρι και τις πόλεις στην περιοχή του Δέλτα του Νείλου - επιστολή Τελ Αμάρν[29].Ο T.Bryce επισημαίνει την αμφιλεγόμενη φύση των πληροφοριών σχετικά με τον εντοπισμό του έθνους αυτού ως προς την καταγωγή από τους Lukka σε αυτή την επιστολή τον 14ο αι. π.Χ.[30]. Ωστόσο, από την επιστολή αυτή εξάγονται συμπεράσματα για τη δραστηριότητά τους.Επίσης,οι Lukka καταγράφονται μεταξύ των ναυτικών λαών με μεγάλη βεβαιότητα[31].Κι όμως,οι Lukka δεν εμφανίζονται σε αιγυπτιακές πηγές μετά τη βασιλεία του Μερνέπτιχου,μετά το 1220 π.Χ.[32]. Αυτές οι «εξαφανίσεις» κρύβουν έναν αινιγματικό χαρακτήρα.Προφανώς, πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν την παράμετρο να άλλαξαν την ονομασία τους ή να μετατοπίστηκαν ή να επήλθε συγχώνευση της εθνοτικής τους ομάδας ή και απορρόφησή τους από άλλη ομάδα. Μια μεταγενέστερη πηγή - αποσπάσματα της πραγματείας του Ηρακλείδη Ποντικού - περιέχει και παρέχει σημαντικές πληροφορίες για την αρχαία Λυκία. 
 
Στη νοτιοδυτική ακτή της Μικράς Ασίας, ανατολικά της Ρόδου και πολύ κοντά σ’ αυτήν, εκτείνεται η Λυκία. Μια χώρα περιστοιχισμένη με θρύλους και παραδόσεις από τα ομηρικά ακόμη χρόνια. Για πρώτη φορά συναντάμε τους Λυκίους στην «Ιλιάδα» παίρνοντας το μέρος των Τρώων. Οι ηγέτες τους ήταν ο Γλαύκος και ο Σαρπηδόνας. Ο Σαρπηδόνας, σύμφωνα με το μύθο, ήταν αδελφός του Μίνωα που εκδιώχθηκε από την Κρήτη στη Λυκία. Τους Λυκίους θεωρούσαν ως κατασκευαστές των κυκλώπειων τειχών στις Μυκήνες και την Τίρυνθα της Αργολίδας.Οι Κύκλωπες κατά κοινή αποδοχή των μύθων θεωρούνταν ότι ήρθαν από τη Λυκία[33]. Με τους Λυκίους επίσης συνδέεται ο μύθος για το Βελλεροφόντη, το όνομα του οποίου δόθηκε σε έναν ξεχωριστό δήμο της Ξάνθου.Εκεί τοποθετείται και ο τάφος του.Υπάρχει η αντίληψη, ότι συγκεκριμένα στη μυκηναϊκή Αργολίδα, καθώς και στην Κόρινθο, ο μύθος για το Βελλεροφόντη – χωρίς ακόμη να σχετίζεται με τον Πήγασο – μεταφέρθηκε από τη Λυκία.Στη Λυκία διασώθηκαν πολυάριθμοι λαξευτοί τάφοι πάνω σε βράχους. Χωρίς διάσταση απόψεων, όλοι οι περιηγητές που ταξίδεψαν στις πόλεις της Λυκίας την ονομάζουν ομόφωνα «χώρα των τάφων».Συνήθως αυτές οι πόλεις ιδρύθηκαν ψηλά στα βουνά, σε μικρά οροπέδια και αποτελούσαν φυσικά οχυρά.Πιο χαμηλά, στις εύφορες πεδιάδες,πιθανόν διασκορπίστηκαν αγροτικές οικογένειες. 
Ο Γερμανός περιηγητής Ludwig Ross[34] ενθουσιασμένος με την ιδέα ενός νέου γερμανικού εποικισμού των περιοχών της αρχαίας Λυκίας σε αυτές τις «πρακτικές» γνώρισε στους γερμανικούς ιμπεριαλιστικούς κύκλους όλες τις ιδιαιτερότητες και τα χαρακτηριστικά των περιοχών της Λυκίας.Σε μεγάλο βαθμό ο ίδιος συνόψισε την εντύπωση ότι θα μπορούσαν οι λυκιακές πόλεις να γίνουν ευρωπαϊκές.Ο περιηγητής ήταν συνηθισμένος να παρατηρεί προσεκτικά τα ερείπια των ελληνικών και ρωμαϊκών κτισμάτων κατακτώντας άμεσα τον τύπο, τον χαρακτήρα και την όψη της λυκιακής πόλης.Οι σαρκοφάγοι με τις ψηλές θολωτές στέγες ήταν συσσωρευμένοι μέσα και έξω από τα τείχη των πόλεων. Μερικοί από τους τάφους αυτούς μιμήθηκαν την αρχιτεκτονική των προσόψεων του ναού, άλλοι ξύλινα σπίτια με επίπεδες στέγες από ξύλινα δοκάρια και άλλοι σπίτια με μυτερές μετώπες. Όλα τα γλυπτά και αρχιτεκτονικά στοιχεία καλύφθηκαν με ποικιλία χρωμάτων, ενώ υπέστησαν σοβαρές ζημιές από την κατασκευή των βρετανικών γύψινων εκμαγείων.Η πιο κοινή μορφή των λυκιακών τάφων ήταν χαμηλή και στενή, σκαλισμένη σε βράχο, ορθογώνια σπηλιά και απρόσιτη με την τοποθέτησή της σε άλλους.Συνήθως αυτές οι ταφόπλακες χτιζόταν πάντοτε πάνω στα βράχια. Από την ίδια τη μορφή αυτού του είδους ταφής συνάγεται το συμπέρασμα, ότι ήταν κατασκευασμένη έτσι ώστε να συντηρεί ανέπαφη με το εξωτερικό περιβάλλον την τέφρα του πτώματος. Οι πέτρινοι τάφοι εφάπτονταν ο ένας με τον άλλο θυμίζοντας την κυψέλη των μελισσών και συχνά τοποθετούνταν κάθετα ο ένας με τον άλλο. 
Στη Λυκία υπήρχαν και σαρκοφάγοι ειδικά κατασκευασμένοι από πέτρα σε σχήμα κλίνης ή σε σχήμα αναποδογυρισμένου πλοίου. Ένα άλλο είδος τάφων ήταν οι φέροντες τη μορφή πύργου, όπως η περίφημη στήλη του Αρπάγιδα στην Ξάνθο.Όπως δείχνει η στήλη, η οποία χρονολογείται στις τελευταίες δεκαετίες του 5ου αι. π.Χ., όπως και παρόμοιες μ’ αυτήν και σε άλλες πόλεις της Λυκίας, αυτός ο τύπος συνδέεται με την εξύμνηση και τη δόξα του εκλιπόντος.Η στήλη της Ξάνθου είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα για το γεγονός ότι κατασκευαστής της ήταν ο γιος του Άρπαγου. Έχτισε αυτή τη στήλη στον ιερό περίβολο των δώδεκα θεών της Λυκίας και ως εκ τούτου ηρωοποίησε τον εαυτό του ακόμη και κατά τη διάρκεια της ζωής του. Ενδιαφέρον επίσης είναι, ότι σε όλους τους τάφους αναφέρεται η γέννηση πάνω σε επιγραφές που δείχνουν ποιος και με ποιο βαθμό συγγένειας μπορεί να είναι θαμμένος σε αυτούς.Αναμφίβολα, αυτά τα μνημεία απαιτούσαν υψηλό κόστος, ενώ συμπλήρωναν το πρόσθετο κόστος αυτών τα ανάγλυφα και τα γλυπτά που τα διακοσμούσαν. Το συμπέρασμα που συνάγεται είναι ότι επρόκειτο για ταφικά μνημεία ευγενών με βάση τη γενεαλογική διακλάδωση της οικογένειας. Πού και πώς θάβονταν οι Λύκιοι αγρότες και τεχνίτες, δεν γνωρίζουμε. Ίσως έχτιζαν επίγειους ξύλινους τάφους. Η επανάληψη των τάφων και ο χαρακτήρας των επιτύμβιων επιγραφών μιλούν για την ύπαρξη μιας ισχυρής αριστοκρατίας στη Λυκία με επικεφαλής ίσως τους απογόνους εκείνων των 80 καθαρόαιμων μητριαρχικών οικογενειών που ανέφερε ο Ηρόδοτος[35]. Ήδη στον Όμηρο, συναντάμε το λυκιακό δήμο και τους Λυκίους ευγενείς ~ «αυχίων ηγήτορες άνδρες»[36] ο οπλισμός των οποίων διέφερε από τον ελληνικό[37].  
Σε λυκιακά νομίσματα του 5ου και του 4ου αι. π.Χ. συναντάμε ως επί το πλείστον τις εικόνες των τοπικών δυναστών της Λυκίας[38]. Σ’ ένα απόσπασμα από μια πραγματεία του Ηρακλείδη του Ποντικού (387-312 π.Χ.) για τους Λυκίους διαβάζουμε : «Οι Λύκιοι ζουν από την πειρατεία. Δεν εφαρμόζουν τους νόμους, ενώ από τα αρχαία χρόνια διοικούνται από γυναίκες»[39]. Ο Oscar Treuber θεωρεί, ότι οι μαρτυρίες για τις ληστείες των Λυκίων συνδέονται άμεσα με τις σποραδικές και μεμονωμένες επιθέσεις των Λυκίων ενάντια στα εμπορικά πλοία των Ροδίων. Από τη μια άποψη, ο Treuberπροφανώς έχει δίκιο.Οι πληροφορίες σχετικά με την ιστορία της Λυκίας θα μπορούσαν να προέλθουν κατά κύριο λόγο από τους Ροδίους, το νησί των οποίων γεωγραφικά βρίσκεται πολύ κοντά στις ακτές της Λυκίας και οι διαθέσεις τους ήταν πολύ επιθετικές. Από την άλλη πλευρά, η πειρατεία είναι μια πρώϊμη και πρωτόγονη μορφή επικοινωνίας, όταν λείπει η παραγωγή από την αγορά και η ανάγκη για εμπορεύματα που είναι σε έλλειψη είναι αισθητή. Τους Λυκίους συναντούμε και στην αλληλογραφία Τελ - Αμάρν ως πειρατικές φυλές. Ο Αιγύπτιος βασιλιάς Αμενχοτέπ ΙΙΙ πάντα ήταν απασχολημένος με την προστασία των ακτών του Δέλτα από τις πειρατικές επιθέσεις των Λυκίων. Χαρακτηριστικό δείγμα των καλών σχέσεων ανάμεσα στην Αίγυπτο και την Κύπρο, μεταξύ φαραώ Αχενατόν και βασιλιά της Αλασίας, είναι η αναφορά του δεύτερου που ονομάζει τον πρώτο αδελφό και σύμμαχο και τον προτρέπει να μη συνάψει συνθήκη ειρήνης με τους Χετταίους. Το σύμφωνο φιλίας ήταν ταυτόχρονα και σύμφωνο συνεργασίας ως προς την πάταξη της πειρατείας των Λυκίων, οι οποίοι στην Κύπρο συχνά προέβαιναν σε επιδρομές λεηλατώντας και ληστεύοντας τους οικισμούς του νησιού[40]. Λυκίους μισθοφόρους συναντούμε στην Αίγυπτο κατά τη διάρκεια της 16ης δυναστείας των Φαραώ. Μ’ αυτό τον τρόπο, κατά τη διάρκεια των αιώνων,οι Λύκιοι εμφανίζονταν ως πολεμικές φυλές που τροφοδοτούσαν πειρατές και μισθοφόρους.  
 
Όλοι οι ερευνητές συμφωνούν, ότι οι Λύκιοι αντιτάχθηκαν στον ελληνικό αποικισμό της Μικράς Ασίας. Ενώ η βορειοδυτική ακτή της Μικράς Ασίας ήταν καλυμμένη με ένα ισχυρό δίκτυο ελληνικών αποικιών, στο οποίο οι αυτόχθονες είτε παραγκωνίστηκαν εσωτερικά, είτε κατέληξαν να εξαρτώνται από τις αποικίες, είτε τελικά συμμετείχαν στην ομάδα του εποικισμού, η Λυκία παρέμεινε ανέγγιχτη από το ελληνικό κίνημα του αποικισμού. Κατά τη διάρκεια του 9ου, 8ου, 7ου και ίσως ενός μέρους του 6ου αι. π.Χ.,οι Ρόδιοι αγωνίστηκαν κατά των Λυκίων προσπαθώντας να αποκτήσουν πρόσβαση στις ακτές της Λυκίας και μ’ αυτό τον τρόπο να διεισδύσουν στις εύφορες και πλούσιες κοιλάδες της εκμεταλλευόμενοι την άφθονη ξυλεία των δασών της, που θα χρησιμοποιούσαν ως πρώτη ύλη για τη ναυπηγική βιομηχανία τους[41].Στα νοτιοανατολικά παράλια της Μικράς Ασίας, από πολύ νωρίς φαίνεται, ότι ακόμη και πριν από τη Γέλα[42] ιδρύθηκε στα σύνορα της Λυκίας με την Παμφυλία η Ροδιακή αποικία Φάσηλις, πρώτη και μοναδική ελληνική αποικία στη Λυκία. Για την ίδρυση της Φασήλιδας από τους Ροδίους σε μας έφτασαν λιγοστές πληροφορίες. Σ’ ένα απόσπασμα του Φιλοστέφανου της Κυρήνης που παραθέτει ο Αθήναιος ο Ναυκράτιος, ιδρυτής της Φασήλιδας ήταν ο Αργείος Λάκιος, τον οποίο κάποιοι θεωρούσαν ως Λίνδιο και αδελφό του Αντίφημου, ιδρυτή της Γέλας στη Σικελία.Αυτός στάλθηκε από τον Μόψο, γιο της Μαντώς και κόρης του μάντη Τειρεσία, στην ανατολή για την ίδρυση της Φασήλιδας, όπου αγόρασε γη από κάποιον Κίλαβρο ή Κάλαβρο με αντάλαγμα παστωμένα ψάρια. Γι αυτό κάθε χρόνο οι πολίτες της Φασήλιδας θυσίαζαν παστωμένα ψάρια τιμώντας τον Κίλαβρο ως ήρωα[43].  
Σε μια δεύτερη παραλλαγή του μύθου, τα αδέλφια Λάκιος και Αντίφημος έφτασαν στους Δελφούς, όπου η Πυθία διέταξε τον Λάκιο να πλεύσει προς την ανατολή του ηλίου και στον Αντίφημο που γέλασε προς τη δύση[44].Μια τρίτη παραλλαγή συναντάμε στο απόσπασμα του Ιεροπίθου* : Ο Λάκιος ξεκινώντας για την ίδρυση αποικίας πρότεινε στον βουκόλο Κίλαβρο να βοσκήσει τα πρόβατά του, να καλλιεργήσει τη γη ή να προσφέρει παστωμένα ψάρια. Ο Κίλαβρος προτίμησε τα παστωμένα ψάρια. Αυτή η διήγηση έδωσε τελικά την εξήγηση του εθίμου των Φασηλιτών για τη θυσία των παστωμένων ψαριών[45]. Σύμφωνα με τον Otto Immish, ο ήρωας του μύθου Μόψος, η Μαντώ και ο Λάκιος συνδέονται με το ιερό του Απόλλωνα στην Κλάρο, κοντά στην Κολοφώνα[46].  Η ιέρεια του Απόλλωνα στην Κλάρο, Μαντώ, επιστρέφοντας από τους Δελφούς πιάστηκε αιχμάλωτη στην Κλάρο και εκεί παντρεύτηκε τον ηγεμόνα της Κλάρου Ράκιο ή Λάκιο από την Κρήτη. Από το γάμο τους γεννήθηκε ο Μόψος, ο οποίος μετά έγινε ιδρυτής της Κολοφώνας. Ο Ράκιος/Λάκιος θεωρούνταν τόσο Αργείος, όσο και Λίνδιος[47]. 
* Ο Ιερόπιθος ήταν Έλληνας ιστορικός και συγγραφέας της πραγματείας «Χρονικό Κολοφωνίων» μη διασωθείσας σήμερα, καθώς επίσης και ενός αποσπάσματος για την ίδρυση της ελληνικής αποικίας Φασήλιδας, που έγινε γνωστό από τον Αθήναιο στο έργο του «Δειπνοσοφιστές». Το χρονικό των Κολοφωνίων ήταν αφιερωμένο στην Kρητική μυθολογία και την ιστορία της Κρήτης. Συγκεκριμένα, ο συγγραφέας παρουσιάζει το μύθο για τον Ράκιο ή Λάκιο, ένα πρόσωπο από την αρχαία ελληνική μυθολογία χρονικά αμέσως μετά τον Τρωϊκό πόλεμο ή τον 8ο αι. π.Χ.[48]. 
 
Στην Παμφυλία ο Λάκιος/Ράκιος ήταν γνωστός ως σύζυγος της Μαντώς και πατέρας του Πάμφυλου[49]. Στην εκδοχή του Ιεροπίθου δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, ότι η ιστορία εμφάνισης της Κολοφώνας συνδέεται με την ίδρυση της Φασήλιδας. Η κρητική καταγωγή του Λάκιου/Ράκιου δείχνει σύμφωνα με τον  Immish, ότι η κρητική καταγωγή αντιστοιχεί στον αρχαίο μύθο της Κολοφώνας, ενώ ο γάμος με τη Μαντώ δεν είναι ο πρωταρχικός. Το ιερό της Κλάρου, προφανώς ήταν πολύ παλιό και η λατρεία του ανάγεται στην προελληνική περίοδο λατρείας της ηλιακής θεότητας με μια μορφή γυναικείας θεότητας στην κεφαλή του. Αργότερα, ίσως τον 8ο αι. π.Χ., η μορφή της αρχαίας ιέρειας παίρνει τα χαρακτηριστικά  της ιωνικής Σίβυλλας*. 
* Στην αρχαιότητα οι Σίβυλλες ήταν γυναίκες με μαντική ικανότητα, που μάντευαν αυθόρμητα όταν έρχονταν σε έκσταση για μελλοντικά γεγονότα, συνήθως δυσάρεστα. Πίστευαν, ότι δέχονταν την επίσκεψη κάποιου θεϊκού πνεύματος. Δεν είχαν κάποια σχέση με τα γνωστά μαντεία. 
Αυτή μας παριστάνει τη μορφή της Μαντώς, μητέρας του Μόψου, νικητή των Κάρων,ο οποίος εκδιώχθηκε από την Κλάρο και στάθηκε τελικά μεσολαβητής ανάμεσα στην Κλάρο και τους Ίωνες.Πατέρας του Μόψου θεωρείται ο Απόλλων,ενώ ο Λάκιος/Ράκιος σταδιακά υποβιβάστηκε σε δευτερεύοντα ρόλο[50].Θεωρείται πολύ ενδιαφέρον, ότι η ίδρυση της Φασήλιδας συνδέεται με το ιερό της Κλάρου και τους θρύλους για την ίδρυση της Κολοφώνας κι αυτό επειδή ο Ιερόπιθος περιλαμβάνει τη μαρτυρία για την ίδρυση της Φασήλιδας στην πραγματεία του «Ιερά Κολοφωνίων».Σε σχέση με τον αρχαίο Κρητικό ήρωα Λάκιο/Ράκιο, τη Φασήλιδα και την Κλάρο, καθώς και με τις αποικίες των νότιων παραλίων της Μικράς Ασίας, επίσης γίνεται λόγος για κάποιες από τις αφηγήσεις που συνδέουν τη Φασήλιδα ως αποικία των Ροδίων με κέντρο το Ιερό της Κολοφώνας. Αυτή η σχέση φαίνεται και μέσα από τις θυσίες των ψαριών που τελούνταν σε ετήσια βάση στη Φασήλιδα και επίσης με την υδρομαντεία στην Κλάρο[51].Ταυτόχρονα,το έθιμο των κατοίκων της Φασήλιδας, όπως σημειώνεται και στη βιβλιογραφία, συνδέεται με τα μαντεία της Λυκίας και τη θυσία των ψαριών και διασώθηκε στον Αθήναιο στο απόσπασμά του για τον Πολύχαρμο[52]. Επίσης, το λυκικό μαντείο στα Σούρα* συνδεόταν με τη λατρεία του Απόλλωνα. 
* Η ιχθυομαντεία αποτελεί και αυτή αρχαία μαντική τέχνη, που ήταν διαδεδομένη κυρίως στα Σούρα της Λυκίας,σύμφωνα με την οποία εξετάζοντας τις κινήσεις των ψαριών προέβλεπαν κάποια γεγονότα στο μέλλον. 
Το επιγραφικό υλικό της Ρόδου παρέχει μια σειρά από κοινές ονομασίες,οι οποίες συναντώνται παράλληλα στην Κολοφώνα και την Έφεσο. Στη Ρόδο υπήρχε η αρχαία φυλή των Αλφιμενιδών στην Κάμειρο[53]. Επανάληψη του ονόματος του Ρόδιου ήρωα Αλφιμένη σε ονόματα της Εφέσου και της Καμείρου, παρουσία του ονόματος Αγήτωρ και Εγήτωρ στη Λίνδο και την Έφεσο καθώς και Αγητορίς και Εγητορίς στη Λίνδο και την Κολοφώνα φαίνεται περίσταση που αξίζει την προσοχή και γι αυτό μαρτυρούν και κάποιοι πολύ ισχυροί δεσμοί της Κολοφώνας με τη Ρόδο. Αυτά τα ευρήματα επιβεβαιώνονται έμμεσα από τον Ηρόδοτο ως προς το σημείο, ότι μόνο οι Κολοφώνιοι και οι Εφέσιοι δεν γιόρταζαν την κοινή ιωνική γιορτή των Απατουρίων*[54]. 
* Τα Απατούρια ήταν αρχαία γιορτή των ιωνικών πόλεων που διαρκούσε τρεις ημέρες και ήταν αφιερωμένη στον πανηγυρισμό της εγγραφής των παιδιών στους φρατρικούς καταλόγους. Η εγγραφή αυτή γινόταν έπειτα από τον όρκο του πατέρα πως είχε νόμιμη γυναίκα του τη μητέρα του παιδιού και με ψηφοφορία της φρατρίας. Προστάτες της γιορτής ήταν αρχικά ο Δίας και η Αθηνά ~ φράτριος και φρατρία ~ και αργότερα προστέθηκε ο Διόνυσος. Εκτός από την Έφεσο και την Κολοφώνα, όλες οι άλλες ιωνικές πόλεις – και η Αθήνα, επίσης – γιόρταζαν τα Απατούρια με μεγάλη λαμπρότητα. 
Οι πόλεις της Ρόδου, όπως επίσης και η Κολοφώνα και η Έφεσος, εκτός από το κοινό συμφέρον στις εξωτερικές σχέσεις τους, κατείχαν 3 ισχυρά ιερά μεταξύ τους : Οι Ροδιακές πόλεις το ιερό της Αθηνάς της Λίνδου, η Έφεσος το ιερό της Αρτέμιδας και η Κολοφώνα το ιερό της Κλάρου. Με βάση τις μαρτυρίες των ίδιων των Ροδίων, όπως αναφέρει το «Χρονικό του ναού των Λινδίων* », οι μνήμες για τις αποικίες στη Λυκία συνδέονται με την εκδήλωση των πολεμικών προετοιμασιών και εκστρατειών. Μια φράση από ένα κείμενο του χρονικού αναφέρει : «τοι μετά Κλευβούλου στρατεύσαντες εις Λυκίαν ασπίδας οκτώ και τωι αγάλματι στεφάναν χρυσέαν, ως ιστορεί Τιμόκριτος εν τα α τας χρονικάς συντάξιος, Πολύζαλος εν ται δ ταν ιστοριάν (5,XXIII)». Αυτό είναι το μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο για την εκστρατεία του τυράννου της Λίνδου Κλεόβουλου στη Λυκία με αναφορές ενός ιστορικού του 3ου ή του 2ου αι. π.Χ. ονομαζόμενου Τιμόκριτου και του Ρόδιου ιστορικού από την Ιαλυσσό, Πολύζαλου. Επίσης, ένα αφιέρωμα των Φασηλιτών με ανάθημα ένα κράνος κι ένα κυρτό σπαθί πάνω στα οποία ήταν γραμμένο : «Φασηλίται κράνη και δρέπανα, εφ ων επεγέγραπτο· Φασηλίται από Σολύμων ται Αθαναίαι ται Λινδίαι, Λακίου του οικιστά αγευμένου, ως αποφαίνεται Ξεναγόρας εν ται α τας χρονικάς συντάξιος (6,XXIV)» με αναφορά στο Ρόδιο ιστορικό Ξεναγόρα, τέλη 4ου αι. π.Χ.[55]. Σ’ αυτή την επιγραφή απεικονίζονται τα λάφυρα των Φασηλιτών από τη νίκη τους στον πόλεμο με τους Λυκίους.Ο ChristianBlinkenberg ορθά υπενθυμίζει και την περιγραφή του Ηροδότου για τον οπλισμό των Λυκίων : « Είχαν μαχαίρια και κυρτά σπαθιά»[56]. Οι Σόλυμοι ήταν προφανώς μια από τις φυλές που διέφεραν από τους Τέρμιλους που ζούσαν στην περιοχή της Φασήλιδας. Από αυτούς το βουνό δίπλα στην πόλη ονομάστηκε Σόλυμα. Ίσως ήταν μια από τις φυλές της Πισιδίας[57].  
Ο Blinkenberg χρονολογεί το γεγονός της ίδρυσης της Φασήλιδας στο 690 π.Χ. θεωρώντας ότι οι Ρόδιοι σχετίζονται με την αφιέρωση των Φασηλιτών κατά τη διάρκεια ίδρυσης της πόλης ή λίγο καιρό μετά από αυτή. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί εδώ, ότι κατά την άποψη των ιστορικών της Ρόδου, η ίδρυση της Φασήλιδας δεν ακολούθησε μια ειρηνική διαδικασία, όπως αυτό διασώθηκε από τη λογοτεχνική παράδοση και σχετίζεται με τον Αθήναιο και με βάση την οποία η γη αγοράστηκε από τον Κίλαβρο/Κάλαβρο με τίμημα τα παστωμένα ψάρια. Εδώ αντικατοπτρίζεται μια άλλη και περισσότερο πιθανή εκδοχή : «Η  γη της Φασήλιδας κατακτήθηκε από Ρόδιους αποίκους με δεδομένη την εχθρική διάθεση των ντόπιων[58]». Στην πρώτη έκδοση του χρονικού, ο Blinkenberg ορθά επισήμανε ότι «οι Λύκιοι εμφανίζονται εδώ μόνο ως ηττημένοι από τον εχθρό»[59]. Στη διαδρομή από τη Ρόδο στην Κιλικία, η Φάσηλις ήταν το πιο βολικό και το πιο συχνά επισκέψιμο λιμάνι[60] και αργότερα με την ακμή της Ροδιακής εμπορικής ναυτιλίας, η Φασήλιδα ήταν η κυριότερη ναυτική βάση της Ρόδου στην ανατολή. Πρώτος ταξιδιώτης – επιστήμονας που επισκέφθηκε τη Φασήλιδα ήταν ο Francis Beaufort, ο οποίος μας άφησε μια λεπτομερή περιγραφή των ερειπίων της[61].Περιγράφει τη σύγχρονη ακτή ως ένα σωρό από ψάθες με βράχια που σκεπάζονται με πυκνά και όμορφα δάση, καθώς και με χαράδρες που φθάνουν ως τη θάλασσα. Αειθαλείς θάμνοι βρίσκονται πίσω από τα κίτρινα ασβεστολιθικά πετρώματα. Πάνω από τη θάλασσα βρίσκεται η κορυφή Ταχταλί Νταγ με λίγα χιόνια την άνοιξη πάνω της.  
Οι ντόπιοι διηγούνται στον Beaufort, ότι από τις πηγές καθαρού νερού που πηγάζουν στην κορυφή, τριαντάφυλλα ανθίζουν στα βουνά όλο το χρόνο, παρά το χιόνι. Ωστόσο, δεν μπορούμε να ξεχάσουμε, ότι τα τριαντάφυλλα της Φασήλιδας παρήγαγαν την πιο γνωστή αλοιφή στην αρχαιότητα[62].Σε μια μικρή χερσόνησο που βρίσκεται στους πρόποδες του βουνού Ταχταλί Νταγ τοποθετείται η Φάσηλις, αρχικά με ένα λιμένα και στα χρόνια του Στράβωνα ήδη με τρεις λιμένες. Στα περίχωρά της βρισκόταν μια λίμνη που σήμερα έχει μετατραπεί σε βάλτο. Ήδη, ο Λίβιος μίλησε για τη Φασήλιδα ως μια ανθυγιεινή περιοχή[63]. Η πόλη βρισκόταν χτισμένη σε ένα οροπέδιο φυσικά προστατευμένο από τα βράχια της θάλασσας, τα οποία έπεφταν απότομα σ’ αυτήν από ύψος 18 μέτρων. Ο Beaufort σημειώνει,ότι το ακρωτήριο στο οποίο ήταν τοποθετημένη η πόλη, αποτελούνταν από ελαφρόπετρα που εκτιθόταν στα κύματα της θάλασσας.Αυτές οι 
 
πέτρες «τρώγονταν» από τη θάλασσα και ο Beaufort σε πολλά σημεία παρατήρησε υπολείμματα τσιμενταρισμένων κυκλικών θεμελίων από γκρεμισμένα κτίρια[64].Γι αυτό και η ίδια η χερσόνησος και η πόλη πάνω σ’ αυτήν συρρικνώθηκαν στα σημερινά όρια. «Αν η καταστροφή που προήλθε από τη θάλασσα θα προχωρήσει με την ίδια αναλογία, γράφει ο Beaufort, τότε σύντομα από τη Φασήλιδα θα παραμείνουν ελάχιστα ίχνη. Η χερσόνησος θα συρρικνωθεί σταδιακά και θα μετατραπεί σε ένα άμορφο ύφαλο κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας»[65]. 
Στα χρόνια του Beaufort, δηλαδή στις αρχές του 19ου αι., υπήρχε η δυνατότητα να διακρίνει κανείς ακόμη τα ερείπια ενός τεχνητού λιμενοβραχίονα στο νοτιοδυτικό λιμένα της πόλης ~ οι μεταγενέστεροι περιηγητές δεν τον βρήκαν.Ο Beaufort βρήκε και τη θέση της νεκρόπολης της Φασήλιδας, έξω από την πόλη στις ακτές του βορειοδυτικού λιμένα, ανάμεσα στη λίμνη και το λιμάνι, ενώ μέρος των σαρκοφάγων είχαν σκεπαστεί από το νερό. Στο μικρό βορειοδυτικό λιμένα, που είναι καλά προστατευμένος από ανέμους και καταιγίδες, βρίσκεται ένα τεχνητό ανάχωμα πάνω στο οποίο διακρίνεται μια φαρδιά λεωφόρος ~ 400 μ. μήκους και 30 μ. πλάτους ~ που οδηγούσε στα ερείπια των μεγάλων κτιρίων, ανάμεσα στα οποία, σύμφωνα με τον Beaufort, βρισκόταν ο δωρικός ναός της Αθηνάς. Κάποτε, αυτή τη λεωφόρο κοσμούσαν αγάλματα τοποθετημένα πάνω σε καθίσματα[66]. Αναφορά για το ναό της Αθηνάς στη Φασήλιδα συναντάμε και στον Παυσανία : Ο Παυσανίας αναφέρει ότι στο ναό εκτιθόταν το δόρυ του Αχιλλέα[67], με το οποίο κάποτε τραυματίστηκε ο Τήλεφος. Όπως φαίνεται, ο μύθος για τον Τήλεφο που συνδέεται με την ένταση των σχέσεων ανάμεσα στη Ρόδο και τη Λυκία, πήρε όχι μόνο θρησκευτική, αλλά και πολιτική χροιά[68]. 
* Το Χρονικό του Ναού των Λινδίων βρίσκεται σήμερα στη Δανία στο ιδιωτικό μουσείο της Κοπεγχάγης «Ny Carlsberg Glyptotek». 
Σύμφωνα με το μύθο, το τραύμα που είχε προκαλέσει ο Αχιλλέας με το κοντάρι του στο μηρό του Τήλεφου δεν γιατρευόταν.Ο Τήλεφος ζήτησε χρησμό από το μαντείο του Απόλλωνα στα Πάταρα και πήρε την απάντηση πως αυτός που τον είχε πληγώσει θα τον θεράπευε. Γνωρίζοντας ότι είχε πληγωθεί από τον Αχιλλέα, ο Τήλεφος ξεκίνησε για την Ελλάδα. Για να μην τον αναγνωρίσουν, όμως, ντύθηκε ζητιάνος... 
Πολύ κοντά σε αυτά τα ερείπια, που ακριβώς δεν προσδιόρισε ο Beaufort, βρισκόταν το μικρό θέατρο της Φασήλιδας ~ των αυτοκρατορικών χρόνων ~ όπως προκύπτει από τις επιγραφές που βρέθηκαν εδώ και συνδέονται με την οικοδόμηση του θεάτρου της Τυνδαρίδας*[69]. 
* Η αρχαία Τυνδαρίδα ήταν ένα οχυρό στη Σικελία σε μια θέση που από ψηλά επιτηρούσε το Τυρρηνικό πέλαγος και τα Αιολικά νησιά. Το θέατρό της ήταν εντυπωσιακό. 
Η επίπεδη κορυφή της χερσονήσου καλύφθηκε από τις κατεστραμμένες σύγχρονες οικοδομές, ανάμεσα στις οποίες επίσης, βρέθηκαν ερείπια και της αρχαίας πόλης[70]. Από τα ευρήματα στο χώρο της νεκρόπολης της Φασήλιδας πρέπει να σημειώσουμε τα υπολείμματα ενός μαυσωλείου και κάποιων σαρκοφάγων. Όλοι οι σαρκοφάγοι είχαν συλληθεί και δεν είχαν επιγραφές, ενώ μόνο σε μια βρέθηκε στο εσωτερικό της σκελετός. Στην ακτή υπήρχαν 2 μεγάλες σαρκοφάγοι από λευκό μάρμαρο διακοσμημένες με μεγάλη πολυτέλεια. Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες σαρκοφάγους, που είχαν θολωτές στέγες, αυτές είχαν λείες και επίπεδες στέγες απεικονίζοντας τη μορφή ανδρός. Στη μια από τις σαρκοφάγους υπάρχει διακόσμηση με λουλούδια και φρούτα, ενώ στην άλλη υπάρχει γλυπτή διακόσμηση από μια πομπή κηδείας καθώς και μια σκηνή κυνηγιού αγριόχοιρου, ρινόκερου και ελέφαντα. Όταν την επόμενη χρονιά επέστρεφε ο Beaufort στη Φασήλιδα με την πρόθεση να δημιουργήσει γύψινα εκμαγεία των γλυπτών, αυτό ήταν αδύνατο, γιατί τα κύματα είχαν καταστρέψει σημαντικό μέρος των γλυπτών[71].Ο Carl Ritter διατύπωσε την υπόθεση, ότι εδώ θα μπορούσαν να βρίσκονται θαμμένοι ξένοι ευγενείς, ίσως Αιγύπτιοι, αλλά αυτό σχετίζεται με την ύστερη ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο. Διασώθηκαν και επιγραφές που αναφέρονται στα ελληνιστικά χρόνια[72].Η συμμετοχή της Φασήλιδας στην ίδρυση της Ναύκρατης στα χρόνια του Άμαση* (560 π.Χ.) μιλά για στενές σχέσεις με την Αίγυπτο και μεγάλο ενδιαφέρον για το εμπόριο[73]. Από μια αναφορά του Θουκυδίδη μπορεί κανείς να συμπεράνει, ότι τον 5ο αι. π.Χ. η Φάσηλις ήταν ένας εξαιρετικά σημαντικός σταθμός επαφής μεταξύ της Συρίας, της Φοινίκης και της Ελλάδας[74].Το εμπορικό δρομολόγιο από τη Ρόδο στην Κιλικία, τη Φοινίκη και τη Συρία περνούσε μέσω της Φασήλιδας.Ο Ηρόδοτος γράφει[75] : 
* «Φιλέλλην δε γενόμενος ο Άμασις, άλλα τε ες Ελλήνων μετεξετέρους απεδέξατο, και δη και τοισί απικνευμένοισι ες Αίγυπτον έδωκε Ναύκρατιν πόλιν ενοικήσαι· τοισί δε μη βουλομένοισι αυτών οικέειν αυτού δε ναυτιλλομένοισι έδωκε χώρους ενιδρύσασθαι βωμούς και τεμένεα θεοίσι.Το μεν νυν μέγιστον αυτών τέμενος και ονομαστότατον εόν και χρησιμώτατον, καλεύμενον δε Ελλήνιον, αίδε οι πόλιες εισί αι ιδρυμέναι κοινή Ιώνων μεν Χίος και Τέως και Φώκαια και Κλαζομεναί, Δωριέων δε Ρόδος και Κνίδος και Αλικαρνησσός και Φάσηλις...» 
Ο βασιλιάς Άμασις δημιούργησε το 560 π.Χ. τη Ναύκρατη, το μοναδικό αιγυπτιακό λιμάνι ανοιχτό στο ελληνικό εμπόριο, ενώ πήρε και Έλληνες μισθοφόρους στο στρατό του[76]. Η Φάσηλις ιδρύθηκε σε εχθρική χώρα και έμοιαζε με τείχος. Από το βορρά, τη δύση και το νότο χωριζόταν από την υπόλοιπη Λυκία με απόκρημνους ορεινούς όγκους που έφταναν μέχρι το επίπεδο τόξο του κόλπου της Παμφυλίας. Ο δρόμος για τη Φασήλιδα περνούσε κατά μήκος αυτών των ορεινών όγκων μέσω της ακτογραμμής. Η διαδρομή ήταν βατή μόνο με βόρειους ανέμους που απωθούσαν τα κύματα από την ακτή. Το χειμώνα, ιδιαίτερα όταν φυσούσαν ισχυροί νοτιάδες, ο δρόμος πλημμύριζε και τα νερά χτυπούσαν με δύναμη πάνω στα βράχια. 
 
Η μετάβαση του Αλεξάνδρου από τη Φασήλιδα στην Πέργη από το νερό μέσω της «σκάλας της Παμφυλίας» θεωρήθηκε ως θαύμα και γέννησε πολλούς μύθους[77].Στον Αρριανό διαβάζουμε, ότι ο Αλέξανδρος φθάνοντας στη Φασήλιδα κατέστρεψε τον οχυρωματικό πύργο των Πισιδίων που ήταν χτισμένος στους λόφους πάνω από την πόλη, απ’ όπου οι αυτόχθονες επιτίθονταν στους περιοίκους που καλλιεργούσαν τα χωράφια στα περίχωρά της.Οι επιδρομές γίνονταν κυρίως έξω από τα τείχη της πόλης και ήταν σποραδικές[78]. Γράφει ο Johann Gustav Droysen στο βιβλίο του «Ιστορία του ελληνισμού»[79] για τη μετάβαση του Αλεξάνδρου : 
«...Στη συνέχεια ο βασιλιάς έφτασε στη Φασήλιδα.Αυτή η πόλη, δωρικής προέλευσης και αρκετά σημαντική για το γεγονός ότι αφ’ ενός μεν κράτησε τον ελληνικό ρυθμό μέσα στο περιβάλλον της Λυκίας, αφ’ ετέρου είχε μια εξαιρετικά ευνοϊκή θέση στον κόλπο της Παμφυλίας με τα τρία λιμάνια της, στα οποία χρωστούσε τον πλούτο της. Δυτικά, κάποιες πλαγιές ανεβαίνουν προς τα πάνω και φτάνουν μέχρι ύψους 7000 ποδών σχηματίζοντας το τόξο γύρω από τον κόλπο της Παμφυλίας, που βρίσκεται τόσο κοντά στη θάλασσα, ώστε το στενό σε πολλά σημεία του δεν καλύπτει το δρόμο που δημιουργείται κατά μήκος της ακτής, μόνο όταν οι βόρειοι άνεμοι διώχνουν τα νερά από την ακτή. Όποιος δεν επιλέξει αυτό το δρόμο είναι αναγκασμένος να ακολουθήσει μια δύσκολη και μακρά πορεία μέσα από τα βουνά, η οποία παρεμποδίζεται από μια φυλή της Πισιδίας, η οποία έχτισε ένα οχυρό στο βουνό κι από εκει ορμούσε ληστεύοντας τους κατοίκους της Φασήλιδας.Ο Αλέξανδρος, μαζί με τους Φασηλίτες, επιτέθηκε σε αυτή τη ληστρική φωλιά και την εξόντωσε. Αυτή η ευτυχής λύτρωση των κατοίκων που ζούσαν σε μόνιμη ανησυχία και η νίκη του Μακεδόνα βασιλιά γιορτάστηκαν με πανηγυρικό τρόπο, δεδομένου, ότι πρώτη φορά η πόλη έβλεπε ελληνικό στράτευμα μετά τη νίκη του Κίμωνα στον ποταμό Ευρυμέδοντα της Παμφυλίας (467 π.Χ.)». 
Ο Κίμωνας ξεκίνησε από το Τριόπιο της Κνίδου με 200 πλοία πλέοντας προς την Παμφυλία, μόλις πληροφορήθηκε τη συγκέντρωση εκεί του περσικού στρατεύματος. Φτάνοντας στη Φασήλιδα, οι κάτοικοι δεν δέχτηκαν τα ελληνικά πλοία, επειδή δεν ήθελαν να αποστατήσουν από τον Πέρση βασιλιά. Ο Κίμωνας πολιόρκησε την πόλη και κυριεύοντάς την άρχισαν οι στρατιώτες του να την λεηλατούν. Με τη μεσολάβηση των Χίων που είχαν φιλικές σχέσεις με τους Φασηλίτες και έλαβαν μέρος στην εκστρατεία, ο Κίμωνας έλυσε την πολιορκία της πόλης με όρο να τον ακολουθήσουν και να πληρώσουν εισφορά 10 ταλάντων. Και συνεχίζει ο Droysen[80] : 
«Ο Αλέξανδρος φαινόταν χαρούμενος αυτές τις ημέρες. Μετά από ένα από αυτά τα γλέντια, τον είδαν να περνά με τη συνοδεία του σε πομπή θριάμβου από την αγορά της Φασήλιδας στο σημείο όπου υπήρχε το άγαλμα του Θεόδεκτου, το οποίο στόλισε με στεφάνια λουλουδιών για να τιμήσει τον αγαπημένο του ποιητή. Εκείνες τις ημέρες καταστρώθηκε ένα χαμηλής προσδοκίας σχέδιο, διπλά χαμηλής, επειδή αυτό προήλθε από τον Παρμενίωνα, έναν από τους πιο γνωστούς και ικανούς στρατηγούς του Αλεξάνδρου, στον οποίο αυτός πολλά συγχώρεσε και ακόμη περισσότερα εμπιστεύθηκε. Το βασιλιά, όχι μόνο μια φορά τον είχαν προειδοποιήσει, αλλά και πρόσφατα η μητέρα του η Ολυμπιάδα τον εκλιπαρούσε να είναι πιο προσεκτικός με τους πρώην εχθρούς του, τους οποίους θεωρεί πλέον φίλους του. Κατά την παραμονή του Αλέξανδρου στη Φασήλιδα έλαβε χώρα συνωμοσία, την οποία σχεδίασε ο Λυγκηστής Αλέξανδρος που σκόπευε να δολοφονήσει το βασιλιά και να πάρει το θρόνο μαζί με ένα μεγάλο χρηματικό ποσό 1000 ταλάντων από τους Πέρσες. Ο Αλέξανδρος έστειλε διαταγές στον Παρμενίωνα με τον Αμφοτερό, αδελφό του Κρατερού. Αυτός φόρεσε τοπική ενδυμασία και με κάποιους Πέργιους οδηγούς έφτασε στον Παρμενίωνα με τις διαταγές σύλληψης του Λυγκηστή...» 
Μετά από αυτή τη στάση ο Αλέξανδρος έφυγε από τη Φασήλιδα και κατευθύνθηκε προς την Παμφυλία και συγκεκριμένα στο πιο σημαντικό γι αυτόν σημείο, την Πέργη. Ένα μέρος του στρατεύματός του το έστειλε σ’ έναν μακρύ και δύσβατο δρόμο μέσα από τα βουνά, διατάζοντας τους Θράκες να τον κάνουν προσβάσιμο μόνο για το πεζικό και ο ίδιος, όπως φαίνεται με το ιππικό και μέρος του βαρέως πεζικού. επέλεξε να κινηθεί κατά μήκος της ακτής. Αυτό ήταν πραγματικά μια επικίνδυνη επιχείρηση, γιατί όπως και το χειμώνα ο δρόμος γέμιζε νερά καθώς θα έπρεπε να βαδίσουν όλη την ημέρα οι στρατιώτες μέχρι την κοιλιά μέσα στο νερό, αλλά το παράδειγμα με την παρουσία του ίδιου του βασιλιά, ο οποίος δεν ήξερε τη λέξη «αδύνατο» υποκίνησαν το στράτευμα επίμονα και με θέληση να ξεπεράσει όλες τις δυσκολίες. Κι όταν θα κατάφερνε να πετύχει το σκοπό του, όλοι θα κοίταζαν πίσω και βλέποντας το δρόμο που πέρασαν σπάζοντας στην κυριολεξία τα κύματα, θα έβλεπαν το θαύμα που πέτυχαν αυτοί με την καθοδήγηση του ήρωα βασιλιά τους. Και συνεχίζει ο Droysen[81] : 
«Η είδηση γι αυτό το κατόρθωμα διακοσμημένη με υπέροχες λεπτομέρειες διαδόθηκε σ’ όλους τους Έλληνες : Παρά τους ισχυρούς νοτιάδες, που έριχναν τα νερά πάνω στα βράχια, αυτοί έλεγαν ότι όταν ο βασιλιάς ήρθε στην ακτή, ο άνεμος άλλαξε ξαφνικά πορεία και τα νερά υποχώρισαν προς το νότο. Άλλοι ακόμη ισχυρίστηκαν, ότι αυτός πέρασε ο ίδιος το στρατό από τη θάλασσα χωρίς να βρέξει ούτε τα πόδια του. Ενώ, ο Καλλισθένης που πρώτος έγραψε το ιστορικό αυτής της εκστρατείας, που και ο ίδιος ήταν παρών, έγραψε τη φράση ότι «η θάλασσα ήταν πρόθυμη να προσφέρει τη λατρεία της στο βασιλιά και υποκλίθηκε σ’ αυτόν.» 
Χρησιμοποίησε τη λέξη «προσκύνηση» που οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για όσους σύμφωνα με το έθιμο δήλωναν υποταγή στον Πέρση βασιλιά.Ο ίδιος ο Αλέξανδρος, σύμφωνα με τον Droysen, έγραψε σ’ ένα γράμμα, αν αυτό είναι αυθεντικό, με απλά λόγια, ότι «αυτός διέταξε το στράτευμα να κινηθεί μέσα από τη σκάλα της Παμφυλίας», όπως αποκαλούσαν αυτά τα περβάζια στο βουνό και πέρασε πάνω σε αυτά μέσω της Φασήλιδας.  
 
Κίμων 
Με βάση τη σύνδεση με την Κιλικία, που βρισκόταν στην πλάτη της Λυκίας, οι κάτοικοι της Φασήλιδας πριν απ’ όλα έπρεπε να αναπτύξουν τη ναυσιπλοία, το θαλάσσιο εμπόριο και την αλιεία ως κύριες δραστηριότητές τους.Η φυτοκομία ήταν επίσης μια από τις ασχολίες τους.Τα βουνά των Σολύμων τους έδιναν πολλά λουλούδια, ιδιαίτερα τριαντάφυλλα. Είναι πιθανόν στις περιοχές που άμεσα γειτνίαζαν με την πόλη, κάποιοι κάτοικοι να ασχολούνταν με τη γεωργία.Όμως, η ευημερία της Φασήλιδας κυρίως στηριζόταν στο διαμετακομιστικό εμπόριο. Σχετικά με τη σχέση της Φασήλιδας με τα νησιά του Αιγαίου και το μύθο για την ίδρυση της πόλης, συνδέονται όλ’ αυτά με τον Μόψο, το Λάκιο και τη Μαντώ, καθώς και με το ιερό της Κλάρου. Αυτό πιστοποιείται από την αναφορά του Πλουτάρχου για τη μεγάλη φιλία των Χιωτών με τους Φασηλίτες στα χρόνια του Κίμωνα[82], φιλία η οποία σχετίζεται με τη Ναύκρατη* και τη Δωδεκάπολη, μέλη της οποίας ήταν η Χίος και η Φάσηλις.Oι άλλες πόλεις ήταν η Τέως, η Φώκαια, οι Κλαζομενές, η Ρόδος, η Κνίδος, η Αλικαρνασσός, η Μυτιλήνη, η Αίγινα, η Σάμος και η Μίλητος. 
* Στη Ναύκρατη υπήρχε το Ελλήνιον[83] το οποίο χαρακτηριζόταν ως «τέμενος των θεών των Ελλήνων».Υπηρετούσε τους ανθρώπους σε όλες τις δυσκολίες της ζωής.Εκεί ανατράφηκε και ο σοφιστής Πτολεμαίος ο Ναυκράτειος.Υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις όσον αφορά τη σημασία της ονομασίας «Ελλήνιον».Άλλοι την θεωρούσαν ως ιερό, άλλοι ως γνωστή θεότητα και άλλοι ως ομάδα θεών με την ονομασία Ελλήνιοι. 
Την ίδια στιγμή, ο Πλούταρχος περιγράφει την εχθρότητα των κατοίκων της Φασήλιδας απέναντι στους Αθηναίους γύρω στον 5ο αι. π.Χ., γεγονός που ίσως πηγάζει από την κοινή Ροδιακή πολιτική ενάντια στην Αθήνα αυτή την εποχή.Στην ιστορία των εμπορικών σχέσεων της αρχαϊκής περιόδου η Φασήλιδα έπρεπε να παίξει έναν ακόμη ρόλο.Ήταν εξαιρετικά σημαντικό για τη Ρόδο να καθορίζει τις αποικίες της στη Λυκία ως σταυροδρόμια εμπορικών δρόμων. Το ναυτικό της έπρεπε να αντιμετωπίσει τους πειρατές και να διαφυλάξει τις θαλάσσιες διαδρομές για τα ροδιακά και τα άλλα φιλικά πλοία.Στα λιμάνια της Φασήλιδας αυτά τα πλοία θα μπορούσαν να βρουν καταφύγιο από τους πειρατές.Αυτό το προωθημένο «φυλάκιο» της Λίνδου, αλλά και των άλλων πόλεων της Ρόδου, ικανοποιούσε πλήρως τους στόχους της πολιτικής τους στην ανατολή και τους στενούς εμπορικούς δεσμούς που είχαν με την Κύπρο, τη Φοινίκη και τη Συρία. Αργότερα οι Ρόδιοι ενισχύουν την αποικιακή τους πολιτική με την κατάκτηση της νήσου Μεγίστης ~ σήμερα Καστελλόριζο ~ και οικοδομούν το «παλαιόν τείχος», τη μελλοντική πόλη Γάγαι*. 
* Ο Στέφανος Βυζάντιος γράφει στην πραγματεία του «Περί πόλεων» : «Γάγαι,πόλις Λυκίας, ην και παλαιόν τείχος και χώραν φησίν Αλέξανδρος,εν πρώτη Λυκιακών,το εθνικόν Γαγαίος».O Στέφανος Βυζάντιος έζησε στα τέλη του 5ου αι. μ.Χ. στα χρόνια του Ιουστινιανού Β΄. Σημαντικά του έργα είναι οι πραγματείες  «Εθνικά» και «Περί πόλεων».Συνέθεσε το κοινό λεξικό από 55 βιβλία, στα οποία περιέχονται γεωγραφικές, τοπογραφικές και εθνογραφικές πληροφορίες.Στο λεξικό περιλαμβάνονται ερμηνείες των εννοιών, των τοπωνυμιών και για τους κατοίκους αυτών[84].Ήταν συγγραφέας βιβλίων και για την Αίγυπτο.Σύμφωνα με το Στέφανο Βυζάντιο, τα αδέλφια Λάκιος και Αντίφημος έφθασαν στους Δελφούς, όπου η Πυθία συμβούλευσε το Λάκιο να πλεύσει προς την ανατολή και τον Αντίφημο προς τη δύση ιδρύοντας την πόλη της Γέλας[85]. 
Η Μεγίστη ήταν ένα από τα μεγαλύτερα  σε μέγεθος νησιά στα ανοιχτά της νότιας ακτής της Λυκίας.Τοποθετείται στο ίδιο γεωγραφικό πλάτος με τη Λίνδο και βρισκόταν στα μισά του δρόμου με τη Φασήλιδα.Η ιστορία και ο χρόνος κατάκτησής της είναι άγνωστα σε μας, αλλά ήδη τον 5ο αι. π.Χ. ανήκε στους Ρόδιους, οι οποίοι την κράτησαν από τότε σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξής τους[86].Το νησί ήταν άγονο. Φρούτα, λαχανικά, σιτηρά και κρασί προμηθεύονταν από τη μητρόπολη[87].Ο Fellows σημειώνει την έλλειψη νερού, η οποία αντιμετωπιζόταν στην εποχή του με τη συλλογή νερού σε τεχνητές λίμνες.Ίσως και στην αρχαιότητα το πόσιμο νερό παραδίδονταν από το εξωτερικό.Ωστόσο, η Μεγίστη αποτελούσε ιδανική τοποθεσία και πολυσύχναστο δρόμο εμπορίου για την Ελλάδα στην ανατολή. Ακόμη και τον 19ο αι. μ.Χ. το Καστελλόριζο ήταν βασικό εμπορικό διαμετακομιστικό κέντρο για όλα τα νότια Μικρασιατικά παράλια[88].Η αρχαία πόλη της Μεγίστης ήταν χτισμένη στην κορυφή ενός βράχου που δεσπόζει πάνω από το λιμάνι και περιλαμβάνει ένα ισχυρό οχυρωματικό τείχος, τα ερείπια του οποίου ήταν ακόμη ορατά στην επιφάνεια τον 19ο αι. Αυτό το παράδειγμα ισχυρού οχυρού των αποικιών της Ρόδου δείχνει ότι το νησί κατακτήθηκε με τη βία και εκπροσωπούσε τη Ρόδο ως στρατιωτικό φυλάκιο.  
Τα Ροδιακά εμπορικά πλοία έβρισκαν εδώ έναν ασφαλή χώρο στάθμευσης στα μισά του δρόμου για τη Φασήλιδα.Εκτός αυτού, η νήσος Μεγίστη τοποθετούμενη κοντά στην είσοδο του λιμανιού της Φελλού και της Αντίφελλου ~ λυκιακή ονομασία Κίϊνδα ~ ίσως ήλεγχε την είσοδο και έξοδο αυτών των λιμένων της Λυκίας[89]. Μακρύτερα, στην ανατολή, βόρεια των Χελιδόνιων νήσων, οι Ρόδιοι εγκαθίστανται στις Γάγες. Προφανώς, οι Γάγες υπήρχαν ως τοπική πληθυσμιακή ομάδα.Σύμφωνα με τον ιστορικό Αλέξανδρο Πολυίστωρα, σύγχρονο του Σύλλα, που αναφέρεται στο έργο του Στέφανου Βυζάντιου, οι Γάγες ονομάζονταν «παλαιόν τείχος»[90]. Αυτή η ονομασία δείχνει μια ισχυρή οχύρωση πόλης σε εχθρική περιοχή, όπως και η ονομασία «Μιλησίων τείχος»*στη Ναύκρατη της Αιγύπτου. Ο William M.Flinders Petrie υπέθεσε ότι το «Μιλησίων τείχος» βρισκόταν στο νότιο μέρος της Ναύκρατης, ενώ ο David Hogarth στο βόρειο, κοντά στο ιερό του Μιλησίου Απόλλωνα[91]. 
(συνεχίζεται.....) 
Σημειώσεις 
1. Ομήρου «Ιλιάδα», Μ,876 
2. ο.π.  Ζ,188,210 – Μ,318 – Ρ,12 – Ν,330 – Π,437,455,514,673,683 
3. Ηροδότου «Ιστορία», Ι,173,1-2 
4. ο.π. Ι,173 
5. ο.π. Ι,182 
6. ο.π. Ι,78,84 
7. ο.π. VIΙ,77 
8. ο.π. Ι,28 
9. ο.π. Ι,171 
10. ο.π. Ι,176 
11. ο.π. IIΙ,90 
12. ο.π. VIΙ,92 
13. ο.π. VIΙ,98 
14. Θουκυδίδη, ΙΙ,69 
15. Μενάνδρου, «Ασπίδα»,23-114 
16. Ισοκράτη, ΙΙΙ,153 
17. Στράβωνα, «Γεωγραφικά»,XIV,3,7(666) 
18. Διόδωρου Σικελιώτη,XI,2,2,3,7 
19. ο.π. XΙ,19,1 
20. Πλουτάρχου, «Κίμων» XII,3-4 
21. βλ. Διόδ. Σικελ. XV,90,3 
22. Πολύαινου,Χαριμένης, κεφ.ΜΒ΄,186 
23. Αρριανού, «Ανάβασις»,Ι.24,4-6 
24. Treuber O. Geschichte der Lykier. Stuttgart,1887, s.90 
25. Яйленко В.П. Архаическая Греция и ближний Восток. Наука, Москва,1990,с.164 
26. Колобова К.М Из истории раннегреческого общества. Ленинград,1951,с.248 
27. Keen A. Dynastic Lycia : a political history of the Lycians and their relations with foreign powers  545–362 BC – Leiden,Boston,Koln : Brill,1998,p.35 
28. Горожанова А.Н. Родосско-Ликийский конфликт – по данным “Илиады Гомера” - № 5, Нижний Новгород,2008,с.137-142 
29. Брестед Д.Г. История Египта с древнейших времен. Москва,1915,с.283 
30. Bryce T. The Lykka problem – and a possible solution // JNES, Vol.33,1974,p.396 
31. ο.π. Bryce T. The Lykka problem,p.397 και Авдиев И.В. Военная история древнего Египта.Москва,1959,с.188-Восток и древности. Восточная Литература, Москва,2000,c.120,143 
32. Sandars N. The sea peoples. Warriors of the ancient Mediterranean 1250-1150 BC. Thames & Hudson, London,1978,p.205 
33. βλ. Treuber O. Gesch. Der Lykier s.51 και Στράβ.VIII,11.1 
34. Ross L. Reisen auf der griechische Inselh. Stuttgart, Tuppingen,1843,s.98 
35. βλ. Ηροδότου «Ιστορία», Ι,176 
36. Ομήρου, Ιλ. Μ,376 και Π,495,532 
37. ο.π. Ιλ. Π,419 
38. Hill G. British Museum. Catalogue of the Greek Coins of Lycia, Pamphylia and Pisidia. London,1897,p.19 
39. Muller C. Fragmenta Historicorum Graecorum. Paris,1841-1870, II,217 & Fragm.15, Herakl. Pontic 
40. Burn A. Minoans, Palestines and Greeks B.C. 1400-900. London,1930,p.108 
41. βλ.  Treuber O., s.89 
42. Beloch K. Griechische Geschichte. Strassburg,1912, I,2 – s.235 
43. o.π. Muller C. Fragm. Histor. Graec. II,28,29 και Αθήναιου, «Δειπνοσοφισταί» VII, 297f 
44. Stephanii Byzantii “Ethnicorum”. Meineke – Berlin,1849 
45. o.π. Muller C. Fragm. Histor. Graec. IV,428 και Αθήν. Δειπνοσοφ. VII, 297 
46. Immisch Ott. Klaros. Forscungen uber Geschichte Stiftungssagen. Philologie,Teubner. Leipzig,1889, XVII 
47. Muller K. Die Dorier. Breslau,1824,s.114 
48. Αθήναιου Ναυκράτιου, «Δειπνοσοφισταί» VII,51,297e-298a 
49. o.π. Immisch Ott.,142 
50. o.π.,s.144 
51. o.π.,s.138 
52. βλ. Muller C. Fragm. Histor. Graec. IV,479 και Αθήν. VIII,333 
53. Inscriptiones Graecae (IG) XII,1,695 
54. βλ. Ηρόδ. Ι,147 
55. Blinkenberg Chr. Die lindische Tempelchronik. Markus & Weber, Bonn,1915,ΧΧΙΙΙ 
56. ο.π. Ηρόδ. VII,92 
57. βλ. Treuber O.,s.21 και Στέφ. Βυζάντιου «Περί πόλεων» : Πισιδία και Πλίνιου, VI,V,34 
58. ο.π. Blinkenberg Chr., XXIV 
59. Blinkenberg Chr. Rhodische Urvolker.Hermes.London,1915,s.287-288,373 
60. Ritter C. Erdkunde. Berlin,1859,XIX,2, s.757 
61. Beaufort Fr. Karamania or a brief description of the South coast of Asia Minor.2nd edition,London,1818,p.56-70 
62. βλ. ο.π. Αθήν. XV,683b-e 
63. Λίβιου, Κεφ.37.23 
64. o.π. Beaufort Fr., p.64-65 
65. o.π. Beaufort Fr. p.65 
66. o.π. Beaufort Fr. p.61-62 και ο.π. Ritter C.,s.761 
67. Παυσανία ΙΙΙ,3.8 
68. βλ. Treuber O.,s.67 
69. ο.π. Beaufort Fr.,p.66 
70. o.π. Beaufort Fr.,s.60 
71.o.π. Beaufort Fr.,s.62 
72. Collitz H.-Bechter F. Sammlung der Griechischen Dialekt – Inschriften III – Gottingen,1899 -  s.4259 
73. βλ. Ηρόδοτ. ΙΙ,178 
74. βλ. Θουκυδ. Ι,69 
75. ο.π. Ηρόδ. ΙΙ,178 
76. Cook R. Amasis and the Greeks in Egypt – Journal of Hellenic Studies – London,1937,p.234 
77. Πλουτάρχου, Αλέξανδρος ,17 
78. βλ. Αρριανού, Ανάβ. Ι.26 
79. Droysen J.G. Geschichte des Hellenismus – Дройзен И.Г. История Эллинизма , в 3-х томах, Наука –Москва,2002,с.123 
80. ο.π. Droysen J.G.,s.124 
81. ο.π. Droysen J.G.,s.125 
82. Πλουτάρχου, Κίμων 12 
83. βλ. Ηρόδοτ. V,42,92 
84. Ревко П. Научное наследие Греции – Таганрог, 2009,с.67 
85. Колобова К.М Из истории раннегреческого общества. Ленинград,1951,с.249 
86. βλ. Treuber O.,s.79 
87. βλ. Beaufort Fr.,s.9 
88. Fellows Ch. A Journal Written During an Excursion in Asia Minor. London,1839,p.269 
89. Imbert J. La ville d’Antiphellus et un passage d’Herodote. Le Museon.Louvain,1891,p.267-269 και Στέφ.Βυζάντ. Περί πόλεων «Φελλός» - Παμφυλία. 
90. Στέφ. Βυζάντιου «Περί πόλεων», 27-37 και Аlexandri Polyhistoris,Fragmenta Historicorum Graecorum,Paris,1845 – Vol.III 
91. Petrie W.M.Flinders “Naucratis” (3rd Memoir of the Egypt Exploration Fund,1886–London,1884-1885, I,p.28-36  και 
Hogarth D.-Lorimer H.-Edgar C. Naucratis, Journal of Hellenic Studies,London,1903-1905,p.107-109 


istorikathemata

ΛΙΘΟΣ ΦΩΤΟΣ

ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

1

Το Ενατο Κυμα